Το δέντρο που έδινε*
[ή περί χρημάτων]
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά και αγαπούσε ένα αγοράκι.
Και κάθε μέρα ο αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλά της και έπλεκε στεφάνια κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους.
Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα.
Παίζανε και κρυφτό.
Κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της.
Και το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά πάρα πολύ.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα πέρασαν τα χρόνια.
Και το αγόρι μεγάλωσε.
Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.
Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε ση μηλιά κι η μηλιά είπε: "Έλα, Αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον όσκιο μου από κάτω και νά 'σαι ευτυχισμένο".
"Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω", είπε το αγόρι.
"Θέλω ν' αγοράσω πράματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά ;"
"Λυπάμαι", είπε η μηλιά, "μα εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλά και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θά 'χεις λεφτά και θά 'σαι ευτυχισμένο".
Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του.
Και η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
[συνεχίζεται]
* Σελ Σιλβερστάιν, εκδόσεις Δωρικός.
[ή περί χρημάτων]
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά και αγαπούσε ένα αγοράκι.
Και κάθε μέρα ο αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλά της και έπλεκε στεφάνια κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους.
Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα.
Παίζανε και κρυφτό.
Κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της.
Και το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά πάρα πολύ.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα πέρασαν τα χρόνια.
Και το αγόρι μεγάλωσε.
Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.
Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε ση μηλιά κι η μηλιά είπε: "Έλα, Αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον όσκιο μου από κάτω και νά 'σαι ευτυχισμένο".
"Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω", είπε το αγόρι.
"Θέλω ν' αγοράσω πράματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά ;"
"Λυπάμαι", είπε η μηλιά, "μα εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλά και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θά 'χεις λεφτά και θά 'σαι ευτυχισμένο".
Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του.
Και η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
[συνεχίζεται]
* Σελ Σιλβερστάιν, εκδόσεις Δωρικός.
** το παραμύθι αυτό ήταν μια επιλογή της μικρής Μαρίνας Λιάκουρα, μαθήτριας της Β΄ Δημοτικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου