Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

η παιδεία της λεβεντιάς κι αναβλητική σωφροσύνη

τα «φώτα» των μυαλωμένων και «σπίθα» των επαναστατών[1]

Όπως αποκαλύπτουν τα κείμενα, οι περισσότεροι Έλληνες που είχαν διακριθεί στο εξωτερικό κατά την προεπαναστατική περίοδο δεν πίστευαν στην Επανάσταση. Αντίθετα, πολλοί την καταδίκασαν, χαρακτηρίζοντάς την άκαιρη, πρόωρη, ακόμα και καταστροφική. Ήταν επηρεασμένοι από το συντηρητισμό αλλά και τις φοβίες που έντεχνα καλλιεργούσε η ευρωπαϊκή απολυταρχία. Είχαν αφομοιώσει την πολιτική της. Έτσι, οι υπηρεσίες που πρόσφεραν κατά την πρώτη περίοδο του ξεσηκωμού στους αγωνιζόμενους Έλληνες – ηθικό και ενότητα – υπήρξαν κάκιστες.

Γι’ αυτούς τους διαπρεπείς Έλληνες της Διασποράς το επαναστατικό κίνημα στις Ηγεμονίες ήταν ολέθριο. Μυκτήριζαν τους Φιλικούς, καθύβριζαν τον Αλ. Υψηλάντη και πρόβλεπαν την καταστροφή – εξαιτίας τους – του Γένους. Ακόμα και ένα χρόνο ύστερα από την Επανάσταση, στην εποχή δηλαδή των μεγάλων πολεμικών θριάμβων των αγωνιστών, αυτοί οι Έλληνες της Διασποράς καταριόνταν τους πρωταγωνιστές του ξεσηκωμού. Καμμιά ψυχική επαφή με τους Έλληνες της πατρίδας.

Υποτιμούσαν τις δυνατότητες των Ελλήνων, πίστευαν ότι οι ευρωπαϊκές απολυταρχίες ήταν παντοδύναμες και αδιάσπαστες. Έμφοβοι οι ίδιοι καλλιεργούσαν την ηττοπάθεια.

Ο Καποδίστριας, γράφει ο Φιλήμων, «μόνην είχε φροντίδα της προόδου του φωτισμού των Ελλήνων διά να σχηματισθώσιν ούτως άνθρωποι, οι οποίοι έμελλον να οδηγήσωσιν ακολούθως την Ελλάδα και την Διοίκησίν της. Την δε κήρυξιν του Πολέμου της ήθελε πάντοτε με την κήρυξιν ενός Ρωσικού Κινήματος κατά της Τουρκίας».

Και αλλού: «Αλλ’ αμετάπειστος ούτος (ο Καποδίστριας) εις την ενέργειαν των προτεινιμένων δραστηρίων μέτρων περετήρει: «Πρέπει πρώτον να μορφώσωμεν Έλληνας και έπειτα να κάμωμεν Ελλάδα». Εννοεί δε την προηγουμένην χρείαν να διαδοθώσι τα φώτα τουλάχιστον εις το περισσότερον μέρος τούτων και ότι από μόνην την εκπαίδευσιν δύναται να πηγάση αναγκαίως η ανάστασις του Έθνους, ως καρπός ώριμος και όχι άωρος»[2].

Τα ίδια ακριβώς και ο Αδαμάντιος Κοραής: «Το πράγμα ήρχισεν άωρον εις το έθνος το οποίον δεν έχει ακόμη αρκετά φώτα να καταλάβη τα αληθή του συμφέροντα. Και πώς να τα καταλάβωσιν, οπότε μόλις οι φωτισμένοι της Ευρώπης λαοί τα καταλαμβάνουν; Αν ήρχιζε μετά 20 χρόνους, τότε ήθελαν ευρεθείν ωριμότεροι οι καρποί της Χίου και των Κυδωνιών εξ ενός μέροτς, και από το άλλο πλειότερος ο αριθμός των σπουδαζόντνων εις την Ευρώπην …»[3]

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, τον Οκτώβριο του 1821, στο αποκορύφωμα του Αγώνα, ύστερα από την άλωση της Τριπολιτσάς και τις τόσες περίλαμπρες ελληνικές νίκες, καταδικάζει την επανάσταση στη Μολδοβλαχία, που υπήρξε ο σπινθήρας του γενικού ξεσηκωμού.

Ο Μαυροκορδάτος πίστευε ότι οι Έλληνες θα αποκτούσαν την ελευθερία τους χωρίς επανάσταση και χωρίς αίματα: «Τώρα πάσχομεν όλοι και ένοχοι και μη. Λέγω ένοχοι διότι δεν ημπορώ να ονομάσω παρά ενοχήν την κακοήθειαν των ανθρώπνω εκείνων οι οποίοι, εν ω το γένος επροχώρει, και ελπίζετο ίσως και αναιμωτί η ελευθερία του μετ’ ολίγους ενιααυτούς, επετάχυναν δι’ ίδια τέλη το πράγμα, εν ω το γένος ήτο ανέτοιμον».

[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ΄21, τ. Β΄, σ. 485-486, Αθήνα 1980.
[2] Η είδηση για την Επανάσταση στις Ηγεμονίες, γράφει ο Παπαδόπουλος Βρετός, «κατέθλιψε την ευαίσθητη ψυχή του Καποδίστρια»: «Να,», είπε, «που μια πρόωρη επανάσταση θα καταστρέψει όλους τους κόπους μου για την μελλοντική της ευτυχία». Προέβλεπε, παρατηρεί ο Βρετός, ότι οι Τούρκοι, αφού αποκαθιστούσαν την εξουσία τους «θα έκλειναν τα σχολεία από όπου το ελληνικό έθνος ανλούσε τα φώτα, που με τον καιρό θα μπορούσαν να καταστήσουν δυνατή και την πολιτική του αναγέννηση». Πριν από την Επανάσταση ο Καποδίστριας εξαρτούσε την τύχη των Ελλήνων από τη Θεία Πρόνοια. Απαράλλακτα όπως ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών Κάστλρη: «Η μόνη που καθορίζει τις τύχες των εθνών», έγραφε το 1819.
[3] Επιστολές, επιμ. Γ. Βαλέτα, σ. 278.

Δεν υπάρχουν σχόλια: