Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

το παρελθόν δείχνει το μέλλον

ανίκανον να σκεφθή … ανίκανον να φιλοτιμηθή[1]

Και τώρα ότε μετά τόσους αιώνας από της Πτώσεως κατά τους οποίους δεν έκαμνε τίποτε άλλο η φυλή παρά να δίδη και να παραχωρή δεξιά και αριστερά, με ανοιχτές φούχτες, εις όλους τους Εχθρούς της, Μικρούς και Μεγάλους, διά να εκλιπαρήση την εύνοιάν των … διά να την βοηθήσουν, τίποτε άλλο παρά να εγκαταλείπη όλα της τα μέρη, όλας της τας δυνάμεις, όλας της τας θέσεις και στενώτερα τώρα από της Ελευθερώσεως της Ελλαδούλας, εφόρτωσεν όλα τα Γιγάντια Προβλήματα και Αγωνίσματα εις την εδώ Μουρλογιωργούλα και Μερκουροπυρική πασίγνωστη Αθηνούλα και κάνει δήθεν πως πιστεύει, ότι με το ξεπατωμένο παλιοκάζανο που βράζουν τα κόλυβά της – την άβουλη και παράνομη βουλή – με τους κανιβάλους που χορεύουν γύρω του και με τους πνευματικούς εθνομπαλωματήδες που είνε έτοιμοι να μετζασολιάσουν το κάθε Ελληνικό ζήτημα διότι τους περνά η ιδέα και αυτών ειλικρινώς και της φυλής όλης, ότι ξανάνθισμα Ελληνισμού είνε εύκολο πράγμα σαν παπούτσι για μπάλωμα. Τώρα ότε όλοι οι μικρολαοί – ενώ εμείς εκοιμώμεθα και εροχαλίζαμεν τα τροπάρια προς την Ευρώπη – στέκονται εμπρός μας ορθοί, ωπλισμένοι, ανδρισμένοι, αρπάζοντες και χαστουκίζοντες δεξιά και αριστερά, έτοιμοι να μας κατατσακίσουν στην πρώτη ευκαιρία, που περιμένουν σα Λαμπρή· τώρα κατά την κρισιμωτάτην ώραν της φυλής, ότε γιγάντιοι οι όγκοι των πραγματων ορθώνονται εμπρός της και επάνω της σαν κύματα βουνά έτοιμα να πέσουν και να σπάσουν στο κεφάλι της και την κρατούν σπαρταρίζουσαν από τον τρόμον αλλ’ άμυαλον, ανίκανον, διά το κάθε τι και παράλυτον και το τρομερώτερον ανίκανον να σκεφθή και το απελπιστικώτερον ανίκανον να φιλοτιμηθή, τραγικωτάτη και γυμνή παρουσιάζεται η αλήθεια της καταστάσεως, όχι μόνον της Ελλαδούλας – αλλά και συνολικώς της Ελληνικής φυλής.


[1] Περικλέους Γιαννοπούλου, Εκκλησις προς το πανελλήνιον κοινόν, σ. 79-80, Νέα Θέσις, Αθήναι 1987

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

το Ευθυμογράφημα ... διδάσκει

Πρόσεχε , με ποιόν ταξιδεύεις[1]

Τον περασμένο μήνα είχα πάει στην Πρέβεζα για μια εκπομπή στην τηλεόραση και γύρισα με το αεροπλάνο από τα Γιάννενα.

Κάθε φορά που ταξιδεύω με αεροπλάνο έχω ένα σύστημα. Λέω ψέματα ότι καπνίζω, για να μη με βάλουν δίπλα σε μωρά.

Τα μωρά στο αεροπλάνο είναι σαν τις διαφημίσεις στο Ντάλας. Σου κόβουν το καλύτερο. Πας να κοιμηθείς, κλαίνε. Πας να διαβάσεις, κλαίνε. Πάς να κλάψεις, γελάνε. Είπα λοιπόν ότι καπνίζω και με βάλανε να κάτσω με τους μεγάλους.

Το μόνο κακό σε αυτή την ιστορία είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις με πόσο μεγάλους θα σε βάλουν να κάτσεις. Δεξιά μου ήταν μια κυρία που κοιμόταν. Αυτή δεν ήταν πρόβλημα. Αριστερά μου ήταν ένας κύριος που δεν κοιμόταν. Αυτός ήταν πρόβλημα. Θα πρέπει να ήταν μεταξύ εκατό και εκατόν είκοσι. Έμενε, μου είπε, στα Γιάννενα και πήγαινε στην Αθήνα να κοιτάξουν τα μάτια του, γιατί τώρα τελευταία δεν έβλεπε καλά.

Στο αεροδρόμιο με περιμένει η τσούπρα, με πληροφόρησε.
Ποια τσούπρα ; ρώτησα.
Η εγγονή μου.
Ο παππούς στύλωσε το σταχτί βλέμμα του πάνω μου.
Εσύ είσαι παντρεμένος ; με ρώτησε.
Είμαι, είπα.
Έχεις πολλά εγγόνια ;
Αισθάνθηκα να ιδρώνω ξαφνικά. Ηρέμησε, είπα στον εαυτό μου. Αφού σου το ‘πε ο άνθρωπος ότι δε βλέπει καλά.
Όχι, είπα.
Γιατί ; ρώτησε ο παππούς.
Δεν έλαχε, είπα.
Ο παππούς κούνησε το κεφάλι του :
Θες να σου πω τη γνώμη μου ; Ζωή χωρίς εγγόνια είναι σαν ρακί χωρίς μεζέ.
Δεν πίνω ρακί, είπα.
Είχα αρχίσει να ιδρώνω πάλι. Τι θυμώνεις ; Αφού δε βλέπει καλά … ξαναείπα στον εαυτό μου.
Ο κόσμος σήμερα δεν αγαπά τα εγγόνια. Εμένα ο παππούς μου είχε σαράντα επτά εγγόνια. Κι είχαμε και τους Τούρκους τότε στα Γιάννενα !
Ο παππούς στύλωσε πάλι πάνω μου το σταχτί φονικό βλέμμα.
Από την Αθήνα είσαι ή από τα Γιάννενα ;
Από την Αθήνα.
Τότε δε θα πρόλαβες τους Τούρκους, είπε ο παππούς. Εσείς οι Αθηναίοι απελευθερωθήκατε νωρίτερα από μας του Ηπειρώτες.
Αυτό είναι αλήθεια, παραδέχτηκα με ευγνωμοσύνη.
Κακό πράμα οι Τούρκοι, είπε ο παππούς.
Αυτό είναι αλήθεια, ξαναείπα.
Στους Βαλκανικούς πολέμους ήμουνα επιλοχίας, είπε ο παππούς. Πολέμησα στο Μπιζάνι.
Κάρφωσε πάλι το σταχτί βλέμμα επάνω μου. Πρόσεξε, σού ‘ρχεται, είπα στον εαυτό μου.
Εσύ στους Βαλκανικούς πολέμους τι βαθμό είχες ; με ρώτησε ο παππούς.
Άκουσα κάτι σαν λόξυγγα από δεξιά μου. Η κυρία είχε ξυπνήσει και παρακολουθούσε γεμάτη ενδιαφέρον το διάλογο. Είδα την ιπταμένη να είναι κι αυτή σκασμένη στα γέλια. Ο επιλοχίας των Βαλκανικών πολέμων κι εγώ είχαμε γίνει θέαμα του αεροπλάνου.

Από το Μπιζάνι θα περάσουμε ; ρώτησε ο παππούς.
Όχι απ’ ότι ξέρω.
Κάθε φορά που περνάω από το Μπιζάνι, θυμάμαι εκείνη την κυκλωτική κίνηση που κάναμε το ’12 στον Εσάτ πασά. Τη γράφουν όλες οι εγκυκλοπαίδειες. Μας περίμενε από δεξιά και τον χτυπήσαμε από αριστερά.
Το φονικό σταχτί βλέμμα καρφώθηκε πάλι επάνω μου :
Τον θυμάσαι εσύ τον Εσάτ πασά ;
Όχι πολύ καθαρά, είπα.
Ήσουν έφεδρος τότε ; ρώτησε ο παππούς.
Είδα τον έναν από τους πιλότους να βγαίνει από την καμπίνα και να με πλησιάζει βιαστικά. Μαζί του ήταν η ιπταμένη. Έρχονταν για να μη χάσουν το θέαμα.
Τι γίνεται, θα φτάσουμε καμιά ώρα στην Αθήνα ; ρώτησα τον πιλότο.
Ο πιλότος κοίταξε το ρολόι του.
Σε ένα τέταρτο θα είμαστε στο Ελληνικό, είπε.
Τώρα πού είμαστε ; ρώτησε ο παππούς.
Ο πιλότος έσκυψε και κοίταξε από το φινιστρίνι.
Τώρα περνάμε από την Αράχωβα, είπε.
Εδώ δεν είχε φτάσει ο Εσάτ πασάς, μας καθησύχασε ο παππούς.
Όχι, αλλά είχε φτάσει ο Ομέρ Βρυώνης, είπα.
Ο παππούς γύρισε και με κοίταξε γεμάτος βουβό ενθουσιασμό :
Τον πρόλαβες κι αυτόν, βρε θηρίο ;


[1] Φρέντυ Γερμανός, «κατάστασις απελπιστική αλλά ΟΧΙ σοβαρή», σ. 131 κ. επ., εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

μαθήματα Ποίησης ... κι Ιστορίας

κι ένας θρακίσιος άνεμος[1]


Του Αύγουστου πανσέληνος κάπου στα Δαρδανέλια,

κάπου Ηρώ και Λέανδρος, κάπου εκεί,

πρόσφυγες οι παππούδες μου, παστέλια και ρακή,

μπρούσκο κρασί, ξέχειλα τα βαρέλια.


Λαλήματα των πετεινών της Τροίας στο κατάρτι

κι ένας θρακίσιος άνεμος στην πρύμνη,

θαύματα απ’ τα εικονίσματα και ύμνοι

και του κορμιού ανθοβόλημα που θα ‘ρθει


Σαν το ξυλάκι στο γιαλό πάει κι έρχεται η σκέψη

και από Λήμνο Τένεδο και Ίμβρο,

κρύψου καλά, ψυχούλα μου, να σε ‘βρω

ο πόθος πριν στερέψει.


Κόκκινο στάζει η ποίηση, κόκκινο κι η ιστορία,

θάλασσα, ανάσα μου, σταγόνα μου μικρή,

η προσφυγιά, ό,τι κι αν πεις, πικρή,

δεν ξαργυρώνεται ετούτη η απορία.



[1] Χρήστος Μπουλώτης, «του έρωτα και των παραμυθιών», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004.

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

ιστορικό μυθιστόρημα




Να μιλάς προσεκτικά … ή καθόλου ![1]

«Ελπίζουμε ότι ο εξάδελφός μας χάρηκε την παραμονή του στη λίμνη του Κώμου».

«Η λίμνη είναι ωραιότατη, αυγούστα». Κάθισα στην καρέκλα μου όταν μου έκανε νεύμα.

«Μαθαίνουμε ότι έχεις σκοπό να γίνεις ιερωμένος».

«Βρισκόμουν σε μοναστήρι όταν … πληροφορήθηκα ότι έπρεπε να έρθω στο Μεδιολάνο». Άρχισα να τραυλίζω. Αυτό το παθαίνω συχνά όταν είμαι εκνευρισμένος. …

«Μα θέλεις σοβαρά να γίνεις ιερωμένος ;»

«Δεν ξέρω. Προτιμώ την φιλοσοφία … νομίζω. Θα ήθελα να ζήσω στην Αθήνα».

«Δεν σε ενδιαφέρει η πολιτική ;» Αυτό το είπε χαμογελαστά διότι γνώριζε πολύ καλά την απάντηση που όφειλα να δώσω.

«Όχι, αυγούστα. Καθόλου !»

«Έχεις, όμως, ορισμένες υποχρεώσεις προς το κράτος. Είσαι μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας».

«Ο αύγουστος δεν χρειάζεται την βοήθειά μου».

«Αυτός δεν είναι απόλυτα ακριβές». Κτύπησε δυο φορές τα χέρια της και οι δύο κυρίες των τιμών αποσύρθηκαν, κλείνοντας πίσω τους απαλά τις βαριές δρύινες πόρτες.

«Τίποτε δεν μένει μυστικό σε ένα παλάτι», είπε. «Ποτέ δεν μπορεί κανείς να μείνει μόνος».

«Δεν είμαστε μόνοι τώρα ;»

Η Ευσεβία κτύπησε πάλι τα χέρια της. Δυο ευνούχοι παρουσιάστηκαν πίσω από τις κολόνες στο βάθος της αίθουσας. Τους ένευσε να φύγουν.

«Για λόγους προφύλαξης, μπορούν να ακούσουν, αλλά δεν μπορούν να μιλήσουν. Αλλά υπάρχουν άλλοι που κρυφακούν και που κανείς δεν τους ξέρει».

«Οι μυστικοί πράκτορες ;»

Έγνεψε καταφατικά. «Ακούν όλα όσα λέμε μεταξύ μας σε αυτή την αίθουσα».

«Τότε πού … ;»

Χαμογέλασε με την απορία μου «Ποιος ξέρει πού. Ξέρει όμως κανείς πως είναι πανταχού παρόντες».

«Κατασκοπεύουν ακόμη και εσάς ;»

«Ιδιαίτερα την αυτοκράτειρα». Ήταν γαλήνια. «Έτσι ήταν πάντα στα ανάκτορα. Θυμήσου, λοιπόν … να μιλάς προσεκτικά».

«Ή καθόλου !»

… Πήρε σοβαρό ύφος. «Ο αυτοκράτορας μου έδωσε άδεια να σου μιλήσω. Δίσταζε. Δεν χρειάζεται να σου πω ότι, από την υπόθεση του Γάλλου και μετά, αισθάνεται εντελώς περικυκλωμένος από προδότες. Δεν εμπιστεύεται κανέναν».

«Μα εγώ …»

«Εσένα σε εμπιστεύεται λιγότερο από όλους» … «Ενάντια στην κρίση του, προβίβασε τον αδελφό σου. Μέσα σε διάστημα λίγων μηνών, ο Γάλλος και η Κωνσταντία δολοπλοκούσαν με σκοπό να σφετεριστούν τον θρόνο».

«Είστε βεβαία ;»

«Έχουμε αποδείξεις».

«Έχω ακούσει ότι οι μυστικοί πράκτορες συχνά επινοούν αποδείξεις».

… «Αυτό δεν χρειάστηκε στην περίπτωση της Κωνσταντίας … Τώρα έσυ είσαι η πιθανή απειλή».

«Κανένα πρόβλημα», είπα με περισσή πικρία … «Εκτελέστε με για να είσαστε ήσυχοι».


[1] Γκορ Βιντάλ, «Ιουλιανός», σ. 145-146, εκδόσεις Εξάντας 1998



διαβάστε επίσης την σχετική ανάρτηση στην ΝομοΣοφία