Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Ανθολόγιο_Δοκίμια

το τέλος των ηρώων[1]

Γιατί ο Δίας αποφάσισε να εξολοθρεύσει τους ήρωες ; Χιλιάδες φυλές πατούσαν τη γη και «βλέποντάς το ο Δίας ένιωσε οίκτο, μέσα στην πυκνότητα των σκέψεών του». Αυτό μας λέει ο υμνωδός … Γιατί όμως, ο Δίας, που δεν είναι εύκολο να νιώσει οίκτο, ανησυχούσε για το απέραντο κορμί της γης, όπου η γενιά των ηρώων, όσο πολυάριθμη κι αν ήταν, δεν έπρεπε να παρουσιάζεται από ψηλά αρκετά διαφορετική από τα τόσα άλλα παράσιτα που είχαν γατζωθεί πάνω της ;

Το φταίξιμο των ηρώων, ίσως, δεν ήταν τόσο ότι ποδοπατούσαν τη γη, αλλά ότι απομακρύνονταν από αυτήν. Οι ήρωες ήταν οι πρώτοι που τετραγώνισαν τη γη σαν να ήταν αντικείμενο. Και σαν αντικείμενο τη χτύπησαν. Πρότυπό τους ήταν ο Απόλλων, που εξαπολύει τις σαΐτες του στις διάστικτες φολίδες του Πύθωνα, όπως διάστικτο από θάμνους είναι το βουνό των Δελφών. Όποιος χτυπά το φίδι χτυπά και τη γη όπου έρπει και το νερό που αναβλύζει. Οι ήρωες μιμούνταν τον Απόλλωνα, όπως ο Απόλλων είχε μιμηθεί το Δία. Η μίμηση είναι η πιο επικίνδυνη ενέργεια για την τάξη του κόσμου, γιατί τείνει να εξαλείψει τα όρια. Όπως ο Πλάτων ήθελε να διώξει από την πόλη τους ποιητές που αγαπούσε, έτσι και ο Δίας θέλησε να δει τους ήρωες που αγαπούσε εξολοθρευμένους στη γη. Τώρα έπρεπε να εξαφανιστούν, πριν καταλήξουν να ποδοπατήσουν τη γη με την ίδια ανεμελιά που οι Ολύμπιοι την είχαν ποδοπατήσει πριν απ’ αυτούς.


[1] Ρομπέρτο Καλάσσο, «οι γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας», σ. 396-397, εκδόσεις Γνώση 1991.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Ανθολόγιο


η μετάβαση[1]

Συχνά εμφανίζονται στην πολιτική σκηνή ηγέτες μεγαλόπνοοι που ατυχούν, επειδή το κοινωνικό σώμα που προσπαθούν να κινητοποιήσουν, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των οραμάτων τους. και συχνότερα ακόμη σπαταλιούνται μάταια οι δυνάμεις ενός έθνους επειδή δεν αξιώνεται αυτό να αναδείξει απ’ τον κόλπο του εκείνους που θα τις συντονίσουν και θα τις κατευθύνουν προς το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Η μετάβαση από ορισμένο καθεστώς προς μιαν άλλη κατάσταση πραγμάτων γίνεται πρώτα μέσα σε κάποιες ανήσυχες και θαρραλέες, ευαίσθητες και «εύφορες» συνειδήσεις. Αυτές γυρίζουν την πλάτη στο παρελθόν και ανατρέποντας το παρόν ρίχνονται στο μέλλον. Η μεγάλη μάζα, το κοινωνικό σύνολο, θα δεχτεί κατόπι την ακτινοβολία τους. Και θα συμπράξει μόνο εάν και εφόσον είναι αρκετά προετοιμασμένο και ώριμο να αφομοιώσει και να οριστικοποιήσει την προτεινόμενη μεταβολή· αλλιώς την αντιπαρέρχεται με αδιαφορία ή τη ματαιώνει με την αντίδρασή του. … το νέο στην ιστορία είναι πάντοτε μια προσωπική, επώνυμη κατάκτηση.

όμως …

η μετακίνηση από το παλαιό προς το καινούργιο καθεστώς ευοδώνεται μόνον όταν μετατοπιστεί ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και όχι ορισμένα μόνο «προνομιούχα» μέλη του. Στην αντίθετη περίπτωση, οι υψηλότερες ιδέες, τα πιο μεγαλόπνοα σχέδια πέφτουν στο κενό. Και ή αποθέτονται στο μουσείο των χιμαιρών ή καταχωρίζονται στο θλιβερό κεφάλαιο των χαμένων ευκαιριών.

Μια κοινωνία οσοδήποτε και αν την υποθέσομε ευσταθή, δεν είναι ποτέ ένα συμπαγές και ομοιόμορφο σύνολο. Αποτελείται από στρώματα, μεγάλες και μικρές, οργανωμένες ή ανοργάνωτες ομάδες, πολλές και διαφορετικές «εστίες» ή «κύκλους» συμφερόντων, αντιλήψεων, βλέψεων, που η συμβίωσή τους δεν γίνεται ποτέ χωρίς τριβή. Όταν η τριβή αυτή περάσει κάποιο όριο, επέρχεται ο σάλος, που κάνει απαιτητή και κάποτε αναπόφευκτη την αναδιάρθρωση του συστήματος, με μια λέξη τη μεταβολή. Η ιδέα της διαμορφώνεται σ’ ένα από τα «κέντρα» του κοινωνικού οικοδομήματος και συλλαμβάνεται από το άτομο ή τα άτομα που συνειδητοποιούν και ξέρουν να διατυπώσουν πειστικά τα νέα αιτήματα. Η ίδια λοιπόν η κοινωνία γεννάει μέσ’ από τα σπλάχνα της, με το διϊστάμενο και εξεγειρόμενο τμήμα της, την κινητήρια δύναμη, την ορμή της αλλαγής. Άτομα βέβαια θα την εκφράσουν, άτομα όμως που αυτή τα έθρεψε και τα ανάστησε για να την αναμορφώσουν.

Στην κίνηση της ιστορίας άτομα και κοινωνία, προσωπικές πρωτοβουλίες και κοινωνικές ζυμώσεις, βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους συνάρτηση, στη σχέση εκείνη που την ονομάζομε διαλεκτική, όπου ο ένας όρος ενεργεί και πάσχει διά του άλλου. Μόνο όταν συναντώνται οι δύο παράγοντες, όταν το κοινωνικό σώμα στους ισχυρούς αρμούς του είναι ώριμο για μια νέα μορφή ζωής, και ταυτόχρονα υπάρχουν και μπορούν να δράσουν οι καλοί οδηγοί, τότε και μόνο τότε πραγματοποιείται μια ιστορικά σημαντική μεταβολή. Αλλιώς φουσκώνει το ποτάμι, αλλά δεν χύνεται ή αντίστροφα στιβαρά χέρια ανοίγουν το κανάλι, αλλά το νερό δεν τρέχει, γιατί είναι χαμηλή η στάθμη του. Το ευοίωνο αποτέλεσμα έρχεται μόνο εκεί όπου, από αγαθή συγκυρία, υπάρχουν και συμπράττουν αλληλέγγυα και τα δύο γενεσιουργά στοιχεία. Και τούτο, αλίμονο ! συμβαίνει σπάνια στην ιστορία των λαών.


[1] Ε.Π. Παπανούτσου, «το Δίκαιο της Πυγμής», σ.σ. 31 κ. επ., εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1989.

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Ανθολόγιο


Μέρες του 1943

Χρήστος Ζαλοκώστας

Στην κατοχή, όλοι οι Έλληνες πατριώτες ήταν εναντίον των κατακτητών και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους πολεμήσουν. Στην αντίσταση αυτή έλαβαν μέρος και πάρα πολλά παιδιά, που διακρίθηκαν για τις ηρωικές πράξεις τους. Οι κατακτητές κυνηγούσαν άγρια τους Έλληνες πατριώτες, κι όταν κατόρθωναν να τους πιάσουν, τους βασάνιζαν, τους σκότωναν ή τους έριχναν σε άθλιες φυλακές και στρατόπεδα. Στη διήγηση που ακολουθεί, ένα μικρό κορίτσι, που κατοικούσε πολύ κοντά στις φυλακές Αβέρωφ, βρίσκει διάφορους έξυπνους και τολμηρούς τρόπους για να βοηθάη τους φυλακισμένους πατριώτες και να κάνη έτσι το καθήκον του προς τη σκλαβωμένη τότε πατρίδα.

Ένα μελαχρινό κοριτσάκι δώδεκα χρονών, Μαίρη Ροδίου. Το σπίτι της ακριβώς απέναντι από το μέρος των φυλακών Αβέρωφ όπου κρατούνται σε απομόνωση οι επικίνδυνοι στον Άξονα πατριώτες. Από τα σιδερόφραχτα παράθυρα των κελιών μεταδίδεται στη γειτονιά όλο το δράμα αυτών των κακότυχων. Άγριες φωνές πόνου, παρακάλια διψασμένων που ζητών νερό, βογκητά ετοιμοθάνατων. Η πλακωμέρα της απομόνωσης έκανε όλους να λαχταράν τον ανοιχτόν ορίζοντα, να σκαρφαλώνουν στα παράθυρα και ν’ ατενίζουν έξω ικετευτικά. Όποιον αντίκριζαν του κάναν νοήματα, μήπως και τους σπλαχνιζόταν. Μια ματιά από συνάνθρωπο, ένα κούνημα χεριού, κι ο φυλακισμένος έπαιρνε κουράγιο, γύριζε στη μοναξιά του καλοκαρδισμένος. Όταν είδε η μικρή Μαίρη πως οι Γερμανοί πυροβολούσαν τους υπόδικους που υπόβαλλαν στα παράθυρα, ζήτησε από τη μητέρα της να μάθη τα σήματα Μορς. Γιατί ; Για να συνεννοήται με του Αβέρωφ. Από τη στιγμή εκείνη το σπίτι του Ροδίου έγινε κέντρο επικοινωνίας με τους φυλακισμένους. Εκεί προστρέχουν οι συγγενείς τους, από κει μαθαίνουμε την πορεία των ανακρίσεων. Ανέβαινε στην ταράτσα της η Μαίρη κι έπαιζε αθώα μ’ ένα σφυράκι. Το χτυπούσε σύμφωνα με το τηλεγραφικό αλφάβητο, που τ’ άκουγαν φυλακισμένοι ασυρματιστές, καν αξιωματικοί του Ναυτικού, και μετάφραζαν τι μηνούσε η μικρή. Για να μην προδοθή κάνοντας κάθε μέρα το ίδιο παιχνίδι, κολούσε μια φιλενάδα της, και από την ταράτσα της φώναζε οδηγίες για τους φυλακισμένους μπερδεμένες με τραγούδια. Ποιος να υποπτευθή κοριτσάκια που παιδιαρίζουν ; Μέσα από τα κελιά όσοι κάτεχαν το Μορς άρθρωναν κι αυτοί τις επιθυμίες τους με τα σήματα· όσοι τ’ αγνοούσαν ζήταγαν της μικρής να τους στείλη μολύβι και χαρτί. Πήγαινε τότε η Μαίρη και περίμενε ώρες ολόκληρες στην ουρά για να παραδώση δέμα με τρόφιμα, μέσα στα οποία έκρυβε ένα τόσο δα μολυβάκι και χαρτί τάχα περιτυλίγματος. Εκεί στις ουρές έβλεπε η μικρούλα την αγωνία μητέρων και συγγενών. Αφού τρέχαν από ανακριτή σε εισαγγελέα να βρουν ποιος Γερμανός δωροδοκιόταν, αφού έδιναν τα παραδάκια τους σ’ απατεώνες που τις κορόιδευαν, γύριζαν απελπισμένες στην εξώπορτα της φυλακής … Η παραμικρή λεπτομέρεια που ακούν τους φαίνεται βουνό – ίσως απ’ αυτήν οδηγηθούν να πιάσουν το νήμα της επικοινωνίας με τον αγαπημένο. Κοντά στις ντόπιες γυναίκες έβλεπες και μαυροφόρες, φερμένες από τα χωριά, πού πεφταν στα γόνατα και παρακαλούσαν κανένα χιτλερικό κάθαρμα να του πη αν ζούσαν τα παιδιά τους.

Σαν έμπαινε καμιά φορά η Μαίρη μέσα στου Αβέρωφ, αντίκριζε καταφρονεμένους σαλταδόρους ανάκατους μ’ αξιωματικούς κι επιστήμονες, όλους να ζουν μέσα στη βρώμα και την καταπίεση. Τους υποχρέωναν, με το βούρδουλα καμιά φορά, να πίνουν ζεματιστή τη σούπα τους, ώστε το φαΐ να μην είναι στιγμή χαράς παρά κι αυτό μαρτύριο. Τους υποχρέωναν το χειμώνα, ακόμα κι όταν έβρεχε, να βγαίνουν περίπατο στην αυλή, κι ύστερα να γυρίζουν μουσκεμένοι στα παγωμένα κελιά τους, για να ξυλιάσουν απ’ το κρύο. Εδώ συναντούσε δεσμοφύλακες με σιχαμένες μορφές, εκεί διασταυρωνόταν με κανένα νέο που τον σέρναν από τα βασανιστήρια γεμάτον πληγές, με ρούχα καταματωμένα, ανίκανον να σταθή στα πόδια του. Κάτι καλόγριες, που διακονούσαν στου Αβέρωφ, της έμαθαν να μεταφέρη σημειώσεις στις πλεξούδες των μαλλιών, στ’ αυτιά της, κάτω από τη γλώσσα, όπως έκαναν οι ίδιες. Τούτος ο κρατούμενος της ζητάει φαΐ γιατί πεινά, άλλος ένα καθρεφτάκι να κοιτάζεται στην απομόνωση, να μην αισθάνεται κατάμονος και τρελαθή. Η Μαίρη, για ν’ ανακουφίση τόση δυστυχία, γίνεται χίλια κομμάτια. Ο σπουδαιότερος τρόπος συνεννοήσεως των υποδίκων είναι τα σημειώματα που μπορούν να γράφουν με τα μολύβια που τους στέλνει εκείνη. Τα σημειώματα αυτά τα πετάν απ’ το παράθυρό τους στην ταράτσα του Ροδίου, μα για να μην τα ανακαλύψουν οι Γερμανοί, η μικρή τρέχει και χωρατεύει με τους φρουρούς, τραβά την προσοχή τους, κι έτσι το πολύτιμο χαρτάκι πέφτει απαρατήρητο. Το κοριτσάκι σώζει πολλούς πατριώτες, γιατί πληροφορούνται οι δικοί τους καταλεπτώς τι είχεν επιπωθή στια ανακρίσεις, ποιος δεν βάσταξε τα μαρτύρια κι ομολόγησε, ποιοι πρόκειται να συλληφθούν. Τώρα η Μαίρη μαθαίνει γερμανικά, ώστε να μπορή ν’ απασχολή καλύτερα τους ναζήδες φρουρούς. Ό,τι ωραιότερο έχει να δείξη η Κατοχή, δεν θα το βρήτε ούτε σ’ αυτό, ούτε σε κανένα άλλο βιβλίο – έμεινε κρυμμένο στις καρδιές των Ελλήνων.

από το βιβλίο Το χρονικό της σκλαβιάς, Αθήνα

ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού, τρίτο μέρος, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1975, ανατύπωση από τις εκδόσεις Καλοκάθη