Μια μοναδική δημηγορία
Ο Ρωμαίος και ο πατέρας[1]
Ποτέ μου δε φοβήθηκα των ανθρώπων τη δύναμη. Πάντα όμως φοβόμουν τη θεϊκή δύναμη, την αστάθεια της τύχης και τα αναρίθμητα και πιο απρόβλεπτα χτυπήματα που μπορεί να δώσει. Νικούσα και θριάμβευα, η τύχη με βοηθούσε σαν άνεμος ευνοϊκός. Όμως εγώ, μιαν άξαφνη θύελλα πάντα τη φοβόμουν.
Σε μια μέρα μέσα, πέρασα το Ιόνιο, από το Μπρίντιζι στην Κέρκυρα, κι’ από κει σε πέντε μέρες στους Δελφούς. Σε πέντε μέρες ακόμη, έφτασα στη Μακεδονία. Έκαμα τις θυσίες, κι’ αμέσως άρχισα τις επιχειρήσεις. Σε δεκαπέντε μέρες, είχα τερματίσει τον πόλεμο με την πλήρη υποταγή της Μακεδονίας. Αυτός ο γρήγορος θρίαμβος, μ’ έκανε να αισθάνομαι κάποια ανήσυχη δυσπιστία στην Τύχη. Τον εχθρό πια τον είχα συντρίψει, από εκεί δεν είχα τίποτα να φοβηθώ. Γύριζα λοιπόν ήσυχος, με βασιλιάδες αιχμαλώτους, με άπειρα λάφυρα, με το στρατό μου ακμαίο. Κι όμως, κάτι μ’ εφόβιζε για την Τύχη …
Η ψυχή μου, που έτρεμε για τις συμφορές που απειλούσαν ίσως την πατρίδα μου τη Ρώμη, λυτρώθηκε από τον φόβο της, όταν είδα το σπίτι μου να ρημάζει, κι’ έθαψα τα δυο μου τα παιδιά, τα θαλερά βλαστάρια μου, τη μόνη μου ελπίδα και κληρονομιά. Τώρα πια έμεινα έρημος κι’ άκληρος. Τώρα όμως, δεν βλέπω άλλον κίνδυνο. Η μπόρα πέρασε. Η Ρώμη μπορεί να είναι ήσυχη. Η Μοίρα εκδικήθηκε εμένα, κι’ όχι την πατρίδα μου.
Κοιτάξτε, κοιτάξτε τι παράξενη και τι άστατη που είναι η τύχη των ανθρώπων ! Ο Περσεύς, νικημένος, έχει όμως τα παιδιά του, ενώ ο Αιμίλιος Παύλος, νικητής, έχασε τα δικά του …[2]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου