Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

διδακτικά προβλήματα ... πολεμικής διδακτικής

ύβρις[1]

Ποτέ στην Ελλάδα δεν ξεχάστηκε η ιδέα του εθνικού αγώνα κατά των Περσών. Αυτή για τους Έλληνες ήταν ό,τι για πολλούς αιώνες στη δυτική χριστιανοσύνη ο κατά των απίστων αγών. Ακόμα κ' η Σπάρτη κάποιον καιρό είχε αναζητήσει τέτοιο προσωπείο για την αρπακτικότητα και την κυριαρχικότητά της. Ως κι ο Ιάσων ο φεραίος κοίταξε να δικαιολογήσει την τυραννία πούστησε, σαν αποσκοπούσα στον εθνικό αυτόν αγώνα. Εξ άλλου, όσο φανερώτερη γινόταν η αδυναμία κ' η εσωτερική παραλυσία της πελώριας αυτής επικράτειας, τόσο ευκολώτερο κι αποδοτικώτερο φάνταζε το έργο της καταστροφής της, και τόσο πιο πολύ γενικεύονταν και δυνάμωναν οι προσδοκίες πως όπου νάναι θά 'πρεπε να πέση !

Μπορεί ο Πλάτων κ' η σχολή του ν' αγωνίζονταν να συλλάβουν και να πραγματώσουν την ιδανική πολιτεία, αλλ' ο Ισοκράτης, π' άσκησε κ' ευρύτερη και λαϊκώτερη επίδραση, όλο και ξαναγύριζε πάντα στη σκέψη πως ένας πόλεμος κατά των Περσών έπρεπε κάποτε να ξεκινήση ! Και πίστευε πως πανηγύρι θάταν, όχι εκστρατεία ! Πως ανέχοντ' οι Έλληνες την ύβρι να παρασταίνουν οι βάρβαροι αυτοί τους φρουρούς, λέει, της ειρήνης στην Ελλάδα, όταν η Ελλάδα μπορή, αυοδύναμη, να κάνη έργα - θαύματα, που σε θεούς μονάχα θα προσεύχονταν κανείς για τέτοια ;

[1] Johann Gustav Droysen, "Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου", σε μετάφραση των Ρ., Η. & Σ. Αποστολίδη, τ. 1, σ. 28, Ελευθεροτυπία, Αθήναι 1993.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

από την ιστορία της παιδείας

ισότητα και παιδεία[*]

Ποιό είναι το πρώτο συστατικό της πολιτικής ; ρωτούσε ο φιλελεύθερος και δημοκρατικός Γάλλος ιστορικός ου ΙΘ΄ αιώνα Ιούλιος Μισελέ (Jules Michelet). Και απαντούσε: "Η παιδεία ! Το δεύτερο συστατικό ; Η παιδεία ! Το τρίτο ; Η παιδεία !"[1]. Στην Ελλάδα του ΙΘ΄ αιώνα η παιδεία ήταν το τελευταίο που απασχολούσε την εξουσία.

Ο ρόλος των ηγετικών ομάδων στον θεμελιώδη και λίαν ευαίσθητο αυτό χώρο της εθνικής ζωής ήταν πάντοτε φωτοσβεστικός. Υπήρχε γνήσια και ζωηρή έφεση προς τα γράμματα όπως δείχνει το αναγεννητικό κύμα της προεπαναστατικής 50ετίας[2]. Οι κοτζαμπάσηδες όμως της τουρκοκρατίας θεωρούσαν την παιδεία ως δικαίωμα των προνομιούχων οικογενειών. Στο ελληνικό σχολείο Τρικκάλων Κορινθίας βρέθηκε το 1826 συμφωνητικό των Νοταραίων με τον δάσκαλο που τον υποχρέωνε "να μην παραδίδη τα αυτά μαθήματα, τα οποία διδάσκει τα παιδιά των και εις τα παιδιά των άλλων κατοίκων, αλλά απλούστερα και όχι όμοια"[3]. Ταξικές διακρίσεις και στη μόρφωση ...

[*] Κυριάκου Σιμόπουλου, "Η διαφθορά της εξουσίας", σ. 414, Αθήνα 1992.
[1] Le Peuple (στην εισαγωγή)
[2] "Βλέπω τον οργασμόν των πνευμάτων", έγραφε το 1817 ο Κοραής, "όχι πλέον καθ' ημέραν αλλά κατά πάσαν στιγμήν αυξάνοντα" ("Άπαντα", τ. Β1, σ. 157). Είχαν συνειδητοποιήσει οι Έλληνες της δουλείας ότι η παιδεία είναι το "λεγόμενον εν μέγα" του Πλάτωνος (Πολιτεία 423e).
[3] Φωτάκος.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

μαθήματα ισχύος

περί της υποκρισίας του διεθνούς δικαίου
Θουκυδίδου Ε 92-99

Μήλιοι: Πώς είναι δυνατόν να έχωμε εμείς το ίδιο συμφέρον να γίνωμε δούλοι σας όσο εσείς έχετε συμφέρον να μας υποτέξετε ;
Αθηναίοι: Επειδή εσείς, αν υποταχθήτε, θ' αποφύγετε την έσχατη καταστροφή κ' εμείς θα έχωμε κέρδος αν δεν σας καταστρέψωμε.
Μ: Ώστε δεν θα δεχόσαστε να είμαστε φίλοι σας αντί εχθροί σας, να ζούμε ειρηνικά και να μείνωμε ουδέτεροι ;
Α: Δεν μας βλάπτει τόσο η έχθρα σας όσο η φιλία σας που θα ερμηνευόταν σαν τεκμήριο αδυναμίας μας, ενώ το μίσος σας είναι, για τους όσους εξουσιάζομε, απόδειξη της δύναμής μας.
Μ: Τέτοια αντίληψη του δικαίου έχουν, λοιπόν, οι υπήκοοί σας, ώστε να βάζουν σε ίση μοίρα εκείνους που δεν έχουν μαζί σας κανέναν φυλετικό δεσμό και εκείνους που είναι άποικοί σας, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους, που μερικοί μάλιστα απ' αυτούς επαναστάτησαν και τους υποτάξατε ;
Α: Όσο για τα δικαιώματά τους κανείς από τους συμμάχους μας δεν νομίζει ότι υστερεί, αλλά πιστεύουν ότι, όσοι διατηρούν την αυτονομία τους το χρωστούν στη δύναμή τους και ότι ο φόβος μάς συγκρατεί και δεν εκστρατεύομε εναντίον τους. Αν, λοιπόν, υποταχθήτε, όχι μόνο θ' αυξανόταν ο αριθμός των υπηκόων μας, αλλά και θ' αποδεικνυόταν ότι σεις, νησιώτες και ασθενέστεροι από άλλους, δεν μπορέσατε να μας αντισταθήτε εμάς που είμαστε θαλασσοκράτορες.
Μ: Και νομίζετε ότι οι προτάσεις μας δεν σας παρέχουν ασφάλεια ; Πρέπει και εδώ, όπως εσείς δεν μας επιτρέπετε να επικαλεσθούμε το δίκαιο και μας καλείτε να υποταχθούμε στο συμφέρον σας, να σας εξηγήσωμε και εμείς ποιό είναι το συμφέρον μας και να προσπαθήσωμε να σας πείσωμε ότι συμβιβάζεται με το δικό σας. Πώς είναι δυνατόν να μην μεταβάλετε σε εχθρούς σας όσους έως τώρα έμειναν ουδέτεροι, όταν δουν τί έχετε κάνει εδώ και θα περιμένουν ότι κάποτε θα στραφήτε και εναντίον τους ; Και με αυτό τί άλλο θα κάνετε παρά να ενισχύσετε όσους είναι εχθροίς σας και να στρέψετε εναντίον σας, παρά την θέλησή τους, όσους δεν είχαν κανένα σκοπό να το επιχειρήσουν ;
Α: Καθόλου ! Επικίνδυνοι εχθροί μας δεν είναι όσοι κατοικούν την στεριά και είναι ελεύθεροι. Επικίνδυνοι είναι οι νησιώτες εκείνοι που σαν και σας έχουν μείνει ανεξάρτητοι και εκείνοι που είναι δυσαρεστημένοι από τους καταναγκασμούς που τους επιβάλλει η ηγεμονία μας. Αυτοί υπάρχει πιθανότης να ενεργήσουν αλόγιστα και να περιπλέξουν σε προφανείς κινδύνους και τους εαυτούς τους και εμάς.

* Θουκυδίδου Ιστορία, σε μετάφραση Άγγελου Σ. Βλάχου, Εστία, Αθήνα 2004

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

η παιδεία της ισοπέδωσης

«Στριμώχνοντας» τους άλλους στους δικούς μας κανόνες[1]

Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε κάποιος από ευρωκεντρικούς διανοούμενους είναι θετικές αξιολογικές κρίσεις για πολιτισμούς που δεν έχουν μελετήσει διεξοδικά. Κι αυτό γιατί οι ουσιαστικές αξιολογικές κρίσεις προϋποθέτουν ... ένα συγχωνευμένο με άλλους ορίζοντα κριτηρίων.Θα πρέπει να έχουμε ήδη μεταμορφωθεί από η μελέτη του άλλου, έτσι ώστε να μην κρίνουμε μόνο με βάση τα αρχικά και οικεία σε μας κριτήρια. Μια πρόωρη ευνοϊκή κρίση δεν θα ήταν μόνο συγκαταβατική, αλλά και εθνοκεντρική. Θα επαινούσε τους άλλους επειδή είναι σαν και μας.

Εδώ συναντάμε και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που διατρέχει την πολιτική της πολυπολιτισμικότητας. Η κατηγορηματική αξίωση για την εκφορά ευνοϊκών κρίσεων είναι κατά παρόδοξο τρόπο – ίσως θα έπρεπε να πούμε κατά τραγικό τρόπο – ισοπεδωτική. Ο λογος είναι ότι θεωρεί ως δεδομένο ότι ήδη διαθέτουμε κριτήρια για να προβαίνουμε σε τέτοιες κρίσεις. Ωστόσο, τα κριτήριά μας είναι αυτά του δυτικού πολιτισμού. Έτσι, οι κρίσεις που εκφέρουμε θα «στριμώχνουν» με έμμεσο και υπόγειο τρόπο τους άλλους στις κατηγορίες μας. Για παράδειγμα, θα θεωρούμε ότι οι «καλλιτέχνες» τους δημιουργούν «έργα», τα οποία μπορούμε να εντάξουμε στον κανόνα μας. Με το να επεικαλείται έμμεσα τα δικά μας κριτήρια για να κρίνει όλους τους πολιτισμούς και τις πολιτισμικές ενότητες, η πολιτική της διαφοράς μπορεί να καταλήξει στην ισοπέδωση των πάντων.[2]

Μ’ αυτήν τη μορφή η αξίωση της ίσης αναγνώρισης είναι απαράδεκτη. Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Οι αντίπαλοι της πολυπολιτισμικότητας στα αμερικανικά πανεπιστήμια έχουν αντιληφθεί αυτήν την αδυναμία και την έχουν χρησιμοποιήσει σαν δικαιολογία για να αγνοήσουν το πρόβλημα. Αυτό όμως δεν βοηθάει. Μια απάνηση σαν κι αυτή που αποδίδεται στον Μπέλλοου – ότι θα χαρούμε να διαβάσουμε έναν Ζουλού Τολστόι, όταν αυτός εμφανιστεί – δείχνει τις βαθιές ρίζες του εθνοκεντρισμού. Πρώτον, εδώ υπονοείται ότι τα επιτεύγματά τους πρέπει να μας είναι οικεία, οι Ζουλού θα πρέπει να βγάλουν έναν Τολστόι. Δεύτερον, υποθέτουμε ότι δεν έχουν συνεισφέρει ακόμα τίποτα (Όταν οι Ζουλού βγάλουν έναν Τολστόι ...). Αυτές οι δύο υποθέσεις προφανώς συμβαδίζουν. Εάν οφείλουν να δείξουν επιτεύγματα παρόμοια με τα δικά μας, τότε και μόνο τότε, θα πρέπει να ελπίζουν στο μέλλον. Σύμφωνα με την οξύτερη διατύπωση του Ρότζερ Κίμπαλ: «Ό,τι κι αν λένε οι υποστηρικτές της πολυπολιτισμικότητας, η επιλογή που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν είναι μεταξύ μιας «καταπιεστικής» δυτικής κουλτούρας και ενός πολυπολιτισμικού παραδείσου, αλλά μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας. Ο πολιτισμός δεν είναι δώρο, είναι επίτευγμα – ένα εύθραυστο επίτευγμα που πρέπει συνεχώς να το στηρίζουμε και να το προστατεύουμε από κάθε εσωτερική ή εξωτερική πεοσβολή».[3]

[1] Τσάρλς Ταίηλορ, «Πολυπολιτισμικότητα», σ. 128-130, εκδόσεις Πόλις 1999.
[2] Οι ίδιες ισοπεδωτικές τάσεις κρύβονται πίσω από την αρνητική στάση που έχουν πολλοί άνθρωποι σε σχέση με την ανωτερότητα που λέγεται ότι χαρακτηρίζει ορισμένους συγκεκριμένους τομείς του δυτικού πολιτισμού (λ.χ. ον τομέα των φυσικών επιστημών). Αλλά είναι παράλογο να αντιδρούμε εξ’ ορισμού σε τέτοιου είδους ισχυρισμούς. Από το εγονός ότι όλοι οι πολιτισμοί συνεισέφεραν κάτο το αξιόλογο, δεν συνάγεται ότι η συνεισφορά τους είναι της ίδιας υφής ή αξίας. Το να αναμένουμε κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με σοβαρή υποβάθμιση των υπαρχουσών διαφορών. Τελικά, η προϋπόθεση της αξίας φαντάζεται ένα σύμπαν όπου διαφορετικοί πολιτισμοί αλληλοσυμπληρώνονται μέσω της διαφορετικής συνεισφοράς τους. Η εικόνα αυτή όχι μόνο είναι συμβατή, αλλά και επιβάλλει κρίσεις που εκφράζουν ως ένα σημείο κάποια ανωτερότητα.
[3] “Tenured Radicals”, New Criterion, σ. 13, Ιανουάριος 1991.