Πρόσεχε , με ποιόν ταξιδεύεις[1]
Τον περασμένο μήνα είχα πάει στην Πρέβεζα για μια εκπομπή στην τηλεόραση και γύρισα με το αεροπλάνο από τα Γιάννενα.
Κάθε φορά που ταξιδεύω με αεροπλάνο έχω ένα σύστημα. Λέω ψέματα ότι καπνίζω, για να μη με βάλουν δίπλα σε μωρά.
Τα μωρά στο αεροπλάνο είναι σαν τις διαφημίσεις στο Ντάλας. Σου κόβουν το καλύτερο. Πας να κοιμηθείς, κλαίνε. Πας να διαβάσεις, κλαίνε. Πάς να κλάψεις, γελάνε. Είπα λοιπόν ότι καπνίζω και με βάλανε να κάτσω με τους μεγάλους.
Το μόνο κακό σε αυτή την ιστορία είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις με πόσο μεγάλους θα σε βάλουν να κάτσεις. Δεξιά μου ήταν μια κυρία που κοιμόταν. Αυτή δεν ήταν πρόβλημα. Αριστερά μου ήταν ένας κύριος που δεν κοιμόταν. Αυτός ήταν πρόβλημα. Θα πρέπει να ήταν μεταξύ εκατό και εκατόν είκοσι. Έμενε, μου είπε, στα Γιάννενα και πήγαινε στην Αθήνα να κοιτάξουν τα μάτια του, γιατί τώρα τελευταία δεν έβλεπε καλά.
Στο αεροδρόμιο με περιμένει η τσούπρα, με πληροφόρησε.
Ποια τσούπρα ; ρώτησα.
Η εγγονή μου.
Ο παππούς στύλωσε το σταχτί βλέμμα του πάνω μου.
Εσύ είσαι παντρεμένος ; με ρώτησε.
Είμαι, είπα.
Έχεις πολλά εγγόνια ;
Αισθάνθηκα να ιδρώνω ξαφνικά. Ηρέμησε, είπα στον εαυτό μου. Αφού σου το ‘πε ο άνθρωπος ότι δε βλέπει καλά.
Όχι, είπα.
Γιατί ; ρώτησε ο παππούς.
Δεν έλαχε, είπα.
Ο παππούς κούνησε το κεφάλι του :
Θες να σου πω τη γνώμη μου ; Ζωή χωρίς εγγόνια είναι σαν ρακί χωρίς μεζέ.
Δεν πίνω ρακί, είπα.
Είχα αρχίσει να ιδρώνω πάλι. Τι θυμώνεις ; Αφού δε βλέπει καλά … ξαναείπα στον εαυτό μου.
Ο κόσμος σήμερα δεν αγαπά τα εγγόνια. Εμένα ο παππούς μου είχε σαράντα επτά εγγόνια. Κι είχαμε και τους Τούρκους τότε στα Γιάννενα !
Ο παππούς στύλωσε πάλι πάνω μου το σταχτί φονικό βλέμμα.
Από την Αθήνα είσαι ή από τα Γιάννενα ;
Από την Αθήνα.
Τότε δε θα πρόλαβες τους Τούρκους, είπε ο παππούς. Εσείς οι Αθηναίοι απελευθερωθήκατε νωρίτερα από μας του Ηπειρώτες.
Αυτό είναι αλήθεια, παραδέχτηκα με ευγνωμοσύνη.
Κακό πράμα οι Τούρκοι, είπε ο παππούς.
Αυτό είναι αλήθεια, ξαναείπα.
Στους Βαλκανικούς πολέμους ήμουνα επιλοχίας, είπε ο παππούς. Πολέμησα στο Μπιζάνι.
Κάρφωσε πάλι το σταχτί βλέμμα επάνω μου. Πρόσεξε, σού ‘ρχεται, είπα στον εαυτό μου.
Εσύ στους Βαλκανικούς πολέμους τι βαθμό είχες ; με ρώτησε ο παππούς.
Άκουσα κάτι σαν λόξυγγα από δεξιά μου. Η κυρία είχε ξυπνήσει και παρακολουθούσε γεμάτη ενδιαφέρον το διάλογο. Είδα την ιπταμένη να είναι κι αυτή σκασμένη στα γέλια. Ο επιλοχίας των Βαλκανικών πολέμων κι εγώ είχαμε γίνει θέαμα του αεροπλάνου.
…
Από το Μπιζάνι θα περάσουμε ; ρώτησε ο παππούς.
Όχι απ’ ότι ξέρω.
Κάθε φορά που περνάω από το Μπιζάνι, θυμάμαι εκείνη την κυκλωτική κίνηση που κάναμε το ’12 στον Εσάτ πασά. Τη γράφουν όλες οι εγκυκλοπαίδειες. Μας περίμενε από δεξιά και τον χτυπήσαμε από αριστερά.
Το φονικό σταχτί βλέμμα καρφώθηκε πάλι επάνω μου :
Τον θυμάσαι εσύ τον Εσάτ πασά ;
Όχι πολύ καθαρά, είπα.
Ήσουν έφεδρος τότε ; ρώτησε ο παππούς.
Είδα τον έναν από τους πιλότους να βγαίνει από την καμπίνα και να με πλησιάζει βιαστικά. Μαζί του ήταν η ιπταμένη. Έρχονταν για να μη χάσουν το θέαμα.
Τι γίνεται, θα φτάσουμε καμιά ώρα στην Αθήνα ; ρώτησα τον πιλότο.
Ο πιλότος κοίταξε το ρολόι του.
Σε ένα τέταρτο θα είμαστε στο Ελληνικό, είπε.
Τώρα πού είμαστε ; ρώτησε ο παππούς.
Ο πιλότος έσκυψε και κοίταξε από το φινιστρίνι.
Τώρα περνάμε από την Αράχωβα, είπε.
Εδώ δεν είχε φτάσει ο Εσάτ πασάς, μας καθησύχασε ο παππούς.
Όχι, αλλά είχε φτάσει ο Ομέρ Βρυώνης, είπα.
Ο παππούς γύρισε και με κοίταξε γεμάτος βουβό ενθουσιασμό :
Τον πρόλαβες κι αυτόν, βρε θηρίο ;
…
[1] Φρέντυ Γερμανός, «κατάστασις απελπιστική αλλά ΟΧΙ σοβαρή», σ. 131 κ. επ., εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου