σε μιαν ώρα μέσα τόσα πλούτη ερημώθηκαν[1]
Ύστερα είδα έναν άλλον άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό, και είχε μεγάλη εξουσία και φωτίστηκε η γη από τη δόξα του.
Κι έκραξε με δυνατή φωνή λέγοντας : «Έπεσε, έπεσε η Βαβυλών η μεγάλη, κι έγινε κατοικητήριο των δαιμονίων και μονιά για κάθε πνεύμα ακάθαρτο και φωλιά για κάθε όρνιο ακάθαρτο και μισητό·
γιατί από το θυμωμένο κρασί της πολιτείας της ήπιαν όλα τα έθνη, και οι βασιλιάδες της γης πορνεύτηκαν μαζί της, και οι έμποροι της γης πλούτισαν από τη δύναμη της ακολασίας της.
Κι ύστερα άκουσα μιαν άλλη φωνή από τον ουρανό που έλεγε : «Βγείτε, ο λαός μου, απ’ αυτήν για να μη μοιραστήτε τις αμαρτίες της και για να μη λάβετε από τιςε πληγές της·
γιατί στοιβάχτηκαν οι αμαρτίες της ως τον ουρανό και θυμήθηκε ο Θεός τ’ αδικήματά της.
Πλερώστε την όπως σας πλέρωσε, και διπλά ξεπλερώστε τα διπλά κατά τα έργα της. Με το ποτήρι που κέρασε διπλοκεράστε την·
όσα ήταν τα μεγαλεία της και η ακολασία της, τόσο βασανισμό και πένθος δώστε της. Γιατί με την καρδία της λέει : «Βασίλισσα είμαι και θρονιάζω, και δεν είμαι χήρα, και το πένθος ποτέ δε θα το ιδώ».
Γι’ αυτό, σε μια μέρα μέσα θα πέσουν πάνω της πληγές, θάνατος και πένθος και πείνα· και φωτιά θα την κατακάψει. Γιατί είναι δυνατός ο Κύριος ο Θεός που την έκρινε.
Και θα την κλάψουν και θα τη θρηνήσουν οι βασιλιάδες της γης που μαζί της πορνεύτηκαν και ασέλγησαν, όταν ιδούν τον καπνό της πυρκαγιάς της·
στέκοντας μακριά από φόβο του βασανισμού της θα λένε : «Ουαί, ουαί ! πολιτεία μεγάλη, Βαβυλών, πολιτεία δυνατή ! Σε μιαν ώρα μέσα ήρθε η κρίση σου !»
Και οι έμποροι της γης κλαίνε και θλίβονται γι’ αυτήν, ‘τί κανένας πια δεν αγοράζει τα φορτώματά τους·
φορτώματα χρυσάφι κι ασήμι και λιθάρια πολύτιμα και μαργαριτάρια και ακριβό λινό και πορφύρα και μεταξωτά και κόκκινα και κάθε ξύλο αρωματικό και κάθε σκεύος φιλντισένιο και κάθε σκεύος από ξύλο πολύτιμο κι από χάλκωμα και σίδερο και μάρμαρο·
φορτώματα κανέλλα και αλοιφές και θυμιάματα και μύρο και λιβάνι και κρασί και λάδι και σιμιγδάλι και σιτάρι και κτήνη και πρόβατα και άλογα και αμάξια και κορμιά για πούλημα και ψυχές ανθρώπων.
Και ο ώριμος καρπός που αποθύμησε η ψυχή σου έφυγε μακριά σου· κι όλα τα πλούτη και τα λαμπρά χαθήκανε για σένα κι ούτε που θα ξαναβρεθούν πια.
Οι έμποροι που πλούτισαν μ’ αυτές της πραμάτειες, θα στέκουνται μακριά από φόβο του βασανισμού της, θα κλαίνε και θα πενθούνε
και θα λένε : «Ουαί, ουαί ! Πολιτεία μεγάλη· ντυμένη στο ακριβό λινό και στην πορφύρα και στα κόκκινα· στολισμένη με χρυσάφια και πέτρες πολύτιμες και μαργαριτάρια,
σε μιαν ώρα μέσα τόσα πλούτη ερημώθηκαν».
[1] Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, σε μεταγραφή Γιώργου Σεφέρη, ΙΗ΄ 1-17, εκδόσεις Ίκαρος 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου