Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

η παιδευτική δύναμη της κωμωδίας

ο Σωτήρας[1]

Σε κάθε κωμωδία του Αριστοφάνη η έννοια της σωτηρίας είναι σταθερή και απαραίτητη για την εξέλιξη της υπόθεσης. Ο σωτήρας εμφανίζεται στην αρχή του έργου μόλις η κρίση φαίνεται ανυπέρβλητη. Τις πιο πολλές φορές είναι ο ίδιος ο σωτήρας που υποφέρει από κάτι και στη συνέχεια καταφέρνει να σωθεί. Συχνά ο ήρωας ζητά και επιτυγχάνει τη βοήθεια του χορού, ενώ μερικές φορές συγκρούεται μαζί του. Έτσι στη Λυσιστράτη και τις Εκκλησιάζουσες ο χορός συμμετέχει ενεργά στο έργο της απελευθέρωσης από την αρχή. Η ανικανότητα των αντρών, εξηγεί η Λυσιστράτη στον πρόβουλο, ανάγκασε τις γυναίκες να αναλάβουν αυτές να σώσουν την Ελλάδα (στ. 525-562):

μετά ταύθ’ ημίν έδοξεν σώσαι την Ελλάδα κοινή ταίσι γυναιξίν συλλεχυείσαις.

Ο Τρυγαίος, για παράδειγμα, βρίσκεται σε μεγάλη αμηχανία και υποφέρει, «μαίνεται καινόν τρόπον», από τον πόλεμο που καταστρέφει ολόκληρη την Ελλάδα. Αποφασίζει λοιπόν να πετάξει μέχρι το σπίτι του Δία για να του ζητήσει να βοηθήσει την Ελλάδα. Όταν φτάνει στην πόρτα του θεού, ο Ερμής τον πληροφορεί πως οι θεοί έχουν αποχωρήσει και τη θέση τους έχει πάρει ο άγριος Πόλεμος. Ο Πόλεμος σχεδιάζει ήδη πώς να συντρίψει όλες τις ελληνικές πόλεις μέσα στο τεράστιο γουδί του. Ο κίνδυνος, όπως αποφαίνεται ο τρυγαίος, είναι μέγας (Ειρήνη, στ. 264). Μπροστά στον κίνδυνο αυτό ο Τρυγαίος προτείνει στο χορό που τον αποτελούν οι γεωργοί της Αττικής, αλλά και της Βοιωτίας και του Άργους και των Μεγάρων, να βοηθήσουν όλοι μαζί, ώστε να μπορέσουν να ξεθάψουν το άγαλμα της θεάς Ειρήνης. Εκτός όμως από τον Πόλεμο υπάρχουν και αυτοί που κερδίζουν από την εμπόλεμη κατάσταση και αντιτίθενται στα ειρηνικά σχέδια του σωτήρα. Ο Τρυγαίος όμως θα κατορθώσει να διώξει όλους τους εμπόρους όπλων και τελικά το άγαλμα της θεάς ξεπροβάλει στο φως.

Μετά τη νίκη του ο Τρυγαίος υπερηφανεύεται για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στους Έλληνες (στ. 865-867):

Ούκουν δικαίως ; όστις εις
όχημα κανθάρου ‘πιβάς
έσωσα τους Έλληνας, ώστ’
εν τοις αγροίς
άπαντας όντας ασφαλώς
κινεί ντε και ναθεύδειν.

[και δε μου αξίζει ; Ανέβηκα πάνω στο σκαθαράλογο
και γλίτωσα τους Έλληνες, κι έτσι μπορούνε
ξέγνοιαστοι στον ύπνο να το ρίχνουνε, στον
ύπνο και στον έρωτα, μες στα χωράφια.]

Ο χορός των γεωργών αναγνωρίζει την προσφορά του Τρυγαίου και τον αποκαλέι σωτήρα όλου του κόσμου (στ. 915):

σωτήρ γαρ άπασιν ανθρώποις γεγένησαι.

Μέχρι το τέλος του έργου ο χορός δε θα πάψει να υμνεί το σωτήρα του (στ. 1033-1036):

Τις ουν αν ουκ επαινέσει-
εν άνδρα τοιούτον, όσ-
τις πόλλ’ ανατλάς έσωσε
την ιεράν πόλιν ;

[Ποιος δε θα πει τον έπαινο ενός ανθρώπου σαν αυτόν ;
έργο μεγάλο τόλμησε, κόπιασε, κι έτσι γλίτωσε
αυτή την πόλη την ιερή.]

Όλοι τοποθετούν τον Τρυγαίο στην πρώτη θέση, αμέσως μετά τους θεούς. Ο ίδιος δέχεται τον έπαινο και είναι περήφανος για την πράξη του (στ. 918-922):

Πολλών γαρ υμίν άξιος
Τρυγαίος Αθμονεύς εγώ,
δεινών απαλλάξας πόνων
τον δημότην όμιλον,
και τον γεωργικόν λεών
Υπέρβολόν τε παύσας.

[Και θα ‘χεις δίκιο να το πεις: ναι, ο Αθμονέας Τρυγαίος εγώ
από δεινά και βάσανα και το δημότη το φτωχό
και τον ξωμάχο γλίτωσα, και τον Υπέρβολο έβαλα πέρα στην άκρη.]


[1] Θεόδωρος Γ. Παππάς, ο Φιλόγελως Αροστοφάνης, σελ. 72 επ., εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994.

Δεν υπάρχουν σχόλια: