Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Λαογραφία

Ο λυράρης και οι Νεράϊδες

Σε τούτη τη χώρα, που οι θεοί γινόντουσαν άνθρωποι και οι άνθρωποι γινόντουσαν θεοί, εξακολουθούν ως σήμερα και οι άνθρωποί της σε πολλά τους να συμπεριφέρωνται σαν τους αρχαίους θεούς του τόπου. Στο χοροστάσι του κάθε χωριού, στο αλώνι ή στην πλατεία, θα μπουν σε «κύκλο» στο χορό οι νέες γυναίκες με τις χρωματιστές τους μπόλιες και με τα κεντητά τους τοπικά φορέματα. Μην τις μετράς πόσες είναι πιασμένες στο χορό, εννέα ή περισσότερες. Άκουσε μόνο το τραγούδι τους, και σίγουρα θα ξεχωρίσης κάποιες γλυκιές φωνές που θα νομίσης πως ίσως έρχονται από τις «εννέα» εκείνες, τις αρχαίες. Και ανάμεσα στον κύκλο τούτο, που είναι γεμάτος κεντήματα και χρώματα και κινήσεις αρμονικές, ανάμεσά του, κέντρο έμψυχο του έμψυχου κύκλου, στέκεται σήμερα ο λαϊκός λυράρης, ανώνυμος διάδοχος ονομαστών ομοτέχνων. ανώνυμος και ταπεινός διάδοχος, όμως πιστός και αφοσιωμένος, γι’ αυτό και στέκει στο κέντρο του νεοελληνικού χορού, ορκισμένος «παραστάτης» της αρχαίας «θυμέλης» που, ας χάθηκεν εκείνη από το κέντρο της «ορχήστρας», όμως άφησε στο ποδάρι της τον ορκισμένο κληρονόμο. Αυτός και σήμερα είναι που κανονίζει και αλλάζει τους ρυθμούς του χορού. Στη δική του την προσταγή σύμμετρα και αρμονικά όλων πειθαρχούν των χορευτών τα πόδια και τα σώματα. Χωρίς αυτόν δεν μπορεί να γίνει, ούτε άξιο γλέντι, ούτε γιορτή, ούτε γάμος. Αιώνες ολόκληρους για το χωριό είναι ο λυράρης για το γλέντι ό,τι είναι ο παπάς για τη λατρεία : Αναντικατάστατος.

Αν πάρουμε ολόκληρο τον κάθετο κορμό της κυρίως Ελλάδας, από την Ήπειρο ίσια κάτω έως τη Ρούμελη και το Μοριά, θα βρούμε ίσως να παίζουν τη λύρα, παράλληλα όμως και να κυριαρχή εδώ ο θαυμάσιος λαϊκός «ζουρνάς» και ο εξευγενισμένος διάδοχός του, το φλάουτο. Ο ζουρνάς και η φλογέρα είναι τα λαϊκά όργανα που εκφράζουν με τη μουσική τους την ψυχή του Κλέφτικου τραγουδιού και το «αρρενωπό πάθος», τη λεβεντιά, θα έλεγα, του τσάμικου χορού. Ολόκληρο όμως το άλλο γεωγραφικό τόξο, ένα «τόξο» σε σχήμα λύρας αρχαίας και αυτό, έντονα χρησιμοποιεί τη λύρα σαν το κυριώτερο μουσικό του όργανο. Το γεωλογικό τούτο τόξο αρχίζει από την Κρήτη, προχωρεί στην Κύπρο, ανεβαίνει εκεί όπου ήταν ως τελευταία οι Έλληνες, στη Μ. Ασία και στον Πόντο, και λυγίζει προς τη Θράκη και τη Μακεδονία για να ολοκληρωθή ως τη γειτονική της Ήπειρο. Συλλογιέται κανείς ένδοξα ονόματα των λαϊκών μουσικών οργάνων : την Κρητική λύρα, τη Δωδεκανησιακή, την Κυπριακή, την Ποντιακή, τη Θρακιώτικη και τη λύρα τη Μακεδονίτικη.

- Αν θέλεις, σε μαθαίνουμε να παίξης λύρα μια φορά, λύρα που να χορεύουνε κι’ οι πέτρες.

Θα νομίση κανείς πως αυτόν το λόγο μόνο αρχαίες Μούσες θα μπορούσαν να τον ειπούν θνητό. Αυτές είναι οι δασκάλες που ξέρουν και που χαρίζουν τη θεία τέχνη. Πραγματικά, ο Ορφέας είχε τέτοιο χάρισμα, επειδή είχε τη μητέρα του τη Μούσα. Ο μεγάλος Όμηρος τη μούσα και αυτός παρακαλάει, για να τον βοηθήση πώς να παίξη τη λύρα του και πώς να τραγουδήση. Την παρακαλάει αμέσως με τον πρώτο του στίχο στην Ιλιάδα και με τον πρώτο του στίχο στην Οδύσσεια. Και όμως τον πιο πανω λόγο δεν τον έχουν ειπεί αρχαίες Μούσες, αλλά νεοελληνικές Νεράϊδες, αυτ΄ς οι ξωτικές και οι πανέμορφες κόρες που λατρεύουν το χορό και τη μουσική και έχουν διαδεχτή, μέσα στις λαϊκές δοξασίες, όχι μόνο τις αρχαίες Νύμφες, Νηρηΐδες και Δρυάδες, αλλά και τις αρχαίες Μούσες, μάλιστα σε αρκετά χαρακτηριστικά τους.Η πιο πανω φράση αναφέρεται σ’ ένα επεισόδιο μιας θαυμάσιας σημερινής παράδοσης, που τη λένε στην Κρήτη και μιλάει για τους λυράρηδες και για την τέχνη της λύρας. Ιδού η παράδοση :

«Όποιος θέλει να μάθη να παίζη καλά τη λύρα, πηγαίνει κατά τα μεσάνυχτα σ’ ένα ερημικό σταυροδρόμι, κι’ εκεί χαράζει κάτω στη γης με μαυρομάνικο μαχαίρι έναν γύρο και μπαίνει μέσα κι’ ετοιμάζεται και παίζει. Σε λίγο έρχονται από ολούθες Νεράϊδες και τον τριγυρίζουν. Ο σκοπός τους δεν είναι καλός, γιατί θέλουν να τον βασανίσουν και να τον θανατώσουν. Μα αφού δεν μπορούν να μπουν στο γύρο, που ‘ναι χαραγμένος με το μαυρομάνικο μαχαίρι, κοιτάζουν με κάθε τρόπο να τον ξεπλανέψουν και να τον τραβήξουν έξω. Και του λένε γλυκά λόγια και όμορφα τραγούδια και του κάνουν χίλια δυο τσακίσματα. Μα εκείνος, αν είναι φρόνιμος, κάνει πέτρα την καρδιά του κι’ εξακολουθεί να παίζη ατάραχα τη λύρα.

- Μα δεν την ξέρεις, καημένε, του λένε σαν ιδούν πως παν τα πλανέματά τους χαμένα. Τί την παίζεις έτσι και χάνεις τον κόπο ;
- Έτσι την έμαθα, έτσι την παίζω, τους αποκρίνεται ο λυράρης. Τί σας νοιάζει εσάς ;
- Μπα τίποτε, του λένε, μόνο αν θέλεις, σε μαθαίνουμε να παίζης λύρα μια φορά, λύρα που να χορεύουνε κι’ οι πέτρες.

Και τον παρακαλούν να βγη από το γύρο. Κείνος δεν τις ακούει. Ύστερα από πολλά, του ζητούν μόνο τη λύρα. Ο λυράρτης τη δίνει, μόνο φυλάγεται να μη βγάλη έξω από το γύρο το χέρι του ή άλλο μέρος από το σώμα του, γιατί αμέσως εκείνο κόβεται. Παίρνει τότε μια νεράϊδα τη λύρα, την παίζει λίγες στιγμές με πολλή τέχνη, και του τη δίνει ύστερα πάλι με δυσαρέσκεια και του λέει :

- Πάρε την. Εσύ δε μας πιστεύεις να βγης έξω, και μεις γιατί να σου μάθωμε ;

Μα ο λυράρης τίποτε. Δεν ακούει και αρχίζει πάλι να παίζη άτεχνα τη λύρα του. Οι Νεράϊδες, που θέλουνε να τον βλάψουν, κάνουν πολλές φορές το ίδιο με τη λύρα, για να γελαστή καμιά φορά να βγάλη παραέξω το χέρι του. Στο τέλος, όταν θα κράξη ο πετεινός, για να μην τις βρη η μέρα, του ζητούν να τους δώση ένα ό,τι κι’ αν είναι, για να τον μάθουν. Κι’ εκείνος βγάζει την άκρη από το μικρό του δάχτυλο και το κόβουν αμέσως οι Νεράϊδες. Όμως δεν τονε γελούν, παρά σε λίγες στιγμές τον μαθαίνουν κιόλας να παίζη σαν κι’ αυτές, και ύστερα χάνονται.
Για κείνο ένας καλός λυράρης, άμα τον παινεύουν πως έχει καλές κοντυλιές, λέει καμιά φορά:- Αμ’ είντα θαρρείτε; Εγώ τη λύρα την έμαθα στο σταυροδρόμι!».

Ο σημερινός λυράρης, που διδάσκεται από τη Νεράϊδα, και ο Όμηρος, που ζητάει δασκάλα και οδηγό του τη Μούσα, και ο πρώτος εκείνος γενάρχης των μουσικών, ο Ορφέας, ο γιός της Μούσας, όλα αυτά είναι πρόσωπα, πράγματα και ιδέες πολύ συγγενικά. Αν δεν αναφερθούν τα δύο ένδοξα ονόματα Όμηρος και Ορφέας, τα περιστατικά που σχετίζονται μ’ αυτούς μοιάζουν σαν αντίστοιχα νεοελληνικά. Αληθινά, η σχέση τους με τις ξωτικές, που ασύγκριτα παίζουν τη λύρα, είναι παρόμοια σαν τις αντίστοιχες των ανώνυμων νεοελληνικών λυράρηδων.


Σε τούτη τη χώρα, που οι θεοί γινόντουσαν άνθρωποι και οι άνθρωποι γινόντουσαν θεοί, καθένας θα συμφωνήσει μαζί μου ότι υπάρχει κάτι σπουδαίο και μοναδικό, κάτι που παραμένει αιώνιο, δένοντας την ελληνική παράδοση και τη ζωή σε ένα σύνολο ενιαίο, αδιαίρετο, γεμάτο θέλγητρα αναρίθμητα και πολύμορφα.[1]


[1] Κώστα Ρωμαίου, «Κοντά στις ρίζες», σελ. 261-264, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 1980.

Δεν υπάρχουν σχόλια: