Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

μαθήματα αυτοσυγκράτησης

Παρηγορία για την έλλειψη χρημάτων*

Γιατί λοιπόν, αν τα ακριβά πράγματα δεν μας προσφέρουν αληθινή χαρά, νιώθουμε τέτοια ακαταμάχητη έλξη προς αυτά ; Εξαιτίας ενός λάθους παρόμοιου με εκείνο του ανθρώπου που υποφέρει από ημικρανίες … τα ακριβά αντικείμενα φαντάζουν ως πειστικές λύσεις σε ανάγκες τις οποίες δεν κατανοούμε. Τα αντικείμενα μιμούνται σε μια υλική διάσταση αυτά που χρειαζόμαστε στην ψυχολογική. Έχουμε ανάγκη να αναδιοργανώσουμε το μυαλό μας αλλά μας έλκουν καινούρια ράφια. Αγοράζουμε μια ζακέτα από κασμίρι ως υποκατάστατο των συμβουλών από φίλους.

Η ευθύνη για τη σύγχυσή μας δεν βαραίνει αποκλειστικά εμάς. Η ελλιπής κατανόηση των αναγκών μας επιβαρύνεται από αυτό που ο Επίκουρος χαρακτήρισε ως «κενοδοξία» σχετικά με όσα μας περιβάλλουν, και η οποία δεν αντανακλά τη φυσιολογική ιεράρχηση των αναγκών μας, δίνοντας έμφαση στις πολυτέλειες και στα πλούτη, και σπάνια στη φιλία, στην ελευθερία και στη σκέψη. Η κυριαρχία της κενοδοξίας δεν είναι συμπτωματική. Οι εμπορικές επιχειρήσεις έχουν συμφέρον να αλλοιώσουν την ιεράρχηση των αναγκών μας, να προωθήσουν ένα υλικό όραμα του καλού και να υποβαθμίσουν κάποιο δυσπώλητο.

Και ο τρόπος να μας δελεάσουν είναι μέσα από την ύπουλη διασύνδεση των περιττών αντικειμένων με όσες άλλες μας ανάγκες έχουμε ξεχάσει.

Η διαφήμιση δεν θα κυριαρχούσε σε τέτοιο βαθμό αν δεν επηρεαζόμασταν τόσο εύκολα. Θέλουμε πράγματα που δείχνουν όμορφα σε τοίχους, και χάνουμε το ενδιαφέρον μας όταν παραβλέπονται ή δεν αποσπούν θετικά σχόλια. Ο Λουκρήτιος ένιωθε μεγάλη θλίψη επειδή οι επιθυμίες των ανθρώπων «καθορίζονται από αυτά που ακούν από άλλους και όχι από μαρτυρίες δικών τους αισθημάτων».

Δυστυχώς υπάρχει αφθονία ελκυστικών εικόνων για πολυτελή προϊόντα και ακριβά περιβάλλοντα και λιγότερες για συνηθισμένους χώρους και ανθρώπους. Ενθαρρυνόμαστε ελάχιστα να ασχοληθούμε με ταπεινά πράγματα – να παίξουμε με ένα παιδί, να κουβεντιάσουμε με ένα φίλο, να περάσουμε ένα απόγευμα στον ήλιο, να έχουμε καθαρό σπίτι, να απλώσουμε τυρί σε φρέσκο ψωμί.

*Αλάιν ντε Μποττόν, «Η παρηγορία της Φιλοσοφίας», σ.σ. 91 & 95, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2010.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

οι πρόγονοι διδάσκουν



Η ελληνική ελευθερία*

Γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο τον εκπληκτικό διάλογο που φέρνει αντιμέτωπο τον Ξέρξη με έναν αρχαίο βασιλιά της Σπάρτης. Ο βασιλιάς αυτός(1) προειδοποιεί τον Ξέρξη ότι οι Έλληνες δεν θα υποκύψουν γιατί η Ελλάδα αντιτίθεται πάντοτε στην υποταγή σε έναν δυνάστη. Θα πολεμήσει όσο μεγάλος και να είναι ο αριθμός των αντιπάλων της. Γιατί, αν οι Έλληνες είναι ελεύθεροι, «εν τούτοις δεν είναι εις όλα ελεύθεροι. Από πάνω τους δηλαδή στέκει ένας κύριος, ο νόμος, και αυτόν τον φοβούνται πολύ περισσότερο ακόμα απ’ όσο φοβούνται ‘σένα οι δικοί σου …»(2).

Έτσι λοιπόν φωτίζεται, στο κατώφλι του 5ου αθηναϊκού αιώνα, το αξίωμα της υπακοής που αποδέχεται έναν κανόνα, πράγμα που προϋποθέτει μια υπευθυνότητα. Και ταυτόχρονα φωτίζονται άνθρωποι μιας ελεύθερης επιλογής που δεν τους επεβλήθη από κανέναν.

Ο Αισχύλος διακηρύσσει, με την ίδια υπερηφάνεια, στους Πέρσες, ότι οι Αθηναίοι «δεν είναι σκλάβοι ούτε υπήκοοι κανενός (242). Από τότε προβάλλουν, με τη μέγιστη αυτή αντίθεση, όλες οι άλλες διαφορές : η απλότητα αντί της πολυτέλειας, η προσπάθεια αντί της ραστώνης, ο αυτοέλεγχος σε σχέση με τις συγκινήσεις που εξωτερικεύονται.

Έχει όμως ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στο κείμενο του Ηροδότου δεν μιλάει ένας Αθηναίος. Και δεν μιλάει για δημοκρατία. Στο κείμενο αυτό γίνεται αναφορά σε κάτι περισσότερο : πρόκειται κυρίως για ένα αξίωμα ζωής …


* Ζακλίν ντε Ρομιγύ, «Γιατί η Ελλάδα ;», σ. 99-100, εκδόσεις το Άστυ 1993.
(1) Είναι ο Δημάρατος που γεννήθηκε στο τέλος του 6ου αιώνα. Όταν οι αντίπαλοί του αμφισβήτησαν τη βασιλική καταγωγή του, κατέφυγε έκπτωτος στην Περσία, το 492 πΧ.
(2) Ηρόδοτος VII, 104. Μετ. Ευάγγ. Πανέτσου. Ι. Ζαχαρόπουλος.

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

μάθημα πρώτο



Ευεργέτες της Πατρίδας*

Αυτές είναι οι ψυχές εκείνων που δεν γεννήθηκαν ακόμα, εξήγησε ο Ερμής … του Ορφέα. Αυτόν με το βασιλικό παράστημα και την παράφορη ορμή τον λένε Μιλτιάδη. Είναι Αθηναίος και πολεμώντας κάποτε σα λιοντάρι στο Μαραθώνα θα σώσει απ’ την επιδρομή μυριάδων βαρβάρων, και την πατρίδα του, κι όλους εκείνους που αγαπούνε τα γράμματα και τις τέχνες. Το ίδιο κι εκείνος που στέκεται λίγο παράμερα με το παμπόνηρο κι αινιγματικό χαμόγελο στ’ όμορφο πρόσωπό του. Αυτός είναι ο Θεμιστοκλής, που θα σώσει τον κόσμο πολεμώντας τους βαρβάρους στη θάλασσα, στ’ Αρτεμίσιο και στη Σαλαμίνα. Γι αυτό κι οι δυο θα πεθάνουν από άδικο θάνατο, όπως όλοι οι μεγάλοι ευεργέτες. Ο Μιλτιάδης στη φυλακή απ’ το τραύμα που θα πάρει για την πατρίδα του. Ο Θεμιστοκλής εξόριστος κι απελπισμένος σε ξένη κι εχθρική γη, για να μεταφερθεί κλεφτά, σαν τον τελευταίο εγκληματία, από τους απογόνους του και να θαφτεί νύχτα σ’ έναν έρημο μόλο του μεγάλου λιμανιού, που θάναι κι αυτό έργο δικό του. Αυτόν με την κορινθιακή περικεφαλαία τον λένε Περικλή. Αυτός θα μαγεύει το λαό της Αθήνας με τα λόγια του, όπως εσύ τις ψυχές με τη μουσική σου. Και θάναι τυχερός, γιατί ο θάνατος θα τον αρπάξει πριν προφτάσει να γνωρίσει την πίκρα της αγνωμοσύνης. Ο φίλος του με το πλατύ στέρνο και τη λαμπερή ματιά είναι αυτός που θα κάνει την Αθήνα το πιο όμορφο στολίδι της γης, και θα τον λένε Φειδία. Κι εκείνοι γύρω τους είναι οι μεγάλοι ποιητές, οι μεγάλοι μουσικοί κι οι μεγάλοι φιλόσοφοι, που σαν Τιτάνες θα σώζουν αιώνια τη χώρα τους από κάθε καταποντισμό κι αφανισμό. Κι αυτοί που πλησιάζουν πιασμένοι απ’ το χέρι, οι αχώριστοι σύντροφοι, είναι το πιο παράξενο ζευγάρι που θα γνωρίσει η ιστορία όλου του κόσμου. Είναι δυο Βοιωτοί, ο Επαμεινώνδας κι ο Πελοπίδας. Οι ανόητοι άνθρωποι θα τους ονομάζουν μεγάλους, γιατί σαν στρατηγοί θα θανατώσουν πολλούς ανθρώπους. Ενώ αυτοί θάναι πραγματικά μεγάλοι, γιατί μόνο αυτοί μέσα στους μεγάλους όλων των λαών, μ’ όλο που θάναι σύγχρονοι, αντί να μισούνται θ’ αγαπιούνται μ’ αδερφική αγάπη.

*Αντιγόνης Μπέλου – Θρεψιάδη, «μυθολογία», κ. Α΄ «Ορφέας και Ευρυδίκη», σελ. 27, Εστία 1977.