«Στριμώχνοντας» τους άλλους στους δικούς μας κανόνες[1]
Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε κάποιος από ευρωκεντρικούς διανοούμενους είναι θετικές αξιολογικές κρίσεις για πολιτισμούς που δεν έχουν μελετήσει διεξοδικά. Κι αυτό γιατί οι ουσιαστικές αξιολογικές κρίσεις προϋποθέτουν ... ένα συγχωνευμένο με άλλους ορίζοντα κριτηρίων.Θα πρέπει να έχουμε ήδη μεταμορφωθεί από η μελέτη του άλλου, έτσι ώστε να μην κρίνουμε μόνο με βάση τα αρχικά και οικεία σε μας κριτήρια. Μια πρόωρη ευνοϊκή κρίση δεν θα ήταν μόνο συγκαταβατική, αλλά και εθνοκεντρική. Θα επαινούσε τους άλλους επειδή είναι σαν και μας.
Εδώ συναντάμε και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που διατρέχει την πολιτική της πολυπολιτισμικότητας. Η κατηγορηματική αξίωση για την εκφορά ευνοϊκών κρίσεων είναι κατά παρόδοξο τρόπο – ίσως θα έπρεπε να πούμε κατά τραγικό τρόπο – ισοπεδωτική. Ο λογος είναι ότι θεωρεί ως δεδομένο ότι ήδη διαθέτουμε κριτήρια για να προβαίνουμε σε τέτοιες κρίσεις. Ωστόσο, τα κριτήριά μας είναι αυτά του δυτικού πολιτισμού. Έτσι, οι κρίσεις που εκφέρουμε θα «στριμώχνουν» με έμμεσο και υπόγειο τρόπο τους άλλους στις κατηγορίες μας. Για παράδειγμα, θα θεωρούμε ότι οι «καλλιτέχνες» τους δημιουργούν «έργα», τα οποία μπορούμε να εντάξουμε στον κανόνα μας. Με το να επεικαλείται έμμεσα τα δικά μας κριτήρια για να κρίνει όλους τους πολιτισμούς και τις πολιτισμικές ενότητες, η πολιτική της διαφοράς μπορεί να καταλήξει στην ισοπέδωση των πάντων.[2]
Μ’ αυτήν τη μορφή η αξίωση της ίσης αναγνώρισης είναι απαράδεκτη. Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Οι αντίπαλοι της πολυπολιτισμικότητας στα αμερικανικά πανεπιστήμια έχουν αντιληφθεί αυτήν την αδυναμία και την έχουν χρησιμοποιήσει σαν δικαιολογία για να αγνοήσουν το πρόβλημα. Αυτό όμως δεν βοηθάει. Μια απάνηση σαν κι αυτή που αποδίδεται στον Μπέλλοου – ότι θα χαρούμε να διαβάσουμε έναν Ζουλού Τολστόι, όταν αυτός εμφανιστεί – δείχνει τις βαθιές ρίζες του εθνοκεντρισμού. Πρώτον, εδώ υπονοείται ότι τα επιτεύγματά τους πρέπει να μας είναι οικεία, οι Ζουλού θα πρέπει να βγάλουν έναν Τολστόι. Δεύτερον, υποθέτουμε ότι δεν έχουν συνεισφέρει ακόμα τίποτα (Όταν οι Ζουλού βγάλουν έναν Τολστόι ...). Αυτές οι δύο υποθέσεις προφανώς συμβαδίζουν. Εάν οφείλουν να δείξουν επιτεύγματα παρόμοια με τα δικά μας, τότε και μόνο τότε, θα πρέπει να ελπίζουν στο μέλλον. Σύμφωνα με την οξύτερη διατύπωση του Ρότζερ Κίμπαλ: «Ό,τι κι αν λένε οι υποστηρικτές της πολυπολιτισμικότητας, η επιλογή που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν είναι μεταξύ μιας «καταπιεστικής» δυτικής κουλτούρας και ενός πολυπολιτισμικού παραδείσου, αλλά μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας. Ο πολιτισμός δεν είναι δώρο, είναι επίτευγμα – ένα εύθραυστο επίτευγμα που πρέπει συνεχώς να το στηρίζουμε και να το προστατεύουμε από κάθε εσωτερική ή εξωτερική πεοσβολή».[3]
[1] Τσάρλς Ταίηλορ, «Πολυπολιτισμικότητα», σ. 128-130, εκδόσεις Πόλις 1999.
[2] Οι ίδιες ισοπεδωτικές τάσεις κρύβονται πίσω από την αρνητική στάση που έχουν πολλοί άνθρωποι σε σχέση με την ανωτερότητα που λέγεται ότι χαρακτηρίζει ορισμένους συγκεκριμένους τομείς του δυτικού πολιτισμού (λ.χ. ον τομέα των φυσικών επιστημών). Αλλά είναι παράλογο να αντιδρούμε εξ’ ορισμού σε τέτοιου είδους ισχυρισμούς. Από το εγονός ότι όλοι οι πολιτισμοί συνεισέφεραν κάτο το αξιόλογο, δεν συνάγεται ότι η συνεισφορά τους είναι της ίδιας υφής ή αξίας. Το να αναμένουμε κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με σοβαρή υποβάθμιση των υπαρχουσών διαφορών. Τελικά, η προϋπόθεση της αξίας φαντάζεται ένα σύμπαν όπου διαφορετικοί πολιτισμοί αλληλοσυμπληρώνονται μέσω της διαφορετικής συνεισφοράς τους. Η εικόνα αυτή όχι μόνο είναι συμβατή, αλλά και επιβάλλει κρίσεις που εκφράζουν ως ένα σημείο κάποια ανωτερότητα.
[3] “Tenured Radicals”, New Criterion, σ. 13, Ιανουάριος 1991.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου