Ο Σοφός Θυρωρός[1]
Ο Φιλίππ φόρεσε το καλπάκι του, σιάχτηκε και μουρμουρίζοντας βγήκε απ’ την κουζίνα. βγήκε στην αυλόπορτα, κάθισε στον πάγκο και κατέβασε τα φρύδια του, σα σύννεφο.
- Δεν είναι λαός αυτός, μα κάτι χημικοί, γουρουνιάριδες, μουρμούρισε έχοντας ακόμη στο νου του το λαό της κουζίνας. Αφού ησύχασε, έβγαλε το βιβλίο, αναστέναξε σοβαρά κι άρχισε το διαβασμα. «Έτσι είναι γραμμένο, που καλύτερο δεν χρειάζεται – συλλογίστηκε αφού διάβαζε την πρώτη σελίδα, κουνώντας το κεφάλι του – τους φωτίζει ο Κύριος!»
Το βιβλίο του είταν καλό. Μοσκοβίτικη έκδοση. «Περί των οστρακοειδών». Αφού τελείωσε τις δυο σελίδες, ο θυρωρός κούνησε με νόημα το κεφάλι του κ’ έβηξε.
- Σωστά γραμμένο.
Διάβασε κατόπι και την τρίτη κ’ έμεινε σε συλλογή. Ήθελε να συλλογιέται για την παίδεψη και, έτσι του ‘ρθε – και για τους Γάλλους. Το κεφάλι του έγειρε στο στήθος, οι αγκώνες ακούμπησαν στα γόνατα. Τα μάτια του μισόκλεισαν.
Κι ο Φιλίππ είδε όνειρο. Είδε πως άλλαζαν όλα. Η γη είταν, η ίδια όπως και πριν, τα σπίτια τα ίδια, κ’ οι αυλόπορτες οι παλιές, αλλά οι άνθρωποι άλλαξαν ολότελα. Όλοι είταν σοφοί. Δεν είχε βλάκες καθόλου και στους δρόμους περνούσαν όλο Γάλλοι και Γάλλοι. Ως κι ο νερουλάς ακόμα έχει κρίση: «Εγώ λέει, ομολογώ πως δεν είμ’ ευχαριστημένος από το κλίμα και θέλω να δω το θερμόμετρο», ενώ στα χέρια του κρατεί ένα παχύ βιβλίο.
- Διάβαζε τον Καζαμία, του λέει ο Φιλίππ.
Η μαγέρισσα η κουτόμυαλη κι αυτή ανακατώνεται στις κουβέντες και κάνει παρατηρήσεις. Ο Φιλίππ πηγαίνει στο τμήμα για να εγγράψει τους νοικατόρους και – τί περίεργο πράγμα μέσα σ’ αυτό το φοβερό ίδρυμα, μιλάνε όλο τον καιρό για σοφά πράματα και στα τραπέζια απάνω, παντού βιβλία και βιβλία. Άξαφνα κάποιος ζυγώνει το Μίσια το λακέ και φωνάζει: «Κοιμάσαι, εσύ; Εσένα λέω, κοιμάσαι;»
- Κοιμάσαι; ακούει μια βροντερή φωνή από πάνω του ο Φιλίππ. Κοιμάσαι, παλιάνθρωπε, χτήνος;
Ο Φιλίππ τινάχτηκε απάνω κι άρχισε να τρίβει τα μάτια του. Μπροστά του στεκότανε ο υπαστυνόμος του Τμήματος.
- Κοιμάσαι, αι; Να σου καθίσω ένα πρόστιμο, τέρας, να δεις; Θα σε δείξω πώς κοιμούνται όταν φυλάγουν, κοθόνι!
Ύστερα από δυο ώρες τον καλέσανε στο τμήμα. Ξαναήρθς κατόπι στην κουζίνα. Εδώ όλοι συγκινημένοι από τα κηρύγματά του καθόντανε γύρω στο τραπέζι κι α΄κουαν το Μίσια που τους διάβαζε.
Ο Φιλίππ, κατσουφιασμένος, ολοκόκκινος, ζήγωσε το Μίσια, χτύπησε με το μανίκι του απάνω στο βιβλίο και είπε θλιβερά:
- Πέταξέ το!
* Η αρχή του διηγήματος στην σελίδα της ΝομοΣοφίας
[1] Άντον Τσέχωφ, «Οι αναποδιές της ζωής», εκδόσεις Ηριδανός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου