Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Ανθολόγιο_το πάραδοξο της σωτηρίας

το διαχρονικό παράδοξο της εξουσίας*

Ο Αλλάχ να προστατεύει τον μεγάλο κι ασύγκριτο εμίρη μας από κάθε δυστύχημα … Ο ανάξιος δούλος σου, απλός κόκκος σκόνης μέσα στις φωτεινές αχτίδες του μεγαλείου σου, έχει ικανότητες αναγνωρισμένες απ’ όλον τον κόσμο. Ως την ημέρα του διορισμού μου στη θέση του μεγάλου βεζίρη, το κρατικό θησαυροφυλάκιο είταν πάντα άδειο. Εγώ όμως δημιούργησα και επέβαλα νέους δασμούς και νέους φόρους. Καθιέρωσα την υποχρεωτική καταβολή ενός ποσού για το διορισμό σ’ οποιαδήποτε δημόσια θέση. Όσα είταν αδύνατα, τα έκανα εγώ δυνατά. Έτσι, δεν υπάρχει τώρα ούτε ένας υπήκοός σου που να μπορεί καν να φτερνιστεί, δίχως να συνεισφέρει γι αυτό κάτι στο θησαυροφυλάκιο. Κατέβασα ακόμα, και τους μισθούς. Έκοψα πενήντα τα εκατό όλες τις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων, των στρατιωτικών και των γενίτσαρων και σαν να μην έφτανε αυτό, υποχρέωσα τον λαό να τους συντηρεί και να τους τρέφει, κάνοντας έτσι μια τεράστια οικονομία στο ταμείο του εμίρη. Και δεν εμνημόνευσα παρά ελάχιστο μόνο μέρος των όσων επέτυχα !

Ο Αλλάχ να προστατεύει τον εμίρη μας, τον όμοιο με τον ήλιο, από όλες τις δυστυχίες, από όλες τις αρρώστιες και τις στεναχώριες. Τις ικανότητές μου ο εμίρης τις γνωρίζει. Όταν ο χάνης της Κίβας κήρυξε τον πόλεμο στη Μπουχάρα, ο εμίρης μας, καρδιά του κόσμου και σκιά του Αλλάχ πάνω στη γη, ηυδόκησε να με διορίσει αρχιστράτηγο του στρατού της Μπουχάρας. Έφερα σε πέρας την αποστολή μου με τέτοιο θαυμαστό τρόπο, που κατορθώσαμε ν’ αποκρούσωμε τον εχθρό δίχως να χύσουμε σταλαγματιά αίμα. Ας μου επιτραπεί να μνημονεύσω … το στρατιωτικό σχέδιο που εφήρμοσα. Μόλις ο χάνης πέρασε τα σύνορά μας και προήλαυνε μέσα στη χώρα μας, πρόσταξα να καταστρέψουν συθέμελα τις πολιτείες μας και τα χωριά μας, να ξεριζώσουν τα περιβόλια και τα χωράφια μας, να γκρεμίσουν τα γεφύρια και να χαλάσουν τους δρόμους. Τότε ο στρατός του χάνη, βλέποντας πως η χώρα μας είταν μια απέραντη έρημος, δίχως περιβόλια και δίχως σπαρτά είπε : «Ας μην πάμε στην Μπουχάρα αφού δεν θα βρούμε τίποτα να λαφυραγωγήσουμε». Έκαναν, λοιπόν, μεταβολή κι έφυγαν καταντροπιασμένοι ! Και τότε ο εμίρης μας ηυδόκησε ν’ αναγνωρίσει, πως η καταστροφή της χώρας μας από το δικό μας στρατό στάθηκε κάτι το πολύ σοφό και χρήσιμο. Και γι αυτό έδωσε εντολή τίποτα να μην διορθωθεί και να μην ανοικοδομηθεί, μα αντίθετα, τόσο οι πολιτείες και τα χωριά μας, όσο και τα χωράφια κι οι δρόμοι να μείνουν κατεστραμμένα έτσι, που οι εχθροί να μην έχουν, στο μέλλον, το παραμικρό συμφέρον να επιτεθούν εναντίον μας. Ναι, χάρισα, μ’ αυτόν τον τρόπο, μια περίλαμπρη σωτήρια νίκη στη χώρα μας !

*Λεωνίδα Σολοβιώφ, «ο Ναστρεδίν Χότζας», απόδοση από τη γαλλική μετάφραση Δ. Φωτιάδη, σ.σ. 132-134, εκδόσεις Δωρικός 1980.

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

μάθημα λογοτεχνίας

παιχνίδια της τύχης*

Στο λιακωτό του κεφενέ, κοντά στο δέντρο που είχε δέσει το μουλάρι του, είδε ένα μάτσο ανθρώπους να κάθουνται ολόγυρα ανακούρκουδα, ο ένας σιμά στον άλλον, όσο που ο μαγαζάτορας όρθιος από πίσω τους τήραγε πάνω από τα κεφάλια τους το παιχνίδι.

«Παίζουν» είπε ο Ναστρεντίν Χότζας κι ανασηκώθηκε. «Παίρνω όρκο στο κεφάλι μου, πως παίζουν στ’ αλήθεια τον παρά τους ! Γουστέρνω να ρίξω μια ματιά, από μακριά όμως. Εγώ, ούτε λόγος να γίνεται, δε θα παίξω. Ε, δεν είμαι δα και τόσο κουτεντές ! Ένας άνθρωπος ξυπνός μπορεί να θωρά τι κάνουν οι βλάκες δίχως να κινδυνεύει».

Σηκώθηκε και σίμωσε τους παίχτες.

Κουκούτσι μυαλό δεν έχουν, μουρμούρισε στο μαγαζάτορα που βρέθηκε δίπλα του. Χάνουν τα τελευταία γρόσια που τους απομένουν, με την ελπίδα να κερδίσουν πιότερα. Κι όμως ο Μωάμεθ απαγόρεψε στους καλούς μουσουλμάνους να παίζουν για διάφορο. Μεγάλη η χάρη του Αλλάχ που με γλύτωσε από τούτο το πάθος. Τι διαβολεμένη όμως τύχη που την έχει αυτός ο κοκκινομάλλης. Μα κοίτα τον, κοίτα τον λοιπόν … Πέντε φορές στη σειρά κερδίζει ! Βρε τον παλαβό ! Η ψεύτικια ελπίδα του πλούτου τον στραβώνει, όσο η φτώχεια του ‘χει σκάψει κιόλας το μνημούρι του. Τι λες μωρά ; Κέρδισε και τούτη τη φορά ! Δεν ξανάδα τέτοια τύχη. Πω, πω ! ξαναπαίζει ! Ε, η ανθρώπινη ανοησία κι η επιπολαιότητα είναι δίχως όρια. Αμ τούτη τη φορά και σατανάς να είναι δεν κερδίζει. Έτσι χάνουνται όλοι όσοι παραεμπιστεύουνται στην άπιστη τύχη. Αξίζει να δώσει κανείς ένα καλό μάθημα σ’ αυτόν τον γλάρο. Ας κάνει πως κερδίζει για έβδομη φορά και τότε το παίρνω πάνω μου να του δώσω ένα μπερντάχι κι ας είμαι φανατικός εχθρός όλων των τυχερών παιχνιδιών, που, αν είμουνα εμίρης, θα τά ‘χα από καιρό απαγορέψει.

Ο κοκκινομάλλης έριξε για έβδομη φορά τα ζάρια και κέρδισε. Τότε ο Ναστρεντίν Χότζας έκανε ένα αποφασιστικό βήμα εμπρός. Έσπρωξε δυο παίχτες και κάθισε ήσυχα ανάμεσά τους.

Θα ‘θελα να ‘παιζα λιγάκι μαζί σου, είπε στον τυχερό. Πήρε τα ζάρια και τους έριξε μια έμπειρη ματιά σ’ όλες τις γωνιές τους.

Πόσα βάζεις ; του κάνει το ρεμάλι με τη βραχνή φωνή του …

Ο Ναστρεντίν Χότζας, για κάθε απάντηση, ανάσυρε από το κεμέρι του τη χρηματοσακούλα του. Έβγαλε εικοσιπέντε γρόσια και τά ‘βαλε πίσω κι όλα τά ‘ριξε στο δίσκο. Τ’ ασήμι αχολόγησε πάνω στον μπρούτζο. Οι παίχτες, όταν είδαν όλον τούτον τον παρά, γούρλωσαν τα μάτια τους. Το μεγάλο παιχνίδι άρχιζε.

Ο κοκκινομάλλης άρπαξε τα ζάρια και τα κουδούνισε ώρα πολύ. Κιότιζε να τα ρίξει. Όλοι κράταγαν τις ανάσες τους. Τσίτωναν το λαιμό τους και γούρλωναν τα μάτια τους περιμένοντας. Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο από τους χτύπους των ζαριών μέσα στη φούχτα του κοκκινοτρίχη. Ο Ναστρεντίν Χότζας, ακούοντας τον ξερό αυτόν κρότο, ένιωσε, ξάφνου, να παραλάνε τα πόδια του και να γουργουρίζει η κοιλιά του. Όσο για τον κοκκινοτρίχη, αυτός ξακολούθαγε να μπεγλερίζει τα ζάρια και δεν αποφάσιζε να τα ρίξει.

Τέλος, τά ‘ριξε.

Όλοι οι παίχτες σκύψανε σαν ένας άνθρωπος μπροστά. Μα έκπληχτοι ξανατραβήχτηκαν απότομα προς τα πίσω, σαν να μην είχαν παρά ένα στήθος κι ένα σβέρκο. Όλοι τους μαζί βγάλανε έναν αναστεναγμό. Το ρεμάλι χλώμιασε κι ένα γρύλισμα βγήκε ανάμεσα από τα σφιγμένα του δόντια.

Είχε φέρει «3». Είταν χαμένος. Ο Ναστρεντίν Χότζας μονάχα αν έφερνε άσους θα ‘χανε. Ό,τι άλλο κι αν έριχνε είταν κερδισμένος. Πήρε τα ζάρια κι ευχαρίστησε προκαταβολικά την τύχη, που του φανερωνόταν τόσο καλοσυνάτη τη μέρα κείνη. Είχε ξεχάσει πως η τύχη είναι παράξενη κι άπιστη κι εύκολα παρατά κάποιον …

Ο Ναστρεντίν Χότζας είχε φέρει άσους.

Οι παίχτες χαχάνιζαν από την καρδιά τους, μα κείνος που γέλαγε πιο δυνατά απ’ όλους είταν ο κακκινοτρίχης. Είχε αποχτήσει πια απόλυτη πεποίθηση στην τύχη του.

Έλα να παίξουμε ακόμα μια φορά, κάνει στο Ναστρεντίν Χότζα … Έλα να ξαναπαίξουμε, σου μένουν εικοσιπέντε γρόσια.

Καλά ! Αφού το θες, να ξαναπαίξουμε ! απάντησε ο Ναστρεντίν Χότζας. Του είταν πια όλα αδιάφορα. Ας έχανε και τα εικοσιπέντε γρόσια που τ’ απόμεναν.

Έριξε βαριεστημένος τα ζάρια που κρατούσε και κέρδισε. Ο κοκκινομάλλης, όμως, δεν ήθελε να παραδεχτεί πως η τύχη του έκανε φτερά.

Τα παίζω όλα πάρολι ! φώναξε.

Εφτά φορές ξανάπε τούτα τα λόγια στριγγλίζοντας κι εφτά φορές έχασε. Ο δίσκος αστραφτοκοπούσε από τον παρά. …

Δεν μπορείς να κερδίζεις πάντα … Πάνω στο δίσκο βρίσκουνται χίλια εξακόσια γρόσια δικά σου. Τα παίζει όλα για όλα ; Τά ‘χω τα λεφτά … Τα ποντάρω όλα.

Έβγαλε από το κεμέρι του μια χρηματοσακούλα γεμάτη όχι από ασήμι, μ’ από χρυσάφι· φλουριά, λίρες και ρουπίες. Βάλε όλο το χρυσάφι σου πάνω στο δίσκο ! τ’ αποκρίθηκε με την ίδια θέρμη ο Ναστρεντίν Χότζας.

Ποτέ ως τότε, σε τούτο το καφενείο, δεν είχε ξαναπαιχτεί τόσο χοντρό παιχνίδι. Ο καφετζής είχε ξεχάσει από ώρα τα μπρίκια του· οι καφέδες φούσκωναν σ’ αυτά, ξεχείλιζαν και σβήναν τη φωτιά.

Οι παίχτες αναπνέανε με δυσκολία πια, με κοφτούς μικρούς ανασασμούς. … το κοκκινοτρίχικο ρεμάλι έριξε πρώτο τη ζαριά. …

Ένδεκα ! φώναξαν όλοι με μια φωνή οι παίχτες. Ο Ναστρεντίν Χότζας κατάλαβε πως είταν χαμένος, Μονάχα οι εξάρες μπορούσαν να τον σώσουν.

… σαστισμένος πήρε τα ζάρια …

Τέτοιες φωνές και τέτοια ουρλιάσματα βγήκαν από παντού που έτριξε η τζαμαρία του καφενέ. Ο μαγαζάτορας έφερε απότομα το χέρι στην καρδιά του και σωριάστηκε ξερός.

Ο Ναστρεντίν Χότζας είχε φέρει εξάρες.

Τα μάτια του κοκκινομάλλη στρογγύλεψαν και πετάχτηκαν σα φούσκες από γυαλί. Σηκώθηκε σιγά κι είπε : «Συμφορά ! Συμφορά που με βρήκε !» κι έφυγε τρικλίζοντας από τον καφενέ.

Ανιστορούν πως από κείνη τη μέρα δεν ξαναφάνηκε στη Μπουχάρα.

* Λεωνίδα Σολοβιώφ, ο Ναστρεντίν Χότζας, απόδοση από τη γαλλική μετάφραση Δ. Φωτιάδη, σ.σ. 39 κ.επ., εκδόσεις Δωρικός 1980

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

μαθήματα αυτοσυγκράτησης

Παρηγορία για την έλλειψη χρημάτων*

Γιατί λοιπόν, αν τα ακριβά πράγματα δεν μας προσφέρουν αληθινή χαρά, νιώθουμε τέτοια ακαταμάχητη έλξη προς αυτά ; Εξαιτίας ενός λάθους παρόμοιου με εκείνο του ανθρώπου που υποφέρει από ημικρανίες … τα ακριβά αντικείμενα φαντάζουν ως πειστικές λύσεις σε ανάγκες τις οποίες δεν κατανοούμε. Τα αντικείμενα μιμούνται σε μια υλική διάσταση αυτά που χρειαζόμαστε στην ψυχολογική. Έχουμε ανάγκη να αναδιοργανώσουμε το μυαλό μας αλλά μας έλκουν καινούρια ράφια. Αγοράζουμε μια ζακέτα από κασμίρι ως υποκατάστατο των συμβουλών από φίλους.

Η ευθύνη για τη σύγχυσή μας δεν βαραίνει αποκλειστικά εμάς. Η ελλιπής κατανόηση των αναγκών μας επιβαρύνεται από αυτό που ο Επίκουρος χαρακτήρισε ως «κενοδοξία» σχετικά με όσα μας περιβάλλουν, και η οποία δεν αντανακλά τη φυσιολογική ιεράρχηση των αναγκών μας, δίνοντας έμφαση στις πολυτέλειες και στα πλούτη, και σπάνια στη φιλία, στην ελευθερία και στη σκέψη. Η κυριαρχία της κενοδοξίας δεν είναι συμπτωματική. Οι εμπορικές επιχειρήσεις έχουν συμφέρον να αλλοιώσουν την ιεράρχηση των αναγκών μας, να προωθήσουν ένα υλικό όραμα του καλού και να υποβαθμίσουν κάποιο δυσπώλητο.

Και ο τρόπος να μας δελεάσουν είναι μέσα από την ύπουλη διασύνδεση των περιττών αντικειμένων με όσες άλλες μας ανάγκες έχουμε ξεχάσει.

Η διαφήμιση δεν θα κυριαρχούσε σε τέτοιο βαθμό αν δεν επηρεαζόμασταν τόσο εύκολα. Θέλουμε πράγματα που δείχνουν όμορφα σε τοίχους, και χάνουμε το ενδιαφέρον μας όταν παραβλέπονται ή δεν αποσπούν θετικά σχόλια. Ο Λουκρήτιος ένιωθε μεγάλη θλίψη επειδή οι επιθυμίες των ανθρώπων «καθορίζονται από αυτά που ακούν από άλλους και όχι από μαρτυρίες δικών τους αισθημάτων».

Δυστυχώς υπάρχει αφθονία ελκυστικών εικόνων για πολυτελή προϊόντα και ακριβά περιβάλλοντα και λιγότερες για συνηθισμένους χώρους και ανθρώπους. Ενθαρρυνόμαστε ελάχιστα να ασχοληθούμε με ταπεινά πράγματα – να παίξουμε με ένα παιδί, να κουβεντιάσουμε με ένα φίλο, να περάσουμε ένα απόγευμα στον ήλιο, να έχουμε καθαρό σπίτι, να απλώσουμε τυρί σε φρέσκο ψωμί.

*Αλάιν ντε Μποττόν, «Η παρηγορία της Φιλοσοφίας», σ.σ. 91 & 95, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2010.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

οι πρόγονοι διδάσκουν



Η ελληνική ελευθερία*

Γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο τον εκπληκτικό διάλογο που φέρνει αντιμέτωπο τον Ξέρξη με έναν αρχαίο βασιλιά της Σπάρτης. Ο βασιλιάς αυτός(1) προειδοποιεί τον Ξέρξη ότι οι Έλληνες δεν θα υποκύψουν γιατί η Ελλάδα αντιτίθεται πάντοτε στην υποταγή σε έναν δυνάστη. Θα πολεμήσει όσο μεγάλος και να είναι ο αριθμός των αντιπάλων της. Γιατί, αν οι Έλληνες είναι ελεύθεροι, «εν τούτοις δεν είναι εις όλα ελεύθεροι. Από πάνω τους δηλαδή στέκει ένας κύριος, ο νόμος, και αυτόν τον φοβούνται πολύ περισσότερο ακόμα απ’ όσο φοβούνται ‘σένα οι δικοί σου …»(2).

Έτσι λοιπόν φωτίζεται, στο κατώφλι του 5ου αθηναϊκού αιώνα, το αξίωμα της υπακοής που αποδέχεται έναν κανόνα, πράγμα που προϋποθέτει μια υπευθυνότητα. Και ταυτόχρονα φωτίζονται άνθρωποι μιας ελεύθερης επιλογής που δεν τους επεβλήθη από κανέναν.

Ο Αισχύλος διακηρύσσει, με την ίδια υπερηφάνεια, στους Πέρσες, ότι οι Αθηναίοι «δεν είναι σκλάβοι ούτε υπήκοοι κανενός (242). Από τότε προβάλλουν, με τη μέγιστη αυτή αντίθεση, όλες οι άλλες διαφορές : η απλότητα αντί της πολυτέλειας, η προσπάθεια αντί της ραστώνης, ο αυτοέλεγχος σε σχέση με τις συγκινήσεις που εξωτερικεύονται.

Έχει όμως ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στο κείμενο του Ηροδότου δεν μιλάει ένας Αθηναίος. Και δεν μιλάει για δημοκρατία. Στο κείμενο αυτό γίνεται αναφορά σε κάτι περισσότερο : πρόκειται κυρίως για ένα αξίωμα ζωής …


* Ζακλίν ντε Ρομιγύ, «Γιατί η Ελλάδα ;», σ. 99-100, εκδόσεις το Άστυ 1993.
(1) Είναι ο Δημάρατος που γεννήθηκε στο τέλος του 6ου αιώνα. Όταν οι αντίπαλοί του αμφισβήτησαν τη βασιλική καταγωγή του, κατέφυγε έκπτωτος στην Περσία, το 492 πΧ.
(2) Ηρόδοτος VII, 104. Μετ. Ευάγγ. Πανέτσου. Ι. Ζαχαρόπουλος.

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

μάθημα πρώτο



Ευεργέτες της Πατρίδας*

Αυτές είναι οι ψυχές εκείνων που δεν γεννήθηκαν ακόμα, εξήγησε ο Ερμής … του Ορφέα. Αυτόν με το βασιλικό παράστημα και την παράφορη ορμή τον λένε Μιλτιάδη. Είναι Αθηναίος και πολεμώντας κάποτε σα λιοντάρι στο Μαραθώνα θα σώσει απ’ την επιδρομή μυριάδων βαρβάρων, και την πατρίδα του, κι όλους εκείνους που αγαπούνε τα γράμματα και τις τέχνες. Το ίδιο κι εκείνος που στέκεται λίγο παράμερα με το παμπόνηρο κι αινιγματικό χαμόγελο στ’ όμορφο πρόσωπό του. Αυτός είναι ο Θεμιστοκλής, που θα σώσει τον κόσμο πολεμώντας τους βαρβάρους στη θάλασσα, στ’ Αρτεμίσιο και στη Σαλαμίνα. Γι αυτό κι οι δυο θα πεθάνουν από άδικο θάνατο, όπως όλοι οι μεγάλοι ευεργέτες. Ο Μιλτιάδης στη φυλακή απ’ το τραύμα που θα πάρει για την πατρίδα του. Ο Θεμιστοκλής εξόριστος κι απελπισμένος σε ξένη κι εχθρική γη, για να μεταφερθεί κλεφτά, σαν τον τελευταίο εγκληματία, από τους απογόνους του και να θαφτεί νύχτα σ’ έναν έρημο μόλο του μεγάλου λιμανιού, που θάναι κι αυτό έργο δικό του. Αυτόν με την κορινθιακή περικεφαλαία τον λένε Περικλή. Αυτός θα μαγεύει το λαό της Αθήνας με τα λόγια του, όπως εσύ τις ψυχές με τη μουσική σου. Και θάναι τυχερός, γιατί ο θάνατος θα τον αρπάξει πριν προφτάσει να γνωρίσει την πίκρα της αγνωμοσύνης. Ο φίλος του με το πλατύ στέρνο και τη λαμπερή ματιά είναι αυτός που θα κάνει την Αθήνα το πιο όμορφο στολίδι της γης, και θα τον λένε Φειδία. Κι εκείνοι γύρω τους είναι οι μεγάλοι ποιητές, οι μεγάλοι μουσικοί κι οι μεγάλοι φιλόσοφοι, που σαν Τιτάνες θα σώζουν αιώνια τη χώρα τους από κάθε καταποντισμό κι αφανισμό. Κι αυτοί που πλησιάζουν πιασμένοι απ’ το χέρι, οι αχώριστοι σύντροφοι, είναι το πιο παράξενο ζευγάρι που θα γνωρίσει η ιστορία όλου του κόσμου. Είναι δυο Βοιωτοί, ο Επαμεινώνδας κι ο Πελοπίδας. Οι ανόητοι άνθρωποι θα τους ονομάζουν μεγάλους, γιατί σαν στρατηγοί θα θανατώσουν πολλούς ανθρώπους. Ενώ αυτοί θάναι πραγματικά μεγάλοι, γιατί μόνο αυτοί μέσα στους μεγάλους όλων των λαών, μ’ όλο που θάναι σύγχρονοι, αντί να μισούνται θ’ αγαπιούνται μ’ αδερφική αγάπη.

*Αντιγόνης Μπέλου – Θρεψιάδη, «μυθολογία», κ. Α΄ «Ορφέας και Ευρυδίκη», σελ. 27, Εστία 1977.

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

μαθήματα ... ελληνικών



πατριώτες[1]

Ο Σουλιώτης – Νικολαΐδης ήταν ένας τύπος ψηλός, ξερακιανός, χλωμός, με στέρεο, μεγάλο σαγόνι ανθρώπου θεληματία, με μάτια φλογερά και φράση συχνά επιγραμματική. Είχε δουλέψει στον Μακεδονικό αγώνα, κ’ είχε χρησιμοποιηθεί μ’ επιτυχία σε μυστικές αποστολές. Είχε πολλές ικανότητες για παρασκηνιακές και συνωμοτικές ενέργειες. Ήταν απ’ αυτούς, που, όπως έλεγε ο Δραγούμης, αφανείς, ωστόσο «φτιάνουν ιστορία». Φύση αποστολική, ο Νικολαΐδης πήγε κοντά στο Δραγούμη, να υπηρετήσει, με τούτη τη χαρακτηριστική φράση:

- Θάθελα να φτιάσω μια καινούργια θρησκεία.
Ο άλλος αποκρίθηκε:
- Κι εγώ …

Αλλά τους έλειπε ο καινούργιος Θεός, όπως κι’ ο παλιός. Πουθενά ο Δραγούμης δεν αντικρύζει το πρόβλημα της θρησκευτικής πίστης. Δεν είναι μέσα στις ανησυχίες του. Κι αν μπορούσαμε να βγάλουμε από τα βιβλία του θεωρία ζωής θα είχε στο θόλο της μια μεγάλη τρύπα. Η έλλειψη αυτή δεν είναι διόλου μικρή. Κατέβασαν τα σύμβολά τους. Θεός τους ο Ελληνισμός. Γι’ αυτόν είχαμε δουλέψει στον Μακεδονικό αγώνα, γι’ αυτόν θα εργαστούν και τώρα. Τους ενώνει το κοινό μίσος ενάντια στην μικροελλαδική σαπίλα, ο κοινός πόθος να σηκώσουν τον Ελληνισμό στην περιωπή ζωντανού έθνους, να τον βοηθήσουν να πάρει συνείδηση της ιστορικής του αποστολής, να ξαναβρεί τη θέση και την αίγλη του.

Ο Σουλιώτης Νικολαΐδης, που δεν μπορεί ν’ αποχωριστεί τα’ όραμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, προτείνει, σ’ αυτές τις κουβέντες, για βάση στο πρόγραμμα της ενέργειάς τους, τη Μεγάλη Ιδέα. Κι’ επειδή βλέπει το μικροελλαδικό κρατίδιο, με τον ξεπεσμό που βρίσκεται πως δεν μπορεί ν’ ατενίσει σοβαρά σ’ αυτή την ιδέα, σαν σκοπό πολιτικό, καταφεύγει στο νεφέλωμα του Ανατολικού Κράτους, που θα σταθεί με την σύμπραξη όλων των εθνών, που ζουν στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Νικολαΐδης δεν βλέπει καμμιά διαφορά ανάμεσα στους λαούς αυτούς: Ούτε στους ανθρωπολογικούς, ούτε στους πνευματικούς χαραχτήρες – στη διανοητικότητα. Είναι ένας λαός, ο Ανατολίτης. Και μπορεί να ζήσει, ν’ αναπτυχθεί και να δημιουργήσει σ’ ένα δικό του λεύτερο Κράτος. Η Ιδέα του Ρήγα Φεραίου ξαναγυρίζει – όχι όμως πια κατά του Τούρκου, αλλά με τον Τούρκο μαζί, πρωταδέρφι. Ο Δραγούμης δέχεται το πρόγραμμα, με την επιφύλαξη, ότι ο τελικός σκοπός θα είναι η επικράτηση του Ελληνισμού μέσα σ’ αυτή την Ανατολική επικράτεια.


[1] Σπύρου Μελά, «Δάσκαλοι του Γένους», σ. 301-302, εκδόσεις Μπίρης.

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

μαθήματα γεωπολιτικής


Το Κάλπικο Δάνειο[1]

Τούτος ο όμορφος τόπος είναι γεμάτος βάσανα, παλιά και καινούργια, Και τι δεν τράβηξε· αίμα, φλόγες, χαλάσματα, δάκρυα, πείνα, γύμνια. Πόσες και πόσες φορές δε βάλθηκαν να μας σβήσουν από το πρόσωπο της γης. Μα εμείς, ωσάν εκείνο το μυθικό πουλί, το Φοίνικα, ξαναγεννιόμαστε κάθε φορά μέσα από τη στάχτη μας. Γι’ αυτό σωστά η Φιλική Εταιρία το διάλεξε σύμβολο, όταν σήκωσε το φλάμπουρο της επανάστασής μας.

Έπειτα από οχτάχρονους αγώνες ενάντια σε μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες εκείνου του καιρού, κεδίσαμε τέλος την εθνική μας λευτεριά. Οι τρανοί του κόσμου παραδέχτηκαν ν’ αφήσουν και σ’ εμάς μια μικρή γωνιά γης, να την οργώνουμε δίχως ο βούρδουλας των αγάδων ν’ αυλακώνει τις ράχες μας. Κι από τότες τόσο πολύ μας αγάπησαν, που άρχισαν να τσακώνουνται ανάμεσά τους ποιος θα μας πρωτοπάρει. Εγγλέζους μας θέλανε οι λόρδοι, Γάλλους οι Φραντσέζοι, Ρώσους οι τσάροι. Κι οι κεφαλές μας, πρόθυμοι πάντα σε κάτι τέτοια, φτιάσανε τρία κόμματα, και τα τρία ξενόδουλα.

Έτσι λοιπόν, με τη βοήθεια και των δικών μας, μάθαμε, μόλις λευτερωθήκαμε από τους Τούρκους, να χορεύουμε κατά το σκοπό που μας παίζανε στη Λόντρα, στα Παρίσια και στην Αγία Πετρούπολη.

Κείνος ο «πατριδοφύλακας» Μακρυγιάννης έγραψε τούτα τ’ αθάνατα λόγια :

«Κατατρέχετε μια χούφτα Έλληνες και δεν τους αφήνετε να ζήσουν κι αυτήνοι ήσυχοι στην κοινωνία των άλλων κρατών. Εσείς οι χριστιανοί ένα αθώο παιδί, ένα ορφανό, το χαροκαμένο αυτόνε τόπο, όπου γύρευε η τυραγνία να του πάρει τη ζωή, και τώρα εσείς, οι φιλάνθρωποι, το ξαναπάτε πάλι στη δικαιοσύνη του τυράγνου. Θα τους δείξουμε όμως ποιών απόγονοι είμαστε, τι μονέδα χρυσή έλαβαν αυτήνοι από κείνους τους προγόνους μας και την έχουν ως την σήμερον και μ’ αυτήνη ζουν, και τι κάλπικον δάνειον δώσαν σ’ εμάς».


[1] Δημήτρη Φωτιάδη, «Όθωνας – η Μοναρχία», σ. 53-54, εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1988

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

τα αποτελέσματα της ... προόδου


οι πλείστοι των ανθρώπων[1]

Ο βασιλικός χορός είναι συμβάν άξιον λόγου και εις τας μεγάλας πόλεις· πολλώ δε μάλλον εις τα μικράς κοινωνίας, όπου, ου μόνον αι επίσημοι διασκεδάσεις και σκευωρίαι, αλλά και αι ιδιωτικαί πράξεις, μέχρι των οικογενειακών σκανδάλων, γίνονται αμέσως πασίγνωστοι και ασχολούν όλας τας κλάσεις των ανθρώπων. Όθεν πολλάς ημέρας προτήτερα και μετά ταύτα, όλαι σχεδόν αι συνομιλίαι των καινοφίλων Αθηναίων περιστρέφονται εις τον χορόν της αυλής. Οι ελαφρόνοες εκθειάζουν την μεγαλοπρέπειαν της σκευασίας, την ποικιλίαν και πλουσιότητα των ενδυμάτων, και τον ευρωπαϊκόν πολιτισμόν, εις τον οποίον προοδεύομεν γιγαντιαίοις βήμασιν. Οι νουνεχείς μέμφονται την παράλογον δαπάνην χρημάτων και καιρού, επιθυμούντες να μην είμεθα τόσον γίγαντες εις τοιαύτας προόδους. Αναφέρουν δε το παράδειγμα των πάλαι Αθηνών, εις των οποίων την παρκμήν εστάθη αιτία και η πολυτέλεια με την τρυφήν, αίτινες επέφεραν την διαφθοράν των ηθών και επετάχυναν την υποδούλωσιν της εκμαλθακωθείσης Πολιτείας. Αλλ’ όσην ισχύν είχαν αι νουθεσίαι των ποτέ φιλοσόφων εις τους παλαιούς Αθηναίους, τόσην εντύπωσιν κάμνουν αι συμβουλαί των φρονίμων εις τους απογόνους των, οι οποίοι και την εδικήν μου ηθολογίαν, θα ονομάσουν βεβαίως καθαράν μωρολογίαν. Οι πλείστοι των ανθρώπων ηδύνονται ακούοντες την εξιστόρισιν των γελοίων πράξεών των, ενώ αι ηθικαί διδασκαλίαι τους φέρουν ύπνον.


[1] Γρηγορίου Παλαιολόγου, Ο Ζωγράφος, Κεφ. Ε΄, σ. 152, Ίδρυμα Κώστα & Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1989

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

μαθήματα φιλοσοφίας


περί της ιστορίας[1]

Το πρόβλημα της σχέσεως ή μη της ιστορίας προς την μεταφυσικήν ευρίσκεται εις την έννοιαν του χρόνου. Κατά την αντίληψιν της ελληνικής φιλοσοφίας ο χρόνος της ιστορίας είναι κυκλικός, ως η φορά των ουρανίων σωμάτων και της φύσεως. Αντιθέτως, κατά την χριστιανικήν αντίληψιν[2] και την νεωτέραν φιλοσοφίαν η κίνησις της ιστορίας είναι ευθύγραμμος κετευθυνομένη προς το μέλλον.

Η ιστορία, κατά την ελληνικήν φιλοσοφίαν, αποτελεί παρακμασιακήν έκφανσιν και απόκλισιν εκ της αρχικής μορφής του Είναι, της ουσίας και τάξεως της φύσεως. Η ιστορία, κατά τον Αριστοτέλη, είναι τι τυχαίον και επί μέρους[3] γεγονός. Η ανθρώπινη ιστορία αποτελεί πτώσιν εκ του κόσμου της φύσεως και των ουρανίων σωμάτων, όπου κυριαρχεί ο λόγος. Προς την αέναον κυκλικήν κίνησιν[4] του κόσμου ομοιάζουν αι εποχαί του έτους και αι ηλικίαι του ανθρωπίνου γένους· ούτως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης ατενίζουν τα πολιτικά φαινόμενα και τας εξελίξεις των διαφόρων πολιτειών. Ο Πλάτων, οραματιζόμενος την αρίστην πολιτείαν, θέτει αυτήν εις την αρχήν[5]. Εξ αυτής προέρχονται βραδύτερον ωρισμέναι παρεκβατικαί πολιτείαι ουχί κατά ιστορικήν ανάγκην και εξέλιξιν, αλλ’ ως κλασσικαί μορφαί συνεχώς ανακυκλούμεναι[6]. Ούτως ακριβώς εξετάζει την αλλαγήν των πολιτειών και ο Αριστοτέλης.

Ο Έλλην εκλαμβάνει την ιστορίαν ως τι τυχαίον εν συγκρίσει προς το αιώνιον Είναι της φύσεως και τον λόγον. Η έννοια της προόδου δεν υφίσταται, κατά τους Έλληνας, ως αντίθεσις μεταξύ φύσεως και ιστορίας, αλλά μεταξύ φύσεως και τέχνης, μεταξύ φύσεως και μιμήσεως.

Οι Έλληνες ανεζήτησαν τον λόγον της φύσεως και του κόσμου και ουχί, ως οι Ιουδαίοι και οι Χριστιανοί, τον σωτήρα του ανθρώπου ή, ως ο Έγελος, τον τελικόν σκοπόν και το νόημα της του κόσμου ιστορίας. Η ιστορία ως επιστήμη είναι «αμεθόδευτος ύλη»[7], ως γεγονός δε δεν εκφράζει την ιστορίαν του πνεύματος, αλλ’ ανάγεται εις την περιοχήν του πολιτικού συμβάντος, της πολιτικής αλλαγής.



[1] Δημητρίου Κούτρα, Ιστορία και Μεταφυσική, σ. 71-72 & 18-19, Αθήναι 1994

[2] Εν αντιθέσει προς τους Έλληνας, οίτινες εθεώρουν την ιστορίαν ως ανακύκλησιν του ομοίου, ως αιώνιον παρουσίαν του Είναι εν τη συνεχεί γενέσει και φθορά των πραγμάτων, παρομοίαν προς την της φύσεως και του κόσμου, οι Ιουδαίοι έχουν την ευθύγραμμον κίνησιν της ιστορίας, ήτις έχει νόημα πραγματοποιούμενον εις το μέλλον διά της θείας αποκαλύψεως. Η μελέτη επομένως της ιστορίας, κατά την ιουδαϊκήν αντίληψιν, και η ιστοριογραφία δεν αποσκοπούν εις την πολιτικήν διαπαιδαγώγησιν διά της κριτικής εκθέσεως των πολιτικών συμβάντων, ως συνέβαινεν εις τους Έλληνας, αλλά δίκην κηρύγματος απευθύνεται προς τον λαόν προς νουθεσίαν. Εις την Καινήν Διαθήκην διασώζεται εισέτι η εκ της Παλαιάς Διαθήκης εσχατολογική και σωτηριολογική αντίληψις της ιστορίας.

[3] αριστ. Περί Ποιητ. 9, 1451 β 5-7 : «διό και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστιν· η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει».

[4] Αριστ. Μετά τα Φυσ. Λ8, 1074 β1 κ.ε.

[5] Πλατ. Πολιτ. Η, 543a-569c· Νομ. Γ, 693d κ.ε.

[6] Αριστ. Πολιτ. Ε12, 1316 α1 – β27. Πολυβ. Ιστοριών Ζ, 5 – 9.

[7] Σεξτ. Εμπειρ., Προς Μαθηματικούς, Α 254.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

ο "ανθρωπισμός" της οικονομίας

μπίζνες[1]

Το κονάκι ήταν ένα σπίτι παλιό, δίπατο, από τον καιρό των Κονιάρων. Ο παλιός τσιφλικάς, ο Ρουστέν αγάς, που το κληρονόμησε από τον πατέρα του, το είχε αφήσει να σαραβαλιστεί. Τα καφάσια του χαρεμλικιού σαπίσαν και πέσαν, κι από τα σπασμένα τζάμια των παραθύρων ο σκληρός βοριάς του κάμπου έμπαινε λεύτερος.

Σαν ο Ρουστέν αγάς γέρασε και σπατάλησε την περιουσία του στα γλέντια και στις ελεημοσύνες, πούλησε το τσιφλίκι του, το Κιριλάρ, στον Πήτερ Χατζηθωμά. Κι αυτός, κλείστηκε στο κονάκι του της Λάρισας, ανάμεσα στις αγαπημένες του γυναίκες – ο Αλλάχ δεν τού ‘δωσε παιδιά – και περίμενε το θάνατο, με ψυχή γαλήνια σαν καλός μουσλίμ που ήταν. Εξάλλου στην καρδιά του βασίλευε μεγάλη πίκρα. Εδώ και λίγα χρόνια το βιλαϊέτ της Λάρισας γίνηκε γιουνάνικο. Το γκιαούρικο ασκέρι με τα γαλάζια παντελόνια έπνιξε τον κάμπο, κι από πίσω του μια συμμορία πεινασμένων παλλιολαδιτών, που ξεχύθηκε στο παρθένο από ρωμαίικη παλιανθρωπιά ακόμα χώμα της Θεσσαλίας.

Ο καινούργιος τσιφλικάς του Κιριλάρ, ο Πήτερ Χατζηθωμάς, ήταν ένας από τους Ρωμιούς εκείνους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αγγλία. Λεβεντάνθρωπος πενηντάρης, διατηρημένος εξαίσια από την υγιεινή ζωή των Σαξόνων και τα σπορ. Έφτασε στο μίζερο καραγκουνοχώρι, φέροντας μαζί του τρία μπαούλα κοστούμια με καρό, πέντε λυκόσκυλα, μια ντουζίνα ρακέτες του τένις, και μια Φραντσέζα ερωμένη. Διόρθωσε και διοργάνωσε το παλιό κονάκι, σε τρόπο που νά ‘χει όλες τις ανέσεις, και τις ηδονές. Όσο για το χτήμα και τα’ ανθρώπινα χτήνη που το δούλευαν, δεν άλλαξε τίποτα. Οι προϋποθέσεις του ανθρωπισμού δεν έχουν καμιά σχέση με τις δουλειές. Business is Business.

[1] Μ. Καραγάτσης, Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης, το μπουρίνι (α΄ εκδοχή), σ. 435-436, Εστία 2006.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

στατιστικά μαθήματα

μαθήματα καιροσκοπισμού[1]

Την επομένη της διαδήλωσης, ζήτησα να παρουσιαστούν τα ηγετικά μέλη της πόλης. Πριν από τη συνάντηση, είχα φροντίσει να ενημερωθώ πλήρως από τον κόμη Φήλικα[2]. Καθίσαμε στην άδεια αίθουσα του συμβουλίου και εγώ είχα μια στοίβα από χαρτιά στο τραπέζι εμπρός μου, που μας χώριζε. Ένα μπρούτζινο άγαλμα του Διοκλητιανού μας κοίταζε από ψηλά με περιφρόνηση. Αυτού του είδους τα προβλήματα ήταν εκείνα που του άρεσε ιδιαίτερα να χειρίζεται. Ασφαλώς, αυτή δεν ήταν η δική μου περίπτωση.

«Αυτές οι στατιστικές, αύγουστε, δείχνουν τις διακυμάνσεις της τιμής των σιτηρών, όχι μόνον από χρόνο σε χρόνο, αλλά και από μήνα σε μήνα». Ο κόμης έλαμπε από ευχαρίστηση. Τα στατιστικά στοιχεία και οι αριθμοί τού έδιναν τόση αγαλλίαση όση απολαμβάνουν άλλοι άνθρωποι από τον Πλάτωνα και τον Όμηρο. «Όπως βλέπεις, έχω προβλέψει και για τις διακυμάνσεις της αξίας του χρήματος. Έχουν καταγραφεί εδώ». Κτύπησε με το δάκτυλό του μια περγαμηνή και με κοίταξε έντονα για να βεβαιωθεί πως πρόσεχα τι έλεγε. Όποτε βρισκόμουν με τον κόμη Φήλικα, είχα την αίσθηση ότι ήμουν πάλι παιδί και εκείνος ο Μαρδόνιος[3]. Αλλά ο λειτουργός αυτός ήταν έξοχος ξεναγός στον μυστηριώδη υπόκοσμο του χρήματος. Πίστευε, όπως και ο Διοκλητιανός, στη σταθεροποίηση των τιμών. Είχε κάθε είδους αποδεικτικά στοιχεία από προηγούμενα πειράματα πως ένα τέτοιο σύστημα μπορούσε να αυξήσει τη γενική ευημερία. Όσες φορές βρέθηκα μαζί του, έφυγα πάντοτε πεπεισμένος πως είχε δίκιο. Αλλά, πάλι, σε χρηματικά θέματα μπορεί οποιοσδήποτε να με πείσει για ο,τιδήποτε, τουλάχιστον για μικρό διάστημα. Μετά από ένα εντυπωσιακό λογύδριο, το οποίο παρέμεινε ολοκληρωτικά ακατανόητο για εμένα, ο Φήλιξ με συμβούλευσε να ορίσω την τιμή των δέκα στατήρων σιτηρών σε ένα αργυρό νόμισμα, λογική τιμή για την Αντιόχεια. Στη συνέχεια, θα κρατούσαμε σταθερά την τιμή σε αυτό το ύψος και θα εμποδίζαμε την κερδοσκοπική καιροσκοπία των εμπόρων από την εποχική έλλειψη τροφίμων.

Αρχικά, συμφώνησα με τον Φήλικα. «Αλλά», ρώτησα, «δεν θα έπρεπε να αναθέσουμε στη σύγκλητο να ορίσει τις τιμές ; Οι συγκλητικοί δεν θα έπρεπε να περιορίσουν τους κατοίκους της πόλης τους ;»

Ο Φήλιξ με κοίταξε με το είδος επιτιμητικής ματιάς που μου έριχνε άλλοτε ο Μαρδόνιος όταν έκανα κάποια ιδιαίτερα ανόητη παρατήρηση. «Δεν μπορείς να περιμένεις από έναν λύκο να αφήσει αφάγωτο ένα απροστάτευτο πρόβατο. Αυτό είναι αντίθετο με τη φύση του. Τέλος πάντων, είναι στη φύση τους να πραγματοποιούν όσο μεγαλύτερο κέρδος μπορούν». Διαφώνησα. Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ο Φήλιξ είχε δίκιο.


[1] Γκορ Βιντάλ, Ιουλιανός, σ. 439 κ.επ., εκδόσεις Εξάντας 1998

[2] ο «υπουργός οικονομικών» του Ιουλιανού

[3] ο ευνούχος Μαρδόνιος ήταν δάσκαλος της αφοσιωμένης στη λογοτεχνία χριστιανής μητέρας του Ιουλιανού, Βασιλίνας। Αργότερα έγινε δάσκαλος του ίδιου και του ετεροθαλούς αδελφού του, Γάλλου.

Διαβάστε επίσης στη ΝομοΣοφία

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

το παρελθόν δείχνει το μέλλον

ανίκανον να σκεφθή … ανίκανον να φιλοτιμηθή[1]

Και τώρα ότε μετά τόσους αιώνας από της Πτώσεως κατά τους οποίους δεν έκαμνε τίποτε άλλο η φυλή παρά να δίδη και να παραχωρή δεξιά και αριστερά, με ανοιχτές φούχτες, εις όλους τους Εχθρούς της, Μικρούς και Μεγάλους, διά να εκλιπαρήση την εύνοιάν των … διά να την βοηθήσουν, τίποτε άλλο παρά να εγκαταλείπη όλα της τα μέρη, όλας της τας δυνάμεις, όλας της τας θέσεις και στενώτερα τώρα από της Ελευθερώσεως της Ελλαδούλας, εφόρτωσεν όλα τα Γιγάντια Προβλήματα και Αγωνίσματα εις την εδώ Μουρλογιωργούλα και Μερκουροπυρική πασίγνωστη Αθηνούλα και κάνει δήθεν πως πιστεύει, ότι με το ξεπατωμένο παλιοκάζανο που βράζουν τα κόλυβά της – την άβουλη και παράνομη βουλή – με τους κανιβάλους που χορεύουν γύρω του και με τους πνευματικούς εθνομπαλωματήδες που είνε έτοιμοι να μετζασολιάσουν το κάθε Ελληνικό ζήτημα διότι τους περνά η ιδέα και αυτών ειλικρινώς και της φυλής όλης, ότι ξανάνθισμα Ελληνισμού είνε εύκολο πράγμα σαν παπούτσι για μπάλωμα. Τώρα ότε όλοι οι μικρολαοί – ενώ εμείς εκοιμώμεθα και εροχαλίζαμεν τα τροπάρια προς την Ευρώπη – στέκονται εμπρός μας ορθοί, ωπλισμένοι, ανδρισμένοι, αρπάζοντες και χαστουκίζοντες δεξιά και αριστερά, έτοιμοι να μας κατατσακίσουν στην πρώτη ευκαιρία, που περιμένουν σα Λαμπρή· τώρα κατά την κρισιμωτάτην ώραν της φυλής, ότε γιγάντιοι οι όγκοι των πραγματων ορθώνονται εμπρός της και επάνω της σαν κύματα βουνά έτοιμα να πέσουν και να σπάσουν στο κεφάλι της και την κρατούν σπαρταρίζουσαν από τον τρόμον αλλ’ άμυαλον, ανίκανον, διά το κάθε τι και παράλυτον και το τρομερώτερον ανίκανον να σκεφθή και το απελπιστικώτερον ανίκανον να φιλοτιμηθή, τραγικωτάτη και γυμνή παρουσιάζεται η αλήθεια της καταστάσεως, όχι μόνον της Ελλαδούλας – αλλά και συνολικώς της Ελληνικής φυλής.


[1] Περικλέους Γιαννοπούλου, Εκκλησις προς το πανελλήνιον κοινόν, σ. 79-80, Νέα Θέσις, Αθήναι 1987

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

το Ευθυμογράφημα ... διδάσκει

Πρόσεχε , με ποιόν ταξιδεύεις[1]

Τον περασμένο μήνα είχα πάει στην Πρέβεζα για μια εκπομπή στην τηλεόραση και γύρισα με το αεροπλάνο από τα Γιάννενα.

Κάθε φορά που ταξιδεύω με αεροπλάνο έχω ένα σύστημα. Λέω ψέματα ότι καπνίζω, για να μη με βάλουν δίπλα σε μωρά.

Τα μωρά στο αεροπλάνο είναι σαν τις διαφημίσεις στο Ντάλας. Σου κόβουν το καλύτερο. Πας να κοιμηθείς, κλαίνε. Πας να διαβάσεις, κλαίνε. Πάς να κλάψεις, γελάνε. Είπα λοιπόν ότι καπνίζω και με βάλανε να κάτσω με τους μεγάλους.

Το μόνο κακό σε αυτή την ιστορία είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις με πόσο μεγάλους θα σε βάλουν να κάτσεις. Δεξιά μου ήταν μια κυρία που κοιμόταν. Αυτή δεν ήταν πρόβλημα. Αριστερά μου ήταν ένας κύριος που δεν κοιμόταν. Αυτός ήταν πρόβλημα. Θα πρέπει να ήταν μεταξύ εκατό και εκατόν είκοσι. Έμενε, μου είπε, στα Γιάννενα και πήγαινε στην Αθήνα να κοιτάξουν τα μάτια του, γιατί τώρα τελευταία δεν έβλεπε καλά.

Στο αεροδρόμιο με περιμένει η τσούπρα, με πληροφόρησε.
Ποια τσούπρα ; ρώτησα.
Η εγγονή μου.
Ο παππούς στύλωσε το σταχτί βλέμμα του πάνω μου.
Εσύ είσαι παντρεμένος ; με ρώτησε.
Είμαι, είπα.
Έχεις πολλά εγγόνια ;
Αισθάνθηκα να ιδρώνω ξαφνικά. Ηρέμησε, είπα στον εαυτό μου. Αφού σου το ‘πε ο άνθρωπος ότι δε βλέπει καλά.
Όχι, είπα.
Γιατί ; ρώτησε ο παππούς.
Δεν έλαχε, είπα.
Ο παππούς κούνησε το κεφάλι του :
Θες να σου πω τη γνώμη μου ; Ζωή χωρίς εγγόνια είναι σαν ρακί χωρίς μεζέ.
Δεν πίνω ρακί, είπα.
Είχα αρχίσει να ιδρώνω πάλι. Τι θυμώνεις ; Αφού δε βλέπει καλά … ξαναείπα στον εαυτό μου.
Ο κόσμος σήμερα δεν αγαπά τα εγγόνια. Εμένα ο παππούς μου είχε σαράντα επτά εγγόνια. Κι είχαμε και τους Τούρκους τότε στα Γιάννενα !
Ο παππούς στύλωσε πάλι πάνω μου το σταχτί φονικό βλέμμα.
Από την Αθήνα είσαι ή από τα Γιάννενα ;
Από την Αθήνα.
Τότε δε θα πρόλαβες τους Τούρκους, είπε ο παππούς. Εσείς οι Αθηναίοι απελευθερωθήκατε νωρίτερα από μας του Ηπειρώτες.
Αυτό είναι αλήθεια, παραδέχτηκα με ευγνωμοσύνη.
Κακό πράμα οι Τούρκοι, είπε ο παππούς.
Αυτό είναι αλήθεια, ξαναείπα.
Στους Βαλκανικούς πολέμους ήμουνα επιλοχίας, είπε ο παππούς. Πολέμησα στο Μπιζάνι.
Κάρφωσε πάλι το σταχτί βλέμμα επάνω μου. Πρόσεξε, σού ‘ρχεται, είπα στον εαυτό μου.
Εσύ στους Βαλκανικούς πολέμους τι βαθμό είχες ; με ρώτησε ο παππούς.
Άκουσα κάτι σαν λόξυγγα από δεξιά μου. Η κυρία είχε ξυπνήσει και παρακολουθούσε γεμάτη ενδιαφέρον το διάλογο. Είδα την ιπταμένη να είναι κι αυτή σκασμένη στα γέλια. Ο επιλοχίας των Βαλκανικών πολέμων κι εγώ είχαμε γίνει θέαμα του αεροπλάνου.

Από το Μπιζάνι θα περάσουμε ; ρώτησε ο παππούς.
Όχι απ’ ότι ξέρω.
Κάθε φορά που περνάω από το Μπιζάνι, θυμάμαι εκείνη την κυκλωτική κίνηση που κάναμε το ’12 στον Εσάτ πασά. Τη γράφουν όλες οι εγκυκλοπαίδειες. Μας περίμενε από δεξιά και τον χτυπήσαμε από αριστερά.
Το φονικό σταχτί βλέμμα καρφώθηκε πάλι επάνω μου :
Τον θυμάσαι εσύ τον Εσάτ πασά ;
Όχι πολύ καθαρά, είπα.
Ήσουν έφεδρος τότε ; ρώτησε ο παππούς.
Είδα τον έναν από τους πιλότους να βγαίνει από την καμπίνα και να με πλησιάζει βιαστικά. Μαζί του ήταν η ιπταμένη. Έρχονταν για να μη χάσουν το θέαμα.
Τι γίνεται, θα φτάσουμε καμιά ώρα στην Αθήνα ; ρώτησα τον πιλότο.
Ο πιλότος κοίταξε το ρολόι του.
Σε ένα τέταρτο θα είμαστε στο Ελληνικό, είπε.
Τώρα πού είμαστε ; ρώτησε ο παππούς.
Ο πιλότος έσκυψε και κοίταξε από το φινιστρίνι.
Τώρα περνάμε από την Αράχωβα, είπε.
Εδώ δεν είχε φτάσει ο Εσάτ πασάς, μας καθησύχασε ο παππούς.
Όχι, αλλά είχε φτάσει ο Ομέρ Βρυώνης, είπα.
Ο παππούς γύρισε και με κοίταξε γεμάτος βουβό ενθουσιασμό :
Τον πρόλαβες κι αυτόν, βρε θηρίο ;


[1] Φρέντυ Γερμανός, «κατάστασις απελπιστική αλλά ΟΧΙ σοβαρή», σ. 131 κ. επ., εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

μαθήματα Ποίησης ... κι Ιστορίας

κι ένας θρακίσιος άνεμος[1]


Του Αύγουστου πανσέληνος κάπου στα Δαρδανέλια,

κάπου Ηρώ και Λέανδρος, κάπου εκεί,

πρόσφυγες οι παππούδες μου, παστέλια και ρακή,

μπρούσκο κρασί, ξέχειλα τα βαρέλια.


Λαλήματα των πετεινών της Τροίας στο κατάρτι

κι ένας θρακίσιος άνεμος στην πρύμνη,

θαύματα απ’ τα εικονίσματα και ύμνοι

και του κορμιού ανθοβόλημα που θα ‘ρθει


Σαν το ξυλάκι στο γιαλό πάει κι έρχεται η σκέψη

και από Λήμνο Τένεδο και Ίμβρο,

κρύψου καλά, ψυχούλα μου, να σε ‘βρω

ο πόθος πριν στερέψει.


Κόκκινο στάζει η ποίηση, κόκκινο κι η ιστορία,

θάλασσα, ανάσα μου, σταγόνα μου μικρή,

η προσφυγιά, ό,τι κι αν πεις, πικρή,

δεν ξαργυρώνεται ετούτη η απορία.



[1] Χρήστος Μπουλώτης, «του έρωτα και των παραμυθιών», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004.

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

ιστορικό μυθιστόρημα




Να μιλάς προσεκτικά … ή καθόλου ![1]

«Ελπίζουμε ότι ο εξάδελφός μας χάρηκε την παραμονή του στη λίμνη του Κώμου».

«Η λίμνη είναι ωραιότατη, αυγούστα». Κάθισα στην καρέκλα μου όταν μου έκανε νεύμα.

«Μαθαίνουμε ότι έχεις σκοπό να γίνεις ιερωμένος».

«Βρισκόμουν σε μοναστήρι όταν … πληροφορήθηκα ότι έπρεπε να έρθω στο Μεδιολάνο». Άρχισα να τραυλίζω. Αυτό το παθαίνω συχνά όταν είμαι εκνευρισμένος. …

«Μα θέλεις σοβαρά να γίνεις ιερωμένος ;»

«Δεν ξέρω. Προτιμώ την φιλοσοφία … νομίζω. Θα ήθελα να ζήσω στην Αθήνα».

«Δεν σε ενδιαφέρει η πολιτική ;» Αυτό το είπε χαμογελαστά διότι γνώριζε πολύ καλά την απάντηση που όφειλα να δώσω.

«Όχι, αυγούστα. Καθόλου !»

«Έχεις, όμως, ορισμένες υποχρεώσεις προς το κράτος. Είσαι μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας».

«Ο αύγουστος δεν χρειάζεται την βοήθειά μου».

«Αυτός δεν είναι απόλυτα ακριβές». Κτύπησε δυο φορές τα χέρια της και οι δύο κυρίες των τιμών αποσύρθηκαν, κλείνοντας πίσω τους απαλά τις βαριές δρύινες πόρτες.

«Τίποτε δεν μένει μυστικό σε ένα παλάτι», είπε. «Ποτέ δεν μπορεί κανείς να μείνει μόνος».

«Δεν είμαστε μόνοι τώρα ;»

Η Ευσεβία κτύπησε πάλι τα χέρια της. Δυο ευνούχοι παρουσιάστηκαν πίσω από τις κολόνες στο βάθος της αίθουσας. Τους ένευσε να φύγουν.

«Για λόγους προφύλαξης, μπορούν να ακούσουν, αλλά δεν μπορούν να μιλήσουν. Αλλά υπάρχουν άλλοι που κρυφακούν και που κανείς δεν τους ξέρει».

«Οι μυστικοί πράκτορες ;»

Έγνεψε καταφατικά. «Ακούν όλα όσα λέμε μεταξύ μας σε αυτή την αίθουσα».

«Τότε πού … ;»

Χαμογέλασε με την απορία μου «Ποιος ξέρει πού. Ξέρει όμως κανείς πως είναι πανταχού παρόντες».

«Κατασκοπεύουν ακόμη και εσάς ;»

«Ιδιαίτερα την αυτοκράτειρα». Ήταν γαλήνια. «Έτσι ήταν πάντα στα ανάκτορα. Θυμήσου, λοιπόν … να μιλάς προσεκτικά».

«Ή καθόλου !»

… Πήρε σοβαρό ύφος. «Ο αυτοκράτορας μου έδωσε άδεια να σου μιλήσω. Δίσταζε. Δεν χρειάζεται να σου πω ότι, από την υπόθεση του Γάλλου και μετά, αισθάνεται εντελώς περικυκλωμένος από προδότες. Δεν εμπιστεύεται κανέναν».

«Μα εγώ …»

«Εσένα σε εμπιστεύεται λιγότερο από όλους» … «Ενάντια στην κρίση του, προβίβασε τον αδελφό σου. Μέσα σε διάστημα λίγων μηνών, ο Γάλλος και η Κωνσταντία δολοπλοκούσαν με σκοπό να σφετεριστούν τον θρόνο».

«Είστε βεβαία ;»

«Έχουμε αποδείξεις».

«Έχω ακούσει ότι οι μυστικοί πράκτορες συχνά επινοούν αποδείξεις».

… «Αυτό δεν χρειάστηκε στην περίπτωση της Κωνσταντίας … Τώρα έσυ είσαι η πιθανή απειλή».

«Κανένα πρόβλημα», είπα με περισσή πικρία … «Εκτελέστε με για να είσαστε ήσυχοι».


[1] Γκορ Βιντάλ, «Ιουλιανός», σ. 145-146, εκδόσεις Εξάντας 1998



διαβάστε επίσης την σχετική ανάρτηση στην ΝομοΣοφία

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Μαθήματα γεωγραφίας

Αιθιοπικά[1]
Μερόη

Η Μερόη[2], η πρωτεύουσα της Αιθιοπίας, είναι ένα τριγωνικό νησί που περιρρέεται από τρεις πλωτούς ποταμούς, τον Νείλο, τον Ασταβόττα και τον Ασασόβα. Ο Νείλος, φτάνοντας στην κορυφή του τριγώνου, σχίζεται στα δύο, ενώ οι άλλοι περνούν πλάι στις δύο πλευρές του και πάλι ενώνονται για να χυθούν στον Νείλο χάνοντας και το ρεύμα και το όνομά τους. Το νησί είναι τόσο μεγάλο (τρεις χιλιάδες στάδια είναι το μήκος και χίλια το εύρος του[3])[4], ώστε να μοιάζει με ήπειρο και τρέφει τεράστια ζώα, μεταξύ των οποίων και ελέφαντες, και έχει γη κατάλληλη για να φυτρώνουν δέντρα που ξεχωρίζουν για το μέγεθός τους[5]. Πανύψηλες φοινικιές κάνουν τεράστιους και εύγεστους χουρμάδες και τα στάχυα του σιταριού και του κριθαριού ψηλώνουν τόσο, ώστε καλύπτουν άνθρωπο πάνω σε άλογο και κάποτε πάνω σε καμήλα και ως προς τον καρπό, αποφέρουν ως τριακόσια το ένα· όσο για τα καλάμια, έχουμε ήδη πει πόσο χοντρά είναι[6].

[1] Ηλιόδωρου, «Αιθιοπικά», Βιβλ. Ι΄, V, εκδόσεις Άγρα 1997.
[2] Η περιγραφή της Μερόης συμφωνεί με τις πληροφορίες που παρέχουν ο Διόδωρος Σικελιώτης, Ι, 33, και ο Στράβων, XVII, 2.
[3] Η νήσος, τριγωνική κατά τον Ηλιόδωρο, ονομάζεται «θυρεώ παραπλησία» από τον Διόδωρο και «θυροειδής» από τον Στράβωνα. Το ακριβές όνομα, όπως και η θέση των ποταμών που περιβάλλουν το νησί είναι αβέβαια. Ο Στράβων, εκτός από τον Νείλο, αναφέρει τρεις ακόμα ποταμούς· XVI, 4 8, «περί δε την Μερόην και η συμβολή του τε Ασταβόρα και του Αστάπου και έτι του Αστασόβα προς τον Νείλον»· αλλά στο XVI, 1 2, λέει ότι υπήρχαν δύο ποταμοί, ο Ασταβόρας και ο Αστάπους, και προσθέτει ότι μερικοί ονομάζουν τον Αστάπου Αστασόβα και τοποθετούν αλλού τον Αστάπου. Η πόλη Μερόη, κατά τον Στράβωνα, απέχει επτά στάδια από τη συμβολή των ποταμών (Πλίνιος, Φυσική ιστορία, VI, 185)· ο Ηλιόδωρος δεν φαίνεται να κάνει διάκριση ανάμεσα στην πόλη και στην ευρεία έκταση στην οποία ήταν χτισμένη.
[4] Τα ίδια μέτρα δίνονται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη και από τον Στράβωνα (XVII, 2)· και ο μεν Διόδωρος δεν τα σχολιάζει, ο δε Στράβων υποψιάζεται υπερβολή : «το μέγεθος τάχα προς υπερβολήν είρηται μήκος μεν όσον τρισχιλίων σταδίων εύρος δε χιλίων».
[5] Ο Στράβων δίδει περισσότερες λεπτομέρειες για τα ζώα της Μερόης, αλλά επεκτείνεται λιγότερο στο ζήτμα των φυτών : «έχει δ’ η νήσος συχνά και όρη και δάση μεγάλα». Αναφέρει επίσης ότι φύονταν εκεί άφθονες φοινικιές και άλλα δέντρα (XVII,2). Όσο για τα ζώα, αναφέρει όχι μόνο ελέφαντες, αλλά και λιοντάρια και λεοπαρδάλεις και ερπετά «και άλλα θηρία πλείω· καταφεύγει γαρ από των εμπυρωτέρων και αυχμηροτέρων επί τα υδρηλά και ελώδη».
[6] το ίδιο βράδυ, χωρίς καν να περιμένουν την ορισμένη μέρα, πέρασαν τον Ασταβόρρα ποταμό, άλλοι από τη γέφυρα, άλλοι με πορθμεία κατασκευασμένα από καλάμια – πλήθος τέτοια σκάφη λικνίζονταν δεμένα σε πολλά σημεία της όχθης για να διευκολύνουν τη διαπεραίωση των πολιτών που έμεναν μακριά από τη γέφυρα· είναι δε ταχύτατα και εξαιτίας του υλικού τους και επειδή είναι ελαφρά : το πολύ να σηκώνουν το βάρος δύο-τριών ατόμων· για να τα φτιάξουν, κόβουν εγκαρσίως ένα καλάμι στα δύο και κάθε κομμάτι του αποτελεί ένα σκαφάκι

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

μυθιστορία


ο Μάγκας[1]


Η οικογένεια κάθουνταν στο τραπέζι. Πρώτος με είδε ο ξένος, ο Χρήστος, που κάθουνταν πλάγι στην κυρά μου, και με φώναξε :


- Εδώ ! Εδώ, Σκάμπ !

- Γιατί επιμένεις να τον λες Σκάμπ ; ρώτησε η Εύα. Αφού σου είπε ο Μήτσος πως τον λέμε Μάγκα, που θα πει Σκάμπ ελληνικά.

- Εσείς γιατί επιμένετε να τον λέτε Μάγκα, αφού σας τον χάρισα εγώ, και σας είπα πως τον έβγαλα Σκάμπ ; αποκρίθηκε ο Χρήστος.

- Σου το είπα. Γιατί Σκάμπ είναι εγγλέζικο, κι εμείς είμαστε Ρωμιοί. Είναι αστείο σε ρωμέικο σπίτι ο σκύλος να έχει όνομα αγγλικό.

- Τι σημασία έχει ; είπε ο Χρήστος. Αυτό που λες είναι σωβινισμός.

