Άμα ο Γάλλος στρατηγός Καίσαρας Μπερτιέ, διορισμένος διοικητής στα Εφτάνησα, ήρθε στην Κέρκυρα, έστειλε στον Αλή γράμμα του Βοναπάρτη, γεμάτο κομπλιμέντα: Τούλεγε πως είχε τη φιλία του σε μεγάλη εκτίμηση, πως μια φορά κ’ έκαμε ειρήνη με τη Ρουσία κ’ η συνθήκη περιλάβαινε και την Τουρκία, είχε δώσει στους στρατηγούς του οδηγίες να συνεννοηθούνε μ’ αυτόν - τον Αλή - για την εφαρμογή της στα Εφτάνησα. Κ’ είχε στείλει, αλήθεια, οδηγίες στον Μπερτιέ, να φέρεται φιλικά στον Αλή. Ο Γάλλος όμως διοικητής, παρεξηγώντας τις οδηγίες του Βοναπάρτη, έδωσε τέτοιον τόνο στη φιλία, που μερικοί απ’ τους υπαλλήλους του νομίσανε πως μπορούνε να του τάζουνε την Πάργα. Τέτοιον αέρα είχανε δώσει στον Αλή, πούστειλε τέλος αντιπροσώπους στον Μπερτιέ να παζαρέψουνε την παράδοση της πολιτείας.
Στην αποστολή αυτή, αρχηγός ήταν ο Ψαλίδας, από τα πιο επιτήδεια όργανα της διπλωματίας του Αλή – χωρίς να είναι διόλου διπλωμάτης το επάγγελμα. Ήτανε μάλιστα κάτι, που απέχει πολύ απ’ αυτό: Δάσκαλος. Ένας δάσκαλος όμως μ’ ανώτερη νόηση και τεράστια μόρφωση. Σπουδαγμένος στο σεμινάριο της Πουλτάβας κ’ ύστερα στα πανεπιστήμια της Βιέννης, μιλούσε κ’ έγραφε τα λατινικά, τ’ αρχαία ελληνικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα γερμανικά και τα ρούσικα. Έξω απ’ τη φιλολογία, είχε σπουδάσει και θετικές επιστήμες, η μεγάλη όμως φυσική κλίση του ήτανε στη φιλοσοφία. Δυνατός και πειστικός ρήτορας.
Ο Όλλαντ, που τον είχε σχετιστεί πολύ, γράφει γι’ αυτόν: «Ήταν ικανός να μιλεί, ζωντανά κ’ εύκολα, για οποιοδήποτε θέμα – μα προ πάντων για τέχνη, για φιλολογία και για το μεγαλείο της Ελλάδος. Άξιο για κάθε έπαινο κρίνω το ζήλο του για τη νεώτερη ελληνική φιλολογία και προ πάντων για την ποίηση. Χίλιες φορές τον άκουσα ν’ απαγγέλλει και να εξηγεί τα λυρικά του Αθανασίου Χριστοπούλου, που τον τιμά σαν τον παλιό Ανακρέοντα».
Ο Ψαλίδας, κατεβαίνοντας στα Γιαννενα, νεώτατος, διορίστηκε διευθυντής στη Μαρούτσειο Σχολή κ’ ύστερ’ από τέσσερα χρόνια στην Καπλάνειο. Σοβαρός, μετρημένος, σεμνός, είχε τραβήξει τον Αλή με την εξυπνάδα και την αγαθή φήμη πούχαιρε. Η φιλία του χρειαζότανε στον πασά, γιατί ο Ψαλίδας επηρέαζε όλους τους επίσημους ξένους που περνούσαν από τα Γιάννενα. Τον δεχότανε, λοιπόν, στην Αυλή του και τον κολάκευε, για να λέει στους ξένους πως δεν υπήρχε καλύτερος ηγεμόνας και προ πάντων για να τρέχει και με τα μέσα του, τη ρητορική του και την επιβολή του στους ξένους, να εξουδετερώνει τις ενέργειες και τις ραδιουργίες των προξένων εναντίον του. Είχε ακόμα ο Ψαλίδας και κάτι άλλο, που άρεσε πολύ στην τσιγκουνιά του Αλή: την αφιλοκερδεία. Γροσάκι δεν είχε πληρωθεί ποτέ για τις υπερεσίες του. Και μονάχα σαν ήτανε να τα ξοδέψει για δουλειές δημόσιες – όπως σε διπλωματικές αποστολές στην Κέρκυρα, όταν είχαν οι Ρούσοι τα Εφτάνησα, ή όπως τώρα, με τους Γάλλους – έπαιρνε τα έξοδα του ταξιδιού.
Ωστόσο, μ’ όλα τούτα, λίγο είχε λείψει, εδώ και λίγα χρόνια, να πάρει ο Αλής το κεφάλι του Ψαλίδα. Όταν ήτανε στη Βιέννη, ο δάσκαλος είχε αφιερώσει στην Αικατερίνη της Ρουσίας ένα βιβλίο – το «Περί αληθούς ευδαιμονίας» – όπου , μιλώντας για τους Μουσουλμάνους, δεν τους είχε περιποιηθεί καθόλου, μα τους πήγαινε από άπιστους σ’ αγαρηνούς. Το βιβλίο, άγνωστο στα Γιάννενα, ήτανε μια παντοτεινή φοβέρα, σπαθί του Δαμοκλή, πάνω απ’ το κεφάλι του Ψαλίδα, Αν το μυριζότανε κάποιος πούθελε το κακό του, αν τόδειχνε στον Αλή, που μισούσε θανάσιμα τους Ρούσους, ήτανε χαμένος. Ο μόνος άνθρωπος πούξερε αυτό το βιβλίο ήταν ο μητροπολίτης, που δε χώνευε πολύ τον Ψαλίδα. Κάποτε, που πιαστήκανε, το μαρτύρησε στον Αλή. Κι’ ο δάσκαλος θάχανε το κεφάλι του, αν ο γιατρός Λουκάς, συγγενής του Ψαλίδα κι’ από τους πιο πιστούς οικογενειακούς φίλους του πασά, δεν έπεφτε, μονός – διπλός, να τον γλιτώσει.
Αυτό, με λίγα λόγια, ήταν ο διπλωματικός αντιπρόσωπος πούστειλε ο Αλής στην Κέρκυρα, στον Μπερτιέ, να παζαρέψει την παράδοση της Πάργας. Ο Ψαλίδας έκαμε τόσο καλά τη δουλειά του, που ο Γάλλος στρατηγός, όχι μόνο δέχτηκε συζήτηση, μα κ’ έστειλε την πρόταση στον αυτοκράτορα. Ο Βοναπάρτης θύμωσε τόσο «για την αληθινά βλακώδη πρόταση», όπως έγραφε, ώστε σε λίγο ανακάλεσε τον Μπερτιέ, πούχε τόσο παρεξηγήσει τις διαθέσεις του, κ’ έστειλε τον Ντονζελώ διοικητή στα Εφτάνησα. Έτσι, άμα πήρανε στην Κέρκυρα την απόκριση του Βοναπάρτη, ο Ψαλίδας γύρισε στα Γιάννενα, για πρώτη φορά χωρίς θετικό αποτέλεσμα στην αποστολή του.
*Σπύρου Μελά, «Το λιοντάρι της Ηπείρου», σελ. 238-240, της Ακαδημίας Αθηνών, εκδόσεις Μπίρης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου