Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Ανθολόγιο_Δοκίμια

το τέλος των ηρώων[1]

Γιατί ο Δίας αποφάσισε να εξολοθρεύσει τους ήρωες ; Χιλιάδες φυλές πατούσαν τη γη και «βλέποντάς το ο Δίας ένιωσε οίκτο, μέσα στην πυκνότητα των σκέψεών του». Αυτό μας λέει ο υμνωδός … Γιατί όμως, ο Δίας, που δεν είναι εύκολο να νιώσει οίκτο, ανησυχούσε για το απέραντο κορμί της γης, όπου η γενιά των ηρώων, όσο πολυάριθμη κι αν ήταν, δεν έπρεπε να παρουσιάζεται από ψηλά αρκετά διαφορετική από τα τόσα άλλα παράσιτα που είχαν γατζωθεί πάνω της ;

Το φταίξιμο των ηρώων, ίσως, δεν ήταν τόσο ότι ποδοπατούσαν τη γη, αλλά ότι απομακρύνονταν από αυτήν. Οι ήρωες ήταν οι πρώτοι που τετραγώνισαν τη γη σαν να ήταν αντικείμενο. Και σαν αντικείμενο τη χτύπησαν. Πρότυπό τους ήταν ο Απόλλων, που εξαπολύει τις σαΐτες του στις διάστικτες φολίδες του Πύθωνα, όπως διάστικτο από θάμνους είναι το βουνό των Δελφών. Όποιος χτυπά το φίδι χτυπά και τη γη όπου έρπει και το νερό που αναβλύζει. Οι ήρωες μιμούνταν τον Απόλλωνα, όπως ο Απόλλων είχε μιμηθεί το Δία. Η μίμηση είναι η πιο επικίνδυνη ενέργεια για την τάξη του κόσμου, γιατί τείνει να εξαλείψει τα όρια. Όπως ο Πλάτων ήθελε να διώξει από την πόλη τους ποιητές που αγαπούσε, έτσι και ο Δίας θέλησε να δει τους ήρωες που αγαπούσε εξολοθρευμένους στη γη. Τώρα έπρεπε να εξαφανιστούν, πριν καταλήξουν να ποδοπατήσουν τη γη με την ίδια ανεμελιά που οι Ολύμπιοι την είχαν ποδοπατήσει πριν απ’ αυτούς.


[1] Ρομπέρτο Καλάσσο, «οι γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας», σ. 396-397, εκδόσεις Γνώση 1991.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Ανθολόγιο


η μετάβαση[1]

Συχνά εμφανίζονται στην πολιτική σκηνή ηγέτες μεγαλόπνοοι που ατυχούν, επειδή το κοινωνικό σώμα που προσπαθούν να κινητοποιήσουν, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των οραμάτων τους. και συχνότερα ακόμη σπαταλιούνται μάταια οι δυνάμεις ενός έθνους επειδή δεν αξιώνεται αυτό να αναδείξει απ’ τον κόλπο του εκείνους που θα τις συντονίσουν και θα τις κατευθύνουν προς το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Η μετάβαση από ορισμένο καθεστώς προς μιαν άλλη κατάσταση πραγμάτων γίνεται πρώτα μέσα σε κάποιες ανήσυχες και θαρραλέες, ευαίσθητες και «εύφορες» συνειδήσεις. Αυτές γυρίζουν την πλάτη στο παρελθόν και ανατρέποντας το παρόν ρίχνονται στο μέλλον. Η μεγάλη μάζα, το κοινωνικό σύνολο, θα δεχτεί κατόπι την ακτινοβολία τους. Και θα συμπράξει μόνο εάν και εφόσον είναι αρκετά προετοιμασμένο και ώριμο να αφομοιώσει και να οριστικοποιήσει την προτεινόμενη μεταβολή· αλλιώς την αντιπαρέρχεται με αδιαφορία ή τη ματαιώνει με την αντίδρασή του. … το νέο στην ιστορία είναι πάντοτε μια προσωπική, επώνυμη κατάκτηση.

όμως …

η μετακίνηση από το παλαιό προς το καινούργιο καθεστώς ευοδώνεται μόνον όταν μετατοπιστεί ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και όχι ορισμένα μόνο «προνομιούχα» μέλη του. Στην αντίθετη περίπτωση, οι υψηλότερες ιδέες, τα πιο μεγαλόπνοα σχέδια πέφτουν στο κενό. Και ή αποθέτονται στο μουσείο των χιμαιρών ή καταχωρίζονται στο θλιβερό κεφάλαιο των χαμένων ευκαιριών.

Μια κοινωνία οσοδήποτε και αν την υποθέσομε ευσταθή, δεν είναι ποτέ ένα συμπαγές και ομοιόμορφο σύνολο. Αποτελείται από στρώματα, μεγάλες και μικρές, οργανωμένες ή ανοργάνωτες ομάδες, πολλές και διαφορετικές «εστίες» ή «κύκλους» συμφερόντων, αντιλήψεων, βλέψεων, που η συμβίωσή τους δεν γίνεται ποτέ χωρίς τριβή. Όταν η τριβή αυτή περάσει κάποιο όριο, επέρχεται ο σάλος, που κάνει απαιτητή και κάποτε αναπόφευκτη την αναδιάρθρωση του συστήματος, με μια λέξη τη μεταβολή. Η ιδέα της διαμορφώνεται σ’ ένα από τα «κέντρα» του κοινωνικού οικοδομήματος και συλλαμβάνεται από το άτομο ή τα άτομα που συνειδητοποιούν και ξέρουν να διατυπώσουν πειστικά τα νέα αιτήματα. Η ίδια λοιπόν η κοινωνία γεννάει μέσ’ από τα σπλάχνα της, με το διϊστάμενο και εξεγειρόμενο τμήμα της, την κινητήρια δύναμη, την ορμή της αλλαγής. Άτομα βέβαια θα την εκφράσουν, άτομα όμως που αυτή τα έθρεψε και τα ανάστησε για να την αναμορφώσουν.

Στην κίνηση της ιστορίας άτομα και κοινωνία, προσωπικές πρωτοβουλίες και κοινωνικές ζυμώσεις, βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους συνάρτηση, στη σχέση εκείνη που την ονομάζομε διαλεκτική, όπου ο ένας όρος ενεργεί και πάσχει διά του άλλου. Μόνο όταν συναντώνται οι δύο παράγοντες, όταν το κοινωνικό σώμα στους ισχυρούς αρμούς του είναι ώριμο για μια νέα μορφή ζωής, και ταυτόχρονα υπάρχουν και μπορούν να δράσουν οι καλοί οδηγοί, τότε και μόνο τότε πραγματοποιείται μια ιστορικά σημαντική μεταβολή. Αλλιώς φουσκώνει το ποτάμι, αλλά δεν χύνεται ή αντίστροφα στιβαρά χέρια ανοίγουν το κανάλι, αλλά το νερό δεν τρέχει, γιατί είναι χαμηλή η στάθμη του. Το ευοίωνο αποτέλεσμα έρχεται μόνο εκεί όπου, από αγαθή συγκυρία, υπάρχουν και συμπράττουν αλληλέγγυα και τα δύο γενεσιουργά στοιχεία. Και τούτο, αλίμονο ! συμβαίνει σπάνια στην ιστορία των λαών.


[1] Ε.Π. Παπανούτσου, «το Δίκαιο της Πυγμής», σ.σ. 31 κ. επ., εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1989.

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Ανθολόγιο


Μέρες του 1943

Χρήστος Ζαλοκώστας

Στην κατοχή, όλοι οι Έλληνες πατριώτες ήταν εναντίον των κατακτητών και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους πολεμήσουν. Στην αντίσταση αυτή έλαβαν μέρος και πάρα πολλά παιδιά, που διακρίθηκαν για τις ηρωικές πράξεις τους. Οι κατακτητές κυνηγούσαν άγρια τους Έλληνες πατριώτες, κι όταν κατόρθωναν να τους πιάσουν, τους βασάνιζαν, τους σκότωναν ή τους έριχναν σε άθλιες φυλακές και στρατόπεδα. Στη διήγηση που ακολουθεί, ένα μικρό κορίτσι, που κατοικούσε πολύ κοντά στις φυλακές Αβέρωφ, βρίσκει διάφορους έξυπνους και τολμηρούς τρόπους για να βοηθάη τους φυλακισμένους πατριώτες και να κάνη έτσι το καθήκον του προς τη σκλαβωμένη τότε πατρίδα.

Ένα μελαχρινό κοριτσάκι δώδεκα χρονών, Μαίρη Ροδίου. Το σπίτι της ακριβώς απέναντι από το μέρος των φυλακών Αβέρωφ όπου κρατούνται σε απομόνωση οι επικίνδυνοι στον Άξονα πατριώτες. Από τα σιδερόφραχτα παράθυρα των κελιών μεταδίδεται στη γειτονιά όλο το δράμα αυτών των κακότυχων. Άγριες φωνές πόνου, παρακάλια διψασμένων που ζητών νερό, βογκητά ετοιμοθάνατων. Η πλακωμέρα της απομόνωσης έκανε όλους να λαχταράν τον ανοιχτόν ορίζοντα, να σκαρφαλώνουν στα παράθυρα και ν’ ατενίζουν έξω ικετευτικά. Όποιον αντίκριζαν του κάναν νοήματα, μήπως και τους σπλαχνιζόταν. Μια ματιά από συνάνθρωπο, ένα κούνημα χεριού, κι ο φυλακισμένος έπαιρνε κουράγιο, γύριζε στη μοναξιά του καλοκαρδισμένος. Όταν είδε η μικρή Μαίρη πως οι Γερμανοί πυροβολούσαν τους υπόδικους που υπόβαλλαν στα παράθυρα, ζήτησε από τη μητέρα της να μάθη τα σήματα Μορς. Γιατί ; Για να συνεννοήται με του Αβέρωφ. Από τη στιγμή εκείνη το σπίτι του Ροδίου έγινε κέντρο επικοινωνίας με τους φυλακισμένους. Εκεί προστρέχουν οι συγγενείς τους, από κει μαθαίνουμε την πορεία των ανακρίσεων. Ανέβαινε στην ταράτσα της η Μαίρη κι έπαιζε αθώα μ’ ένα σφυράκι. Το χτυπούσε σύμφωνα με το τηλεγραφικό αλφάβητο, που τ’ άκουγαν φυλακισμένοι ασυρματιστές, καν αξιωματικοί του Ναυτικού, και μετάφραζαν τι μηνούσε η μικρή. Για να μην προδοθή κάνοντας κάθε μέρα το ίδιο παιχνίδι, κολούσε μια φιλενάδα της, και από την ταράτσα της φώναζε οδηγίες για τους φυλακισμένους μπερδεμένες με τραγούδια. Ποιος να υποπτευθή κοριτσάκια που παιδιαρίζουν ; Μέσα από τα κελιά όσοι κάτεχαν το Μορς άρθρωναν κι αυτοί τις επιθυμίες τους με τα σήματα· όσοι τ’ αγνοούσαν ζήταγαν της μικρής να τους στείλη μολύβι και χαρτί. Πήγαινε τότε η Μαίρη και περίμενε ώρες ολόκληρες στην ουρά για να παραδώση δέμα με τρόφιμα, μέσα στα οποία έκρυβε ένα τόσο δα μολυβάκι και χαρτί τάχα περιτυλίγματος. Εκεί στις ουρές έβλεπε η μικρούλα την αγωνία μητέρων και συγγενών. Αφού τρέχαν από ανακριτή σε εισαγγελέα να βρουν ποιος Γερμανός δωροδοκιόταν, αφού έδιναν τα παραδάκια τους σ’ απατεώνες που τις κορόιδευαν, γύριζαν απελπισμένες στην εξώπορτα της φυλακής … Η παραμικρή λεπτομέρεια που ακούν τους φαίνεται βουνό – ίσως απ’ αυτήν οδηγηθούν να πιάσουν το νήμα της επικοινωνίας με τον αγαπημένο. Κοντά στις ντόπιες γυναίκες έβλεπες και μαυροφόρες, φερμένες από τα χωριά, πού πεφταν στα γόνατα και παρακαλούσαν κανένα χιτλερικό κάθαρμα να του πη αν ζούσαν τα παιδιά τους.

Σαν έμπαινε καμιά φορά η Μαίρη μέσα στου Αβέρωφ, αντίκριζε καταφρονεμένους σαλταδόρους ανάκατους μ’ αξιωματικούς κι επιστήμονες, όλους να ζουν μέσα στη βρώμα και την καταπίεση. Τους υποχρέωναν, με το βούρδουλα καμιά φορά, να πίνουν ζεματιστή τη σούπα τους, ώστε το φαΐ να μην είναι στιγμή χαράς παρά κι αυτό μαρτύριο. Τους υποχρέωναν το χειμώνα, ακόμα κι όταν έβρεχε, να βγαίνουν περίπατο στην αυλή, κι ύστερα να γυρίζουν μουσκεμένοι στα παγωμένα κελιά τους, για να ξυλιάσουν απ’ το κρύο. Εδώ συναντούσε δεσμοφύλακες με σιχαμένες μορφές, εκεί διασταυρωνόταν με κανένα νέο που τον σέρναν από τα βασανιστήρια γεμάτον πληγές, με ρούχα καταματωμένα, ανίκανον να σταθή στα πόδια του. Κάτι καλόγριες, που διακονούσαν στου Αβέρωφ, της έμαθαν να μεταφέρη σημειώσεις στις πλεξούδες των μαλλιών, στ’ αυτιά της, κάτω από τη γλώσσα, όπως έκαναν οι ίδιες. Τούτος ο κρατούμενος της ζητάει φαΐ γιατί πεινά, άλλος ένα καθρεφτάκι να κοιτάζεται στην απομόνωση, να μην αισθάνεται κατάμονος και τρελαθή. Η Μαίρη, για ν’ ανακουφίση τόση δυστυχία, γίνεται χίλια κομμάτια. Ο σπουδαιότερος τρόπος συνεννοήσεως των υποδίκων είναι τα σημειώματα που μπορούν να γράφουν με τα μολύβια που τους στέλνει εκείνη. Τα σημειώματα αυτά τα πετάν απ’ το παράθυρό τους στην ταράτσα του Ροδίου, μα για να μην τα ανακαλύψουν οι Γερμανοί, η μικρή τρέχει και χωρατεύει με τους φρουρούς, τραβά την προσοχή τους, κι έτσι το πολύτιμο χαρτάκι πέφτει απαρατήρητο. Το κοριτσάκι σώζει πολλούς πατριώτες, γιατί πληροφορούνται οι δικοί τους καταλεπτώς τι είχεν επιπωθή στια ανακρίσεις, ποιος δεν βάσταξε τα μαρτύρια κι ομολόγησε, ποιοι πρόκειται να συλληφθούν. Τώρα η Μαίρη μαθαίνει γερμανικά, ώστε να μπορή ν’ απασχολή καλύτερα τους ναζήδες φρουρούς. Ό,τι ωραιότερο έχει να δείξη η Κατοχή, δεν θα το βρήτε ούτε σ’ αυτό, ούτε σε κανένα άλλο βιβλίο – έμεινε κρυμμένο στις καρδιές των Ελλήνων.

από το βιβλίο Το χρονικό της σκλαβιάς, Αθήνα

ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού, τρίτο μέρος, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1975, ανατύπωση από τις εκδόσεις Καλοκάθη

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Ανθολόγιο_το πάραδοξο της σωτηρίας

το διαχρονικό παράδοξο της εξουσίας*

Ο Αλλάχ να προστατεύει τον μεγάλο κι ασύγκριτο εμίρη μας από κάθε δυστύχημα … Ο ανάξιος δούλος σου, απλός κόκκος σκόνης μέσα στις φωτεινές αχτίδες του μεγαλείου σου, έχει ικανότητες αναγνωρισμένες απ’ όλον τον κόσμο. Ως την ημέρα του διορισμού μου στη θέση του μεγάλου βεζίρη, το κρατικό θησαυροφυλάκιο είταν πάντα άδειο. Εγώ όμως δημιούργησα και επέβαλα νέους δασμούς και νέους φόρους. Καθιέρωσα την υποχρεωτική καταβολή ενός ποσού για το διορισμό σ’ οποιαδήποτε δημόσια θέση. Όσα είταν αδύνατα, τα έκανα εγώ δυνατά. Έτσι, δεν υπάρχει τώρα ούτε ένας υπήκοός σου που να μπορεί καν να φτερνιστεί, δίχως να συνεισφέρει γι αυτό κάτι στο θησαυροφυλάκιο. Κατέβασα ακόμα, και τους μισθούς. Έκοψα πενήντα τα εκατό όλες τις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων, των στρατιωτικών και των γενίτσαρων και σαν να μην έφτανε αυτό, υποχρέωσα τον λαό να τους συντηρεί και να τους τρέφει, κάνοντας έτσι μια τεράστια οικονομία στο ταμείο του εμίρη. Και δεν εμνημόνευσα παρά ελάχιστο μόνο μέρος των όσων επέτυχα !

Ο Αλλάχ να προστατεύει τον εμίρη μας, τον όμοιο με τον ήλιο, από όλες τις δυστυχίες, από όλες τις αρρώστιες και τις στεναχώριες. Τις ικανότητές μου ο εμίρης τις γνωρίζει. Όταν ο χάνης της Κίβας κήρυξε τον πόλεμο στη Μπουχάρα, ο εμίρης μας, καρδιά του κόσμου και σκιά του Αλλάχ πάνω στη γη, ηυδόκησε να με διορίσει αρχιστράτηγο του στρατού της Μπουχάρας. Έφερα σε πέρας την αποστολή μου με τέτοιο θαυμαστό τρόπο, που κατορθώσαμε ν’ αποκρούσωμε τον εχθρό δίχως να χύσουμε σταλαγματιά αίμα. Ας μου επιτραπεί να μνημονεύσω … το στρατιωτικό σχέδιο που εφήρμοσα. Μόλις ο χάνης πέρασε τα σύνορά μας και προήλαυνε μέσα στη χώρα μας, πρόσταξα να καταστρέψουν συθέμελα τις πολιτείες μας και τα χωριά μας, να ξεριζώσουν τα περιβόλια και τα χωράφια μας, να γκρεμίσουν τα γεφύρια και να χαλάσουν τους δρόμους. Τότε ο στρατός του χάνη, βλέποντας πως η χώρα μας είταν μια απέραντη έρημος, δίχως περιβόλια και δίχως σπαρτά είπε : «Ας μην πάμε στην Μπουχάρα αφού δεν θα βρούμε τίποτα να λαφυραγωγήσουμε». Έκαναν, λοιπόν, μεταβολή κι έφυγαν καταντροπιασμένοι ! Και τότε ο εμίρης μας ηυδόκησε ν’ αναγνωρίσει, πως η καταστροφή της χώρας μας από το δικό μας στρατό στάθηκε κάτι το πολύ σοφό και χρήσιμο. Και γι αυτό έδωσε εντολή τίποτα να μην διορθωθεί και να μην ανοικοδομηθεί, μα αντίθετα, τόσο οι πολιτείες και τα χωριά μας, όσο και τα χωράφια κι οι δρόμοι να μείνουν κατεστραμμένα έτσι, που οι εχθροί να μην έχουν, στο μέλλον, το παραμικρό συμφέρον να επιτεθούν εναντίον μας. Ναι, χάρισα, μ’ αυτόν τον τρόπο, μια περίλαμπρη σωτήρια νίκη στη χώρα μας !

*Λεωνίδα Σολοβιώφ, «ο Ναστρεδίν Χότζας», απόδοση από τη γαλλική μετάφραση Δ. Φωτιάδη, σ.σ. 132-134, εκδόσεις Δωρικός 1980.

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

μάθημα λογοτεχνίας

παιχνίδια της τύχης*

Στο λιακωτό του κεφενέ, κοντά στο δέντρο που είχε δέσει το μουλάρι του, είδε ένα μάτσο ανθρώπους να κάθουνται ολόγυρα ανακούρκουδα, ο ένας σιμά στον άλλον, όσο που ο μαγαζάτορας όρθιος από πίσω τους τήραγε πάνω από τα κεφάλια τους το παιχνίδι.

«Παίζουν» είπε ο Ναστρεντίν Χότζας κι ανασηκώθηκε. «Παίρνω όρκο στο κεφάλι μου, πως παίζουν στ’ αλήθεια τον παρά τους ! Γουστέρνω να ρίξω μια ματιά, από μακριά όμως. Εγώ, ούτε λόγος να γίνεται, δε θα παίξω. Ε, δεν είμαι δα και τόσο κουτεντές ! Ένας άνθρωπος ξυπνός μπορεί να θωρά τι κάνουν οι βλάκες δίχως να κινδυνεύει».

Σηκώθηκε και σίμωσε τους παίχτες.

Κουκούτσι μυαλό δεν έχουν, μουρμούρισε στο μαγαζάτορα που βρέθηκε δίπλα του. Χάνουν τα τελευταία γρόσια που τους απομένουν, με την ελπίδα να κερδίσουν πιότερα. Κι όμως ο Μωάμεθ απαγόρεψε στους καλούς μουσουλμάνους να παίζουν για διάφορο. Μεγάλη η χάρη του Αλλάχ που με γλύτωσε από τούτο το πάθος. Τι διαβολεμένη όμως τύχη που την έχει αυτός ο κοκκινομάλλης. Μα κοίτα τον, κοίτα τον λοιπόν … Πέντε φορές στη σειρά κερδίζει ! Βρε τον παλαβό ! Η ψεύτικια ελπίδα του πλούτου τον στραβώνει, όσο η φτώχεια του ‘χει σκάψει κιόλας το μνημούρι του. Τι λες μωρά ; Κέρδισε και τούτη τη φορά ! Δεν ξανάδα τέτοια τύχη. Πω, πω ! ξαναπαίζει ! Ε, η ανθρώπινη ανοησία κι η επιπολαιότητα είναι δίχως όρια. Αμ τούτη τη φορά και σατανάς να είναι δεν κερδίζει. Έτσι χάνουνται όλοι όσοι παραεμπιστεύουνται στην άπιστη τύχη. Αξίζει να δώσει κανείς ένα καλό μάθημα σ’ αυτόν τον γλάρο. Ας κάνει πως κερδίζει για έβδομη φορά και τότε το παίρνω πάνω μου να του δώσω ένα μπερντάχι κι ας είμαι φανατικός εχθρός όλων των τυχερών παιχνιδιών, που, αν είμουνα εμίρης, θα τά ‘χα από καιρό απαγορέψει.

Ο κοκκινομάλλης έριξε για έβδομη φορά τα ζάρια και κέρδισε. Τότε ο Ναστρεντίν Χότζας έκανε ένα αποφασιστικό βήμα εμπρός. Έσπρωξε δυο παίχτες και κάθισε ήσυχα ανάμεσά τους.

Θα ‘θελα να ‘παιζα λιγάκι μαζί σου, είπε στον τυχερό. Πήρε τα ζάρια και τους έριξε μια έμπειρη ματιά σ’ όλες τις γωνιές τους.

Πόσα βάζεις ; του κάνει το ρεμάλι με τη βραχνή φωνή του …

Ο Ναστρεντίν Χότζας, για κάθε απάντηση, ανάσυρε από το κεμέρι του τη χρηματοσακούλα του. Έβγαλε εικοσιπέντε γρόσια και τά ‘βαλε πίσω κι όλα τά ‘ριξε στο δίσκο. Τ’ ασήμι αχολόγησε πάνω στον μπρούτζο. Οι παίχτες, όταν είδαν όλον τούτον τον παρά, γούρλωσαν τα μάτια τους. Το μεγάλο παιχνίδι άρχιζε.

Ο κοκκινομάλλης άρπαξε τα ζάρια και τα κουδούνισε ώρα πολύ. Κιότιζε να τα ρίξει. Όλοι κράταγαν τις ανάσες τους. Τσίτωναν το λαιμό τους και γούρλωναν τα μάτια τους περιμένοντας. Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο από τους χτύπους των ζαριών μέσα στη φούχτα του κοκκινοτρίχη. Ο Ναστρεντίν Χότζας, ακούοντας τον ξερό αυτόν κρότο, ένιωσε, ξάφνου, να παραλάνε τα πόδια του και να γουργουρίζει η κοιλιά του. Όσο για τον κοκκινοτρίχη, αυτός ξακολούθαγε να μπεγλερίζει τα ζάρια και δεν αποφάσιζε να τα ρίξει.

Τέλος, τά ‘ριξε.

Όλοι οι παίχτες σκύψανε σαν ένας άνθρωπος μπροστά. Μα έκπληχτοι ξανατραβήχτηκαν απότομα προς τα πίσω, σαν να μην είχαν παρά ένα στήθος κι ένα σβέρκο. Όλοι τους μαζί βγάλανε έναν αναστεναγμό. Το ρεμάλι χλώμιασε κι ένα γρύλισμα βγήκε ανάμεσα από τα σφιγμένα του δόντια.

Είχε φέρει «3». Είταν χαμένος. Ο Ναστρεντίν Χότζας μονάχα αν έφερνε άσους θα ‘χανε. Ό,τι άλλο κι αν έριχνε είταν κερδισμένος. Πήρε τα ζάρια κι ευχαρίστησε προκαταβολικά την τύχη, που του φανερωνόταν τόσο καλοσυνάτη τη μέρα κείνη. Είχε ξεχάσει πως η τύχη είναι παράξενη κι άπιστη κι εύκολα παρατά κάποιον …

Ο Ναστρεντίν Χότζας είχε φέρει άσους.

Οι παίχτες χαχάνιζαν από την καρδιά τους, μα κείνος που γέλαγε πιο δυνατά απ’ όλους είταν ο κακκινοτρίχης. Είχε αποχτήσει πια απόλυτη πεποίθηση στην τύχη του.

Έλα να παίξουμε ακόμα μια φορά, κάνει στο Ναστρεντίν Χότζα … Έλα να ξαναπαίξουμε, σου μένουν εικοσιπέντε γρόσια.

Καλά ! Αφού το θες, να ξαναπαίξουμε ! απάντησε ο Ναστρεντίν Χότζας. Του είταν πια όλα αδιάφορα. Ας έχανε και τα εικοσιπέντε γρόσια που τ’ απόμεναν.

Έριξε βαριεστημένος τα ζάρια που κρατούσε και κέρδισε. Ο κοκκινομάλλης, όμως, δεν ήθελε να παραδεχτεί πως η τύχη του έκανε φτερά.

Τα παίζω όλα πάρολι ! φώναξε.

Εφτά φορές ξανάπε τούτα τα λόγια στριγγλίζοντας κι εφτά φορές έχασε. Ο δίσκος αστραφτοκοπούσε από τον παρά. …

Δεν μπορείς να κερδίζεις πάντα … Πάνω στο δίσκο βρίσκουνται χίλια εξακόσια γρόσια δικά σου. Τα παίζει όλα για όλα ; Τά ‘χω τα λεφτά … Τα ποντάρω όλα.

Έβγαλε από το κεμέρι του μια χρηματοσακούλα γεμάτη όχι από ασήμι, μ’ από χρυσάφι· φλουριά, λίρες και ρουπίες. Βάλε όλο το χρυσάφι σου πάνω στο δίσκο ! τ’ αποκρίθηκε με την ίδια θέρμη ο Ναστρεντίν Χότζας.

Ποτέ ως τότε, σε τούτο το καφενείο, δεν είχε ξαναπαιχτεί τόσο χοντρό παιχνίδι. Ο καφετζής είχε ξεχάσει από ώρα τα μπρίκια του· οι καφέδες φούσκωναν σ’ αυτά, ξεχείλιζαν και σβήναν τη φωτιά.

Οι παίχτες αναπνέανε με δυσκολία πια, με κοφτούς μικρούς ανασασμούς. … το κοκκινοτρίχικο ρεμάλι έριξε πρώτο τη ζαριά. …

Ένδεκα ! φώναξαν όλοι με μια φωνή οι παίχτες. Ο Ναστρεντίν Χότζας κατάλαβε πως είταν χαμένος, Μονάχα οι εξάρες μπορούσαν να τον σώσουν.

… σαστισμένος πήρε τα ζάρια …

Τέτοιες φωνές και τέτοια ουρλιάσματα βγήκαν από παντού που έτριξε η τζαμαρία του καφενέ. Ο μαγαζάτορας έφερε απότομα το χέρι στην καρδιά του και σωριάστηκε ξερός.

Ο Ναστρεντίν Χότζας είχε φέρει εξάρες.

Τα μάτια του κοκκινομάλλη στρογγύλεψαν και πετάχτηκαν σα φούσκες από γυαλί. Σηκώθηκε σιγά κι είπε : «Συμφορά ! Συμφορά που με βρήκε !» κι έφυγε τρικλίζοντας από τον καφενέ.

Ανιστορούν πως από κείνη τη μέρα δεν ξαναφάνηκε στη Μπουχάρα.

* Λεωνίδα Σολοβιώφ, ο Ναστρεντίν Χότζας, απόδοση από τη γαλλική μετάφραση Δ. Φωτιάδη, σ.σ. 39 κ.επ., εκδόσεις Δωρικός 1980

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

μαθήματα αυτοσυγκράτησης

Παρηγορία για την έλλειψη χρημάτων*

Γιατί λοιπόν, αν τα ακριβά πράγματα δεν μας προσφέρουν αληθινή χαρά, νιώθουμε τέτοια ακαταμάχητη έλξη προς αυτά ; Εξαιτίας ενός λάθους παρόμοιου με εκείνο του ανθρώπου που υποφέρει από ημικρανίες … τα ακριβά αντικείμενα φαντάζουν ως πειστικές λύσεις σε ανάγκες τις οποίες δεν κατανοούμε. Τα αντικείμενα μιμούνται σε μια υλική διάσταση αυτά που χρειαζόμαστε στην ψυχολογική. Έχουμε ανάγκη να αναδιοργανώσουμε το μυαλό μας αλλά μας έλκουν καινούρια ράφια. Αγοράζουμε μια ζακέτα από κασμίρι ως υποκατάστατο των συμβουλών από φίλους.

Η ευθύνη για τη σύγχυσή μας δεν βαραίνει αποκλειστικά εμάς. Η ελλιπής κατανόηση των αναγκών μας επιβαρύνεται από αυτό που ο Επίκουρος χαρακτήρισε ως «κενοδοξία» σχετικά με όσα μας περιβάλλουν, και η οποία δεν αντανακλά τη φυσιολογική ιεράρχηση των αναγκών μας, δίνοντας έμφαση στις πολυτέλειες και στα πλούτη, και σπάνια στη φιλία, στην ελευθερία και στη σκέψη. Η κυριαρχία της κενοδοξίας δεν είναι συμπτωματική. Οι εμπορικές επιχειρήσεις έχουν συμφέρον να αλλοιώσουν την ιεράρχηση των αναγκών μας, να προωθήσουν ένα υλικό όραμα του καλού και να υποβαθμίσουν κάποιο δυσπώλητο.

Και ο τρόπος να μας δελεάσουν είναι μέσα από την ύπουλη διασύνδεση των περιττών αντικειμένων με όσες άλλες μας ανάγκες έχουμε ξεχάσει.

Η διαφήμιση δεν θα κυριαρχούσε σε τέτοιο βαθμό αν δεν επηρεαζόμασταν τόσο εύκολα. Θέλουμε πράγματα που δείχνουν όμορφα σε τοίχους, και χάνουμε το ενδιαφέρον μας όταν παραβλέπονται ή δεν αποσπούν θετικά σχόλια. Ο Λουκρήτιος ένιωθε μεγάλη θλίψη επειδή οι επιθυμίες των ανθρώπων «καθορίζονται από αυτά που ακούν από άλλους και όχι από μαρτυρίες δικών τους αισθημάτων».

Δυστυχώς υπάρχει αφθονία ελκυστικών εικόνων για πολυτελή προϊόντα και ακριβά περιβάλλοντα και λιγότερες για συνηθισμένους χώρους και ανθρώπους. Ενθαρρυνόμαστε ελάχιστα να ασχοληθούμε με ταπεινά πράγματα – να παίξουμε με ένα παιδί, να κουβεντιάσουμε με ένα φίλο, να περάσουμε ένα απόγευμα στον ήλιο, να έχουμε καθαρό σπίτι, να απλώσουμε τυρί σε φρέσκο ψωμί.

*Αλάιν ντε Μποττόν, «Η παρηγορία της Φιλοσοφίας», σ.σ. 91 & 95, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2010.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

οι πρόγονοι διδάσκουν



Η ελληνική ελευθερία*

Γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο τον εκπληκτικό διάλογο που φέρνει αντιμέτωπο τον Ξέρξη με έναν αρχαίο βασιλιά της Σπάρτης. Ο βασιλιάς αυτός(1) προειδοποιεί τον Ξέρξη ότι οι Έλληνες δεν θα υποκύψουν γιατί η Ελλάδα αντιτίθεται πάντοτε στην υποταγή σε έναν δυνάστη. Θα πολεμήσει όσο μεγάλος και να είναι ο αριθμός των αντιπάλων της. Γιατί, αν οι Έλληνες είναι ελεύθεροι, «εν τούτοις δεν είναι εις όλα ελεύθεροι. Από πάνω τους δηλαδή στέκει ένας κύριος, ο νόμος, και αυτόν τον φοβούνται πολύ περισσότερο ακόμα απ’ όσο φοβούνται ‘σένα οι δικοί σου …»(2).

Έτσι λοιπόν φωτίζεται, στο κατώφλι του 5ου αθηναϊκού αιώνα, το αξίωμα της υπακοής που αποδέχεται έναν κανόνα, πράγμα που προϋποθέτει μια υπευθυνότητα. Και ταυτόχρονα φωτίζονται άνθρωποι μιας ελεύθερης επιλογής που δεν τους επεβλήθη από κανέναν.

Ο Αισχύλος διακηρύσσει, με την ίδια υπερηφάνεια, στους Πέρσες, ότι οι Αθηναίοι «δεν είναι σκλάβοι ούτε υπήκοοι κανενός (242). Από τότε προβάλλουν, με τη μέγιστη αυτή αντίθεση, όλες οι άλλες διαφορές : η απλότητα αντί της πολυτέλειας, η προσπάθεια αντί της ραστώνης, ο αυτοέλεγχος σε σχέση με τις συγκινήσεις που εξωτερικεύονται.

Έχει όμως ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στο κείμενο του Ηροδότου δεν μιλάει ένας Αθηναίος. Και δεν μιλάει για δημοκρατία. Στο κείμενο αυτό γίνεται αναφορά σε κάτι περισσότερο : πρόκειται κυρίως για ένα αξίωμα ζωής …


* Ζακλίν ντε Ρομιγύ, «Γιατί η Ελλάδα ;», σ. 99-100, εκδόσεις το Άστυ 1993.
(1) Είναι ο Δημάρατος που γεννήθηκε στο τέλος του 6ου αιώνα. Όταν οι αντίπαλοί του αμφισβήτησαν τη βασιλική καταγωγή του, κατέφυγε έκπτωτος στην Περσία, το 492 πΧ.
(2) Ηρόδοτος VII, 104. Μετ. Ευάγγ. Πανέτσου. Ι. Ζαχαρόπουλος.