- Κάλλια σωβινισμός παρά ξενομανία, είπε απότομα η Εύα.

- Εύα, διέκοψε η μητέρα της μαλωσιάρικα.


Μου φάνηκε σαν πειραγμένος ο Χρήστος. Και η Εύα σώπασε. Στάθηκα μ’ ένα πόδι σηκωμένο, διστάζοντας σε ποιόν να πάγω.


- Έλα δω, Μάγκα, πρόσταξε ο Μήτσος.


Και καθώς σίμωσα πρόθυμα, μου τράβηξε το αυτί και μου είπε με σοβαρό ασυνήθιστο :


- Ν’ ακούς εσύ την κυρά σου την Εύα. Μάγκα σε ονομάσαμε σαν ήσουν κουταβάκι, Μάγκας θα πεθάνεις.


Μου άρεσε η απόφαση του Μήτσου κι έχωσα τη μύτη μου μέσα στο χέρι του. Ο Λουκάς, που κάθουνταν πλάγι στον αδελφό του, ενθουσιάστηκε και με αγκάλιασε.


- Α, μπράβο, Μάγκα μου : Πως σ’ αγαπώ !


[1] Πηνελόπης Δέλτα, «ο Μάγκας», σ. 32-33, εκδόσεις Μίνωας 1998

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

μαθήματα ποίησης

Παλαιόθεν Ελληνίς[1] _ Κωνσταντίνος Π. Καβάφης[2] _ Καυχιέται η Αντιόχεια για τα λαμπρά της κτίρια, και τους ωραίους της δρόμους· για την περί αυτήν θαυμάσια εξοχήν, και για το μέγα πλήθος των εν αυτή κατοίκων. Καυχιέται που είν’ η έδρα ενδόξων βασιλέων· και για τους καλλιτέχνας και τους σοφούς που έχει, και για τους βαθυπλούτους και γνωστικούς εμπόρους. Μα πιο πολύ ασυγκρίτως απ’ όλα, η Αντιόχεια καυχιέται που είναι πόλις παλαιόθεν ελληνίς· του Άργους συγγενής : απ’ την Ιώνη που ιδρύθη υπό Αργείων αποίκων προς τιμήν της κόρης του Ινάχου. _ [1] Η Αντιόχεια, αντικείμενο τόσων εκδηλώσεων θαυμασμού του ποιητή, ήταν – κατά μιαν εκδοχή – πάντοτε πόλη ελληνική, αποικία των Αργείων. Το όνομά της ήταν Ιώνη, αλλά μετονομάστηκε σε Αντιόχεια από τον Σέλευκο τον Νικάτορα, που ήθελε να τιμήσει τον γιο του Αντίοχο. Υπάρχει και μια παραλλαγή της πληροφορίας αυτής, που υποστηρίζει ότι η Ιώνη τελικά ερημώθηκε και ότι ο Σέλευκος ο Νικάτωρ έχτισε μια νέα πόλη, την Αντιόχεια στην τοποθεσία της παλιάς. Οι μικρολεπτομέρειες αυτές δεν συγκινούσαν ασφαλώς τον Καβάφη. Τον συγκινούσε ότι η πόλη ήταν «παλαιόθεν Ελληνίς, του Άργους συγγενής», γεγονός που κέντριζε ιδιαίτερα την φαντασία του μεγάλου εκείνου ελληνολάτρη. _ [2] Καβάφη «Άπαντα», σε σχολιασμό Μανώλη Γιαλουράκη, εκδόσεις Ωρόρα

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

μαθήματα Ψυχολογίας

ο περί ψυχής λόγος[1] _ Ο σχιζοφρενής έχει διαταραγμένην την συναισθηματικήν του σφαίραν. Άλλοτε παραμένει απαθής ή και γελά προ φοβερού εγκλήματος, ενώ άλλοτε κλαίει συνεχώς. Η αμφιθυμία, αγάπη και μίσος διά το αυτό γεγονός ή πρόσωπον, είναι σύνηθες γνώρισμα του σχιζοφρενούς. … Η παράνοια σημαίνει διάσπασιν πλήρη και ρήξιν με την πραγματικότητα. Ο παρανοϊκός ζη εις ένα ιδικόν του κόσμον φανταστικόν, τον οποίον όμως οργανώνει κατά ένα τρόπον απολύτως λογικόν, δυνάμενως μάλιστα να εξαπατήση και τους υγιείς, διότι ομιλεί «λογικώς». Η πλάνη είναι τόσον έμμονος, ώστε να μη δύναται να παραμερισθή. Την παράνοιαν συνοδεύει ποικίλη μανία· συνήθης η της καταδιώξεως, του μίσους … … Τα ψυχοπαθητικά ή ψυχανώμαλα άτομα υστερούν εις ικανότητα ομαλής κοινωνίας, επικοινωνίας, συναντήσεως. Η κοινωνία νοείται όχι ως σύνολον ατόμων τόσον, όσον ως πολύκλαδος τρόπος ομαλής σχέσεως: σωματικής, ψυχικής, πνευματικής. Οι ασθενείς της κατηγορίας αυτής είναι δύσπιστοι, ιδιότροποι, ιδιόρρυθμοι, αναξιόπιστοι, αναιδείς … _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ Ήδη από της 3ης πΧ χιλιετηρίδος η αιγυπτιακή σοφία είδε την ψυχήν ως δύναμιν ζωοποιητικήν και παρέχουσαν και μετά θάνατον ζωήν. Ως επιστήμην περί της ψυχής, ως θεωρίαν την εθεμελίωσεν ο Πλάτων και την εσυστηματοποίησεν ο Αριστοτέλης. Πλάτων και Αριστοτέλης ηγωνίσθησαν παντός άλλου επιμονώτερον: Πρώτον, διά να αποκαλύψουν και να προσδιορίσουν την ουσίαν της ψυχής· και Δεύτερον, διά να δώσουν μίαν εικόνα της ψυχικής πραγματικότητος, όπως την αισθανόμεθα μέσα εις την εμπειρικήν της κατάστασιν. Η φιλοσοφική ψυχολογία του Πλάτωνος και ο πλατωνικός διάλογος είναι εις αγών του λόγου να καταδείξη την φύσιν της ψυχής και την εσωτερικήν της ενέργειαν. Ο «Φαίδρος» είναι το έργον εκείνο, εις το οποίον ο Πλάτων συγκεντρώνει τα πορίσματα όλης αυτής της μεγάλης εννοιολογικής πάλης και διαλεκτικής διεργασίας. Τα χωρία 245 κ.εξ. είναι κείμενον ανεπανάληπτον Όλη η μέχρι σήμερον φιλοσοφία και ψυχολογία θα ήτο άκρως ενδιαφέρον να μάθη κανείς, τί προσέθηκεν εις αυτά τα χωρία, δηλαδή εις το πρόβλημα του ορισμού της ουσίας της ψυχής … Ο Πλάτων επεχείρησεν εις τον «Φαίδωνα», το «Συμπόσιον» και την «Πολιτείαν» να δείξη την ψυχήν αθάνατον, δύναμιν τον κόσμον μορφούσαν και φέρουσαν ζωήν εις «ό,τι αν αυτή κατάσχη»[2]. Ο «Φαίδρος» θα ορίση την ψυχήν ως «αεικίνητον», «εαυτό κινούν και τάλλα»[3], ορισμόν, τον οποίον θα διατηρήση έκτοτε ο Πλάτων και θα σεβασθούν οι αιώνες: «Ψυχή πάσα αθάνατος. Το γαρ αεικίνητον αθάνατον· το δ’ άλλο κινούν και υπ’ άλλου κινούμενον, παύλα έχον κινήσεως, παύλαν έχει ζωής, μόνον δη το αυτό κινούν, άτε ουκ απολείπον εαυτό, ούποτε λήγει κινούμενον, αλλά και τοις άλλοις, όσα κινείται τούτο πηγή και αρχή κινήσεως· αρχή δε αγέννητον· εξ αρχής γαρ ανάγκη παν το γιγνόμενον γίγνεσθαι, αυτήν δε μηδ’ εξ ενός …» Η κίνησις, κατά το κείμενον, και η ζωή είναι τα δύο χαρακτηριστικά της ψυχής. Η κίνησις, όμως, αυτή δεν είναι η μηχανική των ατόμων του Δημοκρίτου, αλλά κίνησις άλλης υφής: ενέργεια ζωοποιούσα, δράσις άνευ τέλους, χωρίς παύλαν και διά τούτο ανώλεθρος, διότι και η αρχή της κινήσεως είναι ανώλεθρος, καθ’ ο αγέννητος: παράγει χωρίς να παράγηται, δημιουργεί χωρίς να δημιουργήται. Κατ’ άλλην έκφρασιν: Η ψυχή είναι η αρχή της κινήσεως, δηλασή της ζωής. Το τέρμα της κινήσεως συμπίπτει με το τέρμα της ζωής. Αιτία της κινήσεως και συνεπώς και της ζωής είναι η ψυχή· διά τούτο η ψυχή είναι η μοναδική κίνησις και η αιώνια ζωή, ενώ παν άλλο έχει μίαν συμπτωματικήν μόνον, εκ της ψυχής δανεισθείσαν ζωήν. Η κίνησις της ψυχής είναι διττή: κίνησις εξωτερική, ροπή εμεπιρική και κίνησις εσωτερική, ενέργεια πνευματική. Ως αισθητή, εμπειρική δράσις η ψυχή είναι αιτία μορφωτική. Η ουσία της είναι ενωτική, δημιουργική, ζωοποιητική της σωματικής φύσεως. Ως προϋπόθεσις του σωματικού, του έκτακτου είναι – και πρέπει να είναι – κάτι διάφορον εκείνου, του οποίου αποτελεί την προϋπόθεσιν. Ως πνευματική ενέργεια η ψυχή κινείται προς εαυτήν, επιστρέφει εις εαυτήν, νοοποιείται και ζη την ζωήν του λόγου. Ούτω γίνεται η κίνησις η εσωτερική, εις την υψίστην αυτής έννοιαν, η καθαρά ζωή του πνεύματος: Κατ’ αυτήν η ψυχή θεάται την ειδήν, τας Ιδέας. _ [1] Γρηγ. Φιλ. Κωσταρά, «Ψυχολογία του ανθρώπου», σ. 29 κ.επ., Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1986 [2] Πλάτ., Φαίδων 105d [3] Πλάτ., Φαίδρ. 245c 5-246e

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Μυθιστορία

μύρμηξ ταμιευτικός[1]

Συχνάκις κατά το θέρος εξήρχοντο της Λαμίας πρωϊνοί ο διδάσκαλος της Ελληνικής Σχολής Γεώργιος Ηφαιστίδης και ο εφημέριος εκκλησίας τινός Παπαϊωνάς προς περιδιάβασιν· διηυθύνοντο δε προς την καλύβην του γεωργού Θάνου Βλέκα, όστις διεκρίνετο επί φιλοπονία και πραότητι, και ηγαπάτο παρά πάντων, όσοι εγνώριζον, ιδίως δε παρά των δύω τούτων σεβασμίων ανδρών. Εις βραχύ χρόνου διάστημα ο νέος γεωργός, ως επίμορτος καρπούμενος μέρος των εκτεταμένων αγρών τινος εκ των μεγαλοκτημόνων, και αποδίδων ακριβώς το συμπεφωνημένον, είχε σχηματίσει εκ των περισσευμάτων του μικρόν ποίμνιον αιγών, εξ ων απέφερε βούτυρον, βοηθούμενος παρά της γραίας μητρός του, και ήδη προσεδόκα εκ της συγκομιδής την αμοιβήν των πολλών κόπων του.

Κατ’ εκείνην της ημέραν ο καλός Θάνος εκάθητο προ της καλύβης του σύννους και βαρυθυμών, διότι προ πολλών ημερών είχε θερίσει τον σίτον του και σωρεύσει τας θημωνιάς εις το αλώνιον περιμένων τους δεκατευτάς, διά να γίνη η καταμέτρησις, μεθ’ ην μόνην ηδύνατο να ονομάση ίδιά του τα θερισθέντα· αλλ’ ούτοι κατεγίνοντο, φαίνεται, εις άλλας μεμακρυσμένας θέσεις. Ο θερισμός υπήρξεν όσον ένεστι ευτυχής, και ο Θάνος υπελόγιζεν, ότι μετά την δεκάτευσιν, την απότισιν της μορτής προς τον κύριον της γης, την αποταμίευσιν του προς ιδίαν χρήσιν αναγκαίου και του σπόρου διά το επιόν έτος έτι αφθονωτέρου, έμελλε να περισσεύση ικανός σίτος προς πώλησιν. Εσχεδιάζε δε ν’ αποκτήση βόας αροτήρας, ώστε να μη περιμένη προς άροσιν το τέλος των εργασιών των γειτόνων του, οίτινες είχον βόας, κινδυνεύων ν’ αποσφαλή του αρμοδίου χρόνου. Άροτρον ίδιον είχεν αποκτήσει εκ του περισσεύματος του παρελθόντος έτους, το οποίον δεν είχεν εξαρκέσει προς απόκτησιν βοών. Προ δύο ετών όμως είχεν αποκτήσει τας αίγας προτιμήσας αυτάς, ώστε καθ’ όλον το έτος να έχη ενασχόλησιν την τυροποιΐαν, ενώ των βοών η διατήρησις υπερέβαινε τότε τας δυνάμεις του, και το πλέιστον μέρος του έτους ήθελον είσθαι εις αυτόν άχρηστοι. Αλλά τώρα είχε θέσει τον πόδα και επ’ αυτής της βαθμίδος, και ενώ ήλπιζε να πληρωθή η ευχή του αύτη, ηύξανεν η ανυπομονησία του, να διαχωρίση την δεκάτην. Τοιουτοτρόπως ο Θάνος επεδίδετο μετά ζήλου εις τα γεωργικά του έργα, και διά πολλών στερήσεων και ταλαιπωριών κατ’ έτος και κατά μικρόν ηύξανε το ουσίδιόν του ως μύρμηξ ταμιευτικός. Εν τούτοις εν τη επαρχία κατά τη στιγμήν ταύτην εκορυφούτο δυστυχώς η ληστεία, ως φθοροποιός επιδημία, ώστε η Κυβέρνησις εξηγέρθη εκ του ληθάργου της, αποστείλασα επίτ ούτω κατάλληλον μοίραρχον της Χωροφυλακής, μέλλοντα δι’ αυστηράς καταδιώξεως να περιστείλη την υπερβολήν του κακού.

Η επίσκεψις του διδασκάλου και του εφημερίου ήτον λοιπόν διττώς ποθητή εις τον φιλόπονον γεωργόν μας, διά να μάθη, πού ευρίσκονται οι δεκατευταί, και αν ο νέος μοίραχος, προ μικρού αφιχθείς, ελάμβανε πρόσφορα μέτρα, ώστε να επανέλθη οπωσούν ησυχία και ασφάλεια. Οι δύο πρωϊνοί περιπατητικοί δεν ανεχαιτίζοντο ως εκ του κινδύνου των ληστών από του να επισκεφθούν τον Θάνον, διότι ήσαν εκ των προσώπων εκείνων, τα οποία και αυτοί οι λησταί σέβονται.

Επί τέλους ο Θάνος τους είδε βάδην προχωρούντας, και είπεν εις την μητέρα του να παρασκευάση τον καφέ προς δεξίωσίν των.

[1] Παύλου Καλιγά, «Θάνος Βλέκας», σ. 43 κ. επ., Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήναι 1991

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Αποκάλυψη

σε μιαν ώρα μέσα τόσα πλούτη ερημώθηκαν[1]

Ύστερα είδα έναν άλλον άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό, και είχε μεγάλη εξουσία και φωτίστηκε η γη από τη δόξα του.

Κι έκραξε με δυνατή φωνή λέγοντας : «Έπεσε, έπεσε η Βαβυλών η μεγάλη, κι έγινε κατοικητήριο των δαιμονίων και μονιά για κάθε πνεύμα ακάθαρτο και φωλιά για κάθε όρνιο ακάθαρτο και μισητό·

γιατί από το θυμωμένο κρασί της πολιτείας της ήπιαν όλα τα έθνη, και οι βασιλιάδες της γης πορνεύτηκαν μαζί της, και οι έμποροι της γης πλούτισαν από τη δύναμη της ακολασίας της.

Κι ύστερα άκουσα μιαν άλλη φωνή από τον ουρανό που έλεγε : «Βγείτε, ο λαός μου, απ’ αυτήν για να μη μοιραστήτε τις αμαρτίες της και για να μη λάβετε από τιςε πληγές της·

γιατί στοιβάχτηκαν οι αμαρτίες της ως τον ουρανό και θυμήθηκε ο Θεός τ’ αδικήματά της.

Πλερώστε την όπως σας πλέρωσε, και διπλά ξεπλερώστε τα διπλά κατά τα έργα της. Με το ποτήρι που κέρασε διπλοκεράστε την·

όσα ήταν τα μεγαλεία της και η ακολασία της, τόσο βασανισμό και πένθος δώστε της. Γιατί με την καρδία της λέει : «Βασίλισσα είμαι και θρονιάζω, και δεν είμαι χήρα, και το πένθος ποτέ δε θα το ιδώ».

Γι’ αυτό, σε μια μέρα μέσα θα πέσουν πάνω της πληγές, θάνατος και πένθος και πείνα· και φωτιά θα την κατακάψει. Γιατί είναι δυνατός ο Κύριος ο Θεός που την έκρινε.

Και θα την κλάψουν και θα τη θρηνήσουν οι βασιλιάδες της γης που μαζί της πορνεύτηκαν και ασέλγησαν, όταν ιδούν τον καπνό της πυρκαγιάς της·

στέκοντας μακριά από φόβο του βασανισμού της θα λένε : «Ουαί, ουαί ! πολιτεία μεγάλη, Βαβυλών, πολιτεία δυνατή ! Σε μιαν ώρα μέσα ήρθε η κρίση σου !»

Και οι έμποροι της γης κλαίνε και θλίβονται γι’ αυτήν, ‘τί κανένας πια δεν αγοράζει τα φορτώματά τους·

φορτώματα χρυσάφι κι ασήμι και λιθάρια πολύτιμα και μαργαριτάρια και ακριβό λινό και πορφύρα και μεταξωτά και κόκκινα και κάθε ξύλο αρωματικό και κάθε σκεύος φιλντισένιο και κάθε σκεύος από ξύλο πολύτιμο κι από χάλκωμα και σίδερο και μάρμαρο·

φορτώματα κανέλλα και αλοιφές και θυμιάματα και μύρο και λιβάνι και κρασί και λάδι και σιμιγδάλι και σιτάρι και κτήνη και πρόβατα και άλογα και αμάξια και κορμιά για πούλημα και ψυχές ανθρώπων.

Και ο ώριμος καρπός που αποθύμησε η ψυχή σου έφυγε μακριά σου· κι όλα τα πλούτη και τα λαμπρά χαθήκανε για σένα κι ούτε που θα ξαναβρεθούν πια.

Οι έμποροι που πλούτισαν μ’ αυτές της πραμάτειες, θα στέκουνται μακριά από φόβο του βασανισμού της, θα κλαίνε και θα πενθούνε

και θα λένε : «Ουαί, ουαί ! Πολιτεία μεγάλη· ντυμένη στο ακριβό λινό και στην πορφύρα και στα κόκκινα· στολισμένη με χρυσάφια και πέτρες πολύτιμες και μαργαριτάρια,

σε μιαν ώρα μέσα τόσα πλούτη ερημώθηκαν».

[1] Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, σε μεταγραφή Γιώργου Σεφέρη, ΙΗ΄ 1-17, εκδόσεις Ίκαρος 1995

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

μάθημα οικονομικής ανισορροπίας

προ της χρεωκοπίας[1]

Οι δούλοι λαοί κυμαίνονται μεταξύ ανοχής της αυθαιρεσίας και συνωμοσίας.

Αι αφειδείς των κυβερνήσεων δαπάναι δεν έχουσι μόνον αποτέλεσμα την εκ της διαταράξεως της ισορροπίας των εσόδων προς τα έξοδα άμεσον βλάβην των κοπινών, αλλ’ έχουσι σπουδαιοτέρας έτι συνεπείας επί τας έξεις, επί τας ανάγκας και επ’ αυτό το σύστημα των σκέψεων της κοινωνίας περί των οικονομικών του Κράτους. Δεν είνε ευχερής η μετάβασις από των ανέσεων, ας παρέχουσιν αι εξωγκωμέναι δαπάναι εις τας στενοχωρίας, ας επάγεται η των δημοσίων φειδώ. Το ισοζύγιον του προϋπολογισμού είνε αγαθόν καταληπτόν εις τους περί τα οικονομικά διατρίβοντας, αλλά μη ψηλαφητόν εις τους αρκουμένους εν τη απολαύσει των παρόντων και μη ανατρέχοντας εις τα αίτια, ουδέ τυρβάζοντας περί τας συνεπείας αυτών. Ήδη οι ετήσιοι πόροι του κράτους διατελούσιν εν τοιαύτη προς τας δαπάνας αυτού δυσαναλογία, ώστε, αν επί χρόνον ουχί λίαν μακρόν εξακολουθώμεν κατά το αυτό σύστημα πολιτευόμενοι, άφευκτος είνει ηχρεωκοπία· και όμως, ου μόνον η κυβέρνησις πορεύεται αμέριμνος εν τη οδώ ταύτη, φιλοτιμουμένη μάλιστα όπως επιτείνη το κακόν, αλλά και η κοινωνία, απολαύουσα της εκ της δαπάνης ευεξίας, τυφλώττει προς την καταιγίδαν, ήτις εν προσεχεί μέλλοντι θέλει επισκήψει εις το κράτος αν εν τω αυτώ εμμένωμεν συστήματι.

[1] Χρήστου Η Χαλαζία, «Χαρίλαος Τρικούπης, ο μεγάλος οραματιστής», απόσπασμα από άρθρο του Χαρίλαου Τρικούπη, που δημοσιεύτηκε στην «Ώρα» στις 28 Σεπτεμβρίου 1881, Ελληνικά Γράμματα 1996.