Το δέντρο που έδινε [1]
ή περί της θείας πρόνοιας
[συνέχεια]
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί ... και η μηλιά ήταν λυπημένη.
Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ’ τη χαρά της κι είπε : «Έλα, Αγόρι, να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου, να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και νά ‘σαι ευτυχισμένο». «Δεν έχω καιρό να σκαρφαλώνω στα δέντρα», είπε το αγόρι. «Θέλω σπίτι που να μου δίνει ζεστασιά», είπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά και γι’ αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι ;» «Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θά ‘σαι ευτυχισμένο». Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν ξαναγύρισε, η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά-καλά δεν μπορούσε. «Έλα, Αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις». «Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω», είπε το αγόρι. Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα ;» «Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά. ‘έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά ... και νά ‘σαι ευτυχισμένο». Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της, έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη ... μα όχι πραγματικά.
Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε. «Λυπάμαι, Αγόρι», είπε η μηλιά, «μα δεν μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω ... δεν έχω μήλα». «Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να κάνεις κούνια ...» «Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις ...» «Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι ναμπορούσα να σου δώσω κάτι ... μα δεν μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι ...» «Δεν θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος». «Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε όσο μπορούσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει για να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, Αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου». Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Τέλος
[1] Σελ Σιλβερστάιν, «Το Δεντρο που Έδινε», εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1998.
* το παραμύθι αυτό ήταν μια επιλογή της μικρής Μαρίνας Λιάκουρα, μαθήτριας της Β΄ Δημοτικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου