Στου Διαβόλου την Μάνα[1]
Ο φτωχός είχεν γυναίκαν και πέντε παιδιά και ο πλούσιος ήτον άκληρος και ζαβός, μ’ ένα μάτιν. Ο φτωχοπατέρας επείναν, εδούλευεν αφ’ το τάχυ ως τα σκοτάδια και πάλιν, πώς να θρέψει τόσα στόματα ; Μιαν ημέραν, στην μεγάλην του απορπισιάν, σκύβει και λε του γυιου του τού μεγάλου :
«Άμε γυιε μου, στου θειου σου τού πλούσιου και πε του «Καλέ θείε, δω μας κάνα φλουρίν δανεικόν και α σου το ξεπλερώσω δεκαπλάσιον άμα πια μεγαλώσω»».
Τούδωκεν, με τη γκρίνα. Το τρώνε κι απέ, ξαναπά. Πάλι τα ίδια.
Μα την τρίτην φοράν του λε ο μονόφθαλμος. «Άμα εν ήθελεν ο κύρης σου τις γλύκες και τους μπελάες, ας μην εγαργάλιεν τη μάναν σου οπίσω από τον φούρνον. Τώρα θε φλουριά να σας ταΐσει. Ας πα στου διάολου τη μάναν, και κει θάβρει μπερικέτι». Και τονε διώχνει.
Το λε ο γυιος του κυρού, θυμώνει αυτός και λε :
«Γυναίκα, αφού ο κερατάς ο αδερφός μου, πούχει ψυχήν σαν την πέτραν, λε να πάω στου διαβόλου την μάναν για να σας ταΐσω, θα πάω κι ό,τις έβγει».
[1] Χιώτικα Παραμύθια, συλλογή υλικού Ν. Γιαλούρης, εκδόσεις Πάπυρος 2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου