Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Κεφαλληνιακά

Η μεγάλη διαμάχη[1]

Ο Ηγεμών της Επτανήσου[2] απέστειλεν αυτόν[3] αντί του πατρός[4] επίτροπον της επικυριάρχου δυνάμεως μετά του κόμητος Ν. Σιγούρου προς εγκατάστασιν του νέου πολιτεύματος εις Κεφαλληνίαν, όπου αφιχθέντες οι δύο Αυτοκρατορικοί Επίτροποι εύρον την νήσον ανάστατον[5].

Εκ φιλοπρωτίας τινές των αριστοκρατικών αγόμενοι και εξ αρχαίων ερίδων και παθών προς αλλήλους διϊστάμενοι είχον τεθή επί κεφαλής δύο αντιπάλων φατριών οι μεν επιδιώκοντες των πρώην προνομίων την ανάκτησιν, οι δε εκμεταλλευόμενοι τα από της επελεύσεως των Γάλλων εξεγρθέντα δημοκρατικά φρονήματα. Αμφότεραι δ’ αι φατρίαι υπεστηρίζοντο υπό πλήθους ενόπλων αγροτών, είτε έκπαλαι αφωσιωμένων προς άρχοντάς τινας, ους ανεγνώριζον προστάτας εν πάση περιστάσει, είτε δελεαζομένων εκ των επαγγελιών και προσδοκιών πλουσίας λείας από της εις τα πόλεις επιδρομής. Την σύγχυσιν και αναρχίαν επηύξανεν η μεταξύ των κατοίκων Ληξουρίου και Αργοστολίου αντιζηλία, των μεν αξιούντων να έχωσιν ου μόνον δικαστήρια και υγειονομείον, αλλά πάσας τας αρχάς ως κράτος χωριστόν της ομοσπονδίας, των δε αντιπραττόντων εις πάσας τας αξιώσεις και υποστηριζόντων, ότι η ιδία πόλις, ένθα ήτο η έδρα της κυβερνήσεως, αφ’ ότου μετετέθη εκ του φρουρίου αγίου Γεωργίου, ήτο κεντρικωτέρα και καταλληλοτέρα εις εμπορίαν εγγύς ούσα τω ευρυτάτω και ασφαλεστάτω της νήσου λιμένι.

Από των πόλεων δε η αναρχία καθ’ όλην την νήσον διαδοθείσα προεκάλεσεν εν πλείστοις χωρίοις δηώσεις, φόνους, εμπρησμούς και ανοσιουργήματα ωμότερα των εν ταις πόλεσι.

[1] Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Α.Μ. Ιδρωμένου, «Ιωάννης Καποδίστριας», σελ. 10, εν Αθήναις 1900.
[2] κόμης Σπυρίδων Γεωργίου Θεοτόκης
[3] τον Ιωάννη Καποδίστρια
[4] Αντώνιος Μαρία κόμης Καποδιστρίου
[5] 27 Απριλίου 1801.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

Ονοματολογία

Μακεδονία.
Περί της προέλευσης των ονομάτων, της έκτασης και της ιστορίας, έως της Αλεξάνδρου εποχής.[1]

Εξετάζοντας την Μακεδονία σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ο καθένας, οι γεωγράφοι δεν συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους ως προς την έκταση και τα σύνορά της[2], δεδομένου ότι τα όρια της επικράτειας αυτής γνώρισαν άπειρες μεταβολές στο πέρασμα των αιώνων. Αν πάλι ανατρέξουμε στους ιστορικούς, θα δούμε ότι κι εκείνων οι απόψεις δεν συμπίπτουν σ’ ότι αφορά στη διαίρεσή της[3]. Το βασίλειο αυτό, όπως άλλωστε και οι σημαντικότερες αυτοκρατορίες, όσο μπορούμε βέβαια να κρίνουμε από την μυθολογία, προήλθε από μια αποικία των πελασγών, τους οποίους οι Κάδμιοι, ένας δωρικός λαός, είχαν εκδιώξει από την Εστιωτίδα[4], κι αφού εκείνοι εγκαταστάθηκαν στην Πίνδο με το όνομα Μακεδνοί, επεκτάθηκαν σταδιακά φτάνοντας ως τη χώρα που λέγεται Ημαθία. Οι ιστοριογράφοι, αντιγράφοντας τους συγγραφείς της μυθολογίας, μας αφηγούνται κι εκείνοι με ποιον τρόπο η επαρχία πήρε το όνομά της από τον Μακεδόνα, το γιο του Δία και της Θύας, της θυγατέρας του Δευκαλίωνα[5], για ποιο λόγο ονομάστηκε Μακετία[6] και μας εξηγούν από πού προέκυψαν όλες αυτές οι ονομασίες, … Με αυτήν την ανίσχυρη αποικία βλέπουμε να συγχωνεύονται, πιθανόν μετά από κατακτήσεις, οι επαρχίες εκείνες στις οποίες αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα και νομαδικά φύλα, γνωστά με τις ονομασίες Βρύγιοι, Εορδοί, Ελιμειώτες, Στυμφαλοί, οι οποίοι δεν πρέπει να συγχέονται με τους Τυμφαίους, Βοτταικοί, Λυγκισταί, δηλαδή οι περίοικοι της λίμνης Λύχνιδου, Δασσαρίται και ημαθιείς, που αποτελούσαν και το κυρίαρχο φύλο, Πηλαγόνιοι, Ορεστιείς, τα εδάφη των οποίων υπήρξαν το θέατρο των γιγαντομαχιών και τέλος οι Παίονες, που κατοικούσαν βορειότερα. Έτσι τα κυριότερα έθνη της Μακεδονίας, ανάμεσα στα οποία παρεμβάλλονται και μερικά άλλα φύλα, όπως εκείνα των Πιαστών, την τοποθεσία των οποίων θα καθορίσω παρακάτω και των Πενεστών, ενός λαού ανάλογου προς τους Είλωτες, ήταν αρχικά δεκαπέντε, μέχρι την εποχή που ο γιδοβοσκός Καρανός[7], αρχηγός μιας πολυάριθμης αποικίας Αργείων και Ελλήνων, κατέλαβε την Ημαθία, εξετόπισε τον Μίδα από τις όχθες του Αλιάκμονα κι αφού ανέτρεψε αναρίθμητους βασιλίσκους, συσπείρωσε σ’ ένα συμπαγές έθνος τους διάφορους λαούς της Μακεδονίας, θεμελιώνοντας, πάνω στα ερείπια της φεουδαρχίας των ηρωικών χρόνων, ένα βασίλειο, που αιφνιδίως απέκτησε εξέχουσα θέση μέσα στα όρια του ημιπολιτισμένου κόσμου.

Ο Ιουστίνος, … , ισχυρίζεται ότι ανάμεσα στους ηγέτες που διαδέχθηκαν τον Καρανό, συγκαταλέγονταν ο Περδίκκας, ο Αργαίος, ο Φίλιππος, ο Εύρωπος, στο διάστημα της βασιλείας του οποίου οι Μακεδόνες επιχείρησαν νικηφόρους πολέμους κατά των Θρακών και των Ιλλυριών. Μετά τον Εύρωπο κι ενώ, κατά τον Ιουστίνο πάντοτε, οι περίοδοι ευημερίας διαδέχονταν σταθερά η μία την άλλη, στον θρόνο ανεβαίνουν ο Αμύντας και μετά ο Αλέξανδρος, που απέσπασε από τον Ξέρξη όλη την περιλαμβανόμενη μεταξύ Ολύμπου και Αίμου χώρα την οποία και προσάρτησε στην Μακεδονία. Μετά τον ηγεμόνα αυτόν, το σκήπτρο, σύμφωνα με την σειρά διαδοχής, παραδόθηκε στον Αμύντα, γιο του Μενέλαου, αδελφό του Αλέξανδρου, έναν προικισμένο με τα πιο σπάνια χαρίσματα μονάρχη, που απέκτησε από τον γάμο του με την Ευρυδίκη τρεις γιους, δηλαδή: τον Αλέξανδρο, τον Περδίκκα και τον Φίλιππο, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έως την εποχή που βασίλευσε αυτός ο ηγεμόνας, η ιστορία περιγράφει τους Μακεδόνες σαν έναν φτωχό και περιπλανώμενο λαό, που κοιμάται πάνω σε προβιές, ασχολείται με την βοσκή των λιγοστών κοπαδιών του, μάχεται, ανεπιτυχώς συνήθως, κατά των Ιλλυριών, των Τριβολλών, των Θρακών και καταβάλλει τους πρώτους φόρους υποτελείας. Παράλληλα, λόγω της πολυγαμίας του, ο Αμύντας απέκτησε μια σειρά άρρενων τέκνων και από την Κυκναία, δηλαδή τον Αρχέλαο, τον Αριδαίο και τον Μενέλαο. Θα είχαν όλοι αποτελέσει μια θαυμάσια ελπίδα για τον θρόνο, αν η ομόνοια είχε βασιλεύσει ανάμεσα στις αντίζηλες μητέρες και ανάμεσα στους ετεροθαλείς αδελφούς.

Παρόλα αυτά, ο μονάρχης εκείνος, δηλαδή ο Αμύντας, κατάφερε να τερματίσει ειρηνικά την σταδιοδρομία του, αφού προηγουμένως επιχείρησε σκληρούς πολέμους κατά των Ιλλυριών και των Ολυνθίων.

Στο μεταξύ, η μοίρα είχε επιφυλάξει στην Μακεδονία ένα από τα φαινόμενα εκείνα που οι ουρανοί στέλνουν σε αραιά διαστήματα στα έθνη για να τα δοκιμάσουν, ρίχνοντάς τους το ριψοκίνδυνο δόλωμα της δόξας. Όταν ο Αλέξανδρος, ο γιος του Αμύντα ανέβηκε στον θρόνο, παρέδωσε, σαν μια εγγύηση ειρήνης, όμηρο στους Ιλλυριούς τον Φίλιππο, τον αδελφό του. Και χάρη σ’ αυτό το ενέχυρο ο Αλέξανδρος, σε κάποια άλλη περίσταση, συμφιλιώθηκε με τους Θηβαίους, ανάμεσα στους οποίους ο Φίλιππος είχε ζήσει τρία χρόνια, στο σπίτι του Επαμεινώνδα, ενός αξιόλογου φιλοσόφου αλλά και μεγάλου στρατηγού. Λίγο καιρό αργότερα το πένθος εισχώρησε στα ανάκτορα των βασιλέων της Μακεδονίας. Ο Αλέξανδρος έπεσε θύμα πλεκτάνης, στημένης από την μητέρα του Ευρυδίκη, ενώ ο Περδίκκας, ο αδελφός του, δοκίμασε την ίδια τύχη κι αυτός. Συνέπεια όλων αυτών των εγκλημάτων ήταν να απομείνει ο Φίλιππος κηδεμόνας του νεαρού πρίγκιπα, της ισχνής εκείνης ελπίδας του βασιλείου και να «υποχρεωθεί» να αποδεχθεί τον τίτλο του βασιλέα, για τον οποίο μετέπειτα δικαιώθηκε στα μάτια αυτού του τόσο φιλοπόλεμου λαού, χάρη στις νίκες και τις κατακτήσεις του, ενώ ταυτόχρονα, χάρη στην επιρροή που είχε αποκτήσει, άνοιγε τον δρόμο στον Αλέξανδρο, το γιο του, για να κατακτήσει τον κόσμο, …
________________________

[1] Φραγκίσκου Καρόλου Ούγγου Λαυρεντίου Πουκεβίλ, «Ταξίδι στην Ελλάδα, Μακεδονία, Θεσσαλία», εκδόσεις Αφων Τολίδη, Αθήνα 1995
[2] Μακεδνόν σήμαινε μια υπερυψωμένη περιοχή. Ο Ησύχιος, στην Οδύσσεια του Ομήρου, 106, ερμηνεύει την μακεδνή ως υψηλή. Οι κάτοικοι της Ανατολής την αποκαλούσαν κιτία ή κιτίμ. Γενεσις Χ, 4. Ισαάκ κεφ. ΧΧΙΙΙ, στίχοι 1, 12, 13. Rein. Macetia. Γέλλιος, βιβλ. ΙΧ, κεφ. 3. Prisc. Perigees. Στ. 433. F. Avienus perieg., στ. 588. Heins. Ad Claudian. In Rufin., ΙΙ, 279. Γρονόβιος (Σενέκα, Ηρακλής μαινόμενος) στ. 980. Drakenb. Ad Sil. XVII, στ. 633.Ausonii ordo nobelium Urbium apud poet. Latin. Mirror., T.IV, σελ. 510, εκδ. N.E.Lemaire. Τη συναντάμε και με την ονομασία Ημαθία, Πλίνιος βιβλ. ΙΙ, κεφ. 23. Ιουστ., βιβλ. VII, κεφ. 1. ενώ ο Τραϊανός την ονομάζει Παιονία, Τίτος λίβιος, βιβλ. XL., κεφ. ΙΙΙ. Emonia, Edonia και Πιερία, Mydonia, Aemathium solum, Σολίνος, Polyhistor. Βιβλ. XV.
[3] Με αυτήν την άποψη ταυτίζεται και η ακόλουθη παρατήρηση: Notum est multas Illyricas, Epiroticas, etiamque Thracicas partes ad Macedoniam referri solitas, neque ignoratur causa.
Ξύλανδρος, σημ. 1, στο βιβλ. VIIIΣτραβ., σελ. 332.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα, βιβλ. Χ, σελ. 722 η Θράκη εκτεινόταν κάποτε μέχρι τους πρόποδες του Ολύμπου.
[4] Ηρόδοτος, βιβλ. Ι, κεφ. 56. Κατά τον R. Rochette, το 1392 π.Χ. Hist. De l’ Etabliss. Des Col. Grec., τ. ΙΙ, σελ. 38
[5] Από την λέξη Μακεδονία, λέει ο Στέφανος Βυζάντιος, ενώ ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος τον διορθώνει λέγοντας ότι προέρχεται από το Μακεδών, βιβλ. ΙΙΙ, κεφ. 2 και παραθέτει τους τρεις ακόλουθους στίχους του Ησιόδου:
Η δ’ υποκυσσαμένη Διί γείνατο τερπικεραύνω
Υιέ δύω Μάγνητα, Μακεδόνα θ’ ιππόχαρμον,
Οι περί Πιερίην και Όλυμπον δώματα’ έναιον.
[6] Μακετία, ο Ευστάθιος, στον Διονύσιο Περιηγητή. Ο Περιηγητής απλώς ναφέρει ποιοι ήταν οι τέσσερις σημαντικότεροι λαοί: Βοιωτοί, Λοκριείς, Θεσσαλοί και Μακεδόνες. Τους κατονομάζει χωρίς να προσθέτει τίποτε περισσότερο γι’ αυτούς, στίχος 427. Γέλλιος, Αττικαί Νύκται, βιβλ. IX, κεφ. 3.
[7] Ο Ιουστ., βιβλ.VII, κεφ. 1, μας λέει ότι αυτός ο βασιλιάς – βοσκός, επωφελούμενος από την ομίχλη, κατέλαβε την Έδεσσα και ότι οδηγήθηκε εκεί από ένα κοπάδι γίδια.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

περί του Ορθόδοξου τυπικού

τάδε έφη[1] Εμμανουήλ Ροΐδης … ο παραβάτης[2]

περί των σημερινών τελετών της Ορθοδόξου Εκκλησία τούτο μόνο λέγω, ότι οιαιδήποτε και αν ώσιν αι ενδόμυχοι των ανθρώπων πεπεοιθήσεις, μία τις εξωτερική λατρεία του θείου πανταχού και πάντοτε εκρίθη αναγκαία. Ο απλούς χριστιανός εισέρχεται εις την Εκκλησίαν, ίνα παρηγορηθή ελπίζων τους αδάμαντας και σμαράγδους του Παραδείσου της Αποκαλύψεως, ο δε φιλόσοφος σκέπτεται εκεί περί του απείρου, του ιδανικού, του προορισμού του ανθρώπου και άλλων τοιούτων φιλοσοφικών κόμβων. Αμφοτέρων όμως η διάνοια ανυψούται εις θεωρίας ανωτέρας των επιουσίων περισπασμών, αμφότεροι εξέρχονται εκ του ιερού εκείνου περιβόλου κρείττονες εαυτών και κατανοούντες την αλήθειαν των λόγων του Ιησού «ουκ εν άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».

Αλλ’ η τοιαύτη λατρεία, ίνα εκπληρώση τον σκοπόν αυτής, πρέπει να ήναι σύμφωνος προς τας ιδέας, τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων, τροποποιούμενα καθ’ εκάστην υπό του προοδεύοντος ή απλώς μεταβαλλομένου πολιτισμού. «Το θυσιαστήριον», λέγει ο χριστιανικώτατος Σατωβριάνδος, «πρέπει να μένη ακλόνητον, αλλά τα κοσμήματα αυτού να μεταβάλλωνται κατά τας εποχάς».

Αλλ’ ημείς εκρίναμεν καλόν να μείνωμεν προσηλωμένοι εις τους τύπους του μεσαίωνος, ως τα οστρείδια εις τον βράχον. Η ακολουθία μας διαρκεί δύο ώρας, ως η επί του Αγίου Βασιλείου, και ουδείς ακροάται αυτής. Οι ιερείς εκλέγονται εκ των «περικαθαρμάτων της γης» ως κατά τους χρόνους του Αποστόλου Παύλου, και ουδείς ακούει τας συμβουλάς αυτών. Αι νηστείαι αρμόζουσιν εις μεγαλοσχήμους καλογήρους, και ουδείς νηστεύει. … περί δε της εκκλησιαστικής ημών ρινοφωνίας κρίνω περιττόν να είπω τι ενταύθα.

[1] εν έτει 1866.
[2] από τα Προλεγόμενα της «Πάπισσας Ιωάννας», διά χειρός Εμμανουήλ Ροΐδη, σελ. 23-25, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1988

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

πολιτική παιδεία

Α΄ παγκόσμιος πόλεμος
το ξεχασμένο «Όχι» της Αντάντ στην συμμαχία με την Ελλάδα[1]

Ο Βενιζέλος έθεσεν εις τους πρέσβεις της Συνεννοήσεως το ερώτημα, εάν η Ελλάς θα εθεωρείτο υπό των τριών Δυνάμεων ως «Σύμμαχος», εν η περιπτώσει ήγετο να υπερασπίση την Σερβίαν κατά βουλγαρικής ή τουρκικής επιθέσεως. Συγχρόνως έρριπτε την ιδέαν περί του δυνατού ανασυστάσεως της Βαλκανικής συμμαχίας, ήτις θα εστρέφετο κατά των Κεντρικών αυτοκρατοριών. Μετ’ ολίγας δε ημέρας, … ανεκοίνωσε εις τους αυτούς πρέσβεις ότι η Ελληνική κυβέρνησις εκ συμφώνου μετά του άνακτος είχε καταλήξει εις την απόφασιν, όπως ταχθή απροκαλύπτως με το μέρος των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως, εάν αύται εθεώρουν τούτο χρήσιμον. Αι ληφθείσαι απαντήσεις δεν υπήρξαν ενθαρρυντικαί. Όχι μόνον οι Ρώσοι εθεώρησαν την ελληνικήν πρότασιν ως πρόωρον και συνέστησαν όπως η χώρα παραμείνη ουδετέρα, εφόσον η Τουρκία και η Βουλγαρία δεν εκινούντο, αλλά και οι Άγγλοι και οι Γάλλοι εξέφρασαν την γνώμην, ότι προτιμότερον ήτο η Ελλάς να παραμείνη εν επιφυλακή, μέχρις ου η Τουρκία ταχθή ενδεχομένως ενεργώς παρά το πλευρόν της Γερμανίας. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει η Μεγάλη Βρεττανία θα … σύμμαχον την Ελλάδα, τυγχάνουσα της αρωγής του ελληνικού στόλου και χρησιμοποιούσα τους ελληνικούς λιμένας. Εξ άλλου, εάν η Ελλάς υπεχρεούτο να βοηθήση ενόπλως την Σερβίαν λόγω βουλγαρικής επιθέσεως, θα ετύγχανεν αγγλικής βοηθείας.

Η σπουδή του Βενιζέλου να προσφέρη αυθορμήτως την συνεργασίαν της Ελλάδος εις την Αντάντ εξηγείται εκ του φόβου μήπως η Τουρκία ζητήση ως αντάλλαγμα της ουδετερότητός της τας νήσους του Αιγαίου. Συνάμα ήθελε να εξασφαλίση ισχυράς συμμαχίας, δι’ ην περίπτωσιν η Τουρκία, τασσομένη παρά το πλευρόν των Κεντρικών αυτοκρατοριών, ήθελεν επιχειρήσει να ανακτήση διά των όπλων μέρος των εδαφών, τα οποία είχεν απολέσει κατά τον Α΄ Βαλκανικόν πόλεμον. Η άρνησις εξ άλλου των τριών Δυνάμεων να δεχθούν την στιγμήν εκείνην την συνεργασίαν της Ελλάδος οφείλεται εις ποικίλους λόγους. Η Ρωσία εφοβείτο μήπως οι Έλληνες προβάλουν αξιώσεις επί της Κωνσταντινουπόλεως, η Αγγλία δεν ήθελε να παράσχη την παραμικράν πρόφασιν εις τους Τούρκους να κηρύξουν πόλεμον, εφόσον τα εξ Ινδιών μετακληθέντα στρατεύματα δεν είχον περατώσει τον διάπλουν του Σουέζ, τέλος η Αγγλία και η Γαλλία, αριθμούσαι πολλά εκατομμύρια μουσουλμάνων εις τας αποικίας των, εφοβούντο ότι μία συμμαχία με την Ελλάδα θα εξήπτε τον μουσουλμανικόν θρησκευτικόν φανατισμόν προς όφελος του σουλτάνου, «αρχηγού των πιστών».

[1] Σ. Θ. Λάσκαρι, "Διπλωματική Ιστορία της Συγχρόνου Ευρώπης (1914-1939)", κ. Β΄, σ. 24-25, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1954