Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

μαθήματα Ψυχολογίας

ο περί ψυχής λόγος[1] _ Ο σχιζοφρενής έχει διαταραγμένην την συναισθηματικήν του σφαίραν. Άλλοτε παραμένει απαθής ή και γελά προ φοβερού εγκλήματος, ενώ άλλοτε κλαίει συνεχώς. Η αμφιθυμία, αγάπη και μίσος διά το αυτό γεγονός ή πρόσωπον, είναι σύνηθες γνώρισμα του σχιζοφρενούς. … Η παράνοια σημαίνει διάσπασιν πλήρη και ρήξιν με την πραγματικότητα. Ο παρανοϊκός ζη εις ένα ιδικόν του κόσμον φανταστικόν, τον οποίον όμως οργανώνει κατά ένα τρόπον απολύτως λογικόν, δυνάμενως μάλιστα να εξαπατήση και τους υγιείς, διότι ομιλεί «λογικώς». Η πλάνη είναι τόσον έμμονος, ώστε να μη δύναται να παραμερισθή. Την παράνοιαν συνοδεύει ποικίλη μανία· συνήθης η της καταδιώξεως, του μίσους … … Τα ψυχοπαθητικά ή ψυχανώμαλα άτομα υστερούν εις ικανότητα ομαλής κοινωνίας, επικοινωνίας, συναντήσεως. Η κοινωνία νοείται όχι ως σύνολον ατόμων τόσον, όσον ως πολύκλαδος τρόπος ομαλής σχέσεως: σωματικής, ψυχικής, πνευματικής. Οι ασθενείς της κατηγορίας αυτής είναι δύσπιστοι, ιδιότροποι, ιδιόρρυθμοι, αναξιόπιστοι, αναιδείς … _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ Ήδη από της 3ης πΧ χιλιετηρίδος η αιγυπτιακή σοφία είδε την ψυχήν ως δύναμιν ζωοποιητικήν και παρέχουσαν και μετά θάνατον ζωήν. Ως επιστήμην περί της ψυχής, ως θεωρίαν την εθεμελίωσεν ο Πλάτων και την εσυστηματοποίησεν ο Αριστοτέλης. Πλάτων και Αριστοτέλης ηγωνίσθησαν παντός άλλου επιμονώτερον: Πρώτον, διά να αποκαλύψουν και να προσδιορίσουν την ουσίαν της ψυχής· και Δεύτερον, διά να δώσουν μίαν εικόνα της ψυχικής πραγματικότητος, όπως την αισθανόμεθα μέσα εις την εμπειρικήν της κατάστασιν. Η φιλοσοφική ψυχολογία του Πλάτωνος και ο πλατωνικός διάλογος είναι εις αγών του λόγου να καταδείξη την φύσιν της ψυχής και την εσωτερικήν της ενέργειαν. Ο «Φαίδρος» είναι το έργον εκείνο, εις το οποίον ο Πλάτων συγκεντρώνει τα πορίσματα όλης αυτής της μεγάλης εννοιολογικής πάλης και διαλεκτικής διεργασίας. Τα χωρία 245 κ.εξ. είναι κείμενον ανεπανάληπτον Όλη η μέχρι σήμερον φιλοσοφία και ψυχολογία θα ήτο άκρως ενδιαφέρον να μάθη κανείς, τί προσέθηκεν εις αυτά τα χωρία, δηλαδή εις το πρόβλημα του ορισμού της ουσίας της ψυχής … Ο Πλάτων επεχείρησεν εις τον «Φαίδωνα», το «Συμπόσιον» και την «Πολιτείαν» να δείξη την ψυχήν αθάνατον, δύναμιν τον κόσμον μορφούσαν και φέρουσαν ζωήν εις «ό,τι αν αυτή κατάσχη»[2]. Ο «Φαίδρος» θα ορίση την ψυχήν ως «αεικίνητον», «εαυτό κινούν και τάλλα»[3], ορισμόν, τον οποίον θα διατηρήση έκτοτε ο Πλάτων και θα σεβασθούν οι αιώνες: «Ψυχή πάσα αθάνατος. Το γαρ αεικίνητον αθάνατον· το δ’ άλλο κινούν και υπ’ άλλου κινούμενον, παύλα έχον κινήσεως, παύλαν έχει ζωής, μόνον δη το αυτό κινούν, άτε ουκ απολείπον εαυτό, ούποτε λήγει κινούμενον, αλλά και τοις άλλοις, όσα κινείται τούτο πηγή και αρχή κινήσεως· αρχή δε αγέννητον· εξ αρχής γαρ ανάγκη παν το γιγνόμενον γίγνεσθαι, αυτήν δε μηδ’ εξ ενός …» Η κίνησις, κατά το κείμενον, και η ζωή είναι τα δύο χαρακτηριστικά της ψυχής. Η κίνησις, όμως, αυτή δεν είναι η μηχανική των ατόμων του Δημοκρίτου, αλλά κίνησις άλλης υφής: ενέργεια ζωοποιούσα, δράσις άνευ τέλους, χωρίς παύλαν και διά τούτο ανώλεθρος, διότι και η αρχή της κινήσεως είναι ανώλεθρος, καθ’ ο αγέννητος: παράγει χωρίς να παράγηται, δημιουργεί χωρίς να δημιουργήται. Κατ’ άλλην έκφρασιν: Η ψυχή είναι η αρχή της κινήσεως, δηλασή της ζωής. Το τέρμα της κινήσεως συμπίπτει με το τέρμα της ζωής. Αιτία της κινήσεως και συνεπώς και της ζωής είναι η ψυχή· διά τούτο η ψυχή είναι η μοναδική κίνησις και η αιώνια ζωή, ενώ παν άλλο έχει μίαν συμπτωματικήν μόνον, εκ της ψυχής δανεισθείσαν ζωήν. Η κίνησις της ψυχής είναι διττή: κίνησις εξωτερική, ροπή εμεπιρική και κίνησις εσωτερική, ενέργεια πνευματική. Ως αισθητή, εμπειρική δράσις η ψυχή είναι αιτία μορφωτική. Η ουσία της είναι ενωτική, δημιουργική, ζωοποιητική της σωματικής φύσεως. Ως προϋπόθεσις του σωματικού, του έκτακτου είναι – και πρέπει να είναι – κάτι διάφορον εκείνου, του οποίου αποτελεί την προϋπόθεσιν. Ως πνευματική ενέργεια η ψυχή κινείται προς εαυτήν, επιστρέφει εις εαυτήν, νοοποιείται και ζη την ζωήν του λόγου. Ούτω γίνεται η κίνησις η εσωτερική, εις την υψίστην αυτής έννοιαν, η καθαρά ζωή του πνεύματος: Κατ’ αυτήν η ψυχή θεάται την ειδήν, τας Ιδέας. _ [1] Γρηγ. Φιλ. Κωσταρά, «Ψυχολογία του ανθρώπου», σ. 29 κ.επ., Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1986 [2] Πλάτ., Φαίδων 105d [3] Πλάτ., Φαίδρ. 245c 5-246e

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Μυθιστορία

μύρμηξ ταμιευτικός[1]

Συχνάκις κατά το θέρος εξήρχοντο της Λαμίας πρωϊνοί ο διδάσκαλος της Ελληνικής Σχολής Γεώργιος Ηφαιστίδης και ο εφημέριος εκκλησίας τινός Παπαϊωνάς προς περιδιάβασιν· διηυθύνοντο δε προς την καλύβην του γεωργού Θάνου Βλέκα, όστις διεκρίνετο επί φιλοπονία και πραότητι, και ηγαπάτο παρά πάντων, όσοι εγνώριζον, ιδίως δε παρά των δύω τούτων σεβασμίων ανδρών. Εις βραχύ χρόνου διάστημα ο νέος γεωργός, ως επίμορτος καρπούμενος μέρος των εκτεταμένων αγρών τινος εκ των μεγαλοκτημόνων, και αποδίδων ακριβώς το συμπεφωνημένον, είχε σχηματίσει εκ των περισσευμάτων του μικρόν ποίμνιον αιγών, εξ ων απέφερε βούτυρον, βοηθούμενος παρά της γραίας μητρός του, και ήδη προσεδόκα εκ της συγκομιδής την αμοιβήν των πολλών κόπων του.

Κατ’ εκείνην της ημέραν ο καλός Θάνος εκάθητο προ της καλύβης του σύννους και βαρυθυμών, διότι προ πολλών ημερών είχε θερίσει τον σίτον του και σωρεύσει τας θημωνιάς εις το αλώνιον περιμένων τους δεκατευτάς, διά να γίνη η καταμέτρησις, μεθ’ ην μόνην ηδύνατο να ονομάση ίδιά του τα θερισθέντα· αλλ’ ούτοι κατεγίνοντο, φαίνεται, εις άλλας μεμακρυσμένας θέσεις. Ο θερισμός υπήρξεν όσον ένεστι ευτυχής, και ο Θάνος υπελόγιζεν, ότι μετά την δεκάτευσιν, την απότισιν της μορτής προς τον κύριον της γης, την αποταμίευσιν του προς ιδίαν χρήσιν αναγκαίου και του σπόρου διά το επιόν έτος έτι αφθονωτέρου, έμελλε να περισσεύση ικανός σίτος προς πώλησιν. Εσχεδιάζε δε ν’ αποκτήση βόας αροτήρας, ώστε να μη περιμένη προς άροσιν το τέλος των εργασιών των γειτόνων του, οίτινες είχον βόας, κινδυνεύων ν’ αποσφαλή του αρμοδίου χρόνου. Άροτρον ίδιον είχεν αποκτήσει εκ του περισσεύματος του παρελθόντος έτους, το οποίον δεν είχεν εξαρκέσει προς απόκτησιν βοών. Προ δύο ετών όμως είχεν αποκτήσει τας αίγας προτιμήσας αυτάς, ώστε καθ’ όλον το έτος να έχη ενασχόλησιν την τυροποιΐαν, ενώ των βοών η διατήρησις υπερέβαινε τότε τας δυνάμεις του, και το πλέιστον μέρος του έτους ήθελον είσθαι εις αυτόν άχρηστοι. Αλλά τώρα είχε θέσει τον πόδα και επ’ αυτής της βαθμίδος, και ενώ ήλπιζε να πληρωθή η ευχή του αύτη, ηύξανεν η ανυπομονησία του, να διαχωρίση την δεκάτην. Τοιουτοτρόπως ο Θάνος επεδίδετο μετά ζήλου εις τα γεωργικά του έργα, και διά πολλών στερήσεων και ταλαιπωριών κατ’ έτος και κατά μικρόν ηύξανε το ουσίδιόν του ως μύρμηξ ταμιευτικός. Εν τούτοις εν τη επαρχία κατά τη στιγμήν ταύτην εκορυφούτο δυστυχώς η ληστεία, ως φθοροποιός επιδημία, ώστε η Κυβέρνησις εξηγέρθη εκ του ληθάργου της, αποστείλασα επίτ ούτω κατάλληλον μοίραρχον της Χωροφυλακής, μέλλοντα δι’ αυστηράς καταδιώξεως να περιστείλη την υπερβολήν του κακού.

Η επίσκεψις του διδασκάλου και του εφημερίου ήτον λοιπόν διττώς ποθητή εις τον φιλόπονον γεωργόν μας, διά να μάθη, πού ευρίσκονται οι δεκατευταί, και αν ο νέος μοίραχος, προ μικρού αφιχθείς, ελάμβανε πρόσφορα μέτρα, ώστε να επανέλθη οπωσούν ησυχία και ασφάλεια. Οι δύο πρωϊνοί περιπατητικοί δεν ανεχαιτίζοντο ως εκ του κινδύνου των ληστών από του να επισκεφθούν τον Θάνον, διότι ήσαν εκ των προσώπων εκείνων, τα οποία και αυτοί οι λησταί σέβονται.

Επί τέλους ο Θάνος τους είδε βάδην προχωρούντας, και είπεν εις την μητέρα του να παρασκευάση τον καφέ προς δεξίωσίν των.

[1] Παύλου Καλιγά, «Θάνος Βλέκας», σ. 43 κ. επ., Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήναι 1991

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Αποκάλυψη

σε μιαν ώρα μέσα τόσα πλούτη ερημώθηκαν[1]

Ύστερα είδα έναν άλλον άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό, και είχε μεγάλη εξουσία και φωτίστηκε η γη από τη δόξα του.

Κι έκραξε με δυνατή φωνή λέγοντας : «Έπεσε, έπεσε η Βαβυλών η μεγάλη, κι έγινε κατοικητήριο των δαιμονίων και μονιά για κάθε πνεύμα ακάθαρτο και φωλιά για κάθε όρνιο ακάθαρτο και μισητό·

γιατί από το θυμωμένο κρασί της πολιτείας της ήπιαν όλα τα έθνη, και οι βασιλιάδες της γης πορνεύτηκαν μαζί της, και οι έμποροι της γης πλούτισαν από τη δύναμη της ακολασίας της.

Κι ύστερα άκουσα μιαν άλλη φωνή από τον ουρανό που έλεγε : «Βγείτε, ο λαός μου, απ’ αυτήν για να μη μοιραστήτε τις αμαρτίες της και για να μη λάβετε από τιςε πληγές της·

γιατί στοιβάχτηκαν οι αμαρτίες της ως τον ουρανό και θυμήθηκε ο Θεός τ’ αδικήματά της.

Πλερώστε την όπως σας πλέρωσε, και διπλά ξεπλερώστε τα διπλά κατά τα έργα της. Με το ποτήρι που κέρασε διπλοκεράστε την·

όσα ήταν τα μεγαλεία της και η ακολασία της, τόσο βασανισμό και πένθος δώστε της. Γιατί με την καρδία της λέει : «Βασίλισσα είμαι και θρονιάζω, και δεν είμαι χήρα, και το πένθος ποτέ δε θα το ιδώ».

Γι’ αυτό, σε μια μέρα μέσα θα πέσουν πάνω της πληγές, θάνατος και πένθος και πείνα· και φωτιά θα την κατακάψει. Γιατί είναι δυνατός ο Κύριος ο Θεός που την έκρινε.

Και θα την κλάψουν και θα τη θρηνήσουν οι βασιλιάδες της γης που μαζί της πορνεύτηκαν και ασέλγησαν, όταν ιδούν τον καπνό της πυρκαγιάς της·

στέκοντας μακριά από φόβο του βασανισμού της θα λένε : «Ουαί, ουαί ! πολιτεία μεγάλη, Βαβυλών, πολιτεία δυνατή ! Σε μιαν ώρα μέσα ήρθε η κρίση σου !»

Και οι έμποροι της γης κλαίνε και θλίβονται γι’ αυτήν, ‘τί κανένας πια δεν αγοράζει τα φορτώματά τους·

φορτώματα χρυσάφι κι ασήμι και λιθάρια πολύτιμα και μαργαριτάρια και ακριβό λινό και πορφύρα και μεταξωτά και κόκκινα και κάθε ξύλο αρωματικό και κάθε σκεύος φιλντισένιο και κάθε σκεύος από ξύλο πολύτιμο κι από χάλκωμα και σίδερο και μάρμαρο·

φορτώματα κανέλλα και αλοιφές και θυμιάματα και μύρο και λιβάνι και κρασί και λάδι και σιμιγδάλι και σιτάρι και κτήνη και πρόβατα και άλογα και αμάξια και κορμιά για πούλημα και ψυχές ανθρώπων.

Και ο ώριμος καρπός που αποθύμησε η ψυχή σου έφυγε μακριά σου· κι όλα τα πλούτη και τα λαμπρά χαθήκανε για σένα κι ούτε που θα ξαναβρεθούν πια.

Οι έμποροι που πλούτισαν μ’ αυτές της πραμάτειες, θα στέκουνται μακριά από φόβο του βασανισμού της, θα κλαίνε και θα πενθούνε

και θα λένε : «Ουαί, ουαί ! Πολιτεία μεγάλη· ντυμένη στο ακριβό λινό και στην πορφύρα και στα κόκκινα· στολισμένη με χρυσάφια και πέτρες πολύτιμες και μαργαριτάρια,

σε μιαν ώρα μέσα τόσα πλούτη ερημώθηκαν».

[1] Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, σε μεταγραφή Γιώργου Σεφέρη, ΙΗ΄ 1-17, εκδόσεις Ίκαρος 1995

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

μάθημα οικονομικής ανισορροπίας

προ της χρεωκοπίας[1]

Οι δούλοι λαοί κυμαίνονται μεταξύ ανοχής της αυθαιρεσίας και συνωμοσίας.

Αι αφειδείς των κυβερνήσεων δαπάναι δεν έχουσι μόνον αποτέλεσμα την εκ της διαταράξεως της ισορροπίας των εσόδων προς τα έξοδα άμεσον βλάβην των κοπινών, αλλ’ έχουσι σπουδαιοτέρας έτι συνεπείας επί τας έξεις, επί τας ανάγκας και επ’ αυτό το σύστημα των σκέψεων της κοινωνίας περί των οικονομικών του Κράτους. Δεν είνε ευχερής η μετάβασις από των ανέσεων, ας παρέχουσιν αι εξωγκωμέναι δαπάναι εις τας στενοχωρίας, ας επάγεται η των δημοσίων φειδώ. Το ισοζύγιον του προϋπολογισμού είνε αγαθόν καταληπτόν εις τους περί τα οικονομικά διατρίβοντας, αλλά μη ψηλαφητόν εις τους αρκουμένους εν τη απολαύσει των παρόντων και μη ανατρέχοντας εις τα αίτια, ουδέ τυρβάζοντας περί τας συνεπείας αυτών. Ήδη οι ετήσιοι πόροι του κράτους διατελούσιν εν τοιαύτη προς τας δαπάνας αυτού δυσαναλογία, ώστε, αν επί χρόνον ουχί λίαν μακρόν εξακολουθώμεν κατά το αυτό σύστημα πολιτευόμενοι, άφευκτος είνει ηχρεωκοπία· και όμως, ου μόνον η κυβέρνησις πορεύεται αμέριμνος εν τη οδώ ταύτη, φιλοτιμουμένη μάλιστα όπως επιτείνη το κακόν, αλλά και η κοινωνία, απολαύουσα της εκ της δαπάνης ευεξίας, τυφλώττει προς την καταιγίδαν, ήτις εν προσεχεί μέλλοντι θέλει επισκήψει εις το κράτος αν εν τω αυτώ εμμένωμεν συστήματι.

[1] Χρήστου Η Χαλαζία, «Χαρίλαος Τρικούπης, ο μεγάλος οραματιστής», απόσπασμα από άρθρο του Χαρίλαου Τρικούπη, που δημοσιεύτηκε στην «Ώρα» στις 28 Σεπτεμβρίου 1881, Ελληνικά Γράμματα 1996.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

οι ανθρωπομηχανές

αναλύοντας το φαινόμενο της βιομηχανοποίησης[1]

Γιατί ζούμε στον κόσμο, αν δεν μπορεί κάθε άνθρωπος να ευρύνει τα όρια της συνείδησής τους με την ανάπτυξη της δικής του δημιουργικής ικανότητας ; Αλλά πώς μπορεί να το πετύχει όταν κατά τη διάρκεια του βίου του ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε μηχανή ;

Αυτή η μηχανοποίηση των ανθρώπων μου φαινόταν ακόμη πιο ολέθρια για αυτούς που αγοράζουν τα προϊόντα πατά για κείνους που τα παράγουν. Γιατί οι εργάτες τουλάχιστον δουλεύουν, έστω και μονότονα. Αλλά οι καταναλωτές χυδαιοποιούνται και σκληραίνουν από την απόκτηση κακόγουστων και φτηνών πραγμάτων και, το χειρότερο, καταντούν να περηφανεύονται για την ίδια τους την ανικανότητα.

… Είχα επισκεφτεί ένα εργοστάσιο κοντά στην Αθήνα και είχα δει μικρά ανθρώπινα αυτόματα να κάνουν ασταμάτητα πανομοιότυπες κινήσεις γύρω από τεράστια ατσάλινα τέρατα, που παρασκεύαζαν χιλιάδες πήχες φτηνού πανιού μέσα σε ένα τρομερό και ακατάπαυστο θόρυβο. Ο διευθυντής αυτού του εργοστασίου που με ξεναγούσε, με πήγε πέρα από ένα χώρισμα, σε ένα άλλο τμήμα του κτιρίου όπου είδα άλλα ατσάλινα τέρατα, μεγάλα όσο και τα πρώτα, αλλά σε αδράνεια και προφανώς εγκαταλελειμμένα να σκουριάζουν. Εκεί μου εξήγησε ότι για να επιβιώσει κανείς στο σημερινό εμπορικό ανταγωνισμό, πρέπει να παρακολουθεί τις καινούργιες εφευρέσεις και οι τεράστιοι αργαλειοί, όσο ακριβοί κι αν είναι, πρέπει να αντικαθιστούνται κάθε πέντε ή έξι χρόνια, έστω κι αν εξακολουθούν να δουλεύουν καλά. Αυτή η εκπληκτική σπατάλη μεγάλων μηχανών, για να μην μιλήσω για την σχετική αχρηστία των μοντέρνων υλικών που φθείρονται μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα και μετά πετιούνται στον σκουπιδοτενεκέ, φαίνεται να δηλώνει ένα λάθος κάπου στην κοινή λογική …

Και τι να πει κανείς για τη σχετική σκλαβιά που συνδέεται με όλες αυτές τις βιομηχανικές διαδικασίες …

[1] Εύα Πάλμερ Σικελιανού, «Ιερός Πανικός», σε μετάφραση Τζων Π. Άντων, σ. 95-96, Εξάντας 1992