Ο νόμος των εμπόρων[1]
Άνδρες με θυμωμένη την όψη και τα γένεια να σφουγγίζουν την άφρη του μένους τους, έσερναν την πλαδαρή τους κοιλιά προσπαθώντας να πιάσουν τον φυγά. Οι πάγκοι με τις ποικίλες πραμάτειες αναποδογυρίζονταν στο ξαφνικό κυνηγητό την ίδια ώρα που οι βρισιές των εμπόρων χύνονταν ανάκατες με την οργή τους σε ‘κείνη την ανομοιογενή, αναμεμιγμένη με χίλιους δυο διαφορετικούς κόσμους ανθρωποθάλασσα. Μετά την πρώτη αναπάντεχη ταραχή της εμπορικής καθημερινότητας, άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρη η εικόνα ενός μικρού, ξυπόλητου αγοριού που, πηδώντας πάνω από ανθρώπους και σκόρπιες κατσίκες, προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ τους φωνακλάδες διώκτες του πετώντας ξωπίσω του, για να τους κλείσει τον δρόμο, λογής – λογής φρούτα και σκόρπια εμπορεύματα.
«Πιάστε τον κλέφτη».
Στ’ αγριεμένο συνοθύλευμα των εμπόρων προστέθηκαν περίεργοι κι αργόσχολοι περαστικοί. Ο πασίγνωστος δρόμος του μεγάλου παζαριού της Εζρά συνωστίστηκε στη στιγμή. Ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο οχλοβουητό ακολούθησε τον μικρό κλεφτάκο γυρεύοντας να τον αδράξει. Κείνος πέταξε με μιας τ’ ασημένιο θηκάρι που ‘χε αρπάξει απ’ τους πάγκους του Ελιέζερ …, για να ελαφρύνει τη θέση του ακόμη περισσότερο και να παραπλανήσει τους θυμωμένους εμπόρους.
«Κλείστε του το δρόμο», ούρλιαξε ο χοντροκαμωμένος Ελιέζερ. Ο αλητάκος ίσα που πρόλαβε και γλύτωσε το χτύπημα των μανάβηδων. Οι μπροστινοί έμποροι που ‘χαν έγκαιρα ειδοποιηθεί απ’ τις φωνές του παζαριού γύρισαν πάνω του κατά μέτωπο και χύμηξαν να τον συλλάβουν. Γλίστρησε πάνω στα πατημένα φρούτα και στις λιγοστές κοπριές των προβάτων του βέλαξαν αναστατωμένα πίσω απ’ τους πάγκους του Σεμπιλχανέ όπου οι περαστικοί αγοραπωλητές ξεκουράζονταν στο περίπτερό του ξεδιψώντας με νερό και σερμπέτι. Αμέσως έχασε την ισορροπία του κι έπεσε πάνω στον κόσμο λαχανιασμένος και τρομοκρατημένος σαν αδέσποτο σκυλί. Σηκώθηκε και προσπάθησε να ξεφύγει αλλά μάταια. …
[1] Περίανδρου Ανδρουτσόπουλου, «το μυστικό του κοχυλιού», σ. 5-6, εκδόσεις Ηλιοφόρος, 1996.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου