Στο λιακωτό του κεφενέ, κοντά στο δέντρο που είχε δέσει το μουλάρι του, είδε ένα μάτσο ανθρώπους να κάθουνται ολόγυρα ανακούρκουδα, ο ένας σιμά στον άλλον, όσο που ο μαγαζάτορας όρθιος από πίσω τους τήραγε πάνω από τα κεφάλια τους το παιχνίδι.
«Παίζουν» είπε ο Ναστρεντίν Χότζας κι ανασηκώθηκε. «Παίρνω όρκο στο κεφάλι μου, πως παίζουν στ’ αλήθεια τον παρά τους ! Γουστέρνω να ρίξω μια ματιά, από μακριά όμως. Εγώ, ούτε λόγος να γίνεται, δε θα παίξω. Ε, δεν είμαι δα και τόσο κουτεντές ! Ένας άνθρωπος ξυπνός μπορεί να θωρά τι κάνουν οι βλάκες δίχως να κινδυνεύει».
Σηκώθηκε και σίμωσε τους παίχτες.
Κουκούτσι μυαλό δεν έχουν, μουρμούρισε στο μαγαζάτορα που βρέθηκε δίπλα του. Χάνουν τα τελευταία γρόσια που τους απομένουν, με την ελπίδα να κερδίσουν πιότερα. Κι όμως ο Μωάμεθ απαγόρεψε στους καλούς μουσουλμάνους να παίζουν για διάφορο. Μεγάλη η χάρη του Αλλάχ που με γλύτωσε από τούτο το πάθος. Τι διαβολεμένη όμως τύχη που την έχει αυτός ο κοκκινομάλλης. Μα κοίτα τον, κοίτα τον λοιπόν … Πέντε φορές στη σειρά κερδίζει ! Βρε τον παλαβό ! Η ψεύτικια ελπίδα του πλούτου τον στραβώνει, όσο η φτώχεια του ‘χει σκάψει κιόλας το μνημούρι του. Τι λες μωρά ; Κέρδισε και τούτη τη φορά ! Δεν ξανάδα τέτοια τύχη. Πω, πω ! ξαναπαίζει ! Ε, η ανθρώπινη ανοησία κι η επιπολαιότητα είναι δίχως όρια. Αμ τούτη τη φορά και σατανάς να είναι δεν κερδίζει. Έτσι χάνουνται όλοι όσοι παραεμπιστεύουνται στην άπιστη τύχη. Αξίζει να δώσει κανείς ένα καλό μάθημα σ’ αυτόν τον γλάρο. Ας κάνει πως κερδίζει για έβδομη φορά και τότε το παίρνω πάνω μου να του δώσω ένα μπερντάχι κι ας είμαι φανατικός εχθρός όλων των τυχερών παιχνιδιών, που, αν είμουνα εμίρης, θα τά ‘χα από καιρό απαγορέψει.
Ο κοκκινομάλλης έριξε για έβδομη φορά τα ζάρια και κέρδισε. Τότε ο Ναστρεντίν Χότζας έκανε ένα αποφασιστικό βήμα εμπρός. Έσπρωξε δυο παίχτες και κάθισε ήσυχα ανάμεσά τους.
Θα ‘θελα να ‘παιζα λιγάκι μαζί σου, είπε στον τυχερό. Πήρε τα ζάρια και τους έριξε μια έμπειρη ματιά σ’ όλες τις γωνιές τους.
Πόσα βάζεις ; του κάνει το ρεμάλι με τη βραχνή φωνή του …
Ο Ναστρεντίν Χότζας, για κάθε απάντηση, ανάσυρε από το κεμέρι του τη χρηματοσακούλα του. Έβγαλε εικοσιπέντε γρόσια και τά ‘βαλε πίσω κι όλα τά ‘ριξε στο δίσκο. Τ’ ασήμι αχολόγησε πάνω στον μπρούτζο. Οι παίχτες, όταν είδαν όλον τούτον τον παρά, γούρλωσαν τα μάτια τους. Το μεγάλο παιχνίδι άρχιζε.
Ο κοκκινομάλλης άρπαξε τα ζάρια και τα κουδούνισε ώρα πολύ. Κιότιζε να τα ρίξει. Όλοι κράταγαν τις ανάσες τους. Τσίτωναν το λαιμό τους και γούρλωναν τα μάτια τους περιμένοντας. Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο από τους χτύπους των ζαριών μέσα στη φούχτα του κοκκινοτρίχη. Ο Ναστρεντίν Χότζας, ακούοντας τον ξερό αυτόν κρότο, ένιωσε, ξάφνου, να παραλάνε τα πόδια του και να γουργουρίζει η κοιλιά του. Όσο για τον κοκκινοτρίχη, αυτός ξακολούθαγε να μπεγλερίζει τα ζάρια και δεν αποφάσιζε να τα ρίξει.
Τέλος, τά ‘ριξε.
Όλοι οι παίχτες σκύψανε σαν ένας άνθρωπος μπροστά. Μα έκπληχτοι ξανατραβήχτηκαν απότομα προς τα πίσω, σαν να μην είχαν παρά ένα στήθος κι ένα σβέρκο. Όλοι τους μαζί βγάλανε έναν αναστεναγμό. Το ρεμάλι χλώμιασε κι ένα γρύλισμα βγήκε ανάμεσα από τα σφιγμένα του δόντια.
Είχε φέρει «3». Είταν χαμένος. Ο Ναστρεντίν Χότζας μονάχα αν έφερνε άσους θα ‘χανε. Ό,τι άλλο κι αν έριχνε είταν κερδισμένος. Πήρε τα ζάρια κι ευχαρίστησε προκαταβολικά την τύχη, που του φανερωνόταν τόσο καλοσυνάτη τη μέρα κείνη. Είχε ξεχάσει πως η τύχη είναι παράξενη κι άπιστη κι εύκολα παρατά κάποιον …
Ο Ναστρεντίν Χότζας είχε φέρει άσους.
…
Οι παίχτες χαχάνιζαν από την καρδιά τους, μα κείνος που γέλαγε πιο δυνατά απ’ όλους είταν ο κακκινοτρίχης. Είχε αποχτήσει πια απόλυτη πεποίθηση στην τύχη του.
Έλα να παίξουμε ακόμα μια φορά, κάνει στο Ναστρεντίν Χότζα … Έλα να ξαναπαίξουμε, σου μένουν εικοσιπέντε γρόσια.
Καλά ! Αφού το θες, να ξαναπαίξουμε ! απάντησε ο Ναστρεντίν Χότζας. Του είταν πια όλα αδιάφορα. Ας έχανε και τα εικοσιπέντε γρόσια που τ’ απόμεναν.
Έριξε βαριεστημένος τα ζάρια που κρατούσε και κέρδισε. Ο κοκκινομάλλης, όμως, δεν ήθελε να παραδεχτεί πως η τύχη του έκανε φτερά.
Τα παίζω όλα πάρολι ! φώναξε.
Εφτά φορές ξανάπε τούτα τα λόγια στριγγλίζοντας κι εφτά φορές έχασε. Ο δίσκος αστραφτοκοπούσε από τον παρά. …
Δεν μπορείς να κερδίζεις πάντα … Πάνω στο δίσκο βρίσκουνται χίλια εξακόσια γρόσια δικά σου. Τα παίζει όλα για όλα ; Τά ‘χω τα λεφτά … Τα ποντάρω όλα.
Έβγαλε από το κεμέρι του μια χρηματοσακούλα γεμάτη όχι από ασήμι, μ’ από χρυσάφι· φλουριά, λίρες και ρουπίες. Βάλε όλο το χρυσάφι σου πάνω στο δίσκο ! τ’ αποκρίθηκε με την ίδια θέρμη ο Ναστρεντίν Χότζας.
Ποτέ ως τότε, σε τούτο το καφενείο, δεν είχε ξαναπαιχτεί τόσο χοντρό παιχνίδι. Ο καφετζής είχε ξεχάσει από ώρα τα μπρίκια του· οι καφέδες φούσκωναν σ’ αυτά, ξεχείλιζαν και σβήναν τη φωτιά.
Οι παίχτες αναπνέανε με δυσκολία πια, με κοφτούς μικρούς ανασασμούς. … το κοκκινοτρίχικο ρεμάλι έριξε πρώτο τη ζαριά. …
Ένδεκα ! φώναξαν όλοι με μια φωνή οι παίχτες. Ο Ναστρεντίν Χότζας κατάλαβε πως είταν χαμένος, Μονάχα οι εξάρες μπορούσαν να τον σώσουν.
… σαστισμένος πήρε τα ζάρια …
Τέτοιες φωνές και τέτοια ουρλιάσματα βγήκαν από παντού που έτριξε η τζαμαρία του καφενέ. Ο μαγαζάτορας έφερε απότομα το χέρι στην καρδιά του και σωριάστηκε ξερός.
Ο Ναστρεντίν Χότζας είχε φέρει εξάρες.
Τα μάτια του κοκκινομάλλη στρογγύλεψαν και πετάχτηκαν σα φούσκες από γυαλί. Σηκώθηκε σιγά κι είπε : «Συμφορά ! Συμφορά που με βρήκε !» κι έφυγε τρικλίζοντας από τον καφενέ.
Ανιστορούν πως από κείνη τη μέρα δεν ξαναφάνηκε στη Μπουχάρα.
* Λεωνίδα Σολοβιώφ, ο Ναστρεντίν Χότζας, απόδοση από τη γαλλική μετάφραση Δ. Φωτιάδη, σ.σ. 39 κ.επ., εκδόσεις Δωρικός 1980
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου