Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

πολιτική παιδεία

Η α-ποπολιτικοποίηση των πολλών, οι «ενεργοί ολίγοι» και η δημοκρατικα αμφιλεγόμενη επιρροή των ΜΜΕ [1]

Στα τέλη του 20ου αιώνα, πάρα πολλοί πολίτες αποσύρονται από την πολιτική, αφήνοντας τις υποθέσεις του κράτους στα χέρια της «πολιτικής τάξης»[2], η οποία ανακυκλώνεται γύρω από τον εαυτό της. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ομάδα συμφερόντων αποτελούμενη από επαγγελματίες πολιτικούς, δημοσιογράφους ειδικούς στην πολιτική εταιρότητα και αλλούς που η φερεγγυότητα του επαγγέλματός τους κατατάσσεται τελευταία στις διάφορες κοινωνιολογικές έρευνες. Για πολλούς πολίτες, η πολιτική διαδικασία ήταν άσχετη ή μάλλον κάτι που ελάχιστα επηρέαζε θετικά ή αρνητικά την προσωπική τους ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι πίστευαν πως είχαν ελάχιστα να κερδίσουν από τις εκλογές, απλώς δεν συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία. Στην περίοδο 1960-1988 το ποσοστό των εργατών που ψήφιζαν στις αμερικανικές εκλογές μειώθηκε κατά το ένα τρίτο[3]. Η παρακμή των οργανωμένων μαζικών κομμάτων με ταξική βάση και συγκεκριμένη ιδεολογία αχρήστευσε την κυριότερη κοινωνική μηχανή για τη μετατροπή ανδρών και γυναικών σε πολιτικά ενεργούς πολίτες. Για τον περισσότερο κόσμο, ακόμα και η συλλογική ταύτιση με τη χώρα τους γινόταν τώρα πιο εύκολα διαμέσου των εθνικών σπορ και ομάδων και μη πολιτικών συμβόλων, παρά διαμέσου των θεσμών του κράτους.

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η α-πολιτικοποίηση αυτή θα άφηνε τις αρχές πιο ελεύθερες στη λήψη αποφάσεων. Στην πραγματικότητα είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι μειοψηφίες που συνέχιζαν να διεξάγουν εκστρατείες, μερικές φορές πάνω σε συγκεκριμένα θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος – και συχνότερα για κάποια πολύ ιδιαίτερα συμφέροντα - μπορούσαν να παρεμβαίνουν στις ομαλές διαδικασίες διακυβέρνησης τόσο αποτελεσματικά, ίσως μάλιστα ακόμη πιο αποτελεσματικά, όσο κάποτε τα πολιτικά κόμματα εφόσον, σε αντίθεση με αυτά, κάθε ομάδα πίεσης μπορούσε να επικεντρώνει την ενεργητικότητά της στην επιδίωξη ενός και μοναδικού στόχου. Επιπλέον, η όλο και αυξανόμενη συστηματική τάση των κυβερνήσεων να παρακάμπτουν την εκλογική διαδικασία, μεγένθυνε την πολιτική λειτουργία των ΜΜΕ, που τώρα έφθαναν και στο τελευταίο νοικοκυριό, παρέχοντας ασύγκριτα πιο ισχυρά μέσα επικοινωνίας σε σχέση με τη δημόσια σφαίρα προς τα άτομα. Η ικανότητα των ΜΜΕ να ανακαλύπτουν και να δημοσιοποιούν όσα οι αρχές επιθυμούσαν να κρατούν κρυφά καθώς και να δίνουν έκφραση στα αισθήματα του κοινού που δεν αρθρώνονταν ή δεν μπορούσαν πλέον να αρθρωθούν από τους τυπικούς μηχανισμούς της δημοκρατίας, τα κατέστησε βασικούς παράγοντες στη δημόσια σκηνή. Οι πολιτικοί χρησιμοποιούσαν τα ΜΜΕ αλλά και τα φοβούνταν. Η τεχνική πρόοδος έκανε εξαιρετικά δύσκολο τον έλεγχό τους, ακόμα και σε πολύ αυτάρχικές χώρες. Η παρακμή της κρατικής εξουσίας έκανε δυσκολώτερη τη μονοποώλησή τους στις μη αυταρχικές χώρες. Σταδιακά, έγινε φανερό ότι τα ΜΜΕ αποτελούσαν μια πιο σημαντική συνιστώσα της πολιτικής διαδικασίας απ’ όσο τα πολιτικά κόμματα και τα εκλογικά συστήματα, και ήταν πιθανό να διατηρήσουν μια τέτοια θέση, εκτός κι αν η πολιτική έκανε απότομη στροφή απομακρυνόμενη από τη δημοκρατία. Ωστόσο, μολονότι τα ΜΜΕ ήταν εξαιρετικά ισχυρά ως αντίβαρο απέναντι στη μυστικότητα των κυβερνήσεων, με κανένα τρόπο δεν αποτελούσαν ένα μέσο δημοκρατοκής διακυβέρνης.

[1] Έρικ Χομπσμπάουμ, "Η εποχή των άκρων", σ. 734-735, εκδόσεις Θεμέλιο 1997.
[2] Ο όρος φαίνεται να έχει ιταλική προέλευση και αποδίδεται στον Ιταλό Γκαετάνο Μόσκα.
[3] Leidhly – Naylor, 1992, σ. 731.

Δεν υπάρχουν σχόλια: