Διάλογος σε εκδρομή[1]
Μαθητές: Ωραία τα δημοτικά τραγούδια, κύριε καθηγητά, αλλά εμάς μας αρέσουν πιο πολύ τα μοντέρνα …
Καθηγητής: Κι εμένα μου αρέσουν αυτά που είπατε, κι ακόμα μου αρέσουν και τα λαϊκά, τα ρεμπέτικα …
Μ: Η κλασική μουσική δεν σας αρέσει;
Κ: Τρελαίνομαι. Έχω μάλιστα μια πολύ ωραία δισκοθήκη κλασικών έργων, ακόμα και ηλεκτρονικής μουσικής. Κι ένα στερεοφωνικό συγκρότημα μούρλια!
…
Μ: Κι εμείς νομίζαμε πως σας αρέσουν μόνο τα δημοτικά τραγούδια. Όλο γι’ αυτά μας μιλάτε και για την παράδοση, τελευταία.
Κ: Εσείς πολλά νομίζετε κι αναγκάζετε τον άνθρωπο να περιαυτολογεί. Αλλά έτσι … Αχ, κι εμείς έτσι ήμασταν … Γιορτάζουμε το έτος της παράδοσης φέτος. Δεν σας το είπα;
Μ: Και γιατί γίνεται αυτό το αφιέρωμα; Ποιος ο λόγος;
Κ: Ρίχνουμε μια στοχαστικότερη ματιά στον παραδοσιακό μας πολιτισμό. Είναι διαποτισμένη η ζωή μας. Πρέπει να ξέρουμε …
Μ: Δηλαδή όλη αυτή η κίνηση και οι συζητήσεις δεν έχουν για σκοπό να μας ξαναγυρίσουν σ’ εκείνη την παλιά ζωή με τις παραδόσεις;
Κ: Με κάνετε να γελάω. Ποιος σας είπε πάλι αυτές τις βλακείες;
Μ: Τα γράψανε.
Κ: Δεν ξέρω τί να πω. θα είναι καμιά παρεξήγηση. Αυτά προσφέρονται για παρεξηγήσεις. Δεν θα κατάλαβαν καλά ίσως, αλλά, αν δεν είναι κακόπιστοι, με τον καιρό θα καταλάβουν.
Μ: Θα καταλάβουν τί;
Κ: Θα καταλάβουν πως ποτέ δεν ειπώθηκε κάτι τέτοιο και ότι μια επιστροφή ενός λαού σ’ έναν παλιότερο πολιτισμό του, μια αναβίωση, δεν γίνεται με τα λόγια.
Μ: Και με τί γίνεται;
Κ: Με τίποτε. Είναι αστείο. Άλλωστε ποιος ο λόγος; Όταν καταπέσει το σύστημα …
Μ; Το σύστημα; Α, αυτό μας ενδιαφέρει. Ναι, το σύστημα!
Κ: Ξέρω, περιττό. Είσαστε μαγεμένοι τώρα μ’ αυτή τη λέξη: «το σύστημα». Προηγουμένως ήταν «το κατεστημένο». Δεν κατακρίνω είναι ανθρώπινα. Είναι λέξεις φορτισμένες με τη μαγεία της εποχής …
Μ: Συνεννοούμαστε έτσι όμως …
Κ: Σύμφωνοι. Γι’ αυτό κι εγώ σας είπα «το σύστημα». Λοιπόν, όταν καταπέσει όλο το σύστημα, παρασύρεται και ο πολιτισμός του. Καταλαβαινόμαστε;
Μ: Με το παραπάνω. Αλλά …
Κ: Τί είναι πάλι αυτό το «αλλά». Διαφωνείτε;
Μ: Όχι, αλλά … Να, εμείς βλέπουμε, χρησιμοποιούμε ένα σωρό παλιά πράγματα, του παλιού πολιτισμού. Πώς κατέπεσε;
Κ: Τί εννοείτε, ποια παλιά;
Μ: Να, κιλίμια, φλοκάτες, υφαντά διάφορα, μεταλλικά σκεύη, ψάθες. Προλήψεις, έθιμα, κόκκινα αυγά, βασιλόπιτες …
Κ: Καλικάντζαροι, κάλαντα … Ε; κάλαντα;
Μ: Δημοτικά τραγούδια, που τραγουδούν αυτοί οι συμμαθητές μας … Πολλά, πολλά πράγματα. Αυτά δεν είναι ζωντανά, ζωντανός λαϊκός πολιτισμός; Πώς «κατέπεσε» λέτε;
Κ: Ναι, λαϊκός είναι και κάπως ζωντανός είναι, αλλά όχι ολόκληρος πια. Κομμάτια που απόμειναν, δεν είναι όλο εκείνο το σύστημα που υπήρχε άλλοτε. Όπως ένα παγόβουνο, όταν σπάζει, σε μικρά, μικρά κομμάτια, καταδικασμένα να λιώσουν …
Μ: Και γιατί κομματιάστηκε έτσι αυτό … το παγόβουνο;
Κ: Καταλαβαίνω τον υπαινιγμό σας για την παρομοίωσή μου, αλλά εγώ το φαντάζομαι από την άποψη της άσπιλης λαμπράδας. Κάποτε μια ηθοποιό τη διαφήμιζαν ως «το φλογερό παγόβουνο».
Μ: Σχήμα οξύμωρον, κύριε καθηγητά.
Κ: μπράβο! το πετύχατε. Αλλά γιατί κομματιάστηκε, είπατε …
Μ: Το παγόβουνο …
Κ: Αφήστε πια το παγόβουνο. Για τον λαϊκό πολιτισμό λέμε. Και για να τελειώνουμε: Κομματιάστηκε γιατί δημιουργήθηκαν οι συνθήκες.
Μ: Τί άλλες συνθήκες;
Κ: Να, άλλο σύστημα. Καταλάβατε τώρα; Βιομηχανίες, συγκοινωνίες, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις …
Μ: Και λοιπόν;
Κ: Σωστά. Γιατί όχι; Να, η βιομηχανία, η βιοτεχνία, στην αρχή, βέβαια, άρχισε να παράγει απ’ όλα τα είδη. Δεν χρειαζόταν πια στο σπίτι να υφαίνουν, ούτε να γνέθουν, ούτε να φτιάχνουν τα λιγοστά έπιπλα, τα σκεύη τους … Τίποτε. Στο τέλος έπαψαν να ζυμώνουν και ψωμί. Άρχισαν να τ’ αγοράζουν.
Μ: Κι αν δεν είχαν να τ’ αγοράσουν;
Κ: Πουλούσαν απ’ τα προϊόντα τους. Άλλοι πάλι αντί για τσομπάνηδες και γεωργοί έγιναν εργάτες στις βιομηχανίες. Πούλησαν χωράφια, κοπάδια, σπίτια, για να ‘ρθούν στην πόλη, κοντά στις δουλειές.
Μ: Δηλαδή τα έπαιρναν όλα έτοιμα πια. Δυστυχούσαν.
Κ: Ναι, αλλά τώρα πήραν κάπως να στρώνουν τα πράγματα.
Μ: Έτσι, λοιπόν, εξηγείται, γιατί μόνο σε μικρά χωριά κι αυτά απομονωμένα παράγουν ακόμα με τον παλιό τρόπο.
Κ: Ας μην είμαστε βιαστικοί. Το φαινόμενο είναι πολύπλοκο. Υπάρχουν και συντηρητικά άτομα, που τους αρέσει να κρατούν τα παλιά.
Μ: Κυρίως, τα έθιμα.
Κ: Σωστή η παρατήρηση. Τα έθιμα κρατιούνται πιο εύκολα, ιδίως αυτά που δεν απαιτούν σπουδαία υλικά μέσα. Σπάνια όμως στηρίζονται στην πίστη. Είναι συναίσθημα.
Μ: Δεν μπορεί να αναβιώσει τίποτε πια;
Κ: Σε πλατιά κλίμακα, όχι. Μπορούν όμως όλα τα υλικά δημιουργήματα να αναπαράγονται. Πολλά είναι ιδιαίτερα ωραία. Υφαντά, σκαλιστές κασέλες, παραδοσιακά φαγητά …
Μ: Πάντως, αυτά όλα κοστίζουν πολύ περισσότερο.
Κ: Βλέπω, ξέρετε από αγορά. Ε, πώς αλλάζουν τα πράγματα! Κάποτε αυτά τα αγόραζαν για οικονομία. Τώρα είναι πιο ακριβά, πολύ πιο ακριβά, από τα βιομηχανικά προϊόντα.
…
Μ: Δηλαδή αν ένα άτομο ή μια οικογένεια θέλει να ζήσει παραδοσιακά είναι κακό;
Κ: Κακό όχι, βέβαια, αλλά πολύ δύσκολο. Διαρκώς θα πέφτει πάνω στα προϊόντα του σύγχρονου πολιτισμού, που δεν θα μπορεί να παρακάμψει. Έτσι εύκολα βγαίνει το πλαστικό απ’ τη ζωή μας;
Μ: και ο λαός;
Κ: Ο λαός τραβάει το δρόμο του. Δημιουργεί πολιτισμό με βάση τις ακατανίκητες ανάγκες του. Απόπου μπορεί να δανείζεται στοιχεία. Είναι όμως έγκλημα να προσπαθείς να τον φέρεις πίσω. Θα δημιουργήσεις σύγχυση και καθυστέρηση. Και το αποτέλεσμα μηδέν.
Μ: Και οι Έλληνες, θα έχουμε πια τον ξένο τον δυτικό πολιτισμό, δεν θα δημιουργήσουμε δικό μας;
Κ: Βιάζεστε, βλέπω κι εδώ. Οι πολιτισμοί δεν δημιουργούνται έτσι, εύκολα. Εκπληρώνονται πολλές άλλες συνθήκες, και τους βλέπεις ξαφνικά σχηματισμένους. Πάντως και τώρα κάτι πρέπει να δημιουργείται, μα δεν το νιώθουμε γιατί είμαστε κοντά.
Μ: Δηλαδή δεν είναι κακό που δεν ακολουθούμε το λαϊκό μας πολιτισμό;
Κ: Κακό; Ύψιστε Θεέ! Γιατί να ‘ναι κακό; Ο πολιτισμός εκείνος πάει πια, αντικαταστάθηκε.
Μ: Και τότε προς τί όλα αυτά;
Κ: Για τις ρίζες μας, για την αυτογνωσία. Για να ξέρουμε πώς ζούσαν και τί πίστευαν οι πρόγονοί μας. Και πάνω απ’ όλα για να καταλαβαίνουμε το παρόν, τη σημερινή ζωή. Να την ερμηνεύουμε και να την αντιμετωπίζουμε σωστότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου