Ένας εμπαθής αυτοκράτορας[1]
Το έτος 1894 η διπλωματική απομόνωση της Χώρας ήταν αποκαρδιωτική[2]. Η Ελλάς αντιμετωπίζει γενικήν αδιαφορίαν και δυσμένειαν. Ιδιαιτέρως εχθρική είναι η στάση της Γερμανίας. Ο Κάιζερ αδιαφορεί για τους συγγενικούς δεσμούς που τον συνδέουν με την βασιλικήν οικογένειαν της Ελλάδος. Υποστηρίζει αναφανδόν τον Σουλτάνον. Καταδέχεται να επισκέπτεται αυτοπροσώπως τους ξένους πρέσβεις στο Βερολίνο και να εξορκίζει τις κυβερνήσεις τους να συνετίσουν την Ελλάδα «διά του στόματος των πυροβόλων»[3].
Γερμανοί αξιωματικοί δεν περιορίζονται μόνον στην οργάνωση και εκπάιδευση του τουρκικού στρατού. Αναλαμβάνουν, παραβιάζοντας κατάφορα κάθε διεθνές νόμιμον, και διοικήσεις Μονάδων του[4], που έχουν ήδη συγκεντρωθεί στην μεθόριον. Η Βρετανία παραμένει πιστή, παντοτε, στο δόγμα της διατηρήσεως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Αυστρία ελοχεύει με το βλέμμα στραμμένο στην Θεσσαλονίκη. Γαλλία και Ρωσία σε ρόλο απλού θεατή στην νέα αυτή κρίση του «Ανατολικού Ζητήματος».
* η αρχή του άρθρου στην ΝομοΣοφία
[1] Ιωάννη Μπακούρου, «Ιχνηλατώντας το Χθες», σ. 66-67, εκδόσεις Εθνικών Επάλξεων Σ.Ε.ΕΘ.Α.
[2] Αιτία οι δησιονομικές δυσχέρειες που οδήγησαν στην χρεωκοπία του προηγούμενου έτους [1893].
[3] Παπαρρηγόπουλος (Καρολίδης) ΣΤ΄, Β΄ 71.
[4] Όταν το τουρκικόν ιππικόν θα καταλάβει την Λάρισα, διοικητής του είναι ο Γερμανός Κάρολος Γκρούμπκωφ, κατοπινός στρατηγός.
Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010
Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010
μαθήματα πραγματικής ιστορίας
Έλληνες και Ξένοι απομυζητές[1]
Ο Άγγλος πρόξενος στην Πάτρα Philip Green γράφει για τους εθελοντές : «Οι περισσότεροι ήταν αξιωματικοί, που ήρθαν στην Ελλάδα από φιλοδοξία, ανάγκη και αναζήτηση τύχης»
Ο αγωνιστής Φωτάκος αποδίδει στις ραδιουργίες των Φαναριωτών και γενικώτερα των Ελλήνων, που κατέβηκαν στην Ελλάδα ύστερα από τον ξεσηκωμό, τους τυχοδιωκτισμούς των εθελοντών : «Έλεγαν εις τους ξένους ότι εσείς και ημείς να είμεθα ενωμένοι και σύντροφοι και να βοηθούμεθα αναμεταξύ μας, διότι οι εντόπιοι δεν έχουν καλούς σκοπούς δι’ ημάς. Αυτοί, ως βλέπετε, έχουν όλα τα πράγματα εις τας χείρας των, και οπόταν συμφωνήσουν μας διώχνουν και μένομεν όλοι χωρίς στάδιον και μέλλον. Διά τούτο πρέπει να μας βοηθήτε έως να έμβωμεν εις τα πράγματα, και αφού έμβωμεν και αποκτήσωμεν δύναμιν τότε σας διορίζωμεν εις θέσεις, και θα σας δίδωμεν και άλλας πολλάς ωφελείας».
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘21», σ. 106 επ., εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999.
Ο Άγγλος πρόξενος στην Πάτρα Philip Green γράφει για τους εθελοντές : «Οι περισσότεροι ήταν αξιωματικοί, που ήρθαν στην Ελλάδα από φιλοδοξία, ανάγκη και αναζήτηση τύχης»
Ο αγωνιστής Φωτάκος αποδίδει στις ραδιουργίες των Φαναριωτών και γενικώτερα των Ελλήνων, που κατέβηκαν στην Ελλάδα ύστερα από τον ξεσηκωμό, τους τυχοδιωκτισμούς των εθελοντών : «Έλεγαν εις τους ξένους ότι εσείς και ημείς να είμεθα ενωμένοι και σύντροφοι και να βοηθούμεθα αναμεταξύ μας, διότι οι εντόπιοι δεν έχουν καλούς σκοπούς δι’ ημάς. Αυτοί, ως βλέπετε, έχουν όλα τα πράγματα εις τας χείρας των, και οπόταν συμφωνήσουν μας διώχνουν και μένομεν όλοι χωρίς στάδιον και μέλλον. Διά τούτο πρέπει να μας βοηθήτε έως να έμβωμεν εις τα πράγματα, και αφού έμβωμεν και αποκτήσωμεν δύναμιν τότε σας διορίζωμεν εις θέσεις, και θα σας δίδωμεν και άλλας πολλάς ωφελείας».
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘21», σ. 106 επ., εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999.
Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010
μαθήματα ελληνισμού
Έλληνες[1]
- Όλος ο Μωριάς ένας τόπος είναι. Κι όλοι οι Έλληνες μια γενιά είμαστε, όπου κι’ αν ζούμε, είτε εδώ στη Μάνη, είτε στην Τρίπολη πέρα απ’ τα βουνά, είτε στα Καλάβρυτα, που είναι ακόμα μακρύτερα.
- Τόσο μακριά ; έκανε αχνά ο Θοδωράκης.
- Ναι, γιόκα μου. Κι εμάς η γενιά μας από αλλούθε βαστά. Από το Λιμποβίτσι και την Αλωνίσταινα.
- Και γιατί ήρθαμε εδώ ;
- Γιατί μας κάψανε τα σπίτια μας κι’ ήρθαμε με τη ψυχή στο στόμα. Ήταν παραμονές Λαμπρής – μαύρη Πασχαλιά. Οι Μόσκοβοι, που μάς είχαν ξεσηκώσει, φύγανε με τα καράβια. Ο Κωνσταντής, ο πατέρας σου, δεν μπορούσε να κρατήσει ολομόναχος το ασκέρι του πασά. Παντού οι Τούρκοι βάζανε φωτιές και σφάζανε. Για να γλυτώσουμε, πήραμε τα βουνά. Κρυβόμαστε από λόγγο σε λόγγο. Εσύ ήσουν αγέννητος ακόμα. Έτσι από βουνό σε βουνό κι’ από ρουμάνι σε ρουμάνι, ζητούσαμε να φτάσουμε εδώ κάτω, στον πύργο που είχε χτίσει ο παππούς σου. Εδώ θάμαστε πιο ασφαλισμένοι. Μια βδομάδα παραδέρναμε, ωσάν κυνηγημένα αγρίμια. Εγώ δεν άντεχα πια. Ήταν Λαμπρή ωσάν σήμερα, και ξημέρωνε Λαμπροδευτέρα, όταν γεννήθηκες εσύ. Όλα τα παιδιά γεννιούνται σε κρεβάτι, σε στρώμα. Εσύ γεννήθηκες, σαν τα λυκόπουλα, κάτω από ένα πουρνάρι. Παιδί του βουνού και του ξεσηκωμού. Μα παιδί της Ανάστασης. Κι’ αν ζούμε ως τα σήμερα, είναι γιατί ο πατέρας σου κρατά τους Τούρκους αλάργα.
...
- Και πότε θα πάω κι’ εγώ στο βουνό, να τον ανταμώσω ;
ρώτησε ανυπόμονα.
Η καπετάνισσα χαμογέλασε.
- Όταν μπορέσεις, σαν εκείνον, να σηκώσεις ένα μοσχάρι στον ώμο.
- Θα ρίχνω και λιθάρι κάθε μέρα, για να τρανέψω γλήγορα, υποσχέθηκε το παιδί.
Και παίρνοντας φόρα, προσθεσε :
- Θα κάνουνε και για μένα τραγούδια οι ραγιάδες !
- Άμποτε, ευχύθηκε πάλι η λεβεντογυναίκα. Μα να μη λες «ραγιάδες», να λες Έλληνες γιόκα μου – αυτό είναι το σωστό.
[1] Κ. Α. Σφαέλου – Βενιζέλου, «το Λιονταρόπουλο», σ. 15-16, Εστία.
- Όλος ο Μωριάς ένας τόπος είναι. Κι όλοι οι Έλληνες μια γενιά είμαστε, όπου κι’ αν ζούμε, είτε εδώ στη Μάνη, είτε στην Τρίπολη πέρα απ’ τα βουνά, είτε στα Καλάβρυτα, που είναι ακόμα μακρύτερα.
- Τόσο μακριά ; έκανε αχνά ο Θοδωράκης.
- Ναι, γιόκα μου. Κι εμάς η γενιά μας από αλλούθε βαστά. Από το Λιμποβίτσι και την Αλωνίσταινα.
- Και γιατί ήρθαμε εδώ ;
- Γιατί μας κάψανε τα σπίτια μας κι’ ήρθαμε με τη ψυχή στο στόμα. Ήταν παραμονές Λαμπρής – μαύρη Πασχαλιά. Οι Μόσκοβοι, που μάς είχαν ξεσηκώσει, φύγανε με τα καράβια. Ο Κωνσταντής, ο πατέρας σου, δεν μπορούσε να κρατήσει ολομόναχος το ασκέρι του πασά. Παντού οι Τούρκοι βάζανε φωτιές και σφάζανε. Για να γλυτώσουμε, πήραμε τα βουνά. Κρυβόμαστε από λόγγο σε λόγγο. Εσύ ήσουν αγέννητος ακόμα. Έτσι από βουνό σε βουνό κι’ από ρουμάνι σε ρουμάνι, ζητούσαμε να φτάσουμε εδώ κάτω, στον πύργο που είχε χτίσει ο παππούς σου. Εδώ θάμαστε πιο ασφαλισμένοι. Μια βδομάδα παραδέρναμε, ωσάν κυνηγημένα αγρίμια. Εγώ δεν άντεχα πια. Ήταν Λαμπρή ωσάν σήμερα, και ξημέρωνε Λαμπροδευτέρα, όταν γεννήθηκες εσύ. Όλα τα παιδιά γεννιούνται σε κρεβάτι, σε στρώμα. Εσύ γεννήθηκες, σαν τα λυκόπουλα, κάτω από ένα πουρνάρι. Παιδί του βουνού και του ξεσηκωμού. Μα παιδί της Ανάστασης. Κι’ αν ζούμε ως τα σήμερα, είναι γιατί ο πατέρας σου κρατά τους Τούρκους αλάργα.
...
- Και πότε θα πάω κι’ εγώ στο βουνό, να τον ανταμώσω ;
ρώτησε ανυπόμονα.
Η καπετάνισσα χαμογέλασε.
- Όταν μπορέσεις, σαν εκείνον, να σηκώσεις ένα μοσχάρι στον ώμο.
- Θα ρίχνω και λιθάρι κάθε μέρα, για να τρανέψω γλήγορα, υποσχέθηκε το παιδί.
Και παίρνοντας φόρα, προσθεσε :
- Θα κάνουνε και για μένα τραγούδια οι ραγιάδες !
- Άμποτε, ευχύθηκε πάλι η λεβεντογυναίκα. Μα να μη λες «ραγιάδες», να λες Έλληνες γιόκα μου – αυτό είναι το σωστό.
[1] Κ. Α. Σφαέλου – Βενιζέλου, «το Λιονταρόπουλο», σ. 15-16, Εστία.
Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010
η δύναμη του ελληνισμού
Ο φωτισμός κι η δημοκρατική αυτονομία [1]
Οι Μακεδόνες, εξ άλλου, ζώντας τόσον καιρό τα πλούτη εκείνα της Ασίας και τη θαυμάσια νέα ζωή, π’ όλο και με ψηλότερα κύματα κάθε μέρα παράσερνε στις δίνες της, και τις ατέλειωτες όμως ταλαιπωρίες της στρατιωτικής υπηρεσίας, μα και τ’ ακατάπαυστο μεθύσι όλο νίκη πάνω σε νίκη, δόξας κ’ εξουσίας, είχαν πια χάσει την παλιά τους απλότητα και λιτότητα, πούταν, πριν 10 μόλις χρόνια, το περιγέλιο των αθηναίων ρητόρων. Ο ενθουσιασμός για τον Αλέξανδρό τους, που πολέμαγε πάντοτε δίπλα τους, η ακτινοβολία του ηρωισμού του, που κατάυγαζε κι αυτούς, η αίσθηση κυριαρχίας, που δυνατή τους εμφυσούσε αυτοπεποίθηση και δίψα τους γένναγε διαρκώς ανήμερη για νέα κατορθώματα – όλ’ αυτά τους κάναν να ξεχνάνε, πως πίσω στην πατρίδα μπορεί νάταν ήσυχοι αγρότες και βοσκοί. Μα κι οι βοσκοί, πάλι, στην πατρίδα, κ’ οι αγρότες, κ’ οι αστοί, θαμπωμένοι απ’ το ξαφνικό τούτο ανέβασμα της μικρής τους χώρας στον κολοφώνα τέτοιας δόξας και εγαλείου ιστορικού, άκουγαν τα θαυμαστά που διηγούνταν όσοι γύρναγαν πίσω, βλέπαν τα πλούτη της Ασίας να πλημμυράν αληθινά την Μακεδονία, και μάθαν γρήγορα να νιώθουν σαν ο πρώτος λαός του κόσμου. Το μεγαλείο της βασιλείας τους, πούταν άλλοτε τόσο κοντινή και δικιά τους, που μαζί τους ζούσε, στη χούφτα εκείνη της πατρικής τους γης, πελώριο έγινε τώρα κι απρόσιτο μακρυά στη Βαβυλώνα, τα Εκτάβανα, τη Βακτριανή, την άφταστην Ινδία.
Αλλά κ’ οι Έλληνες, οι διάσπαρτοι γεωγραφικά σε τόσους έκκεντρους κύκλους, και πολιτικά πάντα διασπασμένοι όπου και πυκνότερα συνοικισμένοι, σαν αριθμός βέβαια τί να λογαριαστούν μπρος στ’ αμέτρητα εκείνα πλήθη της Ασίας που μπήκαν στον χορό του πολέμου ; Μα πολύ περισσότερο βάρυν το καταστάλαγμα της όλης ανάπτυξης του Ελληνισμού: η παιδεία κ’ η καλλιέργειά του. Αυτής της παιδείας και της καλλιέργειας παράγωγα, στην προσωπική και την πολιτική ζωή, ήταν ο φωτισμός κ’ η δημοκρατική αυτονομία. Ο φωτισμός, μ’ όλα του τα καλά και τα κακά, την απιστία ή τη δεισιδαιμονία ή μαζί και τα δυο, είχε σπάσει την παλιά κι απλοϊκή ευσέβεια, την πίστη σ’ αιώνιες δυνάμεις και το δέος γι’ αυτές. Τα κατακάθια μόνο απόμεναν, των τελετών, των θυσιών, των οιωνοσκοπιών και μαγγανειών, που κράταγαν ακόμα συμβατικά, σαν συνήθειες. Τώρα η εξυπνάδα στη θέση της ευσέβειας, η ελαφρότητα, ο καταφερτζηδισμός, η κερδοσκοπία, και κάθε λογής ματαιοδοξία, επιδειξιομανία, επιτηδειότητα για εκμετάλλευση οποιασδήποτε ικανότητας διαθέτει κανείς, τέτοια κι άλλα παρόμοια όλο και πιο πολλά, ήταν τα κίνητρα της καθημερινής ζωής. Κ’ η δημοκρατία το πολιτικό σύστημα που πήγαινε σε τέτοια κοινωνία, καθώς τόχε κιόλας πει ο Σόλων για τους συμπολίτες του :
Χώρια ο καθένας μας, ίδια αλεπού !
Κι όλοι μαζί, κουφιοκεφαλάκηδες ! [2]
Κι όσο πλατύτερ’ αναπτύχθηκε τέτοια δημοκρατία, ελευθερία με δουλική εργασία και δούλοι για εργατική της τάξη, τόσο θράσευε και φούντωνε πιο αψύς ατομικισμός, που σκλήραιν’ ολοένα τους ανταγωνισμούς κι όλο και πιο προκλητικούς έκανε τους αδύναμους στην αδυναμία τους και πιο εγωιστές τους δυνατούς στη δύναμή τους, ώσπου έφτασε στον απόλυτο κατακερματισμό κι αλληλαχρήστευση των δυνάμεων, στην παράλυση όλων των αντίπαλων πλευρών, κ’ ήρθ’ ο Αλέξανδρος με τις νίκες του κι άνοιξε νέους δρόμους, που σε κάθ’ επιθυμία, ευφυΐα, και δύναμη, αλλά και σε κάθε πλεονεξία και παρατολμία, έδιναν απέραντη διέξοδο να ορμήσουν, ν’ αποδώσουν ωφέλιμο έργο.
[1] Ιωάννης Γουστάβος Ντρόυζεν, Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε μετάφραση Ρ., Η. & Σ. Αποστολίδη, σ. 461-462, Ελευθεροτυπία, Αθήναι 1993.
[2] Σόλων, 11, 5-6 (West, lambi et Elegi Graeci, II, 126) : υμέων δ’ εις μεν έκαστος αλώπεκος ίχνεσι βαίνει, / σύμπασιν δ’ υμίν κούφος ένεστι νοός.
Οι Μακεδόνες, εξ άλλου, ζώντας τόσον καιρό τα πλούτη εκείνα της Ασίας και τη θαυμάσια νέα ζωή, π’ όλο και με ψηλότερα κύματα κάθε μέρα παράσερνε στις δίνες της, και τις ατέλειωτες όμως ταλαιπωρίες της στρατιωτικής υπηρεσίας, μα και τ’ ακατάπαυστο μεθύσι όλο νίκη πάνω σε νίκη, δόξας κ’ εξουσίας, είχαν πια χάσει την παλιά τους απλότητα και λιτότητα, πούταν, πριν 10 μόλις χρόνια, το περιγέλιο των αθηναίων ρητόρων. Ο ενθουσιασμός για τον Αλέξανδρό τους, που πολέμαγε πάντοτε δίπλα τους, η ακτινοβολία του ηρωισμού του, που κατάυγαζε κι αυτούς, η αίσθηση κυριαρχίας, που δυνατή τους εμφυσούσε αυτοπεποίθηση και δίψα τους γένναγε διαρκώς ανήμερη για νέα κατορθώματα – όλ’ αυτά τους κάναν να ξεχνάνε, πως πίσω στην πατρίδα μπορεί νάταν ήσυχοι αγρότες και βοσκοί. Μα κι οι βοσκοί, πάλι, στην πατρίδα, κ’ οι αγρότες, κ’ οι αστοί, θαμπωμένοι απ’ το ξαφνικό τούτο ανέβασμα της μικρής τους χώρας στον κολοφώνα τέτοιας δόξας και εγαλείου ιστορικού, άκουγαν τα θαυμαστά που διηγούνταν όσοι γύρναγαν πίσω, βλέπαν τα πλούτη της Ασίας να πλημμυράν αληθινά την Μακεδονία, και μάθαν γρήγορα να νιώθουν σαν ο πρώτος λαός του κόσμου. Το μεγαλείο της βασιλείας τους, πούταν άλλοτε τόσο κοντινή και δικιά τους, που μαζί τους ζούσε, στη χούφτα εκείνη της πατρικής τους γης, πελώριο έγινε τώρα κι απρόσιτο μακρυά στη Βαβυλώνα, τα Εκτάβανα, τη Βακτριανή, την άφταστην Ινδία.
Αλλά κ’ οι Έλληνες, οι διάσπαρτοι γεωγραφικά σε τόσους έκκεντρους κύκλους, και πολιτικά πάντα διασπασμένοι όπου και πυκνότερα συνοικισμένοι, σαν αριθμός βέβαια τί να λογαριαστούν μπρος στ’ αμέτρητα εκείνα πλήθη της Ασίας που μπήκαν στον χορό του πολέμου ; Μα πολύ περισσότερο βάρυν το καταστάλαγμα της όλης ανάπτυξης του Ελληνισμού: η παιδεία κ’ η καλλιέργειά του. Αυτής της παιδείας και της καλλιέργειας παράγωγα, στην προσωπική και την πολιτική ζωή, ήταν ο φωτισμός κ’ η δημοκρατική αυτονομία. Ο φωτισμός, μ’ όλα του τα καλά και τα κακά, την απιστία ή τη δεισιδαιμονία ή μαζί και τα δυο, είχε σπάσει την παλιά κι απλοϊκή ευσέβεια, την πίστη σ’ αιώνιες δυνάμεις και το δέος γι’ αυτές. Τα κατακάθια μόνο απόμεναν, των τελετών, των θυσιών, των οιωνοσκοπιών και μαγγανειών, που κράταγαν ακόμα συμβατικά, σαν συνήθειες. Τώρα η εξυπνάδα στη θέση της ευσέβειας, η ελαφρότητα, ο καταφερτζηδισμός, η κερδοσκοπία, και κάθε λογής ματαιοδοξία, επιδειξιομανία, επιτηδειότητα για εκμετάλλευση οποιασδήποτε ικανότητας διαθέτει κανείς, τέτοια κι άλλα παρόμοια όλο και πιο πολλά, ήταν τα κίνητρα της καθημερινής ζωής. Κ’ η δημοκρατία το πολιτικό σύστημα που πήγαινε σε τέτοια κοινωνία, καθώς τόχε κιόλας πει ο Σόλων για τους συμπολίτες του :
Χώρια ο καθένας μας, ίδια αλεπού !
Κι όλοι μαζί, κουφιοκεφαλάκηδες ! [2]
Κι όσο πλατύτερ’ αναπτύχθηκε τέτοια δημοκρατία, ελευθερία με δουλική εργασία και δούλοι για εργατική της τάξη, τόσο θράσευε και φούντωνε πιο αψύς ατομικισμός, που σκλήραιν’ ολοένα τους ανταγωνισμούς κι όλο και πιο προκλητικούς έκανε τους αδύναμους στην αδυναμία τους και πιο εγωιστές τους δυνατούς στη δύναμή τους, ώσπου έφτασε στον απόλυτο κατακερματισμό κι αλληλαχρήστευση των δυνάμεων, στην παράλυση όλων των αντίπαλων πλευρών, κ’ ήρθ’ ο Αλέξανδρος με τις νίκες του κι άνοιξε νέους δρόμους, που σε κάθ’ επιθυμία, ευφυΐα, και δύναμη, αλλά και σε κάθε πλεονεξία και παρατολμία, έδιναν απέραντη διέξοδο να ορμήσουν, ν’ αποδώσουν ωφέλιμο έργο.
[1] Ιωάννης Γουστάβος Ντρόυζεν, Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε μετάφραση Ρ., Η. & Σ. Αποστολίδη, σ. 461-462, Ελευθεροτυπία, Αθήναι 1993.
[2] Σόλων, 11, 5-6 (West, lambi et Elegi Graeci, II, 126) : υμέων δ’ εις μεν έκαστος αλώπεκος ίχνεσι βαίνει, / σύμπασιν δ’ υμίν κούφος ένεστι νοός.
* Διαβάστε την αρχή στην ΝομοΣοφία
Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010
Παραμύθι
Το δέντρο που έδινε [1]
ή περί της θείας πρόνοιας
[συνέχεια]
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί ... και η μηλιά ήταν λυπημένη.
Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ’ τη χαρά της κι είπε : «Έλα, Αγόρι, να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου, να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και νά ‘σαι ευτυχισμένο». «Δεν έχω καιρό να σκαρφαλώνω στα δέντρα», είπε το αγόρι. «Θέλω σπίτι που να μου δίνει ζεστασιά», είπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά και γι’ αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι ;» «Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θά ‘σαι ευτυχισμένο». Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν ξαναγύρισε, η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά-καλά δεν μπορούσε. «Έλα, Αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις». «Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω», είπε το αγόρι. Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα ;» «Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά. ‘έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά ... και νά ‘σαι ευτυχισμένο». Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της, έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη ... μα όχι πραγματικά.
Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε. «Λυπάμαι, Αγόρι», είπε η μηλιά, «μα δεν μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω ... δεν έχω μήλα». «Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να κάνεις κούνια ...» «Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις ...» «Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι ναμπορούσα να σου δώσω κάτι ... μα δεν μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι ...» «Δεν θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος». «Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε όσο μπορούσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει για να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, Αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου». Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Τέλος
[1] Σελ Σιλβερστάιν, «Το Δεντρο που Έδινε», εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1998.
* το παραμύθι αυτό ήταν μια επιλογή της μικρής Μαρίνας Λιάκουρα, μαθήτριας της Β΄ Δημοτικού.
ή περί της θείας πρόνοιας
[συνέχεια]
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί ... και η μηλιά ήταν λυπημένη.
Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ’ τη χαρά της κι είπε : «Έλα, Αγόρι, να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου, να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και νά ‘σαι ευτυχισμένο». «Δεν έχω καιρό να σκαρφαλώνω στα δέντρα», είπε το αγόρι. «Θέλω σπίτι που να μου δίνει ζεστασιά», είπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά και γι’ αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι ;» «Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θά ‘σαι ευτυχισμένο». Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν ξαναγύρισε, η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά-καλά δεν μπορούσε. «Έλα, Αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις». «Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω», είπε το αγόρι. Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα ;» «Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά. ‘έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά ... και νά ‘σαι ευτυχισμένο». Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της, έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη ... μα όχι πραγματικά.
Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε. «Λυπάμαι, Αγόρι», είπε η μηλιά, «μα δεν μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω ... δεν έχω μήλα». «Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να κάνεις κούνια ...» «Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις ...» «Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι ναμπορούσα να σου δώσω κάτι ... μα δεν μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι ...» «Δεν θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος». «Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε όσο μπορούσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει για να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, Αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου». Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Τέλος
[1] Σελ Σιλβερστάιν, «Το Δεντρο που Έδινε», εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1998.
* το παραμύθι αυτό ήταν μια επιλογή της μικρής Μαρίνας Λιάκουρα, μαθήτριας της Β΄ Δημοτικού.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)