Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

συγκρουσιακή παιδεία

Αγώνας για την έκφραση[1]

Κάποτε, ιστορεί ο Ηρόδοτος, είχαν σηκώσει πόλεμο οι σπαρτιάτες με τους αργείους για μια περιοχή. Θυρέα την έλεγαν. Στο τέλος συμφώνησαν να παρατάξει ο καθένας τριακόσιους οπλίτες, τους άριστους, κι όποιος νικήσει, όποιος τελειώνοντας η μάχη δηλαδή έχει τους λιγότερους νεκρούς, να πάρει τον τόπο και να σταματήσουν την αντιδικία. Η σφαγή άρχισε με το πρώτο φως και πέφτοντας η νύχτα βρήκε ζωντανούς τρεις. Και από τα δύο στρατόπεδα.

Η αντίληψη του Σεφέρη για την ποίηση είναι δωρικότερη από την τραχύτητα των δωριέων στον πόλεμο (Μ 2, 76):

Να κάνεις ένα ποίημα είναι σα να οδηγείς στη μάχη δέκα
χιλιάδες στρατό, κι ο αντίπαλος δέκα χιλιάδες, και να ξέρεις
καλά πως για να νικήσεις πρέπει να σκοτώσεις όλους τους
εχθρούς, αλλά πώς φτάνει να χαθεί ένας και μόνος από τους
δικούς σου, για να νικηθείς.

Όσο και να ξεπερνά σε απανθρωπιά την αρχαία αίσθηση των Ηρακλειδών, που αντίκρυ σ’ ένα κόσμο χαλύβδινο έταξαν μιαν ανάλογη πράξη κι έπλασαν το δωρικό ήθος, αυτή η αισθητική διατύπωση του Σεφέρη ήταν για την καλλιτεχνική του βούληση ό,τι το μαστίγιο για το άλογο.

Φαίνεται πως υπάρχει κάτι αδυσώπητο, ταγμένο να κυριέψει και να απανθρωπήσει τον άνθρωπο, αν του μέλλεται αληθινά να γίνει ποιητής και ν’ αφήσει ένα ποίημα.

Αυτό το δράμα της έντασης, της πάγκαλα αποτρόπαιης, μας το δίνει το σχήμα του αγώνα για μια όχι απλώς πνευματική αλλά ζωική μεταμόρφωση. κάποια αιτία προσωπική μοιάζει σα να οδηγεί τη συμπάθεια του Σεφέρη για τις μυθικές μηχανές του Πρωτέα (Μετ. 13):

Γίνεται μακρόμαλλο λιοντάρι
έπειτα δράκοντας και πάρδαλη
υπέρογκο γουρούνι
τρεχάμενο νερό
δέντρο στ’ αψηλά φουντωμένο.

την εικόνα της μεταμόρφωσης την χρησιμοποιεί στην προσωπική του πάλη για την κατάκτηση της έκφρασής του (μ 2, 42):

Είμαι ένας άνθρωπος που βρίσκεται πάντα στο σημείο να γίνει
άλλος, και δεν το περνά ποτέ αυτό το σημείο.

Για τα δικά του στρατέματα Θυρέα είναι η έκφραση. Και το σημείο που δεν περνά το καταλβαίνω σαν ένα πρωτότυπο ξαναφανέρωμα εκείνου του τρίτου είδους, που τόσο βασάνισε το Σολωμό.

Από την ιστορία της τέχνης γνωρίζουμε πως στρατέματα χρησιμοποιούνται και σε μιαν άλλη περίπτωση – άκρως ακραία αυτή – για να οδηγήσουν τη δημιουργία στη χαρά της νίκης. Έγραφε η Μπεττίνα μπρεντάνο στον Γκάιτε για τον Μπετόβεν:

Είδα λοιπόν τότες το πελώριο πνεύμα να οδηγεί το σύνταγμά
του. Ω Γκαίτε ! Κανένας Καίσαρας και κανένας βασιλιάς δεν
έχει μια τέτοια συνείδηση κράτους, και πως όλες οι δυνάμεις
εκπορεύονται από τον ίδιο, όσο εκείνος ο Μπετόβεν.

Με το στράτεμα των μυρίων ο Σεφέρης υπαινίσσεται ένα πλήθος δημιουργικών στοιχείων, που πρέπει να λειτουργήσουν πληρωτικά και σύντονα, για να γεννηθεί το ποίημα.

Τα δύο ακραία του κέρατα αρχίζουν από τις εφτά γλώσσες που έχουν στοιβαχτεί πίσω από το βλέμμα του Έλλιοτ (Δ 1, 42), και τελειώνουν στο σημείο που αναλαβαίνει κανείς την ευθύνη για τα όνειρα που βλέπει (Δ 1, 267).

Στο εύρος αυτού του σχηματισμού έχουν λάβει τη θέση τους όλα τα ένοπλα είδη και γένη των όρων της ποίησης: από τη γνώση και την αρετή ως την ευαισθησία και την έμπνευση.

Στη μυριάδα των εχθρών που πρέπει να πέσουν όλοι τους για να γεννηθεί το ποίημα, αναγνωρίζεται η ισόποση δύναμη άρνησης που αντιμάχεται τη δημιουργία. Η εικόνα πηγάζοντας διαισθητικά από πρότυπα γεωμετρικά είναι μια αισθητική επανάληψη της κοσμολογικής σύλληψης του Αναξίμανδρου για τον ποιητικό λόγο, που ισορροπεί τον εμφύλιο σπαραγμό φθοράς και γένεσης, αδικίας και δίκης.

Τις ίλες και τις μοίρες του στρατοπέδου των εχθρών τις αποτελεί ένα στίφος δυνα΄μεων διάλυσης, που αρχίζουν από την έμφυτη υστέρηση και τη γονιμική πενία, και φτάνουν ως τη χαλάρωση της ποιητικής ετοιμότητας, τις βάσκανες επιρροές της ζωής, και τα δυσμενή απρόοπτα, όσα εκφυλίζουν το σπάνιο, όταν ενσκήπτει, διακόπτουν τις καταλαμπές, και ματαιώνουν την άγρα του στιγμικού αιώνιου.

Ολόκληρος αυτός ο στρατηγικός συντονισμός ονομάζεται από το Σεφέρη απλά: αγώνας για την έκφραση.

[1] Δημήτριος Λιαντίνης, Ο Νηφομάνης – η ποιητική του Σεφέρη, σελ. 49-51, εκδόσεις Φούρλας – Βασιλόπουλος, Αθήνα 1990.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

η φιλοσοφία παιδαγωγός

Όλοι ίσοι, όλοι εχθροί[1]

Σε αυτό το φορτίο προστίθεται και ένα άλλο: ο ανταγωνισμός όλων προς όλους, συνέπεια της εξίσωσης των ανθρώπων. Χθες στιγματίζαμε την παράλογη υποχρέωση να πιστεύουμε σε ένα Θεό ή να υποκλινόμαστε σε ένα πλάσμα από αριστοκρατική γενιά, κατακρίναμε τα άτοπα προνόμια του πλούτου και της ευγενικής καταγωγής, την καταπίεση μιας κάστας ή μιας τάξης. Αλλά δεν υπάρχει χειρότερο ντρεσάρισμα από αυτό που υφίστανται τα συναγωνιζόμενα άτομα όταν επιδιώκουν συλλογικά τους ίδιους σκοπούς. Ο φθόνος, η μνησικακία, η ζήλια και το ανήμπορο μίσος, πέρα από φριχτά ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης, είναι οι άμεσες συνέπειες της δημοκρατικής επανάστασης η οποία, νομιμοποιώντας τη φιλοδοξία, την επιτυχία, τη δυνατότητα και το δικαίωμα του καθενός να ακολουθήσει τη σταδιοδρομία της αρεσκείας του, νομιμοποίησε επίσης και το σιωπηλό πόλεμο που διεξάγουν μεταξύ τους οι άνθρωποι — ο καθένας τους άλλοτε ευτυχισμένος κι άλλοτε δυστυχισμένος, ανάλογα με τα γυρίσματα της τύχης. Υποσχόμενη σε όλους τον πλούτο, την ευτυχία, την πληρότητα, υποθάλπει το αίσθημα της αποστέρησης και μας κάνει να μη μένουμε ποτέ ικανοποιημένοι με τη μοίρα μας. Κι αυτό, μαζί με το δηλητήριο της σύγκρισης, με το φθόνο που γεννά η θεαματική επιτυχία κάποιων και η στασιμότητα άλλων, παγιδεύει τον καθένα μας σε ένα φαύλο κύκλο ορέξεων και απογοητεύσεων. Όλοι μας στοχεύουμε τις πρώτες σειρές, αλλά, σε αυτά τα ύψη, οι θέσεις είναι λιγοστές και οι ηττημένοι οφείλουν να ανέχονται τους θριαμβευτές της στιγμής, περιμένοντας πότε θα μπορέσουν να ποντάρουν κι αυτοί στον αριθμό που κερδίζει. Στην κοινωνία της ισότητας η επιτυχία των λίγων και ο μαρασμός των άλλων είναι κάτι το ανεπίτρεπτο: αφού είμαστε όμοιοι, αυτή η ευμάρεια αποτελεί σκάνδαλο. Στους σύγχρονους καιρούς, μας λέει ο Τοκεβίλ, οι άνθρωποι τείνουν προς τη νευρικότητα, την ανησυχία: «Κατάργησαν τα προνόμια κάποιων και συναντούν τον ανταγωνισμό των πάντων. Το ορόσημο άλλαξε μορφή μάλλον παρά θέση».

Και δίχως αμφιβολία, ο προκλητικός ανταγωνιστικός λόγος είναι πολύ πιο τραχύς στις πόλεις. Ίσως η μόδα της οικολογίας να μην είναι εντελώς άσχετη με αυτό το αποκάμωμα, αυτήν την απέραντη κούραση που μας καταλαμβάνει συχνά σε μια μεγαλούπολη. Διασχίζοντας τους δημόσιους χώρους, μες στο συνωστισμό του πλήθους, συναντώντας εκατοντάδες πρόσωπα, συνειδητοποιούμε, κάθε στιγμή, την αδυναμία μας και, αντιθετικά, φθονούμε τις διάσημες προσωπικότητες που, όπου και να βρεθούν, γίνονται αντικείμενα άμεσης αναγνώρισης. Πεταγμένο στο δρόμο, το άτομο νιώθει απαλλοτριωμένο από τον ίδιο τον εαυτό του. Κυριευμένο από το φόβο πως θα περάσει απαρατήρητο, αποζητά αντιφατικά να γίνει το όλον. Πώς να μην παραθέσουμε εδώ το έξεργο του φιλμ Ο Ταξιτζής; «Σε κάθε δρόμο υπάρχει ένας άγνωστος που ονειρεύεται να γίνει κάποιος. Είναι ένας άνθρωπος μόνος, εγκαταλειμμένος απ' όλους, που προσπαθεί απεγνωσμένα να αποδείξει πως υπάρχει». Όπως και να 'ναι, στην εξοχή, κοντά στα δάση και τα χωράφια δεν είμαι αναγκασμένος να αυτοδικαιώνομαι. Αν, όπως μας λέει ο Γκαίτε, η φύση αποτελεί για τον άνθρωπο της πόλης «το μεγάλο ηρεμιστικό της σύγχρονης ψυχής», είναι επειδή ενσαρκώνει μια κανονικότητα, μια αρμονία που έρχεται σε έντονη αντίθεση με το χάος και την τυραννία των μητροπόλεων. Ο ασύλληπτος, ο τρομακτικός δυναμισμός της πόλης με φέρνει αντιμέτωπο με μιαν ανώτερη δύναμη που με διεγείρει και με καταπιέζει ταυτόχρονα. Στην αναδημιουργημένη φύση που είναι η δική μας, η φύση του εκπολιτισμένου ανθρώπου, ο κάτοικος της πόλης βρίσκει ένα λιμάνι γαλήνης, μια σύντομη ανάπαυλα από τις στενοχώριες και τις θλίψεις. Εκεί δεν υπάρχει τίποτα που να τον προκαλεί, να τον ανησυχεί, να επιβουλεύεται την ακεραιότητα του. Το καθετί βρίσκεται στη θέση του, εκτυλίσσεται σύμφωνα με έναν προβλεπόμενο ρυθμό. Σε αυτά τα τοπία, τα διαμορφωμένα από το χέρι του ανθρώπου, χαλαρώνω, αναλαμβάνω δυνάμεις, βρίσκομαι «στην αγκάλη του εαυτού μου» (Ρουσσώ). Αλλά, στην περίπτωση που δεν έχω επιλέξει τη ζωή του ερημίτη, το ηγεμονικό συναίσθημα που νιώθω σε αυτή τη μοναξιά είναι ένα συναίσθημα αβέβαιο, αφού τροφοδοτείται και επικυρώνεται από τους άλλους. Και κάποια μέρα, πρέπει να εγκαταλείψω το καταφύγιο μου, να γυρίσω στον αιώνα και να αντιμετωπίσω τους συγχρόνους μου.

Γιατί, προτού πουλήσει την εργατική του δύναμη, προτού ξεπεράσει οποιαδήποτε κοινωνική ή πολιτική δυσκολία, ο καθένας μας οφείλει καταρχάς να πουληθεί σαν πρόσωπο για να γίνει αποδεκτός, να κατακτήσει μια θέση που δεν του την αναγνωρίζει κανείς, μέσα σ' έναν κόσμο που δεν του ανήκει. Η οδύνη των ανθρώπων της Δύσης είναι πως ανάγουν τα πάντα σ' αυτήν την απειροελάχιστη μονάδα, αυτό το μικροσκοπικό κοινωνικό μόριο, το άτομο, οπλισμένο με ένα μονάχα πυρσό, την ελευθερία, και πλούσιο σε μια και μόνη φιλοδοξία, τον εαυτό του. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης δεν είναι μόνο το ενδεικτικό χαρακτηριστικό μιας αδύναμης ή νευρωτικής προσωπικότητας• είναι το σύμπτωμα μιας κατάστασης όπου τα πρόσωπα «διακυμαίνονται» αδιάκοπα σαν τις τιμές των πρώτων υλών στο χρηματιστήριο, ανάλογα με την αξία που τους προσδίδει η κοινή γνώμη, δηλαδή ο πιο ευμετάβολος κριτής που υπάρχει. Άλλοτε σε άνοδο, άλλοτε σε πτώση, δεν είμαστε σίγουροι παρά μονάχα για την αστάθεια της θέσης μας. Και η δυστυχία του has been, αυτού που είχε την τυχερή στιγμή του και την έχασε, είναι πως βλέπει το πεπρωμένο του να σφραγίζεται μια για πάντα. (Εξ ου και η τόσο ιδιόμορφη λατρεία μας για τους σταρ, αυτές τις πρόσκαιρες θεότητες των εξισωτικών κοινωνιών, που τις λατρεύουμε και τις κατεδαφίζουμε δίχως ντροπή και που μας προσφέρουν την αυταπάτη πως είναι αυτάρκεις, πως ενσαρκώνουν μια υπόσχεση γήινης λύτρωσης).

[1] Πασκάλ Μπρυκνέρ, Ο πειρασμός της αθωότητας, μέρος Α΄, κεφ. πρώτο, σελ. 39-41, εκδόσεις Αστάρτη 1995.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

μαθαίνοντας από τους περιηγητές

κάποτε στη Μακεδονία[1]

Είχε αρχίσει κιόλας να φέγγει πάνω από τις κοιλάδες της Πίνδου, όταν βγήκαμε από το Κηπουργιό, ακολουθώντας Α-Β-Α πορεία από ένα μονοπάτι που το έφραζαν δεξιά κι αριστερά θάμνοι και, μετά από μισή λεύγα, κατέληγε στις όχθες του Αώου. Από το ύψος αυτό ατένιζα για άλλη μια φορά το λεκανοπέδιο της Θεσσαλίας και μπορούσα να εντοπίσω, μια λεύγα προς τη μεσημβρία, τα χωριά Γεωργίτσα και Σίτοβο, λίγο πιο πάνω από τα οποία πηγάζει ο Αώος. Καθώς δεν ήταν δυνατόν να διασχίσουμε αυτό το ποτάμι με τις τόσο απόκρημνες όχθες του, το ακολουθήσαμε κατά μήκος για ένα περίπου μίλι προς Β., μέχρι το σημείο όπου ενώνεται με το Ρεδία, κι εκεί κοντά το διαβήκαμε, περπατώντας μέσα από την κοίτη του. Έτσι λοιπόν, διασχίζοντας το λεκανοπέδιο της Στυμφαλίδας, μπήκαμε στη Μακεδονία, αφού περπατήσαμε για λίγα λεπτά μέσα στην πλατιά κοίτη του Βενετικού, πριν μπορέσουμε ν’ ανεβούμε στη δεξιά όχθη του. Κατόπιν, πεζοπορήσαμε μέσα από καλλιεργημένους αγρούς, ώσπου περάσαμε κάθετα προς το χωριό Πηγαδίτσα, πάνω από το οποίο οι δερβίσηδες, που φαντάζονται ότι με τους χορούς και τα σπασμωδικά τους κουνήματα δοξάζουν το Θεό, έχουν εγκαταστήσει έναν τεκέ, δηλαδή ένα μοναστήρι.

Τη διοίκηση του ερημητήριου των αμαθών και αλαζονικών εκείνων φανατικών είχε αναλάβει ένας Γάλλος σκαπανέας, που η μοίρα του πολέμου τον είχε ρίξει στα χέρια των Τούρκων, το 1798, στη μάχη της Νικόπολης. Τον ανταμώσαμε στο δρόμο μας, μαζί μ’ ένα νεαρό από το Σολέ του Πουατού, που ήταν κι αυτός όπως κι εκείνος δερβίσης, αλλά που αρνιόταν πεισματικά να μου αποκαλύψει τ’ όνομα του, επαναλαμβάνοντας σε κάθε μου ερώτηση: Οι γαλάζιοι σκότωσαν τον πατέρα και τη μητέρα μου. Έτσι, χρειάστηκε να ταξιδέψω μέχρι την Πίνδο, και πιο πέρα ακόμη μέχρι τη Μακεδονία, για να συναντήσω έναν άνθρωπο τσακισμένο από τη σαρωτική αναρχία της Επανάστασης. Πώς μπόρεσε να πέσει τόσο χαμηλά και να γίνει Μωαμεθανός; Η ντροπή του είχε δέσει κόμπο τη γλώσσα. Ο Μπαμπάς, ή ηγούμενος των δερβίσηδων, αν και μου απέκρυβε κι εκείνος τ’ όνομά του, μου ομολόγησε ότι καταγόταν από την πόλη Πω της Βεάρνης. Ψέλλιζε, μπέρδευε τα λόγια του, κι αν κι έδειχνε εύπορος, δεν δυσκολεύτηκα ν’ αντιληφθώ, ότι παρ’ όλη τη δύναμη και την περιουσία του, ήταν δυστυχισμένος. Και οι δυο απομακρύνθηκαν υψώνοντας τα μάτια τους στον ουρανό. Οι Τούρκοι συνοδοί μου, μου δήλωσαν ότι οι εξωμότες εκείνοι ήταν άγιοι. Τους φίλησαν το χέρι, και δεν χόρταιναν να παινεύουν την ευλάβεια τους, για την οποία εγώ διατηρούσα ορισμένες επιφυλάξεις. Μισή λεύγα πριν από την Πηγαδίτσα, φτάσαμε στο χάνι του Βαγιαζήτ, κι εκεί, επειδή πρωί πρωί οι συνοδοί μου ήταν ήδη καλόρεχτοι, αναγκάστηκα να σταθώ λίγο, κάτι που συμφωνούσε και με τη δική μου επιθυμία, αφού ταξίδευα για να παρατηρώ.

Στο χάνι μας περίμενε μια πολυμελής συντροφιά. Ξαφνιάστηκα όταν είδα πως την αποτελούσε ένα πλήθος από καδήδες, μπέηδες και Μωαμεθανούς πασάδες από τη Ρούμελη, και πως σχημάτιζαν όλοι μαζί μιαν εύθυμη παρέα που άδειαζε τα ασκιά με το κρασί κάτω από τη σκιά των δέντρων, τραγουδώντας και κάνοντας μεγάλη φασαρία. Μου πρόσφεραν κι εμένα ένα κύπελλο από το κατραμένιο νέκταρ τους, κι εγώ, για να μη φανώ αγενής, αναγκάστηκα να το πιω. Έμαθα ότι ο προορισμός τους ήταν τα Γιάννινα, κι ότι πήγαιναν εκεί για να παραβρεθούν στο γάμο του Αδένμπεη, ανεψιού του βεζίρη Αλή, για τον οποίο μάλιστα έφερναν μαζί τους και δώρα. Επειδή, στα μέρη όπου έκριναν κατάλληλα να στήσουν τα τσαντήρια τους τα έξοδα τους ήταν όλα πληρωμένα, ήταν επόμενο να κάνουν μεγάλο φαγοπότι, και να κερνούν απλόχερα τους περαστικούς, αφού οι Τούρκοι και όλοι οι Ανατολίτες από τη φύση τους είναι μεγαλόψυχοι για τους άλλους, κι είναι ιδιαίτερα γενναιόδωροι όταν δεν είναι αναγκασμένοι να ξοδεύουν από τα δικά τους, και πρόθυμοι να χαρίζουν στους άλλους όλα όσα δεν μπορούν οι ίδιοι να πάρουν μαζί τους. Ο χανιτζής έδειχνε μέσα σ’ όλην εκείνη την ευθυμία κάπως κατσουφιασμένος. Ωστόσο, επειδή διατηρούσε πάντα την ελπίδα ότι θα πληρωνόταν από το βεζίρη, έκανε στο δεφτέρι του τους λογαριασμούς του με τρόπο ώστε να μη ζημιώσει από την εξόδευση των προμηθειών του, ενώ εγώ έκανα τη σκέψη ότι αυτός ο Έλληνας, όπως και κάθε άλλος, θα μπορούσε να γίνει άριστος προμηθευτής του στρατού, αφού γνώριζε θαυμάσια τον τρόπο να φουσκώνει τον κατάλογο των εξόδων.

Πήγαινα από τραπέζι σε τραπέζι, ή μάλλον από παρέα σε παρέα, γιατί ήταν όλοι τους καθισμένοι σε κύκλους ανακούρκουδα πάνω στο γρασίδι, και σίγουρα θα είχα μεθύσει, αν είχα ανταποκριθεί σ’ όλες τις οινοποσίες που γίνονταν για το καλωσόρισμα μου. Ωστόσο, ένα ξεχωριστό πηγαδάκι, απαρτιζόμενο από έναν καλόγερο κι ένα δερβίση που κουτσόπιναν καθισμένοι κάπως απόμερα, χωρίς να δίνουν σημασία στην υψηλή κοινωνία των μπέηδων και των αγάδων, μ’ έκανε να στραφώ προς το μέρος τους, "Τι θέλεις; ρώτησε ο φακίρης στρέφοντας το κεφάλι του. —Δεν σου μίλησα, του αποκρίθηκα εγώ. —Ε! τότε λοιπόν, τράβα το δρόμο σου." Όταν όμως ο καλόγερος του είπε ότι ήμουνα ξένος και περιηγητής, μου έγνεψαν να πλησιάσω, και μου έδωσαν την άδεια να καθίσω κοντά τους, κι έτσι έπιασα μαζί τους την κουβέντα. Οι δυο γυμνοσοφιστές, αφού πράγματι ήταν σχεδόν γυμνοί, μου αφηγήθηκαν ότι είχαν έρθει από την άλλη άκρη της Μικράς Ασίας, έχοντας για διαπιστευτήρια και συστάσεις ο ένας τον άλλον. Στις χώρες όπου κατοικούσαν Τούρκοι, ο Μωαμεθανός μπορούσε να εγγυηθεί για το σύντροφο του, κι αυτός αντίθετα σύστηνε τον πρώτο όταν έφταναν σε χριστιανικά χωριά. Και ζούσαν έτσι ταξιδεύοντας δίχως κανένα σκοπό, έτοιμοι να ξαναγυρίσουν εκεί απ’ όπου είχαν ξεκινήσει, περιπλανώμενοι από τεκέ σε τεκέ, από μοναστήρι σε μοναστήρι, πότε πηγαίνοντας στην Πόρτα των βεζίρηδων και πότε στις μητροπόλεις των Αρχιεπισκόπων, ικανοποιημένοι από το παρόν και χωρίς καμιάν ανησυχία για το μέλλον.

Παρόλο το κέφι τους δεν άργησα να αποχωρήσω από τη συντροφιά αυτών των φιλοσόφων, και να αποτραβηχτώ στο χάνι, όπου με υποδέχθηκε ένας ασκληπιάδης, ή καλογιατρός από την Περραιβία, που ερχόταν για να μου προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο εξοχότατος, ένας τίτλος που αποδίδεται σ’ όλους γενικά τους γιατρούς, ο οποίος και παρακάθησε στο λιτό μου γεύμα, μου διηγήθηκε ότι ήταν ολοχρονικά εγκατεστημένος σ’ αυτό το χάνι, όπου η αναγνωρισμένη πλέον φήμη του εξασφάλιζε την αθρόα προσέλευση αρρώστων. Κουδουνίζοντας ύστερα έναν κουμπαρά με μερικά νομίσματα, συνέχισε: "Εδώ μέσα έχω τις χθεσινές μικροεισπράξεις μου. Από την εποχή που επισκέφθηκε το Ζαγόρι ο μεγάλος θεός της Κω, οι πρόγονοι μου ασκούν την ιατρική από πατέρα σε γιό. Είναι σαν μια οικογενειακή περιουσία που μας κληροδότησαν οι πρόγονοι μας, και δεν αποβλέπουμε καθόλου στο εντελές εκείνο μέταλλο που αναγκαζόμαστε καμιά φορά να δεχτούμε για να ζήσουμε." Στο σημείο αυτό, ο καλογιατρός μου ανέπτυξε την επιδεξιότητα του να εγχειρίζει την κήλη, να αναστέλλει τον καταρράκτη, να επαναφέρει στη θέση τους εξαρθρωμένα οστά, και τελειώνοντας προθυμοποιήθηκε να με ξυρίσει. Κατόπιν, η συζήτηση στράφηκε γύρω από την ανατομία, μιαν επιστήμη την οποία κατείχε όσο καλά περίπου και ο Αλκμέων, ο μαθητής του Πυθαγόρα κι από την πολλή του ευρυμάθεια, κατάφερε να μ’ αποκοιμίσει.

[1] Φραγκίσκου, Καρόλου, Ούγγου, Λαυρεντίου Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα – Μακεδονία Θεσσαλία, σε μετάφραση Νίκης Μολφέτα, σελ. 33-36, εκδόσεις αφων Τολίδη, Αθήνα 1995.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

η παιδευτική δύναμη της κωμωδίας

ο Σωτήρας[1]

Σε κάθε κωμωδία του Αριστοφάνη η έννοια της σωτηρίας είναι σταθερή και απαραίτητη για την εξέλιξη της υπόθεσης. Ο σωτήρας εμφανίζεται στην αρχή του έργου μόλις η κρίση φαίνεται ανυπέρβλητη. Τις πιο πολλές φορές είναι ο ίδιος ο σωτήρας που υποφέρει από κάτι και στη συνέχεια καταφέρνει να σωθεί. Συχνά ο ήρωας ζητά και επιτυγχάνει τη βοήθεια του χορού, ενώ μερικές φορές συγκρούεται μαζί του. Έτσι στη Λυσιστράτη και τις Εκκλησιάζουσες ο χορός συμμετέχει ενεργά στο έργο της απελευθέρωσης από την αρχή. Η ανικανότητα των αντρών, εξηγεί η Λυσιστράτη στον πρόβουλο, ανάγκασε τις γυναίκες να αναλάβουν αυτές να σώσουν την Ελλάδα (στ. 525-562):

μετά ταύθ’ ημίν έδοξεν σώσαι την Ελλάδα κοινή ταίσι γυναιξίν συλλεχυείσαις.

Ο Τρυγαίος, για παράδειγμα, βρίσκεται σε μεγάλη αμηχανία και υποφέρει, «μαίνεται καινόν τρόπον», από τον πόλεμο που καταστρέφει ολόκληρη την Ελλάδα. Αποφασίζει λοιπόν να πετάξει μέχρι το σπίτι του Δία για να του ζητήσει να βοηθήσει την Ελλάδα. Όταν φτάνει στην πόρτα του θεού, ο Ερμής τον πληροφορεί πως οι θεοί έχουν αποχωρήσει και τη θέση τους έχει πάρει ο άγριος Πόλεμος. Ο Πόλεμος σχεδιάζει ήδη πώς να συντρίψει όλες τις ελληνικές πόλεις μέσα στο τεράστιο γουδί του. Ο κίνδυνος, όπως αποφαίνεται ο τρυγαίος, είναι μέγας (Ειρήνη, στ. 264). Μπροστά στον κίνδυνο αυτό ο Τρυγαίος προτείνει στο χορό που τον αποτελούν οι γεωργοί της Αττικής, αλλά και της Βοιωτίας και του Άργους και των Μεγάρων, να βοηθήσουν όλοι μαζί, ώστε να μπορέσουν να ξεθάψουν το άγαλμα της θεάς Ειρήνης. Εκτός όμως από τον Πόλεμο υπάρχουν και αυτοί που κερδίζουν από την εμπόλεμη κατάσταση και αντιτίθενται στα ειρηνικά σχέδια του σωτήρα. Ο Τρυγαίος όμως θα κατορθώσει να διώξει όλους τους εμπόρους όπλων και τελικά το άγαλμα της θεάς ξεπροβάλει στο φως.

Μετά τη νίκη του ο Τρυγαίος υπερηφανεύεται για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στους Έλληνες (στ. 865-867):

Ούκουν δικαίως ; όστις εις
όχημα κανθάρου ‘πιβάς
έσωσα τους Έλληνας, ώστ’
εν τοις αγροίς
άπαντας όντας ασφαλώς
κινεί ντε και ναθεύδειν.

[και δε μου αξίζει ; Ανέβηκα πάνω στο σκαθαράλογο
και γλίτωσα τους Έλληνες, κι έτσι μπορούνε
ξέγνοιαστοι στον ύπνο να το ρίχνουνε, στον
ύπνο και στον έρωτα, μες στα χωράφια.]

Ο χορός των γεωργών αναγνωρίζει την προσφορά του Τρυγαίου και τον αποκαλέι σωτήρα όλου του κόσμου (στ. 915):

σωτήρ γαρ άπασιν ανθρώποις γεγένησαι.

Μέχρι το τέλος του έργου ο χορός δε θα πάψει να υμνεί το σωτήρα του (στ. 1033-1036):

Τις ουν αν ουκ επαινέσει-
εν άνδρα τοιούτον, όσ-
τις πόλλ’ ανατλάς έσωσε
την ιεράν πόλιν ;

[Ποιος δε θα πει τον έπαινο ενός ανθρώπου σαν αυτόν ;
έργο μεγάλο τόλμησε, κόπιασε, κι έτσι γλίτωσε
αυτή την πόλη την ιερή.]

Όλοι τοποθετούν τον Τρυγαίο στην πρώτη θέση, αμέσως μετά τους θεούς. Ο ίδιος δέχεται τον έπαινο και είναι περήφανος για την πράξη του (στ. 918-922):

Πολλών γαρ υμίν άξιος
Τρυγαίος Αθμονεύς εγώ,
δεινών απαλλάξας πόνων
τον δημότην όμιλον,
και τον γεωργικόν λεών
Υπέρβολόν τε παύσας.

[Και θα ‘χεις δίκιο να το πεις: ναι, ο Αθμονέας Τρυγαίος εγώ
από δεινά και βάσανα και το δημότη το φτωχό
και τον ξωμάχο γλίτωσα, και τον Υπέρβολο έβαλα πέρα στην άκρη.]


[1] Θεόδωρος Γ. Παππάς, ο Φιλόγελως Αροστοφάνης, σελ. 72 επ., εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994.