Το Κάλπικο Δάνειο[1]
Τούτος ο όμορφος τόπος είναι γεμάτος βάσανα, παλιά και καινούργια, Και τι δεν τράβηξε· αίμα, φλόγες, χαλάσματα, δάκρυα, πείνα, γύμνια. Πόσες και πόσες φορές δε βάλθηκαν να μας σβήσουν από το πρόσωπο της γης. Μα εμείς, ωσάν εκείνο το μυθικό πουλί, το Φοίνικα, ξαναγεννιόμαστε κάθε φορά μέσα από τη στάχτη μας. Γι’ αυτό σωστά η Φιλική Εταιρία το διάλεξε σύμβολο, όταν σήκωσε το φλάμπουρο της επανάστασής μας.
Έπειτα από οχτάχρονους αγώνες ενάντια σε μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες εκείνου του καιρού, κεδίσαμε τέλος την εθνική μας λευτεριά. Οι τρανοί του κόσμου παραδέχτηκαν ν’ αφήσουν και σ’ εμάς μια μικρή γωνιά γης, να την οργώνουμε δίχως ο βούρδουλας των αγάδων ν’ αυλακώνει τις ράχες μας. Κι από τότες τόσο πολύ μας αγάπησαν, που άρχισαν να τσακώνουνται ανάμεσά τους ποιος θα μας πρωτοπάρει. Εγγλέζους μας θέλανε οι λόρδοι, Γάλλους οι Φραντσέζοι, Ρώσους οι τσάροι. Κι οι κεφαλές μας, πρόθυμοι πάντα σε κάτι τέτοια, φτιάσανε τρία κόμματα, και τα τρία ξενόδουλα.
…
Έτσι λοιπόν, με τη βοήθεια και των δικών μας, μάθαμε, μόλις λευτερωθήκαμε από τους Τούρκους, να χορεύουμε κατά το σκοπό που μας παίζανε στη Λόντρα, στα Παρίσια και στην Αγία Πετρούπολη.
Κείνος ο «πατριδοφύλακας» Μακρυγιάννης έγραψε τούτα τ’ αθάνατα λόγια :
«Κατατρέχετε μια χούφτα Έλληνες και δεν τους αφήνετε να ζήσουν κι αυτήνοι ήσυχοι στην κοινωνία των άλλων κρατών. Εσείς οι χριστιανοί ένα αθώο παιδί, ένα ορφανό, το χαροκαμένο αυτόνε τόπο, όπου γύρευε η τυραγνία να του πάρει τη ζωή, και τώρα εσείς, οι φιλάνθρωποι, το ξαναπάτε πάλι στη δικαιοσύνη του τυράγνου. Θα τους δείξουμε όμως ποιών απόγονοι είμαστε, τι μονέδα χρυσή έλαβαν αυτήνοι από κείνους τους προγόνους μας και την έχουν ως την σήμερον και μ’ αυτήνη ζουν, και τι κάλπικον δάνειον δώσαν σ’ εμάς».
[1] Δημήτρη Φωτιάδη, «Όθωνας – η Μοναρχία», σ. 53-54, εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1988