Του κύκλου τα γυρίσματα, π’ ανεβοκατεβαίνου,
και του τροχού, π’ ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου
με του καιρού τα’ αλλάματα, π’ αναπαημό δεν έχου,
μα ‘ς το καλό κ’ εις το κακό περιπατούν και τρέχου,
και των αρμάτω οι ταραχές, όχθριτες και τα βάρη,
του έρωτα η μπόρεσι, και τσι φιλιάς η χάρι,
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν’ αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα
ς’ μιαν κόρη κ’ έναν άγγουρο, που μπερδευτήκα ομάδι
σε μια φιλιάν αμάλαγη με δίχως ασχημάδι·
κι όποιος του πόθου δούλεψε εισέ καιρόν κιανένα,
ας έρθη να τα’ αφουγκραστή ο τ’ είν’ εδώ γραμμένα,
να πάρη ξόμπλι κι αρμηνειά βαθιά να θεμελιώνη
πάντα σ’ αμάλαγη φιλιά, οπού να μην κομπώνη·
γιατ’ όποιος δίχως πιβουλιά τον πόθον του ξετρέχει,
εις την αρχή α βασανιστή, καλό το τέλος έχει.
Αφουγκραστήτε το λοιπό, κι ας πιάνη οπού ‘χει γνώσι,
για να κατέχη αλλού βουλή κι απόκρισι να δώση.
Τσι περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ωρίζα,
κι οπού δεν είχ’ η πίστι ντως θεμέλιο μηδέ ρίζα,
τότες μια αγάπη μπιστική στον κόσμο φανερώθη,
κ’ εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδέ ποτέ τζι λειώθη·
και με τιμή ήσα δυο κορμιά στου πόθου το καμίνι,
και κάμωμα πολλά ακριβό ‘ς έτοιους καιρούς εγίνη
εις την Αθήνα, που ‘τονε τσι μάθησις η βρώσις
και το θρονί της αρετής κι ο ποταμός τσι γνώσις.
Ρήγας μεγάλος ώριζε την άξα χώρα κείνη
μ’ άλλες πολλές, κ’ εις αντρειγές εξακουστός εγίνη,
Ηράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστό ‘που τα’ άλλους,
ποπανωθιό ‘ς τσι φρόνιμους, πρώτος εις τσι μεγάλους,
ξετελειωμένος βασιλιός πλι’ άξος σε πάσα τρόπο,
που οι εμιλιές του ήσα σκολειό και νόμος των αθρώπω.
Από μικρός παντρεύτηκε και συντροφιάστη ομάδι
με ταίρι, που ποτέ κιανείς δεν του ‘βρισκε ψεγάδι·
Άρτεμη την ελέγασι τη Ρήγισσαν εκείνη,
άλλη κιαμιά στη φρόνεψι, ίσα τζι δεν εγίνη.
Κ’ οι δυο σομπροπατούσανε, στη ζυγαράν εσάζα,
στην όρεξιν ευρίσκουντα, στη ζυγαράν εσάζα,
στην όρεξιν ευρίσκουντα, ‘ς τσι γνώμες εταιριάζα·
αγαπημέν’ αντρόγυνο ήτονε πλια παρ’ άλλο,
και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο,
γιατ’ ήσανε χρόνους μαζί, και τέκνο δεν εκάμα,
‘ς έγνοια μεγάλη και καημό τσι ‘βαν αυτό το πράμα·
κάρβουνο μεσ’ στα σωθικά τσι ‘βραζε νύχτα μέρα,
μην έχοντας κλερονομιά, σιμώνοντας τα γέρα·
τον Ήλιο και τον Ουρανό συχνιά παρακαλούσα,
για να τα’ αξώση και να δουν παιδί, που πεθυμούσα.
Περνούν οι χρόνοι κ’ οι καιροί, κ’ η Ρήγισσα γαστρώθη,
κι ο Ρήγας οχ το λογισμό και βάρος ελυτρώθη.
Αγάλι αγάλια σίμωσε, κ’ ήρθεν εκείν’ η ώρα,
να γεννηθή κλερονομιά, ν’ αναγαλλιάσ’ η χώρα·
μια θυγατέρα κάμασι, κ’ ήφεξε το παλάτι,
κείνη την ώρα, που η μαμμή στα χέρια την εκράτει·
θεράπειο κι αναγάλλασι, χαρά πολλά μεγάλη,
ο Ρήγας με τη Ρήγισσαν επήρασι κι οι άλλοι·
τσι χώρας σπίτια και στενά σου φαίνετο γελούσα,
κ’ οι γειτονιές εχαίρουντα, κι οι τόποι αναγαλλιούσα.
Ήρχισε κ’ εμεγάλωσε το δροσερό κλωνάρι,
κ’ επλήθενε στην ομορφιά, στη γνώσι κ’ εις τη χάρι·
εγίνηκε της ηλικιάς, παντόθες εγρικήθη,
πως, για να το ‘χου θάμασμα, στον κόσμον εγεννήθη·
και τα’ όνομά τζι το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα …
[1] Από τον Ερωτόκριτο του Βιτζεντζου Κορνάρου, Δωρικός, Αθήνα 1991
πως, για να το ‘χου θάμασμα, στον κόσμον εγεννήθη·
και τα’ όνομά τζι το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα …
[1] Από τον Ερωτόκριτο του Βιτζεντζου Κορνάρου, Δωρικός, Αθήνα 1991