Στην αρχαιότητα είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα ελληνικά γράμματα διδάχτηκαν, στην Αθήνα τουλάχιστον, σε ευρείες λαϊκές ομάδες από τις τελευταίες δεκαετίες του 6ου π.Χ. αιώνα. Στην παραδοχή αυτή μας οδηγεί κυρίως η καθιέρωση κατά το 508 / 7 π.Χ. του θεσμού του οστρακισμού, που εμφανώς προϋπέθετε γνώση της γραφής από τους Αθηναίους πολίτες – ψηφοφόρους. Αλλά και οι γραπτές μαρτυρίες οδηγούν στην ίδια διαπίστωση και, επιπλέον, παρέχουν ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη από την περίοδο αυτή μιας οργανωμένης εκπαιδευτικής λειτουργίας, που εξασφάλιζε γραμματειακή αγωγή[2] σε σχετικά ευρείες ομάδες πολιτών, με τα λεγόμενα γραμματοδιδασκαλεία. Ο Αριστοφάνης λ.χ. εμφανίζει[3] τη γενιά των μαραθωνομάχων να έχει φοιτήσει ομαδικά σε σχολεία από ανατολής ηλίου, ενώ ο Πλούταρχος παρουσιάζει[4] τους Τροιζηνίους, στους οποίους είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα των Αθηναίων μετά την περσική εισβολή του 480 π.Χ., να παρέχουν αγωγή στους νέους της Αθήνας, κατά την περίοδο της εκεί διαμονής των παιδιών των Αθηναίων πολιτών.
Διδασκόμενα κείμενα ήσαν κυρίως τα ομηρικά έπη, τα οποία από πολύ νωρίς (6° - 5° π.Χ. αι.) είχαν καταστεί κείμενα κλασικά. Ο Πλάτων μαρτυρεί[5] ότι πολλοί στην εποχή του δέχονταν ότι «την Ελλάδα πεπαίδευκεν ούτος ο ποιητής», ενώ ο Αισχύλος είχε αποκαλέσει[6] τα δράματα του «τεμάχη των Ομήρου μεγάλων δείπνων». Παράλληλα όμως προς τα ομηρικά έπη διδάσκονταν και συλλογές λυρικών ποιητών, στις οποίες κυριαρχούσαν οι λεγόμενοι γνωμικοί ποιητές, γιατί αυτοί κατεξοχήν προσφέρονταν για τη φρονηματιστική αγωγή των νέων, με τις γνωμικές θέσεις και τα ηθικά παραγγέλματα που περιείχαν. Ακόμη, τα κείμενα των νόμων του Σόλωνα χρησιμοποιήθηκαν ως διδακτική ύλη, επειδή η γλωσσική διατύπωση τους, που διακρινόταν για την αρτιότητα, προσφερόταν για την έναρξη του διδακτικού έργου.
Η εργασία στα κείμενα κατά τα πρωιμότερα χρόνια ήταν κατά βάση γλωσσική, με επικρατούσα τη λεξιλογική επεξεργασία του κειμένου, που ήταν αναγκαία, επειδή η αρχαία γραμματεία χαρακτηριζόταν από πλούσια διαλεκτική ποικιλία. Από κείμενο του Αριστοφάνη[7] φαίνεται πως από τον 5° ήδη π.Χ. αιώνα τα ομηρικά έπη και οι νόμοι του Σόλωνα χρειάζονταν γλωσσική επεξεργασία, για να γίνουν κατανοητά από τους νέους της εποχής αυτής. Κατά συνέπεια, από τον 5° ήδη π.Χ. αιώνα θα είχε αρχίσει η λεξιλογική και γραμματική επεξεργασία των κειμένων στη διδακτική πράξη. Και άλλες γραμματειακές πηγές επιβεβαιώνουν την παραπάνω εκτίμηση[8] . Μετά την πρώτη αυτή προσέγγιση, φαίνεται ότι, πέραν των γλωσσικών στόχων, σχετικά νωρίς η διδασκαλία επιδίωξε και στόχους γενικότερης ανθρωπιστικής καλλιέργειας των νέων, μέσω της ουσιαστικότερης ερμηνευτικής διείσδυσης στα κείμενα. Τούτο καταφαίνεται από τη διαδεδομένη σωκρατική και πλατωνική αντίληψη περί παιδείας, η οποία ήθελε η αγωγή των νέων να μη υπηρετεί πρακτικούς και επαγγελματικούς σκοπούς, αλλά να δημιουργεί ελεύθερους δημοκρατικούς πολίτες με ολόπλευρη καλλιέργεια της προσωπικότητας τους. Ο Σωκράτης στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα, αναφερόμενος στην παραδοσιακή εκπαίδευση της εποχής του, λέγει σε νέο που θέλει να παρακολουθήσει τα μαθήματα του σοφιστή Πρωταγόρα: «τούτων γαρ (των μαθήσεων) συ εκάστην ουκ επί τέχνη έμαθες ως δημιουργός εσόμενος, αλλ’ επί παιδεία, ως τον ιδιώτην και τον ελεύθερον πρέπει»[9] . Στα χρόνια της κλασικής ακμής η διδασκαλία των κειμένων απέβλεπε κατά κύριο λόγο στη διάδοση της γνώσης των λεγομένων «καλών τεχνών». Δηλαδή, στην κατοχή της ευγλωττίας, στη λογοτεχνική και φιλοσοφική γνώση, στις θεωρητικές ικανότητες και στην τέχνη διακυβέρνησης της πολιτείας. Για τον Πλάτωνα «Παιδεία μεν εσθ’ η παίδων αλκή τε και αγωγή προς το υπό τον λόγου ορθόν ειρημένον»[10] . Ακόμη, θεωρεί ο Πλάτων αγωγή «την προς αρετήν εκ παίδων παιδείαν, ποιούσαν επιθυμητήν τε και εραστήν του πολίτην γενέσθαι τέλεον άρχειν τε και άρχεσθαι επιστάμενον μετά δίκης»[11] . Ο φιλόσοφος δεν θεωρεί την επαγγελματική εκπαίδευση παιδεία.
Οι σοφιστές όμως και ο Ισοκράτης στη διδασκαλία τους επέμεναν κατεξοχήν στη γνώση της γλωσσικής φόρμας, επειδή με αυτήν υπηρετείται η καλλιέπεια και ο πειστικός λόγος. Σ' αυτούς οφείλουν το ξεκίνημα τους οι μεταγενέστερες σχολές γραμματικής και ρητορικής, που τυποποίησαν τις σπουδές και έδωσαν σ' αυτές μορφή εξωτερική και ρητορική. Γενικά, οι σοφιστές αναδείχτηκαν σε δασκάλους της σχετικιστικής πνευματοκρατικής εκπαίδευσης και αξιοποίησαν τα κείμενα για την επίτευξη στόχων που πραγμάτωναν αυτό το είδος παιδείας.
[1] Αθανασίου Β. Βερτσέτη, Διδακτική των Αρχαίων Ελλήνων, σελ. 2-5, Αθήνα 1994.
[2] Η αγωγή ως καλλιτεχνική και γυμναστική-αγωνιστική άσκηση των νέων είχε προηγηθεί της γραμματικής αγωγής. Αλλά και η οικοδιδασκαλία είχε προηγηθεί της ομαδικής (σχολικής) αγωγής, χωρίς η μορφή αυτή εκπαίδευσης να εκλείψει μεταγενεστέρως. Βλ. Αριστοτέλη «Ηθικά Νικομάχεια». 1180 Β και Κοϊντιλιανού I 2.
[3] Βλ. «Νεφέλαι», στ. 986 κ.ε. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι μαχητές του 490 π.Χ. ήσαν νέοι πριν από το 500 π.Χ.
[4] «Βίον Θεμιστοκλέους», όπου ο Πλούταρχος λέγει ότι οι Τροιζήνιοι αποφάσισαν «υπέρ αυτών (δηλ. των παίδων) διδασκάλοις τελεΐν μισθούς», κεφ. 10 3. Πρβλ. και F.A.G. Beck, Greek education 450-350 B.C., Methuen & Co., London 1964, σ. 77.
[5] «Πολιτείας» Χ 606 Ε.
[6] Βλ. Αθηναίου «Δειπνοσοφισταί» VIII 347 Ε.
[7] Σε σωζόμενο απόσπασμα της κωμωδίας «Δαιταλής» (=συνδαιτημόνες) αναπτύσσεται ο εξής διάλογος μεταξύ δύο μαθητών ενός σχολείου:
Α. «Προς ταϋτα συ λέξον όμηρείους γλώττας, τί καλοϋσι κόρυ-
6α... τί καλούσ’ αμενηνά κάρηνα;
Β. Ο μεν ουν σος, εμός δ’ ούτος αδελφός φρασάτω τί καλούσιν ιδυίους;»
Οι όροι «κόρυβα» (= κορυφές) και «αμενηνά κάρηνα» (= νεκροκεφαλές) προέρχονται από τον Όμηρο και ο όρος «ιόνιους» (= μάρτυρες) από τους νόμους του Σόλωνα.
[8] Ο Δημόκριτος είχε συγγράψει συγγράμματα με τίτλους «Περί Ομήρου ή όρθοεπείης καί γλωσσέων», όπου γλώσσα = λέξη με σκοτεινή σημασία, «Περί καλλοσύνης επέων» κ.ά.π., ενώ ο Πρωταγόρας είχε ασχοληθεί με το γένος των ονομάτων και τη σημασία των εγκλίσεων. Βλ. κατωτέρω το κεφάλαιο περί Γραμματικής και Συντακτικού.
[9] Πλάτωνα «Πρωταγόρας» 312 Β.
[10] Πλάτωνα «Νόμοι» 312 Β.
[11] Πλάτωνα «Νόμοι» I 643 Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου