Τετάρτη 27 Μαΐου 2009

Δεισιδαιμονίες

Γενναδίου Πατριάρχου
εναντίον Πλήθωνος[1]

Ποιος, λοιπόν, ήταν εκείνος (ο Πλήθων), είχε γίνει φανερό σε εμάς από πολύν καιρό και ότι είχε γράψει κάποιο τέτοιο βιβλίο πριν από πολλά χρόνια. Αυτά μας τα αφηγήθηκαν πολλοί αξιόπιστοι (μάρτυρες) και εμείς τα βρήκαμε (μετά) με πολλές αποδείξεις, πρώτα μεν στην Πελοπόννησο και μετά στην Ιταλία. Και αυτό έγινε σε εμένα αιτία για την αντιγραφή του Αριστοτέλους (σε απάντησι προς τα συγγράμματα) εκείνου. Γιατί εκείνος με πολύ θράσος επιτέθηκε εναντίον του φιλοσόφου (του Αριστοτέλους), επειδή ήξερε πολλά από την φιλοσοφία του (καθώς) και για τις διαφωνίες του με τον Πλάτωνα, τις οποίες έγραψε για να υποστηρίξη την γνώμη του για την αλήθεια. Και εμείς αναλάβαμε κάποιον επί πλέον κόπο, όχι για να αντιδικήσωμε με τον Πλάτωνα ούτε γιατί ενδιαφερόμεθα ιδιαίτερα για τον Αριστοτέλη, αλλά από οργή για τον σκοπό του Γεμιστού και από τον ζήλο (μας) για την πίστι. Με τον τρόπο αυτόν θέλομε να φανερώσωμε τον άνθρωπο σε αυτούς που δεν τον ξέρουν, για να μην εξαπατηθή και βλαφθή κανείς από αυτόν, πράγμα το οποίο έπαθαν αρκετοί στο παρελθόν, (και αυτό) έγινε σε εμάς αιτία μεγάλης θλίψεως. Αλλά τα ονόματα εκείνων δεν πρέπει να τα πω. Σε αυτά (πρέπει) να αποβλέψωμε και όχι σε άλλη φιλοδοξία, αυτά δε που είναι στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου του, το οποίο σώζεται σε πολλά μέρη, αποδεικνύουν ότι οι δικές μας απόψεις είναι πολύ καλές και με τη βοήθεια του Θεού είναι σύμφωνες με την δικήμας (χριστιανική) θεωρία. Ο ίδιος, λοιπόν, αναντούσε γραπτώς στον Αριστοτέλη και σε εμάς πολεμώντας μας, γιατί, δήθεν, συνηγορούμε υπέρ του Αριστοτέλους. Αλλά εμάς μας εμποδίζει η συμφορά της πατρίδος[2] να του απαντήσωμε γραπτώς. Όμως, αφού βρήκαμε τότε μια επίκαιρη αφορμή, καταπιαστήκαμε με τις άκαιρες μελέτες του με φειδώ και πιο σοβαρά. Αφού, λοιπόν, αφήσαμε τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα εξ ίσου, εκάναμε μια σοβαρή πραγματεία εναντίον της Ελληνικής δεισιδαιμονίας, γιατί αυτός φανερά πολεμούσε αυτόν τον ευσεβή σκοπό (δηλ. την χριστιανική πίστι) και δεν προσπαθούσε καθόλου να κρύβεται. Αυτήν (την μελέτη μας) αφού είδε, λένε ότι λυπήθηκε πολύ ο άνθρωπος και απελπίσθηκε ότι μπορεί να επιτύχη τίποτε η άριστη νομοθεσία του εφ’ όσον εμείς ζούμε, και θα μπορέσωμε και με φωτιά και με γραπτά να την ακυρώσωμε, με όποιον από τους δύο (αυτούς) τρόπους θα κρίναμε καλό, γιατί με αυτό το απειλούσαμε στο δεύτερο σύγγραμμά μας προς αυτόν.[3] Αυτήν την διάθεσι είχαμε εμείς για εκείνον, (γιατί) μας ενοχλούσε αυτό που θα συμβή στην πίστι και στην ωφέλεια ή βλάβη των αδελφών (μας). Τα άλλα δεν μας στενοχωρούσαν. Μερικοί, όμως, δεν θέλησαν (να πιστεύσουν) στα πράγματα ούτε σε εκείνους που τα γνωρίζουν και συμφωνούν σε εμάς, και προσπάθησαν να διαβάλουν το δικό μου ήθος, το οποίο έχει φανερωθή αρκετά όχι μόνο στα συγγράμματά μου εναντίον εκείνου, αλλά και σε όλους που ήρθαν σε κάποια σχέσι με εμάς στην ζωή και μας συκοφαντούσαν ότι εμείς τον κατηγορούμε επειδή τον φθονούσαμε. Εμείς, όμως, επικαλούμαστε ως μάρτυρα τον Θεό, … τον οποίο δεν πρέπει να επικαλούνται αυτοί που λένε ψέματα από φθόνο …

επειδή δε έπρεπε όλα να φανερωθούν με την πάροδο του χρόνου και υπήρχε το βιβλίο του αποθανόντος Γεμιστού στους άρχοντες της Πελοποννήσου, (οι οποίοι είναι δύο ειδών, εννοώ δε τους ευσεβεστέρους και τους μεγαλυτέρους), δεν μπορούσα να αγνοήσω τον παραλογισμό εκείνων που έγραφε αυτός (ο Γεμιστός). (Αυτοί) ήθελαν να μας τα στείλουν αμέσως (αυτά τα βιβλία), αλλά σε πολλούς που ζήτησαν να τα αντιγράψουν δεν έκριναν καλό να τους τα δώσουν, αλλά εμποδισθήκαμε από τις σημερινές περιστάσεις από τις οποίες και αυτοί παρακινούμενοι ήλθαν ανέλπιστα και μας τα έφεραν και μας προξένησαν διπλή λύπη: από το ένα μέρος γι’ αυτούς που ωφελήθηκαν από την κοινή συμφορά για όσα κάποιοι έκαναν αφού εσκέδθησαν με πολλή αυθάδεια, από το άλλο μέρος για το βιβλίο γιατί από την στιγμή που το ανοίξαμε μας φάνηκε ότι είδαμε το πιο αηδιαστικό πράγμα που μπορεί κανείς να συναντήση.

[1] Πλήθωνος Νόμοι – Γενναδίου Πατριάρχου, εναντίον του Πλήθωνος Γεμιστού, σελ. 137 επ., εκδόσεις ελεύθερη σκέψις 1997
[2] ο Γεννάδιος αναφέρεται στην άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους (29/05/1453).
[3] τελικά, ο Γεννάδιος δεν περιορίστηκε στις έγγραφες απειλές του. Τα κείμενα του Πλήθωνα [με εξαίρεση ελαχίστων] παραδόθηκαν στις φλόγες, μετά τον θάνατό του.

σχετικό άρθρο: http://nomosophia.blogspot.com/2009/05/blog-post_27.html

Τετάρτη 20 Μαΐου 2009

Διδακτική

περί της διδασκαλίας των ελληνικών γραμμάτων[1]

Στην αρχαιότητα είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα ελληνικά γράμματα διδάχτηκαν, στην Αθήνα τουλάχιστον, σε ευρείες λαϊκές ομάδες από τις τελευταίες δεκαετίες του 6ου π.Χ. αιώνα. Στην παραδοχή αυτή μας οδηγεί κυρίως η καθιέρωση κατά το 508 / 7 π.Χ. του θεσμού του οστρακισμού, που εμφανώς προϋπέθετε γνώση της γραφής από τους Αθηναίους πολίτες – ψηφοφόρους. Αλλά και οι γραπτές μαρτυρίες οδηγούν στην ίδια διαπίστωση και, επιπλέον, παρέχουν ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη από την περίοδο αυτή μιας οργανωμένης εκπαιδευτικής λειτουργίας, που εξασφάλιζε γραμματειακή αγωγή[2] σε σχετικά ευρείες ομάδες πολιτών, με τα λεγόμενα γραμματοδιδασκαλεία. Ο Αριστοφάνης λ.χ. εμφανίζει[3] τη γενιά των μαραθωνομάχων να έχει φοιτήσει ομαδικά σε σχολεία από ανατολής ηλίου, ενώ ο Πλούταρχος παρουσιάζει[4] τους Τροιζηνίους, στους οποίους είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα των Αθηναίων μετά την περσική εισβολή του 480 π.Χ., να παρέχουν αγωγή στους νέους της Αθήνας, κατά την περίοδο της εκεί διαμονής των παιδιών των Αθηναίων πολιτών.

Διδασκόμενα κείμενα ήσαν κυρίως τα ομηρικά έπη, τα οποία από πολύ νωρίς (6° - 5° π.Χ. αι.) είχαν καταστεί κείμενα κλασικά. Ο Πλάτων μαρτυρεί[5] ότι πολλοί στην εποχή του δέχονταν ότι «την Ελλάδα πεπαίδευκεν ούτος ο ποιητής», ενώ ο Αισχύλος είχε αποκαλέσει[6] τα δράματα του «τεμάχη των Ομήρου μεγάλων δείπνων». Παράλληλα όμως προς τα ομηρικά έπη διδάσκονταν και συλλογές λυρικών ποιητών, στις οποίες κυριαρχούσαν οι λεγόμενοι γνωμικοί ποιητές, γιατί αυτοί κατεξοχήν προσφέρονταν για τη φρονηματιστική αγωγή των νέων, με τις γνωμικές θέσεις και τα ηθικά παραγγέλματα που περιείχαν. Ακόμη, τα κείμενα των νόμων του Σόλωνα χρησιμοποιήθηκαν ως διδακτική ύλη, επειδή η γλωσσική διατύπωση τους, που διακρινόταν για την αρτιότητα, προσφερόταν για την έναρξη του διδακτικού έργου.

Η εργασία στα κείμενα κατά τα πρωιμότερα χρόνια ήταν κατά βάση γλωσσική, με επικρατούσα τη λεξιλογική επεξεργασία του κειμένου, που ήταν αναγκαία, επειδή η αρχαία γραμματεία χαρακτηριζόταν από πλούσια διαλεκτική ποικιλία. Από κείμενο του Αριστοφάνη[7] φαίνεται πως από τον 5° ήδη π.Χ. αιώνα τα ομηρικά έπη και οι νόμοι του Σόλωνα χρειάζονταν γλωσσική επεξεργασία, για να γίνουν κατανοητά από τους νέους της εποχής αυτής. Κατά συνέπεια, από τον 5° ήδη π.Χ. αιώνα θα είχε αρχίσει η λεξιλογική και γραμματική επεξεργασία των κειμένων στη διδακτική πράξη. Και άλλες γραμματειακές πηγές επιβεβαιώνουν την παραπάνω εκτίμηση[8] . Μετά την πρώτη αυτή προσέγγιση, φαίνεται ότι, πέραν των γλωσσικών στόχων, σχετικά νωρίς η διδασκαλία επιδίωξε και στόχους γενικότερης ανθρωπιστικής καλλιέργειας των νέων, μέσω της ουσιαστικότερης ερμηνευτικής διείσδυσης στα κείμενα. Τούτο καταφαίνεται από τη διαδεδομένη σωκρατική και πλατωνική αντίληψη περί παιδείας, η οποία ήθελε η αγωγή των νέων να μη υπηρετεί πρακτικούς και επαγγελματικούς σκοπούς, αλλά να δημιουργεί ελεύθερους δημοκρατικούς πολίτες με ολόπλευρη καλλιέργεια της προσωπικότητας τους. Ο Σωκράτης στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα, αναφερόμενος στην παραδοσιακή εκπαίδευση της εποχής του, λέγει σε νέο που θέλει να παρακολουθήσει τα μαθήματα του σοφιστή Πρωταγόρα: «τούτων γαρ (των μαθήσεων) συ εκάστην ουκ επί τέχνη έμαθες ως δημιουργός εσόμενος, αλλ’ επί παιδεία, ως τον ιδιώτην και τον ελεύθερον πρέπει»[9] . Στα χρόνια της κλασικής ακμής η διδασκαλία των κειμένων απέβλεπε κατά κύριο λόγο στη διάδοση της γνώσης των λεγομένων «καλών τεχνών». Δηλαδή, στην κατοχή της ευγλωττίας, στη λογοτεχνική και φιλοσοφική γνώση, στις θεωρητικές ικανότητες και στην τέχνη διακυβέρνησης της πολιτείας. Για τον Πλάτωνα «Παιδεία μεν εσθ’ η παίδων αλκή τε και αγωγή προς το υπό τον λόγου ορθόν ειρημένον»[10] . Ακόμη, θεωρεί ο Πλάτων αγωγή «την προς αρετήν εκ παίδων παιδείαν, ποιούσαν επιθυμητήν τε και εραστήν του πολίτην γενέσθαι τέλεον άρχειν τε και άρχεσθαι επιστάμενον μετά δίκης»[11] . Ο φιλόσοφος δεν θεωρεί την επαγγελματική εκπαίδευση παιδεία.

Οι σοφιστές όμως και ο Ισοκράτης στη διδασκαλία τους επέμεναν κατεξοχήν στη γνώση της γλωσσικής φόρμας, επειδή με αυτήν υπηρετείται η καλλιέπεια και ο πειστικός λόγος. Σ' αυτούς οφείλουν το ξεκίνημα τους οι μεταγενέστερες σχολές γραμματικής και ρητορικής, που τυποποίησαν τις σπουδές και έδωσαν σ' αυτές μορφή εξωτερική και ρητορική. Γενικά, οι σοφιστές αναδείχτηκαν σε δασκάλους της σχετικιστικής πνευματοκρατικής εκπαίδευσης και αξιοποίησαν τα κείμενα για την επίτευξη στόχων που πραγμάτωναν αυτό το είδος παιδείας.

[1] Αθανασίου Β. Βερτσέτη, Διδακτική των Αρχαίων Ελλήνων, σελ. 2-5, Αθήνα 1994.
[2] Η αγωγή ως καλλιτεχνική και γυμναστική-αγωνιστική άσκηση των νέων είχε προηγηθεί της γραμματικής αγωγής. Αλλά και η οικοδιδασκαλία είχε προηγηθεί της ομαδικής (σχολικής) αγωγής, χωρίς η μορφή αυτή εκπαίδευσης να εκλείψει μεταγενεστέρως. Βλ. Αριστοτέλη «Ηθικά Νικομάχεια». 1180 Β και Κοϊντιλιανού I 2.
[3] Βλ. «Νεφέλαι», στ. 986 κ.ε. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι μαχητές του 490 π.Χ. ήσαν νέοι πριν από το 500 π.Χ.
[4] «Βίον Θεμιστοκλέους», όπου ο Πλούταρχος λέγει ότι οι Τροιζήνιοι αποφάσισαν «υπέρ αυτών (δηλ. των παίδων) διδασκάλοις τελεΐν μισθούς», κεφ. 10 3. Πρβλ. και F.A.G. Beck, Greek education 450-350 B.C., Methuen & Co., London 1964, σ. 77.
[5] «Πολιτείας» Χ 606 Ε.
[6] Βλ. Αθηναίου «Δειπνοσοφισταί» VIII 347 Ε.
[7] Σε σωζόμενο απόσπασμα της κωμωδίας «Δαιταλής» (=συνδαιτημόνες) αναπτύσσεται ο εξής διάλογος μεταξύ δύο μαθητών ενός σχολείου:
Α. «Προς ταϋτα συ λέξον όμηρείους γλώττας, τί καλοϋσι κόρυ-
6α... τί καλούσ’ αμενηνά κάρηνα;
Β. Ο μεν ουν σος, εμός δ’ ούτος αδελφός φρασάτω τί καλούσιν ιδυίους;»
Οι όροι «κόρυβα» (= κορυφές) και «αμενηνά κάρηνα» (= νεκροκεφαλές) προέρχονται από τον Όμηρο και ο όρος «ιόνιους» (= μάρτυρες) από τους νόμους του Σόλωνα.
[8] Ο Δημόκριτος είχε συγγράψει συγγράμματα με τίτλους «Περί Ομήρου ή όρθοεπείης καί γλωσσέων», όπου γλώσσα = λέξη με σκοτεινή σημασία, «Περί καλλοσύνης επέων» κ.ά.π., ενώ ο Πρωταγόρας είχε ασχοληθεί με το γένος των ονομάτων και τη σημασία των εγκλίσεων. Βλ. κατωτέρω το κεφάλαιο περί Γραμματικής και Συντακτικού.
[9] Πλάτωνα «Πρωταγόρας» 312 Β.
[10] Πλάτωνα «Νόμοι» 312 Β.
[11] Πλάτωνα «Νόμοι» I 643 Ε.

Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

των Ελλήνων οι φυλές

Αρβανίτες, οι τελευταίοι Έλληνες[1]

Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Μπίρη[2] (1960), από το 1350 μ.Χ. έως το 1418 μ.Χ., 81.200 Αρβανίτες, μισθοφόροι στρατιώτες και οι οικογένειές τους, εγκαταστάθηκαν σε ελληνικές περιοχές, μετά από προσκλήσεις Βυζαντινών αυτοκρατόρων και δεσποτών (Δυναστεία των Παλαιολόγων), Καταλανών και Βενετών.


Η ιστορία των αρβανιτών ή αλβανιτών ξεκινά από τις Ελληνικές περιφέρειες της Αλβανιτίας του 13ου αιώνα. Όταν δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου στις αρχές του 13ου αιώνα, οι Αλβανοί μισθοφόροι στρατιώτες πολεμούσαν με το μέρος της Ηπείρου εναντίον των Σλάβων και των Βενετών. Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που προσέφεραν οι Αλβανοί κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων η αλβανική αριστοκρατία πήρε σημαντικούς αυλικούς τίτλους και προνόμια.


Οι Αλβανοί αριστοκράτες, τοποθετούνταν επικεφαλής πολλών περιοχών, διαβρώνοντας έτσι, σταδιακά, το παλιό βυζαντινό διοικητικό σύστημα. Από παραδοσιακοί πατριαρχικοί αρχηγοί μεταλλάσσονταν σε άρχοντες. Το καινούργιο καθεστώς που επέβαλλαν οι άρχοντες αυτοί στη γη που διοικούσαν, αποστερούσε την περιουσία από τους κατοίκους που συχνά έχαναν ακόμα και αυτήν την ελευθερία τους.


Προσπαθώντας να ξεφύγουν από την δυσμενή αυτή θέση, οι γηγενείς πληθυσμοί (Αρβανίτες) υποχρεώθηκαν να ασπαστούν τον νομαδικό βίο. Η διαρκής μετανάστευση αποτελούσε μοναδική διαφυγή από τις δυσβάσταχτες νέες συνθήκες που οι Αλβανοί άρχοντες επέβαλλαν στις περιοχές της δικαιοδοσίας τους. Πέρα όμως από αυτές τις οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που τάραξαν σε βάθος την κοινωνία τους, μία ακόμη αιτία εκπατρισμού αποτελούσε πλέον και η οθωμανική εισβολή.


Οι πηγές αναφέρουν ότι η διά θαλάσσης μετανάστευση άρχισε δειλά γύρω στο 1280, ενώ οι χερσαίες μεταναστεύσεις πρέπει να τοποθετηθούν στα τέλη του 13ου αι. αφού υπάρχουν αναφορές για παρουσία Αρβανιτών στη Θεσσαλία γύρω στα 1315. Οι αρβανίτικες μεταναστεύσεις σταμάτησαν γύρω στο 1600 μ.Χ.


Οι Αρβανίτικες φατρίες ήταν και έμειναν πιστές στην Ελληνική Ορθοδοξία. Αντιθέτως οι Αλβανοί αριστοκράτες μετέβαλλαν ιδεολογία επιλέγοντας μεταξύ του Ισλάμ και του Ρωμαιοκαθολισμού, ανάλογα πάντα με τα δικά τους συμφέροντα, τα οποία άπτονταν κυρίως της διατήρησης της οικονομικής τους ευρωστίας και της κοινωνικής τους θέσης.


Η Θεσσαλία υπήρξε η πρώτη ελληνική επαρχία που δέχτηκε τις αρβανίτικες μεταναστεύσεις. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο ιστορικός Χαλκοκονδύλης, μετά την Θεσσαλία οι Αρβανίτες μετακινήθηκαν στο εσωτερικό της Μακεδονίας και έφθασαν ως την Καστοριά.


Οι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, αρχικά σε μικρούς αριθμούς, μετά από την πρόσκληση του δεσπότη Μανουήλ Κατακουζηνού (1348 – 1380). Αργότερα, ο δεσπότης Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος (1383 – 1407) προσκάλεσε άλλους 10.000 Αρβανίτες. Οι Αρβανίτες υπηρετούσαν στον Βυζαντινό στρατό και η Δυναστεία των Παλαιολόγων τους χρησιμοποίησε συχνά σε πολλές στρατιωτικές εκστρατείες. Γύρω στο 1454, ο τοπικός Αρβανίτης ηγέτης Πέτρος Βουάς είχε περίπου 30.000 Αρβανίτες υπό τις διαταγές του.


Οι Βενετοί μίσθωσαν πρώτοι πολυάριθμους Αρβανίτες για να υπηρετήσουν στον ενετικό στρατό στο ελληνικό σώμα των Stradioti. Με βάση τους απολογισμούς του Γάλλου Philippe de Commines (1447 - 1511), οι Αρβανίτες επιτήρησαν τις ενετικές περιοχές όπως το Ναύπλιο ως πεζοί και έφιπποι στρατιώτες. Οι ίδιοι οι Αρβανίτες αυτοχαρακτηριζόντουσαν πάντοτε ως Έλληνες.


Αργότερα, οι Αρβανίτες υπηρέτησαν στον στρατό του Ερρίκου Η' της Αγγλίας και της Ιρλανδίας (1491-1547 // βασίλευσε 1509-1547).Αρβανίτες κατείχαν, συχνά, θέσεις σε ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες στις παροικίες της Δύσης. Το 1697, οι Αρβανίτες Μιχαήλ Μπούας και Αλέξανδρος Μοσχολέων καταχωρήθηκαν ως υπάλληλοι της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας στη Νάπολη και φυσικά ως Έλληνες.


Οι Αρβανίτες πρωτοαναφέρονται – σαν Αρβανίτες από το Άρβανον – στο βιβλίο της Άννας Κομνηνής, "Αλεξιάδα". Το βιβλίο ασχολείται με τις ταραχές στην περιοχή του Αρβάνου που προκάλεσαν οι Νορμανδοί εισβολείς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της, Αυτοκράτορα Αλέξιου Α' Κομνηνού (1081 – 1118). Στην «Ιστορία» (1079 – 1080 μ.Χ.), ο Βυζαντινός χρονογράφος Μιχαήλ Ατταλιάτης ήταν ο πρώτος που ανέφερε τους Αλβανούς ως έχοντες λάβει μέρος σε εξέγερση εναντίον της Κωνσταντινούπολης το 1043 μ.Χ. και τους Αρβανίτες ως υποτελείς του Δούκα του Δυρραχίου.


Οι Έλληνες Αρβανίτες δεν εδέχθησαν την επιρροή της οθωμανικής κυριαρχίας στους λαούς της περιοχής στα ζητήματα της θρησκείας ή των φυλετικών επιμιξιών και κυρίως στο θέμα της πολιτισμικής ιδιοσυστασίας. Η Αρβανίτικη γλώσσα είναι η γλώσσα που μιλιόταν στην περιοχή της Ιλλυρίας πριν την Οθωμανική κατάκτηση γι’ αυτό και διαφέρει από τα αλβανικά σε σημαντικό βαθμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σημερινοί Αλβανοί χαρακτηρίζουν την αρβανίτικη γλώσσα ως αρχαία αλβανικά. Από μελέτες που έχουν γίνει καταδεικνύεται πως τα «ελληνικά αρβανίτικα» περιέχουν πλήθος ομηρικών λέξεων η δε δομή της γλώσσας είναι λιτή και "βαριά". Είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για μία δωρική γλώσσα αρχαϊκού τύπου. Η δε κουλτούρα των Αρβανιτών περιέχει μία καθαρά δωρική ιδιοσυστασία.

_____________________

[1] Βιβλιογραφία

"Αρβανίτες, οι Δωριείς του νεότερου Ελληνισμού, η ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών", Κώστας Μπίρης, 1η έκδοση, 1960.

"Οι Αρβανίτες και το αρβανίτικο τραγούδι στην Ελλάδα", Γιάννης Γκίκας.

"Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων", Αριστείδης Κόλλιας, 1983.

"Οι Έλληνες Αρβανίτες", Μαρία Μιχαήλ-Δέδε, 1997

"Ανθολογία Αρβανίτικων τραγουδιών της Ελλάδας", Θανάσης Μωραΐτης, 2002,

Οι Αλβανοί στην Ελλάδα (13ος -15ος αι.), Ίδρυμα Γουλανδρή, 1991.

Ιστορία των Βαλκανικών Λαών, Παπαδήμας, 1995.

[2] Ο Κώνσταντίνος Μπίρης ήταν λαογράφος και αρχιτέκτονας. Το βιβλίο του «Αρβανίτες, οι Δωριείς του σύγχρονου Ελληνισμού, ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών» (1960) αποτελεί μια σχολαστική μελέτη για τους Αρβανίτες και είναι το έργο στο οποίο αναφέρονται πιο συχνά οι άλλοι επιστήμονες που μελέτησαν τους Αρβανίτες.

Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

ο περήφανος άνθρωπος

Η μπαλλάντα του Μάγκνερ Βόρεν[1]

Κάποτε ζούσε ένας άνθρωπος πολύ περήφανος
Τόσο περήφανος ήτανε
που έχτισε το σπίτι του για να μη φαίνεται
ανάμεσα σε χόρτα ψηλά και καταγάλανα σαν κύματα
αφού με κόπο τρυπώναν τα πουλάκια και του τραγουδούσανε
με κόπο τρύπωνε ο ήλιος
γιατί και τα πουλιά κι ο ήλιος τον αγαπούσανε

Ζούσε ολομόναχος εκεί
Κάποτε μόνο που αρρώστησε τρέξανε όλοι οι γείτονες για να τον δούνε
γιατί πολύ τον αγαπούσανε
Τόσο ευγενικός και μόνος τούς φαινότανε

Την άνοιξη που έγινε καλά
πήρε το ραβδί του και το σκούφο του και έφυγε
Οι γείτονες δακρύσανε γιατί πολύ τον αγαπούσανε
Γιατί κλαίτε ; τους λέει τότε
Δεν μπορεί ένας άνθρωπος μόνος να βαρέθηκε ;
Μήπως πρέπει επειδή έχει σπίτι
να μένει πάντα κλεισμένος στο σπίτι του ; Και γέλασε
λιγάκι σαν χαρούμενος και λίγο σαν θλιμμένα
Σωστά … Σωστά τα λέει
είπανε όλοι κουνώντας το κεφάλι τους με κατανόηση
κι όλοι μαζί τον αποχαιρετήσανε
Αλλά εκείνοι μείνανε γιατί τους άρεσε πολύ εκεί που ζούσανε
Κι έπειτα … σκέφτηκαν την ώρα που τον έβλεπαν να φεύγει
Κάποια μέρα μπορεί ο Μάγκνερ Βόρεν να γυρίσει πάλι ! –
γιατί έτσι τον λέγανε.[2]

[1] Ζέφη Δαράκη, το παιχνίδι να ονειρεύεσαι, εκδόσεις Κέδρος 1981
[2] σχετικό άρθρο: http://nomosophia.blogspot.com/2009/05/blog-post_06.html