Οι εύκολοι επικριταί, ξένοι τε και ημέτεροι, εύρον αφορμήν να συναγάγουν αμέσως το συμπέρασμα ότι αι αμέσως μετά τον Αγώνα γενεαί εξεφυλίσθησαν εις νάνους απογόνους γιγάντων προγόνων και οι ποιηταί και ρήτορες εκάστης 25ης Μαρτίου έψαλλον ύμνους μεν προς τους ήρωας του 1821, θρήνους δε διά την κατάπτωσιν των συγχρόνων των, προσέθετον όμως εις το τέλος διά παρηγορίαν και ελπίδας τινας αορίστους διά την πραγματοποίησιν της Μεγάλης Ιδέας. Δεν είχον όμως ευτυχώς δίκαιον.
Οι μεν ξένοι κατέκριναν περισσότερον του δέοντος την μικράν Ελλάδα, ενώ ώφειλαν να ομολογήσουν ότι οι διπλωμάται των ήσαν οι αίτιοι της ασθενείας και κακοδαιμονίας του νέου Κράτους. Διότι το ίδρυσαν διά λόγους αμοιβαίων αντιζηλιών σχεδόν μη βιώσιμον. Διότι επεζήτησαν να το καταστήσουν όργανον των φιλοδοξιών των εις την Ανατολήν, επεμβαίνοντες εις τα εσωτερικά του και σχηματίζοντες ίδια κόμματα. Διότι τέλος, εν τη συνήθει των διπλωματών μυωπία και τη μερίμνη μόνον της προσωρινής και εμπειρικής λύσεως των ζητημάτων δεν ηννόησαν ότι μία Ελλάς ισχυρά και αυτάρκης, περιλαμβάνουσα το μεγαλύτερον μέρος των Ελλήνων, θα απετέλει στοιχείον ειρήνης, τάξεως και πολιτισμού εις την Ανατολήν, ενώ τουναντίον μικρά και πτωχή θα επεζήτει μοιραίως να επωφεληθή πάσης περιστάσεως διά να εξέλθη από τον ασφυκτικόν κλοιόν της και να ανταποκριθή εις τας επικλήσεις των σκλαβωμένων παιδιών της. Αν ηννόουν όλα αυτά οι διπλωμάται, όταν έληξεν η Ελληνική Επανάστασις, δεν θα διεκυβεύετο ανά πάσαν δεκαετίαν η ειρήνη εις την Ανατολήν και δεν θα καθίσταντο μαρτυρικός ο βίος της Ελλάδος.
Αλλά και οι ίδιοι οι Έλληνες, οι μετά την Μεγάλην Επανάστασιν, παρεξήγησαν και την γένεσιν και τας συνθήκας και τα διδάγματα αυτής. Από της οφειλομένης τιμής και ευλαβείας προς την μνήμην των ελευθερωτών έφθασαν να αποδώσουν εις αυτούς μυθικάς ιδιότητας, να κύπτουν δε οι ίδιοι υπό το βάρος της πατρικής μεγαλουργίας και να θεωρούν εαυτούς ανικάνους προς συνέχισιν του έργου Εκείνων. Η αντίληψις αύτη εστρέβλωνε την ιστορικήν αλήθειαν και δεν ήτο διόλου συνταλεστική εις την διαπαιδαγώγησιν των νεωτέρων.
Διότι αι γενεαί μιας φυλής δεν είναι φυσικόν και δυνατόν να διαφέρουν τόσον πολύ η μία της άλλης. Αι βασικαί ιδιότητες, αι αρεταί και τα ελαττώματα μένουν τουναντίον αμετάβλητοι διά μέσου των αιώνων, απατηλά δε είναι εξωτερικά τινα γνωρίσματα καταπτώσεως οφειλόμενα εις παροδικά αίτια, πρωτίστως δε εις την επίδρασιν των ιθυνόντων εκάστοτε μίαν χώραν ασθενών και μετρίων ή τουναντίον ισχυρών και ικανών οι οποίοι θέτουν επί ολοκλήρου γενεάς την σφραγίδα της προσωπικότητός των.
[1] «Το Εικοσιένα, πανηγυρικοί λόγοι ακαδημαϊκών», επιμέλεια Πέτρου Χάρη, απόσπασμα από την ομιλία του Αλέξανδρου Μαζαράκη με τίτλο «το δίδαγμα του Εικοσιένα», Ακαδημία Αθηνών – Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήναι 1977.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου