Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

πολιτικά διδάγματα

Ταπεινότατοι πινακογλείφτες[1]

Το ξύπνημα για τους Έλληνες ύστερα από το όνειρο ήταν αναπάντεχο. Μετατοπίστηκε λοιπόν το κέντρο της Ρωμιοσύνης που ήταν ίσαμε τότε στη φαντασία των Ρωμιών η Πόλη και τεχνητά πλάστηκε η Αθήνα νέο κέντρο Ρωμιοσύνης, προσωρινό όμως κατά την αντίληψή τους.

Μα εδώ ξεπροβάλλουν αμέσως οι συνέπειες του χωρισμού της Ρωμιοσύνης σε δύο, που το ένα μέρος, το μεγαλύτερο, έμεινε στην τούρκικη πολιτική κυριαρχία αποκάτω, ενώ το άλλο αφέθηκε να αυτοκυβερνηθεί. Αρκετά γρήγορα λησμόνησαν οι περισσότεροι από τους Ελλαδίτες πως η Αθήνα ήταν η προσωρινή πρωτεύουσά τους. Αγάλι, αγάλι εσυνήθισαν τη μικρότητα που, μ’ όλο το μεγαλείο τους, εδημιούργησαν οι αγώνες του έθνους, και καλοκάθισαν στην Αθήνα, έχτισαν πέτρινα σπίτια και τα’ αγάπησαν έπειτα τα σπίτια τους. Φτωχός ο τόπος και οι εργατικοί άνθρωποι πρώτα, πρώτα κύταξαν να κάμουν παράδες, οι άλλοι οι «κλέφτες» και οι «γραμματιζούμενοι» άρπαξαν κυβερνητικές θέσες, μισθούς και αξιώματα. Ο καινούριος ελληνικός πολιτικός πυρήνας, σαν πυρήνας που ήταν, άρχισε να φανερώνει όλη του τη συγκεντρωτική δύναμη. Και οι Έλλαδίτες ολοένα πήγαιναν να λησμονήσουν πως όλοι μαζί οι Έλληνες, και όχι μοναχοί τους αυτοί, είχαν δημιουργήσει τη μικρή Ελλάδα, και θα λησμονούσαν ολότελα τους άλλους Έλληνες, τους συνεργάτες τους, αν δε βρίσκονταν ανάμεσά τους λιγοστοί που θυμούνταν ακόμη με τί λογής σκοπό είχε γίνει το κράτος και αν δεν πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα από την Τουρκία στην Ελλάδα άνθρωποι που δεν είχαν ξεχάσει τίποτε από τα παλιά, γιατί γι’ αυτούς τίποτα δεν είχε αλλάξει και ο βαρύς Τούρκος σα βραχνάς ακόμα τους έπνιγε. Και οι άνθρωποι που από την Ελλάδα πήγαιναν στην Τουρκία, και αυτοί, με το να ζούνε ανάμεσα στους αλύτρωτους αδελφούς, ένοιωθαν καλλίτερα το γενικό ελληνικό ζήτημα και γίνονταν κρίκος των δύο Ελλάδων.

Δυο ρεύματα έτσι από διαφορετικές ιδεολογίες, τη μια ελλαδική και την άλλη ελληνική, τη μια στενά κρατική και την άλλη εθνική και γενική. Οι Έλληνες της Τουρκιάς, με το να βρίσκονται ανάμεσα και σ’ άλλα έθνη και αποκάτω από ξένη πολιτική κυριαρχία τυραννική, θυμούνταν τον εαυτό τους περισσότερο, τον ξεχώριζαν συνειδητά και κατασύνεχα από τους άλλους λαούς και βαστούσαν ξαναμμένο μέσα τους τον πόθο και την ελπίδα του λυτρωμού. Οι άλλοι, σα λυτρωμένοι που ήταν, ξεχάνονταν σαν Έλληνες και καταπιάνονταν άλλες δουλειές, καταγίνονταν στη λεγόμενη εσωτερική πολιτική του αλληλοφαγωμού, της εκμετάλλευσης και της συναλλαγής. Ο καβγάς για το πάπλωμα. Οι ειλικρινότεροι γύρευαν το πολύ να καλοδιοικηθεί η Ελλάδα, τίποτε άλλο. Ως τόσο πότε, πότε οι φωνές των έξω τάραξαν τους μέσα, μα για λίγο καιρό, και πάλι βιαστικά ξανάπιαναν τους καβγάδες τους και τα μικροσυμφέροντα.

Ανάμεσα στα δύο ρεύματα βρέθηκε κάποιος συμβιβασμός. Ο μέσος όρος αυτός φύτρωσε στα μυαλά των πολιτικών του κράτους, που τους έτρωγε αριά και πού, όταν παραφώναζαν οι έξω, η κακή συνείδηση που λησμονούσαν το σκοπό του κράτους. Οι ολιγόπιστοι, αν όχι άπιστοι αυτοί άνθρωποι, ανάξια παιδιά και αγγόνια εκείνων που δε σάστισαν να τα βάλουν με μιαν αυτοκρατορία, κατάντησαν ταπεινότατοι πινακογλείφτες της Τουρκιάς και της Ευρώπης.

[1] Ίωνος Δραγούμη, «Ελληνικός πολιτισμός», σ. 52-54, Φιλόμυθος, Αθήνα 1993.

Δεν υπάρχουν σχόλια: