Την επομένη της διαδήλωσης, ζήτησα να παρουσιαστούν τα ηγετικά μέλη της πόλης. Πριν από τη συνάντηση, είχα φροντίσει να ενημερωθώ πλήρως από τον κόμη Φήλικα[2]. Καθίσαμε στην άδεια αίθουσα του συμβουλίου και εγώ είχα μια στοίβα από χαρτιά στο τραπέζι εμπρός μου, που μας χώριζε. Ένα μπρούτζινο άγαλμα του Διοκλητιανού μας κοίταζε από ψηλά με περιφρόνηση. Αυτού του είδους τα προβλήματα ήταν εκείνα που του άρεσε ιδιαίτερα να χειρίζεται. Ασφαλώς, αυτή δεν ήταν η δική μου περίπτωση.
«Αυτές οι στατιστικές, αύγουστε, δείχνουν τις διακυμάνσεις της τιμής των σιτηρών, όχι μόνον από χρόνο σε χρόνο, αλλά και από μήνα σε μήνα». Ο κόμης έλαμπε από ευχαρίστηση. Τα στατιστικά στοιχεία και οι αριθμοί τού έδιναν τόση αγαλλίαση όση απολαμβάνουν άλλοι άνθρωποι από τον Πλάτωνα και τον Όμηρο. «Όπως βλέπεις, έχω προβλέψει και για τις διακυμάνσεις της αξίας του χρήματος. Έχουν καταγραφεί εδώ». Κτύπησε με το δάκτυλό του μια περγαμηνή και με κοίταξε έντονα για να βεβαιωθεί πως πρόσεχα τι έλεγε. Όποτε βρισκόμουν με τον κόμη Φήλικα, είχα την αίσθηση ότι ήμουν πάλι παιδί και εκείνος ο Μαρδόνιος[3]. Αλλά ο λειτουργός αυτός ήταν έξοχος ξεναγός στον μυστηριώδη υπόκοσμο του χρήματος. Πίστευε, όπως και ο Διοκλητιανός, στη σταθεροποίηση των τιμών. Είχε κάθε είδους αποδεικτικά στοιχεία από προηγούμενα πειράματα πως ένα τέτοιο σύστημα μπορούσε να αυξήσει τη γενική ευημερία. Όσες φορές βρέθηκα μαζί του, έφυγα πάντοτε πεπεισμένος πως είχε δίκιο. Αλλά, πάλι, σε χρηματικά θέματα μπορεί οποιοσδήποτε να με πείσει για ο,τιδήποτε, τουλάχιστον για μικρό διάστημα. Μετά από ένα εντυπωσιακό λογύδριο, το οποίο παρέμεινε ολοκληρωτικά ακατανόητο για εμένα, ο Φήλιξ με συμβούλευσε να ορίσω την τιμή των δέκα στατήρων σιτηρών σε ένα αργυρό νόμισμα, λογική τιμή για την Αντιόχεια. Στη συνέχεια, θα κρατούσαμε σταθερά την τιμή σε αυτό το ύψος και θα εμποδίζαμε την κερδοσκοπική καιροσκοπία των εμπόρων από την εποχική έλλειψη τροφίμων.
Αρχικά, συμφώνησα με τον Φήλικα. «Αλλά», ρώτησα, «δεν θα έπρεπε να αναθέσουμε στη σύγκλητο να ορίσει τις τιμές ; Οι συγκλητικοί δεν θα έπρεπε να περιορίσουν τους κατοίκους της πόλης τους ;»
Ο Φήλιξ με κοίταξε με το είδος επιτιμητικής ματιάς που μου έριχνε άλλοτε ο Μαρδόνιος όταν έκανα κάποια ιδιαίτερα ανόητη παρατήρηση. «Δεν μπορείς να περιμένεις από έναν λύκο να αφήσει αφάγωτο ένα απροστάτευτο πρόβατο. Αυτό είναι αντίθετο με τη φύση του. Τέλος πάντων, είναι στη φύση τους να πραγματοποιούν όσο μεγαλύτερο κέρδος μπορούν». Διαφώνησα. Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ο Φήλιξ είχε δίκιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου