Συχνάκις κατά το θέρος εξήρχοντο της Λαμίας πρωϊνοί ο διδάσκαλος της Ελληνικής Σχολής Γεώργιος Ηφαιστίδης και ο εφημέριος εκκλησίας τινός Παπαϊωνάς προς περιδιάβασιν· διηυθύνοντο δε προς την καλύβην του γεωργού Θάνου Βλέκα, όστις διεκρίνετο επί φιλοπονία και πραότητι, και ηγαπάτο παρά πάντων, όσοι εγνώριζον, ιδίως δε παρά των δύω τούτων σεβασμίων ανδρών. Εις βραχύ χρόνου διάστημα ο νέος γεωργός, ως επίμορτος καρπούμενος μέρος των εκτεταμένων αγρών τινος εκ των μεγαλοκτημόνων, και αποδίδων ακριβώς το συμπεφωνημένον, είχε σχηματίσει εκ των περισσευμάτων του μικρόν ποίμνιον αιγών, εξ ων απέφερε βούτυρον, βοηθούμενος παρά της γραίας μητρός του, και ήδη προσεδόκα εκ της συγκομιδής την αμοιβήν των πολλών κόπων του.
Κατ’ εκείνην της ημέραν ο καλός Θάνος εκάθητο προ της καλύβης του σύννους και βαρυθυμών, διότι προ πολλών ημερών είχε θερίσει τον σίτον του και σωρεύσει τας θημωνιάς εις το αλώνιον περιμένων τους δεκατευτάς, διά να γίνη η καταμέτρησις, μεθ’ ην μόνην ηδύνατο να ονομάση ίδιά του τα θερισθέντα· αλλ’ ούτοι κατεγίνοντο, φαίνεται, εις άλλας μεμακρυσμένας θέσεις. Ο θερισμός υπήρξεν όσον ένεστι ευτυχής, και ο Θάνος υπελόγιζεν, ότι μετά την δεκάτευσιν, την απότισιν της μορτής προς τον κύριον της γης, την αποταμίευσιν του προς ιδίαν χρήσιν αναγκαίου και του σπόρου διά το επιόν έτος έτι αφθονωτέρου, έμελλε να περισσεύση ικανός σίτος προς πώλησιν. Εσχεδιάζε δε ν’ αποκτήση βόας αροτήρας, ώστε να μη περιμένη προς άροσιν το τέλος των εργασιών των γειτόνων του, οίτινες είχον βόας, κινδυνεύων ν’ αποσφαλή του αρμοδίου χρόνου. Άροτρον ίδιον είχεν αποκτήσει εκ του περισσεύματος του παρελθόντος έτους, το οποίον δεν είχεν εξαρκέσει προς απόκτησιν βοών. Προ δύο ετών όμως είχεν αποκτήσει τας αίγας προτιμήσας αυτάς, ώστε καθ’ όλον το έτος να έχη ενασχόλησιν την τυροποιΐαν, ενώ των βοών η διατήρησις υπερέβαινε τότε τας δυνάμεις του, και το πλέιστον μέρος του έτους ήθελον είσθαι εις αυτόν άχρηστοι. Αλλά τώρα είχε θέσει τον πόδα και επ’ αυτής της βαθμίδος, και ενώ ήλπιζε να πληρωθή η ευχή του αύτη, ηύξανεν η ανυπομονησία του, να διαχωρίση την δεκάτην. Τοιουτοτρόπως ο Θάνος επεδίδετο μετά ζήλου εις τα γεωργικά του έργα, και διά πολλών στερήσεων και ταλαιπωριών κατ’ έτος και κατά μικρόν ηύξανε το ουσίδιόν του ως μύρμηξ ταμιευτικός. Εν τούτοις εν τη επαρχία κατά τη στιγμήν ταύτην εκορυφούτο δυστυχώς η ληστεία, ως φθοροποιός επιδημία, ώστε η Κυβέρνησις εξηγέρθη εκ του ληθάργου της, αποστείλασα επίτ ούτω κατάλληλον μοίραρχον της Χωροφυλακής, μέλλοντα δι’ αυστηράς καταδιώξεως να περιστείλη την υπερβολήν του κακού.
Η επίσκεψις του διδασκάλου και του εφημερίου ήτον λοιπόν διττώς ποθητή εις τον φιλόπονον γεωργόν μας, διά να μάθη, πού ευρίσκονται οι δεκατευταί, και αν ο νέος μοίραχος, προ μικρού αφιχθείς, ελάμβανε πρόσφορα μέτρα, ώστε να επανέλθη οπωσούν ησυχία και ασφάλεια. Οι δύο πρωϊνοί περιπατητικοί δεν ανεχαιτίζοντο ως εκ του κινδύνου των ληστών από του να επισκεφθούν τον Θάνον, διότι ήσαν εκ των προσώπων εκείνων, τα οποία και αυτοί οι λησταί σέβονται.
…
Επί τέλους ο Θάνος τους είδε βάδην προχωρούντας, και είπεν εις την μητέρα του να παρασκευάση τον καφέ προς δεξίωσίν των.
[1] Παύλου Καλιγά, «Θάνος Βλέκας», σ. 43 κ. επ., Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήναι 1991
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου