Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Μαθήματα γεωγραφίας

Αιθιοπικά[1]
Μερόη

Η Μερόη[2], η πρωτεύουσα της Αιθιοπίας, είναι ένα τριγωνικό νησί που περιρρέεται από τρεις πλωτούς ποταμούς, τον Νείλο, τον Ασταβόττα και τον Ασασόβα. Ο Νείλος, φτάνοντας στην κορυφή του τριγώνου, σχίζεται στα δύο, ενώ οι άλλοι περνούν πλάι στις δύο πλευρές του και πάλι ενώνονται για να χυθούν στον Νείλο χάνοντας και το ρεύμα και το όνομά τους. Το νησί είναι τόσο μεγάλο (τρεις χιλιάδες στάδια είναι το μήκος και χίλια το εύρος του[3])[4], ώστε να μοιάζει με ήπειρο και τρέφει τεράστια ζώα, μεταξύ των οποίων και ελέφαντες, και έχει γη κατάλληλη για να φυτρώνουν δέντρα που ξεχωρίζουν για το μέγεθός τους[5]. Πανύψηλες φοινικιές κάνουν τεράστιους και εύγεστους χουρμάδες και τα στάχυα του σιταριού και του κριθαριού ψηλώνουν τόσο, ώστε καλύπτουν άνθρωπο πάνω σε άλογο και κάποτε πάνω σε καμήλα και ως προς τον καρπό, αποφέρουν ως τριακόσια το ένα· όσο για τα καλάμια, έχουμε ήδη πει πόσο χοντρά είναι[6].

[1] Ηλιόδωρου, «Αιθιοπικά», Βιβλ. Ι΄, V, εκδόσεις Άγρα 1997.
[2] Η περιγραφή της Μερόης συμφωνεί με τις πληροφορίες που παρέχουν ο Διόδωρος Σικελιώτης, Ι, 33, και ο Στράβων, XVII, 2.
[3] Η νήσος, τριγωνική κατά τον Ηλιόδωρο, ονομάζεται «θυρεώ παραπλησία» από τον Διόδωρο και «θυροειδής» από τον Στράβωνα. Το ακριβές όνομα, όπως και η θέση των ποταμών που περιβάλλουν το νησί είναι αβέβαια. Ο Στράβων, εκτός από τον Νείλο, αναφέρει τρεις ακόμα ποταμούς· XVI, 4 8, «περί δε την Μερόην και η συμβολή του τε Ασταβόρα και του Αστάπου και έτι του Αστασόβα προς τον Νείλον»· αλλά στο XVI, 1 2, λέει ότι υπήρχαν δύο ποταμοί, ο Ασταβόρας και ο Αστάπους, και προσθέτει ότι μερικοί ονομάζουν τον Αστάπου Αστασόβα και τοποθετούν αλλού τον Αστάπου. Η πόλη Μερόη, κατά τον Στράβωνα, απέχει επτά στάδια από τη συμβολή των ποταμών (Πλίνιος, Φυσική ιστορία, VI, 185)· ο Ηλιόδωρος δεν φαίνεται να κάνει διάκριση ανάμεσα στην πόλη και στην ευρεία έκταση στην οποία ήταν χτισμένη.
[4] Τα ίδια μέτρα δίνονται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη και από τον Στράβωνα (XVII, 2)· και ο μεν Διόδωρος δεν τα σχολιάζει, ο δε Στράβων υποψιάζεται υπερβολή : «το μέγεθος τάχα προς υπερβολήν είρηται μήκος μεν όσον τρισχιλίων σταδίων εύρος δε χιλίων».
[5] Ο Στράβων δίδει περισσότερες λεπτομέρειες για τα ζώα της Μερόης, αλλά επεκτείνεται λιγότερο στο ζήτμα των φυτών : «έχει δ’ η νήσος συχνά και όρη και δάση μεγάλα». Αναφέρει επίσης ότι φύονταν εκεί άφθονες φοινικιές και άλλα δέντρα (XVII,2). Όσο για τα ζώα, αναφέρει όχι μόνο ελέφαντες, αλλά και λιοντάρια και λεοπαρδάλεις και ερπετά «και άλλα θηρία πλείω· καταφεύγει γαρ από των εμπυρωτέρων και αυχμηροτέρων επί τα υδρηλά και ελώδη».
[6] το ίδιο βράδυ, χωρίς καν να περιμένουν την ορισμένη μέρα, πέρασαν τον Ασταβόρρα ποταμό, άλλοι από τη γέφυρα, άλλοι με πορθμεία κατασκευασμένα από καλάμια – πλήθος τέτοια σκάφη λικνίζονταν δεμένα σε πολλά σημεία της όχθης για να διευκολύνουν τη διαπεραίωση των πολιτών που έμεναν μακριά από τη γέφυρα· είναι δε ταχύτατα και εξαιτίας του υλικού τους και επειδή είναι ελαφρά : το πολύ να σηκώνουν το βάρος δύο-τριών ατόμων· για να τα φτιάξουν, κόβουν εγκαρσίως ένα καλάμι στα δύο και κάθε κομμάτι του αποτελεί ένα σκαφάκι

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

μυθιστορία


ο Μάγκας[1]


Η οικογένεια κάθουνταν στο τραπέζι. Πρώτος με είδε ο ξένος, ο Χρήστος, που κάθουνταν πλάγι στην κυρά μου, και με φώναξε :


- Εδώ ! Εδώ, Σκάμπ !

- Γιατί επιμένεις να τον λες Σκάμπ ; ρώτησε η Εύα. Αφού σου είπε ο Μήτσος πως τον λέμε Μάγκα, που θα πει Σκάμπ ελληνικά.

- Εσείς γιατί επιμένετε να τον λέτε Μάγκα, αφού σας τον χάρισα εγώ, και σας είπα πως τον έβγαλα Σκάμπ ; αποκρίθηκε ο Χρήστος.

- Σου το είπα. Γιατί Σκάμπ είναι εγγλέζικο, κι εμείς είμαστε Ρωμιοί. Είναι αστείο σε ρωμέικο σπίτι ο σκύλος να έχει όνομα αγγλικό.

- Τι σημασία έχει ; είπε ο Χρήστος. Αυτό που λες είναι σωβινισμός.

- Κάλλια σωβινισμός παρά ξενομανία, είπε απότομα η Εύα.

- Εύα, διέκοψε η μητέρα της μαλωσιάρικα.


Μου φάνηκε σαν πειραγμένος ο Χρήστος. Και η Εύα σώπασε. Στάθηκα μ’ ένα πόδι σηκωμένο, διστάζοντας σε ποιόν να πάγω.


- Έλα δω, Μάγκα, πρόσταξε ο Μήτσος.


Και καθώς σίμωσα πρόθυμα, μου τράβηξε το αυτί και μου είπε με σοβαρό ασυνήθιστο :


- Ν’ ακούς εσύ την κυρά σου την Εύα. Μάγκα σε ονομάσαμε σαν ήσουν κουταβάκι, Μάγκας θα πεθάνεις.


Μου άρεσε η απόφαση του Μήτσου κι έχωσα τη μύτη μου μέσα στο χέρι του. Ο Λουκάς, που κάθουνταν πλάγι στον αδελφό του, ενθουσιάστηκε και με αγκάλιασε.


- Α, μπράβο, Μάγκα μου : Πως σ’ αγαπώ !


[1] Πηνελόπης Δέλτα, «ο Μάγκας», σ. 32-33, εκδόσεις Μίνωας 1998

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

μαθήματα ποίησης

Παλαιόθεν Ελληνίς[1] _ Κωνσταντίνος Π. Καβάφης[2] _ Καυχιέται η Αντιόχεια για τα λαμπρά της κτίρια, και τους ωραίους της δρόμους· για την περί αυτήν θαυμάσια εξοχήν, και για το μέγα πλήθος των εν αυτή κατοίκων. Καυχιέται που είν’ η έδρα ενδόξων βασιλέων· και για τους καλλιτέχνας και τους σοφούς που έχει, και για τους βαθυπλούτους και γνωστικούς εμπόρους. Μα πιο πολύ ασυγκρίτως απ’ όλα, η Αντιόχεια καυχιέται που είναι πόλις παλαιόθεν ελληνίς· του Άργους συγγενής : απ’ την Ιώνη που ιδρύθη υπό Αργείων αποίκων προς τιμήν της κόρης του Ινάχου. _ [1] Η Αντιόχεια, αντικείμενο τόσων εκδηλώσεων θαυμασμού του ποιητή, ήταν – κατά μιαν εκδοχή – πάντοτε πόλη ελληνική, αποικία των Αργείων. Το όνομά της ήταν Ιώνη, αλλά μετονομάστηκε σε Αντιόχεια από τον Σέλευκο τον Νικάτορα, που ήθελε να τιμήσει τον γιο του Αντίοχο. Υπάρχει και μια παραλλαγή της πληροφορίας αυτής, που υποστηρίζει ότι η Ιώνη τελικά ερημώθηκε και ότι ο Σέλευκος ο Νικάτωρ έχτισε μια νέα πόλη, την Αντιόχεια στην τοποθεσία της παλιάς. Οι μικρολεπτομέρειες αυτές δεν συγκινούσαν ασφαλώς τον Καβάφη. Τον συγκινούσε ότι η πόλη ήταν «παλαιόθεν Ελληνίς, του Άργους συγγενής», γεγονός που κέντριζε ιδιαίτερα την φαντασία του μεγάλου εκείνου ελληνολάτρη. _ [2] Καβάφη «Άπαντα», σε σχολιασμό Μανώλη Γιαλουράκη, εκδόσεις Ωρόρα