μπίζνες[1]
Το κονάκι ήταν ένα σπίτι παλιό, δίπατο, από τον καιρό των Κονιάρων. Ο παλιός τσιφλικάς, ο Ρουστέν αγάς, που το κληρονόμησε από τον πατέρα του, το είχε αφήσει να σαραβαλιστεί. Τα καφάσια του χαρεμλικιού σαπίσαν και πέσαν, κι από τα σπασμένα τζάμια των παραθύρων ο σκληρός βοριάς του κάμπου έμπαινε λεύτερος.
Σαν ο Ρουστέν αγάς γέρασε και σπατάλησε την περιουσία του στα γλέντια και στις ελεημοσύνες, πούλησε το τσιφλίκι του, το Κιριλάρ, στον Πήτερ Χατζηθωμά. Κι αυτός, κλείστηκε στο κονάκι του της Λάρισας, ανάμεσα στις αγαπημένες του γυναίκες – ο Αλλάχ δεν τού ‘δωσε παιδιά – και περίμενε το θάνατο, με ψυχή γαλήνια σαν καλός μουσλίμ που ήταν. Εξάλλου στην καρδιά του βασίλευε μεγάλη πίκρα. Εδώ και λίγα χρόνια το βιλαϊέτ της Λάρισας γίνηκε γιουνάνικο. Το γκιαούρικο ασκέρι με τα γαλάζια παντελόνια έπνιξε τον κάμπο, κι από πίσω του μια συμμορία πεινασμένων παλλιολαδιτών, που ξεχύθηκε στο παρθένο από ρωμαίικη παλιανθρωπιά ακόμα χώμα της Θεσσαλίας.
Ο καινούργιος τσιφλικάς του Κιριλάρ, ο Πήτερ Χατζηθωμάς, ήταν ένας από τους Ρωμιούς εκείνους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αγγλία. Λεβεντάνθρωπος πενηντάρης, διατηρημένος εξαίσια από την υγιεινή ζωή των Σαξόνων και τα σπορ. Έφτασε στο μίζερο καραγκουνοχώρι, φέροντας μαζί του τρία μπαούλα κοστούμια με καρό, πέντε λυκόσκυλα, μια ντουζίνα ρακέτες του τένις, και μια Φραντσέζα ερωμένη. Διόρθωσε και διοργάνωσε το παλιό κονάκι, σε τρόπο που νά ‘χει όλες τις ανέσεις, και τις ηδονές. Όσο για το χτήμα και τα’ ανθρώπινα χτήνη που το δούλευαν, δεν άλλαξε τίποτα. Οι προϋποθέσεις του ανθρωπισμού δεν έχουν καμιά σχέση με τις δουλειές. Business is Business.
[1] Μ. Καραγάτσης, Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης, το μπουρίνι (α΄ εκδοχή), σ. 435-436, Εστία 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου