περί της οικουμενικότητας[1]
Το Βυζάντιο δεν ήταν πια παράγοντας στη διεθνή πολιτική και ο αυτοκράτοράς του δεν μπορούσε να διατηρήσει τη θέση του ως η κορυφή στην ιεραρχία των χριστιανών ηγεμόνων. Ακόμη και η Μόσχα, που έμενε πιστή στις παραδόσεις, αρνήθηκε τον υποτελή των Τούρκων ως κληρονόμο του Μ. Κωνσταντίνου και πνευματική κεφαλή του ορθόδοξου κόσμου. Ο μέγας δουξ Βασίλειος Α΄, ο γιος του πανίσχυρου νικητή των Τατάρων Δημητρίου Ντονσκόι, απαγόρευσε τη μνεία του βυζαντινού αυτοκράτορα στις ρωσικές Εκκλησίες και καθιέρωσε τη φράση: «Εκκλησία έχομεν ημείς, βασιλέα δε ούτε έχομεν, ούτε λογιζόμεθα». Ο ηγεμόνας της ανερχόμενης ρωσικής αυτοκρατορίας διατήρησε άθικτα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελληνικής Εκκλησίας, ενώ αντίθετα δεν μπορούσε πια να δεχθεί την ιδέα του πρωτείου του ταπεινωμένου βυζαντινού αυτοκράτορα. Ήταν φανερό ακόμη μια φορά, όπως άλλωστε γινόταν συχνά στις τελευταίες δεκαετίες της βυζαντινής ιστορίας, ότι το κύρος της βυζαντινής Εκκλησίας ήταν πιο ισχυρό στις ορθόδοξες χώρες απ’ όσο το κύρος του βυζαντινού κράτους. Η βυζαντινή διαμαρτυρία στη Μόσχα διατυπώθηκε πολύ γρήγορα, δεν έγινε όμως από τον αυτοκράτορα αλλά από τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ενώ άλλοτε η βυζαντινή Εκκλησία στηριζόταν στην αυθεντία του πανίσχυρου κράτους απέναντι στον εξωτερικό κόσμο, αντίθετα τώρα το κύρος του πατριάρχη ήταν που στήριξε τη διεθνή θέση της αυτοκρατορίας. ... Δεν ήταν πια το κράτος που προστάτευε την Εκκλησία, αλλά η Εκκλησία το κράτος. Καθώς έγραψε ο πατριάρχης Αντώνιος προς τον μέγα Δούκα Βασίλειο Δημητρίεβιτς: «Ουδέν ουν ένι καλόν, υιέ μου, ίνα λέγης, ότι εκκλησίαν έχειν και βασιλέα ουκ έχειν, η γαρ βασιλεία και η εκκλησία πολλήν ένωσιν και κοινωνίαν έχει, και ουκ ένι δυνατόν, απ’ αλλήλων διαιρεθήναι ... άκουσον γαρ και του κορυφαίου των αποστόλων, Πέτρου, λέγοντος εν τη πρώτη των καθολικών επιστολών: ‘‘τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε’’, ουκ είπε, τους βασιλείς, ίνα μη τις υπολάβη τους ονομαζομένους βασιλείς σποράδην εις τα έθνη, αλλά τον βασιλέα, δηλών, ότι εις έστιν ο καθολικός βασιλεύς ... ει γαρ και άλλοι τινές των χριστιανών όνομα βασιλέως εαυτοίς επεφήμισαν, αλλά παρά φύσιν εισίν εκείνα πάντα και παράνομα και τυραννίδι και βία μάλλον γινόμενα. Τίνες γαρ πατέρες ή ποίαι σύνοδοι και τίνες κανόνες πεί εκείνων λέγουσιν ; αλλά περί του φυσικού βασιλέως άνω και κάτω βοώσιν, ου και αι νομοθεσίαι και αι διατάξεις και τα προστάγματα στέργονται κατά πάσαν την οικουμένην, ου και μόνον μνημονεύουσιν οι χριστιανοί πανταχού, και ου άλλον τινός».
Ποτέ ως τώρα δεν είχε εκφρασθεί με τόσο μεγάλη έμφαση και τέτοια πύρινη ευγλωττία η αντίληψη για τον ένα οικουμενικό αυτοκράτορα, όπως έγινε στην επιστολή αυτή, την οποία ο πατριάρχης έστειλε στη Μόσχα από την αποκλεισμένη από τους Τούρκους Κωνσταντινούπολη. Ως την τελευταία στιγμή και παρόλες τις δοκιμασίες, οι Βυζαντινοί διατήρησαν με εμμονή το δόγμα, ότι ο ηγεμόνας τους ήταν ο μοναδικός νόμιμος αυτοκράτορας και κατά συνέπεια η φυσική κεφαλή της χριστιανικής οικουμένης.
[1] Γκεόργκ Οστρογκόρσκυ, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. Γ΄, σ. 254-256, ιστορικές εκδόσεις Στ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1993.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου