Όταν ο δύστυχής εξόριστος[2] έφθασεν εις το παλάτιον του πολυτελούς Μονάρχου της Περσίας, παρεκάλεσεν Αρτάβαζον τον χιλίαρχον, να λάβη την άδειαν, ως έλλην ξένος, να ομιλήση μετά του βασιλέως. Αλλ’ αυτός είπεν, ότι παρά μεν τοις Έλλησι τιμάται ελευθερία και ισότης, παρ’ αυτοίς δε νόμος ήτον να τιμώσι τον βασιλέα, προσκυνούντες αυτόν ως έμψυχον εικόνα θεού. Και χωρίς ταύτης της προσκυνήσεως είναι αδύνατον να ομιλήση τις μετά του βασιλέως. Ο Θεμιστοκλής, ο οποίος δεν ήτον ποτέ δεισιδαίμων εις παρόμοια πράγματα, όταν ημπόρει να απολαύση του ποθουμένου, υπεσχέθη να κάμη ούτω, και πεσών επί πρόσωπον έμπροθεν του Βασιλέως κατά τον Περσικόν νόμον, εφανέρωσε το όνομα, την πατρίδα, και τας δυστυχίας του. «Εγώ έκαμον, έκραξε, την αχάριστον πατρίδα μου πολλάς εκδουλεύσεις, και τώρα έρχομαι να προσφέρω αυτάς εις εσέ. Η ζωή μου είναι εις χείρας σου. Και τώρα ημπορείς να φανερώσης την ευσπλαχνίαν σου, ή να δείξης την εκδίκησίν σου. Διά μεν του πρώτου θέλεις σώσει ένα πιστόν ικέτην σον, διά δε του δευτέρου θέλεις απωλέσει τον μέγιστον εχθρόν των Ελλήνων». Ο Βασιλεύς ουδέν απεκρίνατο τότε, εθαύμασε δε υπερβαλλόντως το φρόνημα, και την τόλμην αυτού, και έδειξε πάραυθα την χαράν του επί τω συμβάντι, ειπών προς τους αυλικούς του, ότι εθεώρει τον ερχομόν του Θεμιστοκλέους ως ευτυχίαν μεγίστην, και ηύχετο να εξορίζωσιν οι εχθροί του πάντοτε τους αρίστους, και σοφούς εξ εαυτών. Η χαρά του ήτον τόση, ώστε και διά νυκτός ονειρευόμενος, ανέδραμε της κλίνης, και ανεβόησε τρις, έχω Θεμιστοκλέα τον Αθηναίον. Τω έδωκε τρεις πόλεις διά να τρέφηται, και να ζη εν αφθονία, και λαμπρότητι. Λέγουσιν ότι τοσαύτη ην η εύνοιά του εις την Περσικήν αυλήν, και τόση μεγάλη ην η περιποίησις, οπού ελάμβανεν από πάσαν τάξιν ανθρώπων, οπού καθήμενος ποτέ εις την τράπεζαν, είπε παρρησία προς την γυναίκα, και τα τέκνα του προκαθήμενα, Τέκνα, απωλόμεθ’ αν, ειμή απωλόμεθα.
[1] Βιβλιοθήκη Ιωάννου Β. Παραγυιού, Ολιβιέρου Γκολδσμιθίου, Ιστορία της Ελλάδος, σελ. 201-202, Βιέννη 1805.
[2] Θεμιστοκλής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου