Όλοι ίσοι, όλοι εχθροί[1]
Σε αυτό το φορτίο προστίθεται και ένα άλλο: ο ανταγωνισμός όλων προς όλους, συνέπεια της εξίσωσης των ανθρώπων. Χθες στιγματίζαμε την παράλογη υποχρέωση να πιστεύουμε σε ένα Θεό ή να υποκλινόμαστε σε ένα πλάσμα από αριστοκρατική γενιά, κατακρίναμε τα άτοπα προνόμια του πλούτου και της ευγενικής καταγωγής, την καταπίεση μιας κάστας ή μιας τάξης. Αλλά δεν υπάρχει χειρότερο ντρεσάρισμα από αυτό που υφίστανται τα συναγωνιζόμενα άτομα όταν επιδιώκουν συλλογικά τους ίδιους σκοπούς. Ο φθόνος, η μνησικακία, η ζήλια και το ανήμπορο μίσος, πέρα από φριχτά ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης, είναι οι άμεσες συνέπειες της δημοκρατικής επανάστασης η οποία, νομιμοποιώντας τη φιλοδοξία, την επιτυχία, τη δυνατότητα και το δικαίωμα του καθενός να ακολουθήσει τη σταδιοδρομία της αρεσκείας του, νομιμοποίησε επίσης και το σιωπηλό πόλεμο που διεξάγουν μεταξύ τους οι άνθρωποι — ο καθένας τους άλλοτε ευτυχισμένος κι άλλοτε δυστυχισμένος, ανάλογα με τα γυρίσματα της τύχης. Υποσχόμενη σε όλους τον πλούτο, την ευτυχία, την πληρότητα, υποθάλπει το αίσθημα της αποστέρησης και μας κάνει να μη μένουμε ποτέ ικανοποιημένοι με τη μοίρα μας. Κι αυτό, μαζί με το δηλητήριο της σύγκρισης, με το φθόνο που γεννά η θεαματική επιτυχία κάποιων και η στασιμότητα άλλων, παγιδεύει τον καθένα μας σε ένα φαύλο κύκλο ορέξεων και απογοητεύσεων. Όλοι μας στοχεύουμε τις πρώτες σειρές, αλλά, σε αυτά τα ύψη, οι θέσεις είναι λιγοστές και οι ηττημένοι οφείλουν να ανέχονται τους θριαμβευτές της στιγμής, περιμένοντας πότε θα μπορέσουν να ποντάρουν κι αυτοί στον αριθμό που κερδίζει. Στην κοινωνία της ισότητας η επιτυχία των λίγων και ο μαρασμός των άλλων είναι κάτι το ανεπίτρεπτο: αφού είμαστε όμοιοι, αυτή η ευμάρεια αποτελεί σκάνδαλο. Στους σύγχρονους καιρούς, μας λέει ο Τοκεβίλ, οι άνθρωποι τείνουν προς τη νευρικότητα, την ανησυχία: «Κατάργησαν τα προνόμια κάποιων και συναντούν τον ανταγωνισμό των πάντων. Το ορόσημο άλλαξε μορφή μάλλον παρά θέση».
Και δίχως αμφιβολία, ο προκλητικός ανταγωνιστικός λόγος είναι πολύ πιο τραχύς στις πόλεις. Ίσως η μόδα της οικολογίας να μην είναι εντελώς άσχετη με αυτό το αποκάμωμα, αυτήν την απέραντη κούραση που μας καταλαμβάνει συχνά σε μια μεγαλούπολη. Διασχίζοντας τους δημόσιους χώρους, μες στο συνωστισμό του πλήθους, συναντώντας εκατοντάδες πρόσωπα, συνειδητοποιούμε, κάθε στιγμή, την αδυναμία μας και, αντιθετικά, φθονούμε τις διάσημες προσωπικότητες που, όπου και να βρεθούν, γίνονται αντικείμενα άμεσης αναγνώρισης. Πεταγμένο στο δρόμο, το άτομο νιώθει απαλλοτριωμένο από τον ίδιο τον εαυτό του. Κυριευμένο από το φόβο πως θα περάσει απαρατήρητο, αποζητά αντιφατικά να γίνει το όλον. Πώς να μην παραθέσουμε εδώ το έξεργο του φιλμ Ο Ταξιτζής; «Σε κάθε δρόμο υπάρχει ένας άγνωστος που ονειρεύεται να γίνει κάποιος. Είναι ένας άνθρωπος μόνος, εγκαταλειμμένος απ' όλους, που προσπαθεί απεγνωσμένα να αποδείξει πως υπάρχει». Όπως και να 'ναι, στην εξοχή, κοντά στα δάση και τα χωράφια δεν είμαι αναγκασμένος να αυτοδικαιώνομαι. Αν, όπως μας λέει ο Γκαίτε, η φύση αποτελεί για τον άνθρωπο της πόλης «το μεγάλο ηρεμιστικό της σύγχρονης ψυχής», είναι επειδή ενσαρκώνει μια κανονικότητα, μια αρμονία που έρχεται σε έντονη αντίθεση με το χάος και την τυραννία των μητροπόλεων. Ο ασύλληπτος, ο τρομακτικός δυναμισμός της πόλης με φέρνει αντιμέτωπο με μιαν ανώτερη δύναμη που με διεγείρει και με καταπιέζει ταυτόχρονα. Στην αναδημιουργημένη φύση που είναι η δική μας, η φύση του εκπολιτισμένου ανθρώπου, ο κάτοικος της πόλης βρίσκει ένα λιμάνι γαλήνης, μια σύντομη ανάπαυλα από τις στενοχώριες και τις θλίψεις. Εκεί δεν υπάρχει τίποτα που να τον προκαλεί, να τον ανησυχεί, να επιβουλεύεται την ακεραιότητα του. Το καθετί βρίσκεται στη θέση του, εκτυλίσσεται σύμφωνα με έναν προβλεπόμενο ρυθμό. Σε αυτά τα τοπία, τα διαμορφωμένα από το χέρι του ανθρώπου, χαλαρώνω, αναλαμβάνω δυνάμεις, βρίσκομαι «στην αγκάλη του εαυτού μου» (Ρουσσώ). Αλλά, στην περίπτωση που δεν έχω επιλέξει τη ζωή του ερημίτη, το ηγεμονικό συναίσθημα που νιώθω σε αυτή τη μοναξιά είναι ένα συναίσθημα αβέβαιο, αφού τροφοδοτείται και επικυρώνεται από τους άλλους. Και κάποια μέρα, πρέπει να εγκαταλείψω το καταφύγιο μου, να γυρίσω στον αιώνα και να αντιμετωπίσω τους συγχρόνους μου.
Γιατί, προτού πουλήσει την εργατική του δύναμη, προτού ξεπεράσει οποιαδήποτε κοινωνική ή πολιτική δυσκολία, ο καθένας μας οφείλει καταρχάς να πουληθεί σαν πρόσωπο για να γίνει αποδεκτός, να κατακτήσει μια θέση που δεν του την αναγνωρίζει κανείς, μέσα σ' έναν κόσμο που δεν του ανήκει. Η οδύνη των ανθρώπων της Δύσης είναι πως ανάγουν τα πάντα σ' αυτήν την απειροελάχιστη μονάδα, αυτό το μικροσκοπικό κοινωνικό μόριο, το άτομο, οπλισμένο με ένα μονάχα πυρσό, την ελευθερία, και πλούσιο σε μια και μόνη φιλοδοξία, τον εαυτό του. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης δεν είναι μόνο το ενδεικτικό χαρακτηριστικό μιας αδύναμης ή νευρωτικής προσωπικότητας• είναι το σύμπτωμα μιας κατάστασης όπου τα πρόσωπα «διακυμαίνονται» αδιάκοπα σαν τις τιμές των πρώτων υλών στο χρηματιστήριο, ανάλογα με την αξία που τους προσδίδει η κοινή γνώμη, δηλαδή ο πιο ευμετάβολος κριτής που υπάρχει. Άλλοτε σε άνοδο, άλλοτε σε πτώση, δεν είμαστε σίγουροι παρά μονάχα για την αστάθεια της θέσης μας. Και η δυστυχία του has been, αυτού που είχε την τυχερή στιγμή του και την έχασε, είναι πως βλέπει το πεπρωμένο του να σφραγίζεται μια για πάντα. (Εξ ου και η τόσο ιδιόμορφη λατρεία μας για τους σταρ, αυτές τις πρόσκαιρες θεότητες των εξισωτικών κοινωνιών, που τις λατρεύουμε και τις κατεδαφίζουμε δίχως ντροπή και που μας προσφέρουν την αυταπάτη πως είναι αυτάρκεις, πως ενσαρκώνουν μια υπόσχεση γήινης λύτρωσης).
[1] Πασκάλ Μπρυκνέρ, Ο πειρασμός της αθωότητας, μέρος Α΄, κεφ. πρώτο, σελ. 39-41, εκδόσεις Αστάρτη 1995.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου