Της Δέσπως Μπότσαρη[1]
Όταν κάποτε, έπειτα από μακροχρόνιους αγώνες, οι χιλιάδες των εχθρικών στιφών, βοηθημένες και από την προδοσία, κατόρθωσαν και κυρίευσαν την Κιάφα και έπειτα προχώρησαν προς τον Αβαρίκο και το Σούλι, τότε οι περήφανοι Σουλιώτες, αντί της ταπεινής υποταγής, προτίμησαν να σκορπίσουν και να φύγουν. Ο Αλή πασάς δέχτηκε τη συμφωνία αλλά πρώτος κατόπι … δεν κράτησε το λόγο του και παρεσπόνδησε. Δεν είχε όμως υπολογίσει, ότι φεύγοντας οι Σουλιώτες δεν είχαν πάρει μαζί τους μονάχα τ’ άρματά τους. Είχαν συναποκομίσει και την ψυχή του Σουλίου …
…
Η Δέσπω … βράθηκε με λίγους δικούς της, μονάχα γυναίκες και μικρά εγγόνια, στο χωριό Ρινιάσα, ένα μικρό χωριό ανάμεσα στην Άρτα και την Πρέβεζα. Ήταν 23 Δεκεμβρίου του 1803, όταν έφτασε ξαφνικά εκεί μεγάλο απόσπασμα Αλβανικού στρατού. Ο άντρας της Δέσπως, ο Γιωργάκης μπότσαρης, και οι άλλοι δικοί του Σουλιώτες έλειπαν. Βρέθηκαν έτσι μονάχες οι γυναίκες. Η ηρωϊκή Δέσπω πάιρνει τα δέκα άλλα μέλη της οικογένειάς της, θυγατέρες, νυφάδες κι’ εγγόνια, και κλείνεται μέσα σ’ έναν από τους πύργους του χωριού, στου Δημουλά τον πύργο, όπως αναφέρεται και στο τραγούδι. Πήραν οι γυναίκες τα καριοφίλια και πιάσανε τις πολεμίστρες. Τα μικρά παιδιά, κλεισμένα στο εσωτερικό του πύργου, μοίραζαν την μπαρούτη και φτιάνανε φυσέκια.
Η μάχη άρχισε στις 23 Δεκεμβρίου, κράτησε όλη την άλλη μέρα, και συνεχίστηκε σκληρή έως την επομένη. Οι Σουλιώτισσες ξενύχτισαν άγρυπνες στις πολεμίστρες, και, καιροφυλακτώντας ανάμεσα στο γέμισμα του ντουφεκιού και στο σημάδεμα, μόλις κατόρθωναν να κλέψουν λίγον καιρό και να κάμουν μερικούς ευλαβικούς σταυρούς για τον ερχομό του Χριστού μας, που γεννιόταν την ίδιαν εκείνη νύχτα, τη γεμάτη από τους κρότους και τη λάμψη των ντουφεκιών.
Όταν την άλλη μέρα, ανήμερα Χριστούγεννα, η ηρωική Δέσπω είδε ότι οι εχθροί πλήθαιναν και τα δικά τους πολεμοφόδια σώνονται, κάλεσε τις μπαρουτοκαπνισμένες θυγατέρες και τις νυφάδες της και τις ρώτησε τί προτιμούνε, την αιχμαλωσία ή τον ηρωϊκό θάνατο ; Και εδώ βλέπομε να προβάλλη το ίδιο γνώριμό μας δημοκρατικό πνεύμα, με το οποίο πάντα παίρνονταν στο Σούλι όλες οι σοβαρές αποφάσεις. … Όλες τους απάντησαν αμέσως ότι μόνον ο ηρωϊκός θάνατος ταιριάζει στις Σουλιώτισσες.
Έπειτα από μια τέτοια ομόθυμη αίτηση θυσίας, ο πόλεμος κράτησε λίγο ακόμη και, τέλος, η γερόντισσα Δέσπω μάζεψε στη μεσιανή καμάρα του πύργου όση απόμενε μπαρούτη και προσταξε να ‘ρθουν γύρω της παιδιά κι’ εγγόνια. Οι γυναίκες παράτησαν τις πολεμήστρες και τα μικρά εγγόνια έπαψαν να φτιάνουνε φυσέκια. Και τότε, την ίδια μέρα που γεννήθηκεν ο θεός της ειρήνης και της αγάπης, ενώ όλοι γύρω έκαναν για στερνή φορά το σταυρό τους, η Σουλιώτισσα Δέσπω, κρατώντας το αναμμένο δαυλί και έχοντας ολοκληρωτική επίγνωση του νοήματος της ομαδικής θυσίας, φωτιά έβαλε στη μπαρούτη …
Αχός βαρύς ακούεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι ;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, Γιώργαινα, παραδώσου.
Το Σούλι νεπροσκύνησε και τούρκεχεν η Κιάφα,
κι εσύ εισαι σκλάβα Λιάπηδων, σκλάβα των Αρβανίτων.
Το Σούλι κι’ αν προσκύνησε κι’ αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει.
Δαυλί στο χέρι νάρπαξε, κόρες και νύφες κράζει.
Σκλάβες Τουρκών μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε.
Και τα φυσέκια ανάψανε, κι’ όλοι φωτιά γενήκαν.
[1] Κ. Ρωμαιού, Κοντά στις ρίζες, σελ. 145 επ., Εστία 1980.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου