Το έπος του ’40.[1]
Τα ξημερώματα[2] της 28ης Οκτωβρίου, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα επέδωσε στον Έλληνα πρωθυπουργό τελεσιγραφική διακοίνωση: εξαιτίας ενεργειών ή παραλείψεων της ελληνικής κυβερνήσεως, η ουδετερότητα της χώρας είχε αποβεί «ολοέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική». Η χρησιμοποίηση από τον αγγλικό στόλο των χωρικών της υδάτων, των παραλίων και των λιμένων, ο ανεφοδιασμός των εναερίων δυνάμεων και η οργάνωση στο ελληνικό αρχιπέλαγος υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών της Μ. Βρετανίας, η χρήση, ακόμη, τρομοκρατικών μεθόδων σε βάρος του πληθυσμού της Τσαμουριάς, αναφέρονταν ως καταστάσεις που δεν ήταν η Ρώμη διατεθημένη «να ανεχθή εφεξής» και κατέληγε στην απόφαση «να ζητήση, ως εγγύησιν της ουδετερότητος της Ελλάδος και ως εγγύησιν της ασφαλείας της Ιταλίας, το δικάιωμα να καταλάβη διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων και διά την διάρκειαν της σημερινής συρράξεως μετά της Αγγλίας ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους». Ο Μεταξάς απάντησε στον Γκράτσι ότι θεωρούσε το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα της διακοινώσεως ως κήρυξη πολέμου. Η Ελλάδα, τελικά, θα αμυνθεί με όλες της τις δυνάμεις κατά της ιταλικής εισβολής.
Η εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων δεν ήταν αμφίρροπη παρά για λίγα και μόνο εικοσιτετράωρα. Μετά την αιφνιδιαστική διείσδυση στα ελληνικά εδάφη, τα ιταλικά στρατεύματα κατόρθωσαν, σε πρώτη φάση, να προσεγγίσουν τους αντικειμενικούς τους στόχους. Η κύρια επίθεση εκδηλωνόταν στο μέτωπο Ελαίας – Καλαμά, νευραλγικό κόμβο για την πρόσβαση στα Ιωάννινα, ενώ η υπερκεραστική κίνηση προς την κατεύθυνση του Μετσόβου εξελισσόταν ήδη ευνοϊκά με την ταχεία προέλαση της αλπινιστικής μεραρχίας «Τζούλια» ως τη Σαμαρίνα, το Δίστρατο και τη Βωβούσα. Η σθεναρή αντίδραση των ελληνικών στρατευμάτων έδινε νέα τροπή στην εξέλιξη των επιχειρήσεων μετά την έβδομη ημέρα του πολέμου. Οι εισβολείς καθηλώνονταν απέναντι στο Καλπάκι, ενώ στο μέτωπο του Σμόλικα και του Γράμμου τα προωθημένα ιταλικά προωθημένα ιταλικά τμήματα απωθούνταν ως τα παραμεθώρια υψώματα της Κόνιτσας. «Η πρωτοβουλία περιήλθε στον εχθρό» ομολογούσε ο Τσιάνο στις 6 Νοεμβρίου και κατέληγε: «Δεν πιστεύω ότι έχομε ηττηθεί, αλλά πολλοί έτσι διαισθάνονται».
Στις 14 Νοεμβρίου, ο ελληνικός στρατός ανέλαβε γενική επίθεση στα μέτωπα της Ηπείρου και της βορειοδυτικής Μακεδονίας. Ως τις 22 Νοεμβρίου, τα ελληνικά εδάφη, από την οροσειρά του Γράμμου ως τις ακτές της Θεσπρωτίας, είχαν απαλλαγεί από την παρουσία και του τελευταίου εισβολέα, ενώ ανατολικότερα οι ελληνικές δυνάμεις, αφού έκαμπταν την ιταλική αντίσταση στο δυσπρόσιτο ορεινό συγκρότημα Μοράβα-Ιβάν, εισέρχονταν στην Κορυτσά, επικοινωνιακό κόμβο ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας. Η νικηφόρα προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων γινόταν σε αλύτρωτα εδάφη κατοικημένα από πληθυσμό στην πλειονότητά του ελληνικό. Η παράδοση, μετά την Κορυτσά, της Μοσχόπολης, του Πόγραδετς, της Πρεμετής, των Αγίων Σαράντα και, τέλος, στις 8 Δεκεμβρίου, του Αργυροκάστρου και, στη συνέχεια, της Χειμάρρας, χαιρετίζονταν από την πανελλήνια κοινή γνώμη σαν σταθμοί εκστρατείας απελευθερωτικής.
Η προώθηση των ελληνικών στρατηγικών θέσεων στο αλβανικό μέτωπο δεν έμελλε να ανακοπεί παρά κάτω και μόνο από την πίεση των καιρικών συνθηκών, όταν οι χιονοπτώσεις στα ορεινά και οι πλημμύρες στα πεδινά συνετέλεσαν στην ανακοπή της προελάσεως και στην παρεμπόδιση του ανεφοδιασμού. Η Κλεισούρα, στα χέρια των Ελλήνων από τις πρώτες ημέρες του 1941, οριοθετούσε τις ακραίες θέσεις τους στο εσωτερικό της Αλβανίας. Ο ελληνικός στρατός δεν θα κατορθώσει να προωθηθεί προς την Αυλώνα και να καταφέρει το τελικό πλήγμα σε βάρος των ιταλικών δυνάμεων, αλλά και δεν θα υποχωρήσει, ούτε στο ελάχιστο, από την γραμμή Πόγραδετς – Χειμάρρας. Η μεγάλη ιταλική επίθεση, γνωστή ως «εαρινή», θα καταλήξει σε ναυάγιο.
[1] Από την «ελληνική εξωτερική πολιτική, 1900-1945», του Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, σ. 280-282, Εστία 1992.
[2] Ώρα 3η πρωινή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου