Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

διδασκαλίες ... ρέοντος του χρόνου


Αννης της Κομνηνής

Αλεξιάς [1]


Προίμιον


Ρέων ο χρόνος ακάθεκτα και αεί τι κινούμενος παρασύρει και παραφέρει πάντα τα εν γενέσει και ες βυθόν αφανείας καταποντοί όπου μεν ουκ άξια λόγου πράγματα, όπου δε μεγάλα τε και άξια μνήμης, και τα τε άδηλα φύων κατά την τραγωδίαν και τα φανέντα αποκτυπτόμενος. Αλλ' ο γε λόγος ο της ιστορίας έρυμα καρτερώτατον γίνεται τω του χρόνου ρεύματι και λιστησι τρόπον τινά την ακάθεκτον τούτου ροήν και τα εν αυτώ γινόμενα πάντα, οπόσα υπερείληφε, ξυνέχει και περισφίγγει και ουκ εά διολισθαίνειν εις λήθης βυθούς.


Ταύτα δε διεγνωκυία εγώ Άννα, θυγάτηρ μεν των βασιλέων Αλεξίου και Ειρήνης, πορφύρας τιθήνημά τε και γέννημα, ου γραμμάτων ουκ άμοιρος, αλλά και το Ελληνίζειν ες άκρον εσπουδακυία και ρητορικής ουκ αμελετήτως έχουσα και τας Αριστοτελικάς τέχνας ευ αναλεξαμένη και τους Πλάτωνος διαλόγους και τον νουν από της τετρακτύος των μαθημάτων πυκάσασα (δει γαρ εξορχείσθαι ταύτα, και ου περιαυτολογία το πράγμα, όσα η φύσις και η περί τας επιστήμας σπουδή δέδωκε και ο Θεός άνωθεν επεβράβευσε και ο καιρός συνεισήνεγκε) βούλομαι διά τήσδέ μου της γραφής τας πράξεις αφηγήσασθαι τουμού πατρός ουκ αξίας σιγή παραδοθήναι ουδέ τω ρεύματι του χρόνου παρασυρήναι καθάπερ εις πέλαγος αμνημοσύνης, όσας τε των σκήπτρων επειλημμένος κατεπράξατο και όσας προ του διαδήματος έδρασεν ετέροις βασιλεύσιν υπηρετούμενος.


[1] Σύνταγμα συν Θεώ των κατά τον άνακτα κύρον Αλέξιον τον Κομνηνόν πονηθέν παρά της θυγατρός αυτού κυρίας Άννης πορφυρογεννήτου της βασιλίσσης ο και εκλήθη Αλεξιάς παρ' αυτής.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

η διδαχή της μοίρας

Μια μοναδική δημηγορία
Ο Ρωμαίος και ο πατέρας[1]

Ποτέ μου δε φοβήθηκα των ανθρώπων τη δύναμη. Πάντα όμως φοβόμουν τη θεϊκή δύναμη, την αστάθεια της τύχης και τα αναρίθμητα και πιο απρόβλεπτα χτυπήματα που μπορεί να δώσει. Νικούσα και θριάμβευα, η τύχη με βοηθούσε σαν άνεμος ευνοϊκός. Όμως εγώ, μιαν άξαφνη θύελλα πάντα τη φοβόμουν.

Σε μια μέρα μέσα, πέρασα το Ιόνιο, από το Μπρίντιζι στην Κέρκυρα, κι’ από κει σε πέντε μέρες στους Δελφούς. Σε πέντε μέρες ακόμη, έφτασα στη Μακεδονία. Έκαμα τις θυσίες, κι’ αμέσως άρχισα τις επιχειρήσεις. Σε δεκαπέντε μέρες, είχα τερματίσει τον πόλεμο με την πλήρη υποταγή της Μακεδονίας. Αυτός ο γρήγορος θρίαμβος, μ’ έκανε να αισθάνομαι κάποια ανήσυχη δυσπιστία στην Τύχη. Τον εχθρό πια τον είχα συντρίψει, από εκεί δεν είχα τίποτα να φοβηθώ. Γύριζα λοιπόν ήσυχος, με βασιλιάδες αιχμαλώτους, με άπειρα λάφυρα, με το στρατό μου ακμαίο. Κι όμως, κάτι μ’ εφόβιζε για την Τύχη …

Η ψυχή μου, που έτρεμε για τις συμφορές που απειλούσαν ίσως την πατρίδα μου τη Ρώμη, λυτρώθηκε από τον φόβο της, όταν είδα το σπίτι μου να ρημάζει, κι’ έθαψα τα δυο μου τα παιδιά, τα θαλερά βλαστάρια μου, τη μόνη μου ελπίδα και κληρονομιά. Τώρα πια έμεινα έρημος κι’ άκληρος. Τώρα όμως, δεν βλέπω άλλον κίνδυνο. Η μπόρα πέρασε. Η Ρώμη μπορεί να είναι ήσυχη. Η Μοίρα εκδικήθηκε εμένα, κι’ όχι την πατρίδα μου.

Κοιτάξτε, κοιτάξτε τι παράξενη και τι άστατη που είναι η τύχη των ανθρώπων ! Ο Περσεύς, νικημένος, έχει όμως τα παιδιά του, ενώ ο Αιμίλιος Παύλος, νικητής, έχασε τα δικά του …[2]

[1] Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, «το Πινάκιον Φακής και ο Νόμος των Λύκων», σ. 28 κ.επ., Εστία.
[2] «Περσεύς μεν έχει και νενικημένος τους παίδας, Αιμίλιος δε αυτού, νικήσας απέβαλε», Πλουτ. Αιμ. Παύλος, XXXXVI, in fine.