Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

Λαογραφία

Η χήρα του Ανδρίκου[1]

Ο πρώτος οικιστής της Ανδρίτσαινας, σύμφωνα με την άποψη του γνωστού λογίου του Μοριά Αντ. Θ. Παπαγεωργίου, φαίνεται πως στάθηκε κάποιος άρχοντας Ανδρίκος το 1050 μΧ. Ο Ανδρίκος αυτός διατηρούσε πανδοχείο δίπλα στην ξακουστή «Τρανή βρύση», με τον θεόρατο πλάτανο. Οι κουρασμένοι οδοιπόροι του χαλικόστρωτου ανώμαλου δρόμου Κατακόλου, Καρύταινας, Τριπόλεως, βρίσκανε στο πανδοχείο καλό φαΐ και κρεβάτι κι’ ανανεώνανε τις δυνάμεις τους με το ξακουστό κρασί της περιοχής, που εξακολουθεί να κρατάη τη φήμη του μέχρι σήμερα. Από τη χήρα του Ανδρίκου, την Ανδρίκαινα, που κράτησε τον ξενώνα πολλά χρόνια ύστερα από τον θάνατο του συζύγου και με παραφθορά του Ανδρίκαινα σε Ανδρίτσαινα, πήρε σήμερα η δροσερή κωμόπολη το όνομά της. Τα καμαρωτά πορτοπαράθυρα των σπιτιών της πιστοποιούνε βυζαντινή επίδραση. Το ίδιο και οι παλιές εκκλησίες της, τής Παναγιάς Φραντζιώτισσας, του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Νικόλα με τις ξεθωριασμένες τοιχογραφίες τους.

Η Ανδρίτσαινα υπήρξε έδρα πατριαρχικής εξαρχίας, που αργότερα συγχωνεύθηκε με την Μητρόπολι Χριστιανουπόλεως (Κυπαρισσίας). Σύμφωνα με το χρονικό του 1302, οι κάτοικοι του ορεινού διαμερίσματος, με επικεφαλής τους τολμηρούς κι’ αποφασιστικούς Ανδριτσάνους, ξεσηκωθήκανε, ζωσθήκανε τα άρματα και πελεκήσανε γερά τους Φράγκους δυνάστες, που διαφεντεύανε τον τόπο. Οι Παλαιολόγοι τους στείλανε βοήθεια από το Μυστρά. Κι’ είναι πανθομολογημένο πως εδώ, στα τραχιά βουνά της δυτικής Αρκαδίας, σπανιώτατα πάτησε το πόδι κατακτητή ή βάρβαρου τυράννου. Τα δασωμένα βουνά με τις κρυσταλλένιες πηγές και τις ρεματιές τους σταθήκανε μετερίζια της λευτεριάς και του ανυπότακτου Μωραΐτικου πνεύματος. Αρματολοί και κλέφτες, καπλάνια των βουνών και των λόγγων, διατηρήσανε αμόλευτα τα τοπία που τραγούδησε ο ανώνυμος ποιητής. Οι Ανδριτσάνοι πατριώτες τροφοδοτούσανε ακατάπαυστα τα αδούλωτα λιοντάρια με τροφές, μπαρουτόβολα και φλασκιά με κρασί. Και έγιναν θρύλοι, ξακουστοί καπεταναίοι, όπως ο Αγριογιάννης, ο Μπαρακούρας, ο Τζαβέλας, ο Μποζινάκης κι ο γιγαντόσωμος Θεοχάρης. Λένε πως, όταν πρωτοείδε τον αρματωμένον αυτόν κύκλωπα ο Κολοκοτρώνης στάθηκε και τον καμάρωσε, τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και του είπε : «Μωρέ Θεοχάρη, χαρά στον πατέρα που σ’ έσπερνε!». Ο Θεοχάρης του ανταπάντησε: «Και πού να δης τον αδερφό μου, καπετάν Θοδωρή». «Καλύτερα να μην τον δω» μουρμούρισε ο θυμόσοφος αρχηγός, «για να μην καταραστώ το δικό μου σουλούπι!». Όπως είναι γνωστό, ο Κολοκοτρώνης ήταν μετρίου αναστήματος, με γαμψή μύτη και κοντά πόδια.

[1] Ανδρέα Η. Μιχαλόπουλου, «Μεγάλες Μορφές», Αθήναι 1976.

Δεν υπάρχουν σχόλια: