Στο μέγιστο μέρος της η προϊστορική έρευνα στον τόπο μας εντοπίστηκε και εξακολουθεί και σήμερα να στρέφεται κυρίως προς την Όψιμη Προϊστορία[2]. Για μια χώρα κατ’ εξοχήν «κλασική», το φαινόμενο είναι βέβαια εντελώς φυσικό. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η έρευνα της Προϊστορίας άρχισε στην Ελλάδα σαν προσπάθεια επαλήθευσης του Έπους και του Μύθου, στοιχείων δηλαδή που είχαν τεράστια παιδευτική αξία στην κλασική εποχή του Ελληνισμού – και κατ’ αντανάκλαση μεγάλη σημασία για τη σύγχρονη ιστορική σκέψη.
Ήταν, επομένως, και είναι ακόμη δύσκολο να απαλλαγεί η προϊστορική έρευνα στην Ελλάδα από το όραμα του «ελληνικού», από τη συνάρτηση με τη «φυλή» και τη «γλώσσα». Αλλά και η βεβαιωμένη πρώιμα ύπαρξη στον αιγαιακό χώρο του αρχαιότερου σ’ ευρωπαϊκό έδαφος υψηλού επιπέδου πολιτισμού, του Κρητομυκηναϊκού, από την αρχή σχεδόν της δεύτερης χιλιετίας πΧ και πέρα, δεν μπορούσε βέβαια να μείνει χωρίς συνέπειες. Ένας τόσο λαμπρός πολιτισμός ανταμείβει πλούσια τις προσπάθειες των ερευνητών και δικαιώνει απόλυτα τη στροφή του ενδιαφέροντος προς αυτόν. Για τους λόγους αυτούς, η έρευνα της Απώτερης Προϊστορίας[3] στον ελληνικό χώρο κινήθηκε πάντα στο περιθώριο. Ωστόσο, και η μακρινή και εντελώς σκοτεινή άλλοτε Παλαιολιθική εποχή αντιπροσωπεύεται τώρα στην Ελλάδα με άφθονο και αξιόλογο υλικό, που τοποθετείται χρονικά μεταξύ των δέκα και εκατό χιλιάδων ετών πριν την εποχή μας.
…
Η σύγχρονη επιστημονική έρευνα διαμόρφωσε μια σωστότερη αντίληψη του πραγματικού βάθους της Προϊστορίας στον τόπο αυτόν και του αληθινού περιεχομένου της. Η νέα αυτή αντίληψη βασίζεται στην επιστημονική πίστη ότι η Απώτερη Προϊστορία είναι σε παγκόσμια κλίμακα η κοινή πηγή όλων των κατοπινών «υψηλών» ή «ιστορικών» πολιτισμών. Επομένως … η αναδρομή στο βάθος της Προϊστορίας δεν είναι μόνο χρήσιμη αλλά και αναγκαία, αφού χωρίς αυτήν δε νοείται σήμερα ολοκληρωμένη θεώρηση της πολιτιστικής εξέλιξης.
…
Η Ελλάδα είναι ο τόπος όπου δρα εξακολουθητικά η αρχαιότερη πολιτιστική παράδοση του κόσμου. Ένα μόνο στοιχείο της παράδοσης αυτής – στοιχείο δευτερεύον, οπωσδήποτε, και το νεότερο ίσως απ’ όλα – η γλώσσα, έχει αδιάκοπη ζωή τριάντα δύο αιώνων. Πόσο βαθύτερη άραγε πρέπει να υποτεθεί η αναγωγή άλλων πολύ ουσιαστικότερων συντελεστών στο προϊστορικό παρελθόν; Δεν γίνεται βέβαια λόγος για συνέχεια φυλετική, γιατί η φυλή είναι έννοια ξένη στο χώρο της πολιτιστικής δημιουργίας. Τονίζεται απλώς το γεγονός ότι ένας μακροχρόνιος και ακατάλυτος δεσμός λειτουργεί ακόμη από τα χρόνια της Προϊστορίας ανάμεσα στο λαό, φορέα και δημιουργό της παράδοσης αυτής, και στον τόπο – το προαιώνιο και αναλλοίωτο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, και οι ρίζες του είναι πολύ βαθύτερες από όσο υποπτευόμαστε.
[1] Δημητρίου Ρ. Θεοχάρη, «Νεολιθικός Πολιτισμός», σ. 16-17, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1981.
[2] Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι γύρω από το 3000 πΧ αρχίζει στην Ελλάδα μια νέα εποχή, η εποχή του Χαλκού ή του Ορείχαλκου – απλούστερα Χαλκοκρατία. Η εποχή αυτή είναι στο σύνολό της σχεδόν προϊστορική. Τη χαρακτηρίζουμε Όψιμη Προϊστορία, για να την αποχωρήσουμε από το χαοτικό χρονικό διάστημα που βρίσκεται πίσω της, που από το βασικό υλικό για την κατασκευή εργαλείων ονομάζεται συμβατικά «Εποχή του Λίθου». Αυτή η εποχή αντιστοιχεί με ό,τι λέμε Απώτερη προϊστορία, και η διάρκειά της υπολογίζεται σε πολλές εκατοντάδες χιλιετιών.
[3] Εντελώς πρόσφατα η αρχαιολογική έρευνα ξεπέρασε στον τόπο μας το φράγμα του Ολόκαινου και εισέδυσε σε μια προγενέστερη γεωλογική περίοδο (10.000 χρόνια πριν από την εποχή μας), το Πλειστόκαινο – τον κοσμογονικό αιώνα των μεγάλων και απότομων κλιματικών αλλαγών και οικολογικών αναστατώσεων.