Κατοχικά[1]
Όσο προχωρούσε το 1943 τόσο η τρομοκρατία των Γερμανών και των Ιταλών επλήθαινε. Τα φοβερά μηνύματα φθάναν απ’ όλη την Ελλάδα. Αφανιζόταν η Ελλάδα, τα χωριά της, τα έργα του μόχθου γενεών, τα γεφύρια, οι δρόμοι, οι άνθρωποι.
…
Εξ αφορμής μιας εγκυκλίου του, που ήταν ν’ αναγνωσθή επ’ εκκλησίαις την 25η Μαρίου 1943, (ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός) συγκρούεται με την Κυβέρνηση Λογοθετοπούλου. Ο Γενικός Γραμματεύς του Γραφείου του Πρωθυπουργού έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο ένα ανοίκειο γράμμα (24/03/1943)
Προς τον Μακ. Αρχιεπίσκοπον Αθηνών κ. Δαμασκηνόν.
«Κατόπιν της ληφθείσης υπό της Κυβερνήσεως αποφάσεως, εν συνεννοήσει μετά των Πολιτικών και Στρατιωτικών Αρχών Κατοχής, όπως μη εορτασθή εφέτος, λόγω των εξαιρετικώς ανωμάλων περιστάσεων υφ’ ας διατελεί η Χώρα, η επέτειος της 25ης Μαρτίου ως Εθνικής Εορτής, έχω την τιμήν να διαβιβάσω υμίν εντολήν της Κυβερνήσεως όπως εν συνεχεία προς τα ληφθέντα μέτρα προς προστασίαν της δημοσίας τάξεως απαγορευθή δι’ επειγούσης εγκυκλίου διαταγής υμών οιαδήποτε εκκλησιαστική τελετή ή ανάγνωσις εγκυκλίων προς το πλήρωμα της υμετέρας Αρχιεπισκοπής, επ’ ευκαιρία της εν λόγω επετείου.
Διά την ακριβή εκτέλεσιν της παρούσης, εκτός της υμετέρας προσωπικής ευθύνης έναντι της Κυβερνήσεως θέλουσι καταστή επίσης προσωπικώς υπέυθυνοι και οι εκασταχού Αιδεσιμώτατοι Εφημέριοι της καθ’ υμάς Αρχιεπισκοπής ως και πας λόγω αρμοδιότητος δυνάμενος να καταστή υπεύθυνος.
Επί τη ευκαιρία ταύτη, εντολή της Αυτού Εξοχότητος του Προέδρου της Κυβερνήσεως, παρακαλώ όπως από τούδε οιαδήποτε επ’ εκκλησίαις ανάγνωσις, η οποία δεν ήθελεν έχει περιεχόμενον αυστηρώς και μόνον εκκλησιαστικόν, υποβάλλεται προηγουμένως προς έγκρισιν εις το Γραφείον της Αυτού Εξοχότητος του κ. Πρωθυπουργού, καθιστωμένων εν εναντία περιπτώσει προς τούτο υπευθύνων εκτός της Υμετέρας Μακαριότητος και των Αιδεσιμωτάτων Εφημερίων της καθ’ ημάς Αρχιεπισκοπής. Ο έλεγχος της ακριβούς εκτελέσεως της παρούσης ανατέθη εις την Διεύθυνιν της Αστυνομίας Αθηνών.»
Ο Γενικός Γραμματεύς
Θ. Στελλάκης
Το γράμμα αυτό επιστρέφεται στον αποστολέα του με το εξής σημείωμα :
«Επισημειωματικώς :
Επιστρέφεται, εντολή της Αυτού Μακαριότητός του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, προς τον αυτόν κ. Γεν. Γραμματέα, ως απαράδεκτον, αφ’ ενός μεν διότι ούτος, όλως ατόπως και αναρμοδίως, απευθύνεται προς τον Αρχιεπίσκοπον επί ζητημάτων αναγομένων εις την πνευματικήν δικαιοδοσίαν αυτού, αφ’ ετέρου δε διότι το έγγραφον, διά τε το προπετές ύφος και το ανοίκειον περιεχόμενον αποτελεί προφανή ανευλάβειαν, εις ην προσήκει ο βαρύτερος χαρακτηρισμός.»
26/03/1943
Εκ του Ιδιαιτέρου Γραφείου
της Αυτού Μακαριότητος του Αρχιεπισκόπου
[1] Ηλία Βενέζη, «Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός», σ. 220-221, Εστία, Αθήνα 1981.
Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010
Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010
οικονομικά διδάγματα
η οικονομική ήττα των δυτικών δημοκρατιών[1]
Την ήττα τους οι ευρωπαϊκές δυτικές δημοκρατίες την είχαν αναγνωρίσει και εσωτερικά. Ολόκληρη, μάλιστα, η εξωτερική τους πολιτική ήταν συνάρτηση της εσωτερικής αδυναμίας τους. Στα είκοσι χρόνια που χωρίζουν μεταξύ τους τους δυο παγκόσμιους πολέμους, οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας ήταν σε αποσύνθεση. Η δημοκρατία ως κράτος υποχωρούσε αδιάκοπα στη δημοκρατία ως κοινωνία. Η δημοκρατία, όμως, πρέπει νάναι και κράτος, όχι μόνο κοινωνία. Σ’ αυτές τις δύο φράσεις βρίσκεται ολόκληρο το πρόβλημα.
Όταν, στον ΙΘ΄ αιώνα, άρχισαν να εδραιώνονται οι δημοκρατίες, φυσικό ήταν να πέσει το κύριο βάρος στη δημοκρατία ως κοινωνία. Το κράτος έπρεπε ν’ αδυνατίσει. Είχε καταντήσει πολύ ισχυρό, τουλάχιστον στον τύπο και στην νομική μορφή του. Η κοινωνία έπρεπε να χειραφετηθεί όσο μπορούσε περισσότερο από το κράτος. Οι πιο πολλοί θεώρησαν μάλιστα ότι σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η δημοκρατία. Το απαιτούσε άλλωστε κι’ ο οικονομικός φιλελευθερισμός που είχε τότε τον λόγο του. Το κράτος έπρεπε να γίνει όσο μπορούσε λιγότερο «κράτος», έπρεπε να γίνει, στη σχέση του ειδικά προς την εθνική του κοινωνία, παθητικό, ουδέτερο, άψυχο.
…
Στον Κ΄ αιώνα - … προπάντων ύστερ’ από τα 1918 – έπρεπε η δημοκρατία που είχε γίνει κοινωνία να γίνει και κράτος. Το κύριο βάρος έπρεπε να πέσει τώρα στη δημοκρατία ως κράτος. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, που φυσικά ποτέ δεν ήταν απόλυτος, είχε ξεπερασθεί. Είχε αρχίσει μάλιστα να ξεπερνιέται από το 1880, όταν ο καπιταλισμός μπήκε στο στάδιο των οικονομικών μονοπωλίων. Αυτό δεν έγινε, τότε, με καμιά κρατική προστασία. Έγινε αυτόματα, δυναμικά. Κι’ αν ξεπεράστηκε σε πολλές μορφές του ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ξεπεράστηκε κάπως και το αδύνατο άτομο μεσ’ στην κοινωνία. Όταν συνασπίστηκε το κεφάλαιο, συνασπίστηκαν και οι εργάτες.
Η Γαλλική Επανάσταση είχε χαρακτηρίσει ως ασυμβίβαστους με την δημοκρατία τους επαγγελματικούς συνασπισμούς. Η δημοκρατία, στον Κ΄ αιώνα, χωρίς η ίδια να οργανωθεί σε κράτος ισχυρό, άφησε τους οικονομικούς (κεφαλαιοκρατικούς) συνασπισμούς ή τους επαγγελματικούς συνασπισμούς των ασθενέστερων τάξεων να δυναμώσουν τόσο που κι’ αυτή η δημοκρατία ως κοινωνία έγινε ένα παράδοξο κατασκεύασμα.
…
Η δημοκρατία, ύστερ’ από τα 1918, έπρεπε να είχε γίνει προπάντων «κράτος», κράτος που θα χτυπούσε τους εχθρούς του, επαναστατώντας το ίδιο πριν επαναστατήσουν ή το υπονομεύσουν εκείνοι και αντιμετωπίζοντας με επαναστατικό δημοκρατικό πάθος την κοινωνική και οικονομική αναρχία, δηλαδή καταργώντας την οικονομική δύναμη των ισχυρών και περιστέλλοντας ύστερα την κοινωνική δύναμη των συνασπισμένων αδυνάτων.
[1] Νέα Εστία Αφιέρωμα στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο (1902-1986), από το βιβλίο του «Ο εικοστός Αιώνας», σ. 297 κ. επ., Χριστούγεννα 1996
Την ήττα τους οι ευρωπαϊκές δυτικές δημοκρατίες την είχαν αναγνωρίσει και εσωτερικά. Ολόκληρη, μάλιστα, η εξωτερική τους πολιτική ήταν συνάρτηση της εσωτερικής αδυναμίας τους. Στα είκοσι χρόνια που χωρίζουν μεταξύ τους τους δυο παγκόσμιους πολέμους, οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας ήταν σε αποσύνθεση. Η δημοκρατία ως κράτος υποχωρούσε αδιάκοπα στη δημοκρατία ως κοινωνία. Η δημοκρατία, όμως, πρέπει νάναι και κράτος, όχι μόνο κοινωνία. Σ’ αυτές τις δύο φράσεις βρίσκεται ολόκληρο το πρόβλημα.
Όταν, στον ΙΘ΄ αιώνα, άρχισαν να εδραιώνονται οι δημοκρατίες, φυσικό ήταν να πέσει το κύριο βάρος στη δημοκρατία ως κοινωνία. Το κράτος έπρεπε ν’ αδυνατίσει. Είχε καταντήσει πολύ ισχυρό, τουλάχιστον στον τύπο και στην νομική μορφή του. Η κοινωνία έπρεπε να χειραφετηθεί όσο μπορούσε περισσότερο από το κράτος. Οι πιο πολλοί θεώρησαν μάλιστα ότι σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η δημοκρατία. Το απαιτούσε άλλωστε κι’ ο οικονομικός φιλελευθερισμός που είχε τότε τον λόγο του. Το κράτος έπρεπε να γίνει όσο μπορούσε λιγότερο «κράτος», έπρεπε να γίνει, στη σχέση του ειδικά προς την εθνική του κοινωνία, παθητικό, ουδέτερο, άψυχο.
…
Στον Κ΄ αιώνα - … προπάντων ύστερ’ από τα 1918 – έπρεπε η δημοκρατία που είχε γίνει κοινωνία να γίνει και κράτος. Το κύριο βάρος έπρεπε να πέσει τώρα στη δημοκρατία ως κράτος. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, που φυσικά ποτέ δεν ήταν απόλυτος, είχε ξεπερασθεί. Είχε αρχίσει μάλιστα να ξεπερνιέται από το 1880, όταν ο καπιταλισμός μπήκε στο στάδιο των οικονομικών μονοπωλίων. Αυτό δεν έγινε, τότε, με καμιά κρατική προστασία. Έγινε αυτόματα, δυναμικά. Κι’ αν ξεπεράστηκε σε πολλές μορφές του ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ξεπεράστηκε κάπως και το αδύνατο άτομο μεσ’ στην κοινωνία. Όταν συνασπίστηκε το κεφάλαιο, συνασπίστηκαν και οι εργάτες.
Η Γαλλική Επανάσταση είχε χαρακτηρίσει ως ασυμβίβαστους με την δημοκρατία τους επαγγελματικούς συνασπισμούς. Η δημοκρατία, στον Κ΄ αιώνα, χωρίς η ίδια να οργανωθεί σε κράτος ισχυρό, άφησε τους οικονομικούς (κεφαλαιοκρατικούς) συνασπισμούς ή τους επαγγελματικούς συνασπισμούς των ασθενέστερων τάξεων να δυναμώσουν τόσο που κι’ αυτή η δημοκρατία ως κοινωνία έγινε ένα παράδοξο κατασκεύασμα.
…
Η δημοκρατία, ύστερ’ από τα 1918, έπρεπε να είχε γίνει προπάντων «κράτος», κράτος που θα χτυπούσε τους εχθρούς του, επαναστατώντας το ίδιο πριν επαναστατήσουν ή το υπονομεύσουν εκείνοι και αντιμετωπίζοντας με επαναστατικό δημοκρατικό πάθος την κοινωνική και οικονομική αναρχία, δηλαδή καταργώντας την οικονομική δύναμη των ισχυρών και περιστέλλοντας ύστερα την κοινωνική δύναμη των συνασπισμένων αδυνάτων.
[1] Νέα Εστία Αφιέρωμα στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο (1902-1986), από το βιβλίο του «Ο εικοστός Αιώνας», σ. 297 κ. επ., Χριστούγεννα 1996
Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010
πολιτικά διδάγματα
Ταπεινότατοι πινακογλείφτες[1]
Το ξύπνημα για τους Έλληνες ύστερα από το όνειρο ήταν αναπάντεχο. Μετατοπίστηκε λοιπόν το κέντρο της Ρωμιοσύνης που ήταν ίσαμε τότε στη φαντασία των Ρωμιών η Πόλη και τεχνητά πλάστηκε η Αθήνα νέο κέντρο Ρωμιοσύνης, προσωρινό όμως κατά την αντίληψή τους.
Μα εδώ ξεπροβάλλουν αμέσως οι συνέπειες του χωρισμού της Ρωμιοσύνης σε δύο, που το ένα μέρος, το μεγαλύτερο, έμεινε στην τούρκικη πολιτική κυριαρχία αποκάτω, ενώ το άλλο αφέθηκε να αυτοκυβερνηθεί. Αρκετά γρήγορα λησμόνησαν οι περισσότεροι από τους Ελλαδίτες πως η Αθήνα ήταν η προσωρινή πρωτεύουσά τους. Αγάλι, αγάλι εσυνήθισαν τη μικρότητα που, μ’ όλο το μεγαλείο τους, εδημιούργησαν οι αγώνες του έθνους, και καλοκάθισαν στην Αθήνα, έχτισαν πέτρινα σπίτια και τα’ αγάπησαν έπειτα τα σπίτια τους. Φτωχός ο τόπος και οι εργατικοί άνθρωποι πρώτα, πρώτα κύταξαν να κάμουν παράδες, οι άλλοι οι «κλέφτες» και οι «γραμματιζούμενοι» άρπαξαν κυβερνητικές θέσες, μισθούς και αξιώματα. Ο καινούριος ελληνικός πολιτικός πυρήνας, σαν πυρήνας που ήταν, άρχισε να φανερώνει όλη του τη συγκεντρωτική δύναμη. Και οι Έλλαδίτες ολοένα πήγαιναν να λησμονήσουν πως όλοι μαζί οι Έλληνες, και όχι μοναχοί τους αυτοί, είχαν δημιουργήσει τη μικρή Ελλάδα, και θα λησμονούσαν ολότελα τους άλλους Έλληνες, τους συνεργάτες τους, αν δε βρίσκονταν ανάμεσά τους λιγοστοί που θυμούνταν ακόμη με τί λογής σκοπό είχε γίνει το κράτος και αν δεν πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα από την Τουρκία στην Ελλάδα άνθρωποι που δεν είχαν ξεχάσει τίποτε από τα παλιά, γιατί γι’ αυτούς τίποτα δεν είχε αλλάξει και ο βαρύς Τούρκος σα βραχνάς ακόμα τους έπνιγε. Και οι άνθρωποι που από την Ελλάδα πήγαιναν στην Τουρκία, και αυτοί, με το να ζούνε ανάμεσα στους αλύτρωτους αδελφούς, ένοιωθαν καλλίτερα το γενικό ελληνικό ζήτημα και γίνονταν κρίκος των δύο Ελλάδων.
Δυο ρεύματα έτσι από διαφορετικές ιδεολογίες, τη μια ελλαδική και την άλλη ελληνική, τη μια στενά κρατική και την άλλη εθνική και γενική. Οι Έλληνες της Τουρκιάς, με το να βρίσκονται ανάμεσα και σ’ άλλα έθνη και αποκάτω από ξένη πολιτική κυριαρχία τυραννική, θυμούνταν τον εαυτό τους περισσότερο, τον ξεχώριζαν συνειδητά και κατασύνεχα από τους άλλους λαούς και βαστούσαν ξαναμμένο μέσα τους τον πόθο και την ελπίδα του λυτρωμού. Οι άλλοι, σα λυτρωμένοι που ήταν, ξεχάνονταν σαν Έλληνες και καταπιάνονταν άλλες δουλειές, καταγίνονταν στη λεγόμενη εσωτερική πολιτική του αλληλοφαγωμού, της εκμετάλλευσης και της συναλλαγής. Ο καβγάς για το πάπλωμα. Οι ειλικρινότεροι γύρευαν το πολύ να καλοδιοικηθεί η Ελλάδα, τίποτε άλλο. Ως τόσο πότε, πότε οι φωνές των έξω τάραξαν τους μέσα, μα για λίγο καιρό, και πάλι βιαστικά ξανάπιαναν τους καβγάδες τους και τα μικροσυμφέροντα.
Ανάμεσα στα δύο ρεύματα βρέθηκε κάποιος συμβιβασμός. Ο μέσος όρος αυτός φύτρωσε στα μυαλά των πολιτικών του κράτους, που τους έτρωγε αριά και πού, όταν παραφώναζαν οι έξω, η κακή συνείδηση που λησμονούσαν το σκοπό του κράτους. Οι ολιγόπιστοι, αν όχι άπιστοι αυτοί άνθρωποι, ανάξια παιδιά και αγγόνια εκείνων που δε σάστισαν να τα βάλουν με μιαν αυτοκρατορία, κατάντησαν ταπεινότατοι πινακογλείφτες της Τουρκιάς και της Ευρώπης.
Το ξύπνημα για τους Έλληνες ύστερα από το όνειρο ήταν αναπάντεχο. Μετατοπίστηκε λοιπόν το κέντρο της Ρωμιοσύνης που ήταν ίσαμε τότε στη φαντασία των Ρωμιών η Πόλη και τεχνητά πλάστηκε η Αθήνα νέο κέντρο Ρωμιοσύνης, προσωρινό όμως κατά την αντίληψή τους.
Μα εδώ ξεπροβάλλουν αμέσως οι συνέπειες του χωρισμού της Ρωμιοσύνης σε δύο, που το ένα μέρος, το μεγαλύτερο, έμεινε στην τούρκικη πολιτική κυριαρχία αποκάτω, ενώ το άλλο αφέθηκε να αυτοκυβερνηθεί. Αρκετά γρήγορα λησμόνησαν οι περισσότεροι από τους Ελλαδίτες πως η Αθήνα ήταν η προσωρινή πρωτεύουσά τους. Αγάλι, αγάλι εσυνήθισαν τη μικρότητα που, μ’ όλο το μεγαλείο τους, εδημιούργησαν οι αγώνες του έθνους, και καλοκάθισαν στην Αθήνα, έχτισαν πέτρινα σπίτια και τα’ αγάπησαν έπειτα τα σπίτια τους. Φτωχός ο τόπος και οι εργατικοί άνθρωποι πρώτα, πρώτα κύταξαν να κάμουν παράδες, οι άλλοι οι «κλέφτες» και οι «γραμματιζούμενοι» άρπαξαν κυβερνητικές θέσες, μισθούς και αξιώματα. Ο καινούριος ελληνικός πολιτικός πυρήνας, σαν πυρήνας που ήταν, άρχισε να φανερώνει όλη του τη συγκεντρωτική δύναμη. Και οι Έλλαδίτες ολοένα πήγαιναν να λησμονήσουν πως όλοι μαζί οι Έλληνες, και όχι μοναχοί τους αυτοί, είχαν δημιουργήσει τη μικρή Ελλάδα, και θα λησμονούσαν ολότελα τους άλλους Έλληνες, τους συνεργάτες τους, αν δε βρίσκονταν ανάμεσά τους λιγοστοί που θυμούνταν ακόμη με τί λογής σκοπό είχε γίνει το κράτος και αν δεν πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα από την Τουρκία στην Ελλάδα άνθρωποι που δεν είχαν ξεχάσει τίποτε από τα παλιά, γιατί γι’ αυτούς τίποτα δεν είχε αλλάξει και ο βαρύς Τούρκος σα βραχνάς ακόμα τους έπνιγε. Και οι άνθρωποι που από την Ελλάδα πήγαιναν στην Τουρκία, και αυτοί, με το να ζούνε ανάμεσα στους αλύτρωτους αδελφούς, ένοιωθαν καλλίτερα το γενικό ελληνικό ζήτημα και γίνονταν κρίκος των δύο Ελλάδων.
Δυο ρεύματα έτσι από διαφορετικές ιδεολογίες, τη μια ελλαδική και την άλλη ελληνική, τη μια στενά κρατική και την άλλη εθνική και γενική. Οι Έλληνες της Τουρκιάς, με το να βρίσκονται ανάμεσα και σ’ άλλα έθνη και αποκάτω από ξένη πολιτική κυριαρχία τυραννική, θυμούνταν τον εαυτό τους περισσότερο, τον ξεχώριζαν συνειδητά και κατασύνεχα από τους άλλους λαούς και βαστούσαν ξαναμμένο μέσα τους τον πόθο και την ελπίδα του λυτρωμού. Οι άλλοι, σα λυτρωμένοι που ήταν, ξεχάνονταν σαν Έλληνες και καταπιάνονταν άλλες δουλειές, καταγίνονταν στη λεγόμενη εσωτερική πολιτική του αλληλοφαγωμού, της εκμετάλλευσης και της συναλλαγής. Ο καβγάς για το πάπλωμα. Οι ειλικρινότεροι γύρευαν το πολύ να καλοδιοικηθεί η Ελλάδα, τίποτε άλλο. Ως τόσο πότε, πότε οι φωνές των έξω τάραξαν τους μέσα, μα για λίγο καιρό, και πάλι βιαστικά ξανάπιαναν τους καβγάδες τους και τα μικροσυμφέροντα.
Ανάμεσα στα δύο ρεύματα βρέθηκε κάποιος συμβιβασμός. Ο μέσος όρος αυτός φύτρωσε στα μυαλά των πολιτικών του κράτους, που τους έτρωγε αριά και πού, όταν παραφώναζαν οι έξω, η κακή συνείδηση που λησμονούσαν το σκοπό του κράτους. Οι ολιγόπιστοι, αν όχι άπιστοι αυτοί άνθρωποι, ανάξια παιδιά και αγγόνια εκείνων που δε σάστισαν να τα βάλουν με μιαν αυτοκρατορία, κατάντησαν ταπεινότατοι πινακογλείφτες της Τουρκιάς και της Ευρώπης.
Εικόνες :
από την Αθήνα του χθες_η παλιά βουλή
Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010
μαθήματα μαθηματικών (συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι)
Η οσμή των τόκων φοβερή
την πολιτεία πνίγει·
δεν είναι όμως αρκετή,
των εριφίων η σιωπή,
αντίδραση να γίνει·
την πολιτεία πνίγει·
δεν είναι όμως αρκετή,
των εριφίων η σιωπή,
αντίδραση να γίνει·
και το ερίφιο είσαι 'συ.
Τόκοι ανατοκιζόμενοι[1]
- Ο κύριος Καραγάτσης ;
- Ο ίδιος.
- «Μι» Καραγάτσης ;
- «Μι» του Γάμα».
- Ένα ένταλμα για σας.
Επήρα το πράσινο χαρτί από τα χέρια του αστυφύλακα, και προσπάθησα να ξεκαθαρίσω τα ιεροφλυφικά του. Ήταν φανερό πως το Ελληνικόν Δημόσιον με απειλούσε με τρομακτικές ποινές, αν δεν κατέβαλλα «εντός των νομίμων προθεσμιών» και στον τάδε ταμία, το ποσόν των δραχμών 786,65.
Κάθε συζήτηση γι’ αυτά τα πράγματα είναι μάταιη.
- Καλά, φίλε μου, είπα στον αστυφύλακα. Θα φροντίσω.
Ήταν η ώρα της δουλειάς. Μια στοίβα γράμματα περίμεναν ν’ ανοιχτούν, να διαβαστούν, να διεκπεραιωθούν, ενώ το τηλέφωνο βροντούσε κάθε τρία λεπτά. Έχωσα το πράσινο χαρτί στο συρτάρι μου, και δεν το ξανασκέφθηκα ως το μεσημέρι.
Σαν κόπηκε η φασαρία, το έβγαλα από το συρτάρι και το εξέτασα με προσοχή. Η οφειλή του προερχόταν από είδη δημοσίου μη επιστραφέντα μετά την απότισιν της στρατιωτικής μου θητείας. Και συγκεκριμένως:
1) Μία αμφίστομος μάχαιρα χαρακώματος Δρχ. 250
2) Τόκοι ανατοκιζόμενοι επί μίαν εξαετίαν
και διάφορα έξοδα … … … Δρχ. 536, 65
Σύνολον Δρχ. 786,65
- Τι διάβολο !
Τόκοι ανατοκιζόμενοι[1]
- Ο κύριος Καραγάτσης ;
- Ο ίδιος.
- «Μι» Καραγάτσης ;
- «Μι» του Γάμα».
- Ένα ένταλμα για σας.
Επήρα το πράσινο χαρτί από τα χέρια του αστυφύλακα, και προσπάθησα να ξεκαθαρίσω τα ιεροφλυφικά του. Ήταν φανερό πως το Ελληνικόν Δημόσιον με απειλούσε με τρομακτικές ποινές, αν δεν κατέβαλλα «εντός των νομίμων προθεσμιών» και στον τάδε ταμία, το ποσόν των δραχμών 786,65.
Κάθε συζήτηση γι’ αυτά τα πράγματα είναι μάταιη.
- Καλά, φίλε μου, είπα στον αστυφύλακα. Θα φροντίσω.
Ήταν η ώρα της δουλειάς. Μια στοίβα γράμματα περίμεναν ν’ ανοιχτούν, να διαβαστούν, να διεκπεραιωθούν, ενώ το τηλέφωνο βροντούσε κάθε τρία λεπτά. Έχωσα το πράσινο χαρτί στο συρτάρι μου, και δεν το ξανασκέφθηκα ως το μεσημέρι.
Σαν κόπηκε η φασαρία, το έβγαλα από το συρτάρι και το εξέτασα με προσοχή. Η οφειλή του προερχόταν από είδη δημοσίου μη επιστραφέντα μετά την απότισιν της στρατιωτικής μου θητείας. Και συγκεκριμένως:
1) Μία αμφίστομος μάχαιρα χαρακώματος Δρχ. 250
2) Τόκοι ανατοκιζόμενοι επί μίαν εξαετίαν
και διάφορα έξοδα … … … Δρχ. 536, 65
Σύνολον Δρχ. 786,65
- Τι διάβολο !
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)