Επαναστατική παράδοση[1]
Κανένας δεν γνωρίζει το μέγεθος των απωλειών στους πολέμους των Ταϊπίνγκ, αλλά υποστηρίζεται ότι μερικές κινεζικές επαρχίες δεν έχουν ανακτήσει ως σήμερα τον αλλοτινό πληθυσμό τους. ... Η εξέγερση των Ταϊπίνγκ και η καταστολή της συνδέονται αναπόσπαστα με την γοργή διείσδυση δυτικών όπλων και κεφαλαίου στην Ουράνια Αυτοκρατορία μετά τον πρώτο Πόλεμο του Οπίου (1839-1842).
...
Την εποχή του Ναπολέοντα Γ΄, στην μεγαλύτερη εξωευρωπαϊκή αυτοκρατορία διαδραματιζόταν η μεγαλύτερη από όλες τις επαναστάσεις του 19ου αιώνα: η λεγόμενη εξέγερση των Ταϊπίνγκ στην Κίνα (1850-1866). Αυτό το ιστορικό γεγονός αγνοήθηκε από τους ευρωκεντρικούς ιστορικούς, αν και ο Μαρξ, τουλάχιστον, είχε αρκετή επίγνωση της σημασίας του ώστε να γράψει ήδη το 1853: «Ίσως ο επόμενος ξεσηκωμός του λαού της Ευρώπης εξαρτηθεί περισσότερο από αυτό που σημβαίνει τώρα στην Ουράνια Αυτοκρατορία παρά από οποιαδήποτε άλλη υπαρκτή πολιτική αιτία». Ήταν η μεγαλύτερη επανάσταση όχι μόνον επειδή η Κίνα, της οποίας περισσότερη από τη μισή επικράτεια έφτασαν κάποια στιγμή να ελέγχουν οι Ταϊπίνγκ, ήταν από τότε κιόλας το μεγαλύτερο σε πληθυσμό κράτος του κόσμου (περίπου 400 εκατομμύρια κάτοικοι), αλλά επειδή οι εμφύλιοι πόλεμοι τους οποίους πυροδότησε έγιναν σε εξαιρετικά μεγάλη κλίμακα και με φοβερή αγριότητα. Υπολογίζεται ότι γύρω στα 20 εκατομμύρια Κινέζοι έχασαν τη ζωή τους στη διάρκειά της. Αυτές οι αναστατώσεις ήταν, από μερικές σημαντικές απόψεις, άμεση συνέπεια της δυτικής επιρροής στην Κίνα.
Η Κίνα, ίσως μόνη ανάμεσα στις μεγάλες παραδοσιακές αυτοκρατορίες του κόσμου, είχε λαϊκή επαναστατική παράδοση, με ιδεολογικό υπόβαθρο και πρακτική οργάνωση. Ιδεολογικά, οι λόγιοι και ο λαός της θεωρούσαν βέβαιο ότι η αυτοκρατορία τους ήταν ακατάλυτη και βρισκόταν στο κέντρο του κόσμου: θα υπήρχε αιώνια, με επικεφαλής έναν αυτοκράτορα (εκτός από σποραδικά διαλείμματα διχασμού), και θα την διοικούσαν γραφειοκράτες λόγιοι που είχαν γίνει κρατικοί λειτουργοί αφού πέρασαν τις μεγάλες εθνικές εξετάσεις που είχαν καθιερωθεί πριν από σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια, για να εγκαταλειφθούν μόνον όταν η ίδια η αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια, το 1910. Ωστόσο, η ιστορία της Κίνας ήταν η ιστορία μιας αλληλοδιαδοχής δυναστειών, καθεμιά από τις οποίες περνούσε (όπως πίστευαν οι Κινέζοι) έναν κύκλο ακμής, κρίσης και παρκμής: κερδίζοντας και τελικά χάνοντας την «ουράνια εντολή», που νομιμοποιούσε την απόλυτη εξουσία τους. Στη διαδικασία της αλλαγής από τη μια δυναστεία στην άλλη, οι Κινέζοι γνώριζαν ότι θα υπήρχαν λαϊκές εξεγέρσεις, που θα γεννιούνταν από το φαινόμενο της ληστείας, από αγροτικούς ξεσηκωμούς και από τη δράση λαϊκών μυστικών εταιρειών και μάλιστα περίμεναν από αυτές τις εξεγέρσεις να παίξουν σημαντικό ρόλο. Η ίσια η επιτυχία μιας τέτοιας εξέγερσης ήταν ένδειξη ότι η «ουράνια εντολή» εξέπνεε. Η διαχρονικότητα της Κίνας, του κέντρου του παγκόσμιου πολιτισμού, επιταγχυνόταν χάρη σ’ έναν αέναο κύκλο εναλλαγής δυναστειών, που συμπεριλάμβανε και αυτό το επαναστατικό στοιχείο.
Έτσι, η δυναστεία των Μαντσού, που επιβλήθηκε από βόρειους κατακτητές στα μέσα του 17ου αιώνα, είχε αντικαταστήσει τη δυναστεία των Μινγκ, που με τη σειρά της είχε ανατρέψει (με λαϊκή επανάσταση) την δυναστεία των Μογγόλων τον 14ο αιώνα. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα το καθεστώς των Μαντσού φαινόταν ακόμα να λειουργεί ομαλά, έξυπνα και αποτελεσματικά – αν και υπήρχαν φήμες για τεράστια διαφθορά – αλλά ήδη από την δεκαετία του 1790 υπήρχαν σημάδια κρίσης και ανταρσίας. Σε όποιους άλλους παράγοντες και αν οφείλονταν αυτά τα φαινόμενα, είναι βέβαιο ότι η εκπληκτική αύξηση του πληθυσμού της χώρας τον περασμένο αιώνα (αύξηση της οποίας τα αίτια δεν έχουν ακόμα διευκρινιστεί εντελώς) είχε αρχίσει να δημιουργεί έντονα οικονομικά προβλήματα. Λέγεται ότι ο πληθυσμός της Κίνας αυξήθηκε από 140 εκατομμύρια περίπου το 1741 σε σχεδόν 400 εκατομμύρια το 1834. Το δραματικό καινούριο στοιχείο στην κατάσταση της Κίνας ήταν η διείσδυση των δυτικών, που είχαν ταπεινώσει την Αυτοκρατορία στον πρώτο Πόλεμο του Οπίου. Η συνθηκολόγηση μπροστά σε μια μέτρια ναυτική δύναμη των Βρετανών προκάλεσε τρομερό σοκ, γιατί φανέρωσε πόσο εύθραυστο ήταν το αυτοκρατορικό σύστημα, και δεν αποκλείεται να το συνειδητοποίησαν αυτό ακόμα και τα τμήματα της κοινής γνώμης πέρα από τα όρια των λίγων περιοχών που έζησαν άμεσα την καταστροφή. Όπως και αν έχει το πράγμα, αυξήθηκαν αμέσως και σε εντυπωσιακό βαθμό οι δραστηριότητες διαφόρων αντιπολιτευτικών δυνάμεων, προπαντώς των ισχυρών και βαθιά ριζωμένων μυστικών εταιρειών, όπως η Τριάδα της νότιας Κίνας, που ήταν αφιερωμένες στην ανατροπή της ξένης δυνασείας των Μαντσού και στην παλινόρθωση των Μινγκ. Η αυτοκρατορική διοίκηση είχε συγκροτήσει σώματα πολιτοφυλακής εναντίον των Βρετανών και έτσι συνέβαλε στην διανομή όπλων στους πολίτες. Δεν χρειαζόταν παρά ένας σπινθήρας για να έρθει η έκρηξη.
...
Η εξέγερση ξέσπασε το 1850 στο Κουανγκσί και διαδόθηκε με τόση ταζύτητα, ώστε μέσα σε ένα χρόνο ανακυρήχθηκε το «Ουράνιο Βασίλειο της Παγκόσμιας Ειρήνης». ... Χωρίς αμφιβολία, επρόκειτο για καθεστώς κοινωνικής επανάστασης, που το στήριζαν κυρίως οι λαϊκές μάζεα και εμφορούνταν από ταοίκές, βουδιστικές και χριστιανικές ιδέες για ισότητα. Θεοκρατικά οργανωμένο κατό το σχήμα μιας πυραμίδας από οικογενειακές μονάδες, κατάργησε την ατομική ιδιοκτησία (η γη μοιραζόταν μόνο για χρήση, όχι για κυριότητα), καθιέρωσε την ισότητα των δύο φύλων, απαγόρευσε τον καπνό, το όπιο και το οινόπνευμα, εισήγαγε νέο ημερολόγιο (όπου υπήρχε και εβδομάδα επτά ημερών) και διάφορες άλλες πολιτιστικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς να παραλείψει να μειώσει τους φόρους. Στα τέλη του 1853 οι Ταϊπίνγκ, με τουλάχιστον ένα εκατομμύριο μαχητές, έλεγχαν το μεγαλύτερο τμήμα της νότιας και ανατολικής Κίνας και είχαν καταλάβει το Νανκινγκ, αν και – σε μεγάλο βαθμό επειδή τους έλειπε το ιππικό – δεν είχαν κατορθώσει ουσιαστικά να προχωρήσουν προς τα βόρεια. Η Κίνα διχοτομήθηκε. Ακόμα και οι περιοχές που δεν ελέγχονταν από τους Ταϊπίνγκ κλυδωνίζονταν από σοβαρές αναταραχές, όπως η εξέγερση των Νιέν (στασιαστών αγροτών) στα βόρεια, που δεν κατεστάλη παρά μόλις το 1868, η εξέγερση της εθνικής μειονότητας των Μιάο στο Κβεϊτσόου, και οι ξεσηκωμοί άλλων μειονοτήτων στα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά.
Η επανάσταση των Ταϊπίνγκ δν επέζησε, ούτε είχε πολλές πιθανότητες να επιζήσει. Οι ριζοσπαστικές καινοτομίες της αποξένωσαν τους μετριοπαθείς, τους παραδοσιοκράτες και όσους είχαν περιουσία να χάσουν – και που δεν ήταν καθόλου μόνο οι πλούσιοι. Η αδυναμία των ηγετών της να τηρήσουν οι ίδιοι τις πουριτανικές αρχές τους εξεσθένισε την λαϊκή της απήχηση, και δεν άργησαν να προκύψουν βαθιά ρήγματα στην ηγεσία. Μετά το 1856 η επανάσταση βροσκόταν σε υποχώρηση, και το 1864 οι κυβερνητικές δυνάμεις ανακατέλαβαν την πρωτεύουσα των Ταϊπίνγκ, το Νανκίνγκ. Η αυτοκρατορική κυβέρνηση ανέρρωσε, αλλά το τίμημα που πλήρωσε για να αναρρώσει ήταν βαρύ και τελικά αποδείχτηκε μοιραίο. Εκτός από αυτό, έδειξε καθαρά πόσο περίπλοκες επιπτώσεις έιχε η δυτική επιρροή.
Το παράδοξο είναι ότι οι ιθύνοντες της Κίνας ήταν μάλλον λιγότερο πρόθυμοι να υιοθετήσουν δυτικές καινοτομίες από όσο οι πληβείοι στασιαστές, συνηθισμένοι από καιρό να ζουν σε ένα ιδεολογικό σύμπαν όπου ανεπίσημες ιδέες, δανεισμένες από ξένες πηγές (όπως ο βουδισμός), ήταν αποδεκτές. Για τους κομφουκιστές γραφειοκράτες λογίους που κυβερνούσαν την αυτοκρατορία, ό,τι δεν ήταν κινεζικό ήταν βάρβαρο. Απέρριπταν ακόμα και την τεχνολογία, που τόσο εξόφθαλμα έκανε τους βαρβάρους αήττητους. Το 1867, όταν δηλαδή η ξένη διείσδυση βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη φάση, ο Μέγας Γραμματέας Γουό Τζεν υπέβαλε στον θρόνο ένα υπόμνημα, όπου προειδοποιούσε ότι η ίδρυση κολεγίου για την διδασκαλία της αστρονομίας και των μαθηματικών θα «παρέδιδε τον λαό στην ξενομανία» και θα κατέληγε «στην έκπτωση της χρηστότητας και στην διάδοση της φαυλότητας»[2]. Η αντίσταση στην κατάσκευή σιδηροδρόμων και των συναφών εξακολούθησε να είναι σοβάρη. Για ευνόητους λόγους σχηματίστηκε ένα «εκσυγχρονιστικό» κόμμα, αλλά μπορούμε να μαντέψουμε ότι ακόμα και αυτό θα προτιμούσε να αφήσει την παλιά Κίνα αμετάβλητη, απλώς δίνοντάς της την δυνατότητα να παράγει στρατιωτικό οπλισμό δυτικού τύπου. ... Όπως και αν έχει το πράγμα, η ανίσχυρη αυτοκρατορική διοίκης διαπίστωσε ότι δεν είχε να επιλέξει παρά ανάμεσα σε διαφορετικούς βαθμούς παραχωρήσεων προς την Δύση. Αντιμετωπίζοντας μια μεγάλη κοινωνική επανάσταση, δεν θέλησε ούτε καν να κινητοποιήσει εναντίον των εισβολέων την τεράστια δύναμη της ξενοφοβίας του κινεζικού λαού. Όπως έδειχνε η πρακτική της, η καταστολή της επανάστασης των Ταϊπίνγκ ήταν ασυζητητί το επιτακτικότερο πολιτικό πρόβλημά της, και για τον σκοπό αυτόν η ξένη βοήθεια ήταν αν όχι ουσιώδης, πάντως επιθυμητή. Η καλή θέληση των ξένων ήταν απολύτως αναγκαία. Έτσι η αυτοκρατορική Κίνα περιήλθε γρήγορα σε πλήρη εξάρτηση από τους ξένους. Από το 1854 μια αγγλογαλλοαμερικανική τριανδρία έλεγχε το τελωνείο της Σανγκάης, αλλά μετά τον δεύτερο Πόλεμο του Οπίου (1856-1858) και την λεηλασία του Πεκίνου (1860), που τελείωσε με την πλήρη συθηκολόγηση[3], έπρεπε να διοριστεί ένας Άγγλος για να «βοηθάει» στη διαχείριση όλων των εσόδων του κινεζικού κράτους από τελωνειακούς δασμούς. ... Ο διακανονισμός αυτός συνεπαγόταν την πλήρη υποταγή της αυτοκρατορικής κυβέρνησης στα συμφέροντα των Δυτικών.
Οι Δυτικοί προτιμούσαν να στηρίζουν την δυναστεία των Μαντσού παρά να την ανατρέψουν, γιατί το τελευταίο θα έφερνε στην εξουσία ένα μαχητικό εθνικιστικό επαναστατικό καθεστώς ή, πράγμα πιθανότερο, θα προκαλούσε αναρχία και θα δημιουργούσε ένα πολιτικό κενό, το οποίο η δύση ήταν απρόθυμη να καλύψει. ... από την άλλη μεριά, η κινεζική αυτοκρατορία συνήλθε από την κρίση που προκάλεσε η επανάσταση των Ταϊπίνγκ χάρη σε ένα συνδυασμό παραχωρήσεων προς την Δύση, επιστροφής στον συντηρητισμό και μιας μοιραίας διάβρωσης της κεντρικής εξουσίας. Οι πραγματικοί νικητές στην Κίνα ήταν οι παλιοί γραφειοκράτες λόγιοι. Αντιμέτωπες με έναν θανάσιμο κίνδυνο, η δυναστεία των Μαντσού και η αριστοκρατία προσέγγισαν την κινεζική ελίτ, εκχωρώντας της ένα μεγάλο μέρος από την αλλοτινή εξουσία τους. Οι ικανότεροι ανάμεσα στους λογίους κρατικούς λειτουργούς είχαν σώσει την αυτοκρατορία, την στιγμή που το Πεκίνο ήταν ανήμπορο, συγκροτώντας επαρχιακούς στρατούς με βάση τους πόρους των επαρχιών. Με αυτόν τον τρόπο προανάγγειλαν τον μεταγενέστερο κατακερματισμό της Κίνας σε ένα συνοθύλευμα από περιοχές που τις κυβερνούσαν ανεξάρτητοι «πολέμαρχοι». Στο εξής, η μεγάλη και αρχαία αυτοκρατορία της Κίνας θα ζούσε με πίστωση χρόνου.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λοιπόν, οι κοινωνίες και τα κράτη που έγιναν θύματα του καπιταλιστικού κόσμου απέτυχαν, με εξαίρεση την Ιαπωνία, να έρθουν σε γόνιμο διάλογο μαζί του.
[1] E.J. Hobsbawm, Η εποχή του κεφαλαίου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996.
[2] Hu Sheng, Imperialism and Chinese Politics, Πεκίνο 1955, σ. 92.
[3] Συτήν την φορά δεν έγιναν παραχωρήσεις μόνο στην Βρετανία, αλλά και στην Γαλλία, την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Άνοιξαν και άλλα λιμάνια, δόθηκε στους ξένους εμπόρους ελευθερία κινήσεων και ετεροδικία, ενώ επρόκειτο να ακολουθήσουν η ελευθερία δράσης για τους ξένους ιεραποστόλους, το ελέυθερο εμπόριο, η ελέυθερη ναυσιπλοΐα των ξένων στα εσωτερικά ύδατα της χώρας, βαριές πολεμικές αποζημιώσεις κτλ.
Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010
Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010
μαθήματα ισχύος
Πολιτιστική ηγεμονία[1]
Η προοπτική μιας μονιμότερης, και πέρα από τη διάρκεια του πολέμου, εγκατάστασης σε περιοχές εξέχουσας γεωστρατηγικής σημασίας παρέσυρε και ορισμένους εκπροσώπους των γερμανικών γραμμάτων, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς εκστασιάζονταν με την προοπτική της πολιτιστικής ηγεμονίας, αφού ο θρίαμβος των όπλων τους έδωσε την πολυπόθητη ευκαιρία να πάρουν τα σκήπτρα από τους επίφθονους Γάλλους, αποκλείοντας ταυτόχρονα την προοπτική «δίκαιης μοιρασιάς» με τους Ιταλούς. Στην Κρήτη, η ενδογερμανική συζήτηση στρεφόταν γύρω από την τελικά ανεπιτυχή αναζήτηση στρατηγικών εξάπλωσης της γερμανικής γλώσσας, «για να καταλάβουν οι Κρητικοί μάζι με τον λόγο και την βούλησή μας». Στην Θεσσαλονίκη, ο διευθυντής των μακεδονικών παραρτημάτων της «Γερμανικής Ακαδημίας», δρ. Όθων Κήλμαγερ, εισηγείτο στο Βερολίνο να μετατεθεί το βάρος των πολιτιστικών δραστηριοτήτων από την πρωτεύουσα, που μεταπολεμικά πιθανότατα θα περέμενε υπό ιταλική επιρροή, στην μητρόπολη του Βορρά, η οποία θα αποτελούσε πλέον γερμανικό λιμάνι. Γενικότερα η «κουλτούρ πολιτίκ» (πολιτιστική πολιτική), που είχε απαλλαγεί από τον ανταγωνισμίο των Αγγλογάλλων, έπρεπε να σφίξει τα λουριά στους δύστροπους Έλληνες, αφού «δεν είμαστε πια ξένοι που τους ανέχονται λίγο-πολύ απρόθυμα, αλλά οι αφέντες της χώρας».
Ορισμένοι αξιωματούχοι, με προεξάρχοντα τον Αλφρέδο Ρομαίν, διευθυντή της Γερμανικής Σχολής Αθηνών και καθηγητή στο Πολυτεχνείο, επιχειρούσαν να συνδέσουν τη νεοαποκτηθείσα απόλυτη εξουσία με αρχαιοϊστορικούς «τίτλους». Έτσι, ο Ρομαίν διαλαλούσε ότι η Βέρμαχτ είχε ακολουθήσει τα χνάρια των αρχαίων ελληνικών φύλων και αυτά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που επίσης είχαν εισβάλει από τον Βορρά, για να ξαναζωντανέψει εκείνων την πολιτιστική κληρονομιά που είχ θαφτεί κάτω από τα χαλάσματα τόσων αιώνων. Άλλωστε και τότε οι γηγενείς πληθυσμοί άργησαν να κατανοήσουν τη βαθύτερη σημασία και την ιστορική ανάγκη των ευεργετικών εισβολών στις οποίες αρχικά αντιδρούσαν.
[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΣΤ, Εκδοτική Αθηνών 2000.
Οι Ιταλοί και οι Ενετική κληρονομιά
Μετά από σχετικές εκκλήσεις της Ρώμης, η Βέρμαχτ παραχώρησε στην ιταλική ζώνη τις αρχικά γερμανοκρατούμενες Εύβοια και Σκύρο (Οκτώβριος 1941), καθώς και την Νότια Αττική (Σεπτέμβριος 1942). Πιο ασφυκτική γινόταν η ιταλική παρουσία στις περιοχές που προορίζονταν για προσάρητηση. Έτσι, στα Επτάνησα διορίστηκε ο Πιέτρο Παρίνι, ανώτατο φασιστικό στέλεχος, ως αρχηγός πολιτικών υποθέσεων, με απευθείας υπαγωγή στο υπουργείο εξωτερικών της Ρώμης, ενώ τα διατάγματα επέιχαν ισχύ αναγκαστικού νόμου. Η νέα αρχή επενέβαινε σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης, αποκόπτοντάς την γρήγορα από την υπόλοιπη Ελλάδα. Το ίδιο έγινε με τα ποικίλα, κλιμακούμενα, οικονομικά μέτρα που κορυφώθηκαν με την εισαγωγή της «Ιονικής Δραχμής» την άνοιξη του 1942. Ιδιαίτερο ζήλο όμως έδειχναν οι Ιταλοί στο ευρύτερο πολιτιστικό πεδίο. Εξάρθρωναν την ελληνική εκπαίδευση και φρόντιζαν να επιβάλουν, γλωσσικά και ιδεολογικά, τα δικά τους πρότυπα σε κάθε βαθμίδα και ηλικία. Παράλληλα επιχειρούσαν τη διάβρωση του Τύπου, που συνοδευόταν από την κυκλοφορία νέων ιταλόφωνων και δίγλωσσων εντύπων. Η πολυδάπανη προπαγάνδα είχε πολλές εκφάνσεις και παρέπεμπε μάλιστα σε ιστορικούς συσχετισμούς. Έτσι, οι κατακτητές προέβαλλαν ότι ως κληρονόμοι της Βενετίας συνέχιζαν «εμπράκτως το εκπολιτιστικό έργον της», ενώ οι αντιδρώντες εμφανίζονταν ως επηρεασμένοι από την ανατολική νοοτροπία «με τον πανούργον βυζαντινισμόν» (Εφημερίς των Ιονίων / Gazzetta Ionica, 22/12/1942).
Η προοπτική μιας μονιμότερης, και πέρα από τη διάρκεια του πολέμου, εγκατάστασης σε περιοχές εξέχουσας γεωστρατηγικής σημασίας παρέσυρε και ορισμένους εκπροσώπους των γερμανικών γραμμάτων, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς εκστασιάζονταν με την προοπτική της πολιτιστικής ηγεμονίας, αφού ο θρίαμβος των όπλων τους έδωσε την πολυπόθητη ευκαιρία να πάρουν τα σκήπτρα από τους επίφθονους Γάλλους, αποκλείοντας ταυτόχρονα την προοπτική «δίκαιης μοιρασιάς» με τους Ιταλούς. Στην Κρήτη, η ενδογερμανική συζήτηση στρεφόταν γύρω από την τελικά ανεπιτυχή αναζήτηση στρατηγικών εξάπλωσης της γερμανικής γλώσσας, «για να καταλάβουν οι Κρητικοί μάζι με τον λόγο και την βούλησή μας». Στην Θεσσαλονίκη, ο διευθυντής των μακεδονικών παραρτημάτων της «Γερμανικής Ακαδημίας», δρ. Όθων Κήλμαγερ, εισηγείτο στο Βερολίνο να μετατεθεί το βάρος των πολιτιστικών δραστηριοτήτων από την πρωτεύουσα, που μεταπολεμικά πιθανότατα θα περέμενε υπό ιταλική επιρροή, στην μητρόπολη του Βορρά, η οποία θα αποτελούσε πλέον γερμανικό λιμάνι. Γενικότερα η «κουλτούρ πολιτίκ» (πολιτιστική πολιτική), που είχε απαλλαγεί από τον ανταγωνισμίο των Αγγλογάλλων, έπρεπε να σφίξει τα λουριά στους δύστροπους Έλληνες, αφού «δεν είμαστε πια ξένοι που τους ανέχονται λίγο-πολύ απρόθυμα, αλλά οι αφέντες της χώρας».
Ορισμένοι αξιωματούχοι, με προεξάρχοντα τον Αλφρέδο Ρομαίν, διευθυντή της Γερμανικής Σχολής Αθηνών και καθηγητή στο Πολυτεχνείο, επιχειρούσαν να συνδέσουν τη νεοαποκτηθείσα απόλυτη εξουσία με αρχαιοϊστορικούς «τίτλους». Έτσι, ο Ρομαίν διαλαλούσε ότι η Βέρμαχτ είχε ακολουθήσει τα χνάρια των αρχαίων ελληνικών φύλων και αυτά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που επίσης είχαν εισβάλει από τον Βορρά, για να ξαναζωντανέψει εκείνων την πολιτιστική κληρονομιά που είχ θαφτεί κάτω από τα χαλάσματα τόσων αιώνων. Άλλωστε και τότε οι γηγενείς πληθυσμοί άργησαν να κατανοήσουν τη βαθύτερη σημασία και την ιστορική ανάγκη των ευεργετικών εισβολών στις οποίες αρχικά αντιδρούσαν.
[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΣΤ, Εκδοτική Αθηνών 2000.
Οι Ιταλοί και οι Ενετική κληρονομιά
Μετά από σχετικές εκκλήσεις της Ρώμης, η Βέρμαχτ παραχώρησε στην ιταλική ζώνη τις αρχικά γερμανοκρατούμενες Εύβοια και Σκύρο (Οκτώβριος 1941), καθώς και την Νότια Αττική (Σεπτέμβριος 1942). Πιο ασφυκτική γινόταν η ιταλική παρουσία στις περιοχές που προορίζονταν για προσάρητηση. Έτσι, στα Επτάνησα διορίστηκε ο Πιέτρο Παρίνι, ανώτατο φασιστικό στέλεχος, ως αρχηγός πολιτικών υποθέσεων, με απευθείας υπαγωγή στο υπουργείο εξωτερικών της Ρώμης, ενώ τα διατάγματα επέιχαν ισχύ αναγκαστικού νόμου. Η νέα αρχή επενέβαινε σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης, αποκόπτοντάς την γρήγορα από την υπόλοιπη Ελλάδα. Το ίδιο έγινε με τα ποικίλα, κλιμακούμενα, οικονομικά μέτρα που κορυφώθηκαν με την εισαγωγή της «Ιονικής Δραχμής» την άνοιξη του 1942. Ιδιαίτερο ζήλο όμως έδειχναν οι Ιταλοί στο ευρύτερο πολιτιστικό πεδίο. Εξάρθρωναν την ελληνική εκπαίδευση και φρόντιζαν να επιβάλουν, γλωσσικά και ιδεολογικά, τα δικά τους πρότυπα σε κάθε βαθμίδα και ηλικία. Παράλληλα επιχειρούσαν τη διάβρωση του Τύπου, που συνοδευόταν από την κυκλοφορία νέων ιταλόφωνων και δίγλωσσων εντύπων. Η πολυδάπανη προπαγάνδα είχε πολλές εκφάνσεις και παρέπεμπε μάλιστα σε ιστορικούς συσχετισμούς. Έτσι, οι κατακτητές προέβαλλαν ότι ως κληρονόμοι της Βενετίας συνέχιζαν «εμπράκτως το εκπολιτιστικό έργον της», ενώ οι αντιδρώντες εμφανίζονταν ως επηρεασμένοι από την ανατολική νοοτροπία «με τον πανούργον βυζαντινισμόν» (Εφημερίς των Ιονίων / Gazzetta Ionica, 22/12/1942).
Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010
μαθήματα πολιτικής
Το τί είμαστε και το τί κάνουμε[1]
Οι υπέρμαχοι του επεμβατισμού των ΗΠΑ πιστεύουν, από πολιτική ή γραφειοκρατική σκοπιμότητα παρά από βλακεία, ότι οι ξένοι που απορρίπτουν την συμπεριφορά των ΗΠΑ είναι θύματα μιας ψυχικής διαταραχής που ονομάζεται αντιαμερικανισμός. Βάσει αυτής της άποψης, οι αρνητικές αντιδράσεις των ξένων σε δεδομένη πολιτική δεν πρέπει να εισέρχονται στον υπολογισμό κόστους – οφέλους γι’ αυτήν την πολιτική, όχι αναγκαία διότι οι ξένες γνώμες είναι ασήμαντες, αλλά διότι αυτές οι γνώμες είναι ανορθόλογες και άσχετες με τις ενέργειες των ΗΠΑ. Μια ολόκληρη γενια συντηρητικών ειδικών ισχυρίζεται ότι αυτή είναι η αιτία της αντιδημοτικότητας της αμερικανικής πολιτικής. Οι ξένοι «μισούν την ελευθερία μας» ή φθονούν την ικανότητα της Αμερικής να επιβάλλει τη θέλησή της. Μια πιο ευγενική άποψη υποστηρίζει ότι οι ξένοι μάς εναντιώνονται σε μια μάταιη προσπάθεια να εξισορροπήσουν την αμερικανική ισχύ. Επειδή πολύ λίγοι Αμερικανοί πολιτικοί και αξιωματούχοι έχουν άμεση εμπειρία επαφής με ξένους στη γλώσσα τους και στον τόπο κατοικίας τους, μπορεί να διατηρείται αυτή η ναρκισσιστική πλασματική εντύπωση ότι η εχθρότητα του κόσμου έχει να κάνει με το τί είμαστε και όχι με το τί κάνουμε.[2]
[1] Τζων Μπρέιντυ Κησλινγκ, «Μαθήματα Διπλωματίας», σ. 252-253, εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2007.
[2] Βλέπε, π.χ., Victor Davis Hanson, “Islamists Hate Us for What We Are …”, Ιανουάριος 2005, http://www.victorhanson.com/articles/hansono11805.html .
Οι υπέρμαχοι του επεμβατισμού των ΗΠΑ πιστεύουν, από πολιτική ή γραφειοκρατική σκοπιμότητα παρά από βλακεία, ότι οι ξένοι που απορρίπτουν την συμπεριφορά των ΗΠΑ είναι θύματα μιας ψυχικής διαταραχής που ονομάζεται αντιαμερικανισμός. Βάσει αυτής της άποψης, οι αρνητικές αντιδράσεις των ξένων σε δεδομένη πολιτική δεν πρέπει να εισέρχονται στον υπολογισμό κόστους – οφέλους γι’ αυτήν την πολιτική, όχι αναγκαία διότι οι ξένες γνώμες είναι ασήμαντες, αλλά διότι αυτές οι γνώμες είναι ανορθόλογες και άσχετες με τις ενέργειες των ΗΠΑ. Μια ολόκληρη γενια συντηρητικών ειδικών ισχυρίζεται ότι αυτή είναι η αιτία της αντιδημοτικότητας της αμερικανικής πολιτικής. Οι ξένοι «μισούν την ελευθερία μας» ή φθονούν την ικανότητα της Αμερικής να επιβάλλει τη θέλησή της. Μια πιο ευγενική άποψη υποστηρίζει ότι οι ξένοι μάς εναντιώνονται σε μια μάταιη προσπάθεια να εξισορροπήσουν την αμερικανική ισχύ. Επειδή πολύ λίγοι Αμερικανοί πολιτικοί και αξιωματούχοι έχουν άμεση εμπειρία επαφής με ξένους στη γλώσσα τους και στον τόπο κατοικίας τους, μπορεί να διατηρείται αυτή η ναρκισσιστική πλασματική εντύπωση ότι η εχθρότητα του κόσμου έχει να κάνει με το τί είμαστε και όχι με το τί κάνουμε.[2]
[1] Τζων Μπρέιντυ Κησλινγκ, «Μαθήματα Διπλωματίας», σ. 252-253, εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2007.
[2] Βλέπε, π.χ., Victor Davis Hanson, “Islamists Hate Us for What We Are …”, Ιανουάριος 2005, http://www.victorhanson.com/articles/hansono11805.html .
Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010
πολιτική παιδεία
Η α-ποπολιτικοποίηση των πολλών, οι «ενεργοί ολίγοι» και η δημοκρατικα αμφιλεγόμενη επιρροή των ΜΜΕ [1]
Στα τέλη του 20ου αιώνα, πάρα πολλοί πολίτες αποσύρονται από την πολιτική, αφήνοντας τις υποθέσεις του κράτους στα χέρια της «πολιτικής τάξης»[2], η οποία ανακυκλώνεται γύρω από τον εαυτό της. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ομάδα συμφερόντων αποτελούμενη από επαγγελματίες πολιτικούς, δημοσιογράφους ειδικούς στην πολιτική εταιρότητα και αλλούς που η φερεγγυότητα του επαγγέλματός τους κατατάσσεται τελευταία στις διάφορες κοινωνιολογικές έρευνες. Για πολλούς πολίτες, η πολιτική διαδικασία ήταν άσχετη ή μάλλον κάτι που ελάχιστα επηρέαζε θετικά ή αρνητικά την προσωπική τους ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι πίστευαν πως είχαν ελάχιστα να κερδίσουν από τις εκλογές, απλώς δεν συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία. Στην περίοδο 1960-1988 το ποσοστό των εργατών που ψήφιζαν στις αμερικανικές εκλογές μειώθηκε κατά το ένα τρίτο[3]. Η παρακμή των οργανωμένων μαζικών κομμάτων με ταξική βάση και συγκεκριμένη ιδεολογία αχρήστευσε την κυριότερη κοινωνική μηχανή για τη μετατροπή ανδρών και γυναικών σε πολιτικά ενεργούς πολίτες. Για τον περισσότερο κόσμο, ακόμα και η συλλογική ταύτιση με τη χώρα τους γινόταν τώρα πιο εύκολα διαμέσου των εθνικών σπορ και ομάδων και μη πολιτικών συμβόλων, παρά διαμέσου των θεσμών του κράτους.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η α-πολιτικοποίηση αυτή θα άφηνε τις αρχές πιο ελεύθερες στη λήψη αποφάσεων. Στην πραγματικότητα είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι μειοψηφίες που συνέχιζαν να διεξάγουν εκστρατείες, μερικές φορές πάνω σε συγκεκριμένα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος – και συχνότερα για κάποια πολύ ιδιαίτερα συμφέροντα - μπορούσαν να παρεμβαίνουν στις ομαλές διαδικασίες διακυβέρνησης τόσο αποτελεσματικά, ίσως μάλιστα ακόμη πιο αποτελεσματικά, όσο κάποτε τα πολιτικά κόμματα εφόσον, σε αντίθεση με αυτά, κάθε ομάδα πίεσης μπορούσε να επικεντρώνει την ενεργητικότητά της στην επιδίωξη ενός και μοναδικού στόχου. Επιπλέον, η όλο και αυξανόμενη συστηματική τάση των κυβερνήσεων να παρακάμπτουν την εκλογική διαδικασία, μεγένθυνε την πολιτική λειτουργία των ΜΜΕ, που τώρα έφθαναν και στο τελευταίο νοικοκυριό, παρέχοντας ασύγκριτα πιο ισχυρά μέσα επικοινωνίας σε σχέση με τη δημόσια σφαίρα προς τα άτομα. Η ικανότητα των ΜΜΕ να ανακαλύπτουν και να δημοσιοποιούν όσα οι αρχές επιθυμούσαν να κρατούν κρυφά καθώς και να δίνουν έκφραση στα αισθήματα του κοινού που δεν αρθρώνονταν ή δεν μπορούσαν πλέον να αρθρωθούν από τους τυπικούς μηχανισμούς της δημοκρατίας, τα κατέστησε βασικούς παράγοντες στη δημόσια σκηνή. Οι πολιτικοί χρησιμοποιούσαν τα ΜΜΕ αλλά και τα φοβούνταν. Η τεχνική πρόοδος έκανε εξαιρετικά δύσκολο τον έλεγχό τους, ακόμα και σε πολύ αυτάρχικές χώρες. Η παρακμή της κρατικής εξουσίας έκανε δυσκολώτερη τη μονοποώλησή τους στις μη αυταρχικές χώρες. Σταδιακά, έγινε φανερό ότι τα ΜΜΕ αποτελούσαν μια πιο σημαντική συνιστώσα της πολιτικής διαδικασίας απ’ όσο τα πολιτικά κόμματα και τα εκλογικά συστήματα, και ήταν πιθανό να διατηρήσουν μια τέτοια θέση, εκτός κι αν η πολιτική έκανε απότομη στροφή απομακρυνόμενη από τη δημοκρατία. Ωστόσο, μολονότι τα ΜΜΕ ήταν εξαιρετικά ισχυρά ως αντίβαρο απέναντι στη μυστικότητα των κυβερνήσεων, με κανένα τρόπο δεν αποτελούσαν ένα μέσο δημοκρατοκής διακυβέρνης.
[1] Έρικ Χομπσμπάουμ, "Η εποχή των άκρων", σ. 734-735, εκδόσεις Θεμέλιο 1997.
[2] Ο όρος φαίνεται να έχει ιταλική προέλευση και αποδίδεται στον Ιταλό Γκαετάνο Μόσκα.
[3] Leidhly – Naylor, 1992, σ. 731.
Στα τέλη του 20ου αιώνα, πάρα πολλοί πολίτες αποσύρονται από την πολιτική, αφήνοντας τις υποθέσεις του κράτους στα χέρια της «πολιτικής τάξης»[2], η οποία ανακυκλώνεται γύρω από τον εαυτό της. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ομάδα συμφερόντων αποτελούμενη από επαγγελματίες πολιτικούς, δημοσιογράφους ειδικούς στην πολιτική εταιρότητα και αλλούς που η φερεγγυότητα του επαγγέλματός τους κατατάσσεται τελευταία στις διάφορες κοινωνιολογικές έρευνες. Για πολλούς πολίτες, η πολιτική διαδικασία ήταν άσχετη ή μάλλον κάτι που ελάχιστα επηρέαζε θετικά ή αρνητικά την προσωπική τους ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι πίστευαν πως είχαν ελάχιστα να κερδίσουν από τις εκλογές, απλώς δεν συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία. Στην περίοδο 1960-1988 το ποσοστό των εργατών που ψήφιζαν στις αμερικανικές εκλογές μειώθηκε κατά το ένα τρίτο[3]. Η παρακμή των οργανωμένων μαζικών κομμάτων με ταξική βάση και συγκεκριμένη ιδεολογία αχρήστευσε την κυριότερη κοινωνική μηχανή για τη μετατροπή ανδρών και γυναικών σε πολιτικά ενεργούς πολίτες. Για τον περισσότερο κόσμο, ακόμα και η συλλογική ταύτιση με τη χώρα τους γινόταν τώρα πιο εύκολα διαμέσου των εθνικών σπορ και ομάδων και μη πολιτικών συμβόλων, παρά διαμέσου των θεσμών του κράτους.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η α-πολιτικοποίηση αυτή θα άφηνε τις αρχές πιο ελεύθερες στη λήψη αποφάσεων. Στην πραγματικότητα είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι μειοψηφίες που συνέχιζαν να διεξάγουν εκστρατείες, μερικές φορές πάνω σε συγκεκριμένα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος – και συχνότερα για κάποια πολύ ιδιαίτερα συμφέροντα - μπορούσαν να παρεμβαίνουν στις ομαλές διαδικασίες διακυβέρνησης τόσο αποτελεσματικά, ίσως μάλιστα ακόμη πιο αποτελεσματικά, όσο κάποτε τα πολιτικά κόμματα εφόσον, σε αντίθεση με αυτά, κάθε ομάδα πίεσης μπορούσε να επικεντρώνει την ενεργητικότητά της στην επιδίωξη ενός και μοναδικού στόχου. Επιπλέον, η όλο και αυξανόμενη συστηματική τάση των κυβερνήσεων να παρακάμπτουν την εκλογική διαδικασία, μεγένθυνε την πολιτική λειτουργία των ΜΜΕ, που τώρα έφθαναν και στο τελευταίο νοικοκυριό, παρέχοντας ασύγκριτα πιο ισχυρά μέσα επικοινωνίας σε σχέση με τη δημόσια σφαίρα προς τα άτομα. Η ικανότητα των ΜΜΕ να ανακαλύπτουν και να δημοσιοποιούν όσα οι αρχές επιθυμούσαν να κρατούν κρυφά καθώς και να δίνουν έκφραση στα αισθήματα του κοινού που δεν αρθρώνονταν ή δεν μπορούσαν πλέον να αρθρωθούν από τους τυπικούς μηχανισμούς της δημοκρατίας, τα κατέστησε βασικούς παράγοντες στη δημόσια σκηνή. Οι πολιτικοί χρησιμοποιούσαν τα ΜΜΕ αλλά και τα φοβούνταν. Η τεχνική πρόοδος έκανε εξαιρετικά δύσκολο τον έλεγχό τους, ακόμα και σε πολύ αυτάρχικές χώρες. Η παρακμή της κρατικής εξουσίας έκανε δυσκολώτερη τη μονοποώλησή τους στις μη αυταρχικές χώρες. Σταδιακά, έγινε φανερό ότι τα ΜΜΕ αποτελούσαν μια πιο σημαντική συνιστώσα της πολιτικής διαδικασίας απ’ όσο τα πολιτικά κόμματα και τα εκλογικά συστήματα, και ήταν πιθανό να διατηρήσουν μια τέτοια θέση, εκτός κι αν η πολιτική έκανε απότομη στροφή απομακρυνόμενη από τη δημοκρατία. Ωστόσο, μολονότι τα ΜΜΕ ήταν εξαιρετικά ισχυρά ως αντίβαρο απέναντι στη μυστικότητα των κυβερνήσεων, με κανένα τρόπο δεν αποτελούσαν ένα μέσο δημοκρατοκής διακυβέρνης.
[1] Έρικ Χομπσμπάουμ, "Η εποχή των άκρων", σ. 734-735, εκδόσεις Θεμέλιο 1997.
[2] Ο όρος φαίνεται να έχει ιταλική προέλευση και αποδίδεται στον Ιταλό Γκαετάνο Μόσκα.
[3] Leidhly – Naylor, 1992, σ. 731.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)