Πολιτιστική ηγεμονία[1]
Η προοπτική μιας μονιμότερης, και πέρα από τη διάρκεια του πολέμου, εγκατάστασης σε περιοχές εξέχουσας γεωστρατηγικής σημασίας παρέσυρε και ορισμένους εκπροσώπους των γερμανικών γραμμάτων, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς εκστασιάζονταν με την προοπτική της πολιτιστικής ηγεμονίας, αφού ο θρίαμβος των όπλων τους έδωσε την πολυπόθητη ευκαιρία να πάρουν τα σκήπτρα από τους επίφθονους Γάλλους, αποκλείοντας ταυτόχρονα την προοπτική «δίκαιης μοιρασιάς» με τους Ιταλούς. Στην Κρήτη, η ενδογερμανική συζήτηση στρεφόταν γύρω από την τελικά ανεπιτυχή αναζήτηση στρατηγικών εξάπλωσης της γερμανικής γλώσσας, «για να καταλάβουν οι Κρητικοί μάζι με τον λόγο και την βούλησή μας». Στην Θεσσαλονίκη, ο διευθυντής των μακεδονικών παραρτημάτων της «Γερμανικής Ακαδημίας», δρ. Όθων Κήλμαγερ, εισηγείτο στο Βερολίνο να μετατεθεί το βάρος των πολιτιστικών δραστηριοτήτων από την πρωτεύουσα, που μεταπολεμικά πιθανότατα θα περέμενε υπό ιταλική επιρροή, στην μητρόπολη του Βορρά, η οποία θα αποτελούσε πλέον γερμανικό λιμάνι. Γενικότερα η «κουλτούρ πολιτίκ» (πολιτιστική πολιτική), που είχε απαλλαγεί από τον ανταγωνισμίο των Αγγλογάλλων, έπρεπε να σφίξει τα λουριά στους δύστροπους Έλληνες, αφού «δεν είμαστε πια ξένοι που τους ανέχονται λίγο-πολύ απρόθυμα, αλλά οι αφέντες της χώρας».
Ορισμένοι αξιωματούχοι, με προεξάρχοντα τον Αλφρέδο Ρομαίν, διευθυντή της Γερμανικής Σχολής Αθηνών και καθηγητή στο Πολυτεχνείο, επιχειρούσαν να συνδέσουν τη νεοαποκτηθείσα απόλυτη εξουσία με αρχαιοϊστορικούς «τίτλους». Έτσι, ο Ρομαίν διαλαλούσε ότι η Βέρμαχτ είχε ακολουθήσει τα χνάρια των αρχαίων ελληνικών φύλων και αυτά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που επίσης είχαν εισβάλει από τον Βορρά, για να ξαναζωντανέψει εκείνων την πολιτιστική κληρονομιά που είχ θαφτεί κάτω από τα χαλάσματα τόσων αιώνων. Άλλωστε και τότε οι γηγενείς πληθυσμοί άργησαν να κατανοήσουν τη βαθύτερη σημασία και την ιστορική ανάγκη των ευεργετικών εισβολών στις οποίες αρχικά αντιδρούσαν.
[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΣΤ, Εκδοτική Αθηνών 2000.
Οι Ιταλοί και οι Ενετική κληρονομιά
Μετά από σχετικές εκκλήσεις της Ρώμης, η Βέρμαχτ παραχώρησε στην ιταλική ζώνη τις αρχικά γερμανοκρατούμενες Εύβοια και Σκύρο (Οκτώβριος 1941), καθώς και την Νότια Αττική (Σεπτέμβριος 1942). Πιο ασφυκτική γινόταν η ιταλική παρουσία στις περιοχές που προορίζονταν για προσάρητηση. Έτσι, στα Επτάνησα διορίστηκε ο Πιέτρο Παρίνι, ανώτατο φασιστικό στέλεχος, ως αρχηγός πολιτικών υποθέσεων, με απευθείας υπαγωγή στο υπουργείο εξωτερικών της Ρώμης, ενώ τα διατάγματα επέιχαν ισχύ αναγκαστικού νόμου. Η νέα αρχή επενέβαινε σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης, αποκόπτοντάς την γρήγορα από την υπόλοιπη Ελλάδα. Το ίδιο έγινε με τα ποικίλα, κλιμακούμενα, οικονομικά μέτρα που κορυφώθηκαν με την εισαγωγή της «Ιονικής Δραχμής» την άνοιξη του 1942. Ιδιαίτερο ζήλο όμως έδειχναν οι Ιταλοί στο ευρύτερο πολιτιστικό πεδίο. Εξάρθρωναν την ελληνική εκπαίδευση και φρόντιζαν να επιβάλουν, γλωσσικά και ιδεολογικά, τα δικά τους πρότυπα σε κάθε βαθμίδα και ηλικία. Παράλληλα επιχειρούσαν τη διάβρωση του Τύπου, που συνοδευόταν από την κυκλοφορία νέων ιταλόφωνων και δίγλωσσων εντύπων. Η πολυδάπανη προπαγάνδα είχε πολλές εκφάνσεις και παρέπεμπε μάλιστα σε ιστορικούς συσχετισμούς. Έτσι, οι κατακτητές προέβαλλαν ότι ως κληρονόμοι της Βενετίας συνέχιζαν «εμπράκτως το εκπολιτιστικό έργον της», ενώ οι αντιδρώντες εμφανίζονταν ως επηρεασμένοι από την ανατολική νοοτροπία «με τον πανούργον βυζαντινισμόν» (Εφημερίς των Ιονίων / Gazzetta Ionica, 22/12/1942).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου