Αφιερωμένο σ’ όσους την σκέφτονται την ξενιτιά, σαν λύση στ’ αδιέξοδα και σ’ εκείνους που δημιούργησαν τα αδιέξοδα αυτά …
Ι.Λ.
Η ζωή στην ξενιτιά
«Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει»
Και όλο κοίταζε τον πατέρα του, δηλαδή τον παππού μου, σαν να μην μπορούσε να χορτάσει. Όταν έφυγα από το χωριό, μας είπε, άλλαζα επάγγελμα κάθε έξι μήνες. Έγινα ναύτης στα καράβια. Ύστερα εργάτης, ύστερα χτίστης. Πέρασα μιζέρια, φτώχεια και κούραση, που δεν θα τις ξεχάσω ποτέ.
Εκείνο που δεν μπορούσα να συνηθίσω στα ξένα δεν ήταν η σκληρή δουλειά. Δεν μπορούσα να χαρώ. Είχα πάντα έναν κόμπο στον λαιμό μου. Έλεγα : «Πού είναι τώρα ο πατέρας να μου δώσει θάρρος, πού είναι η μάνα μου να με παρηγορήσει ;» Μ’ έτρωγε η νοσταλγία και με μαράζωνε η μοναξιά.
από το Αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού του σωτήριου έτους 1978.
Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010
Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010
μαθήματα οικειακής οικονομίας
Συνταγές απ’ το Βυζάντιο … για χαμηλά βαλάντια[1]
Ο Απίκιος λέγει για τα δαυκιά : Δαυκιά ή ψήνονται και σερβίρονται με oenogarum, δηλαδή γάρον ανάμικτο με κρασί[2] ή βράζονται και κόβονται, και μετά βράζονται και πάλι σε σάλτσα από κύμινο και λάδι[3].
Ο Απίκιος παραδίδει την εξής συνταγή για το πράσο : Σούπα από πράσο και σέλινο, που βράζεται μέχρι να εξατμισθεί το μισό του νερού, μετά ανακατεύεται με πιπέρι, μέλι και «λικουάμεν» (λατ. liquamen, γάρον)[4]. Μια ανάλογη σύγχρονη συνταγή : Σελινόριζες με πράσα, βρασμένα σε κατσαρόλα. Άλλη συνταγή του Απικίου : Το πράσο βράζεται σε νερό με λάδι και αλάτι, και όταν είναι έτοιμο βγαίνει και σερβίρεται με σάλτσα από λάδι, γάρον και κρασί[5]. Άλλη σύγχρονη δυνατότητα : πρασόρυζο, που εμπεριέχει όχι μόνο κομμένο πράσο αλλά και σέλινο, άνηθο και μαϊντανό.
Συνηθισμένο επίσης ήταν το μαρούλι. Διαθέτουμε και πάλι συνταγές του Απικίου : προτείνει πουρέ από μαρούλι και κρεμμύδι. Το μαρούλι βράζεται σε νερό με λίγο νάτρον και ψιλοκόβεται. Στο γουδί τρίβονται πιπέρι, ρίζα λεβιστικού (Maggi), κόκοι σέλινου, ξηρός δυόσμος, κρεμμύδι, γάρον, λάδι και κρασί. Αυτό το dressing σερβίρεται με το μαρούλι[6]. Μια όμοια σύγχρονη συνταγή είναι μαρούλια φρικασέ : μαρούλι και κρεμμύδι βράζονται με λίγο άνηθο και μαϊντανό και σερβίρονται με σάλτσα από ταχίνι και ζουμί από τα χορταρικά. Άλλη συνταγή του Απικίου : Ομελέτα από μαρούλι. Μαγειρεύεται πουρές από κοτσάνια μαρουλιού, γάρον, πιπέρι και λάδι, και μετά τηγανίζεται με αυγά στο τηγάνι ως ομελέτα[7].
Ιδιάιτερα κατά τον χειμώνα, λέγει ο Απίκιος, τρώγεται πικρίδι αντί μαρούλι και σερβίρεται ή με μέλι και ξύδι ή με γάρον, λίγο λάδι, κρασί και κομμένα κρεμμυδια[8].
Ο Παύλος Αιγινήτης (1.74) συστήνει στην αρχή του φαγητού διάφορα ορεκτικά, όπως την «ευόρεκτον κάππαριν … δι’ οξυμέλιτος ή οξελαίου προ της άλλης τροφής», ένα ορεκτικό από κάππαρη και ένα dressing από ξύδι και μέλι (ή ξύδι και λάδι), το οποίο σερβίρεται μάλλον με ψωμί.
Σε άλλο κεφάλαιο (1.79) ο ίδιος εξαίρει τις θετικές ιδιότητες της «τήλεως» (του μοσχοσίταρου δηλαδή) «προ τροφής λαμβανομένη», αλλά και των φασολιών, που «προαποβραχέντες … προ τροφής μετά γάρου λαμβανόμενοι … γαστρός εισιν υπακτικοί» (καθαρίζουν την κοιλιά).
Το ίδιο ισχύει για το ραπάνι, τη «ραφανίδα» (1.76), για το οποίο λέγει : «εσθίειν δε αυτήν προ τροφής δει μετά όξους ή γάρου υπαγωγής ένεκα γαστρός, μετά τροφήν δε ουδαμώς !».
Ο Απίκιος λέγει για τα δαυκιά : Δαυκιά ή ψήνονται και σερβίρονται με oenogarum, δηλαδή γάρον ανάμικτο με κρασί[2] ή βράζονται και κόβονται, και μετά βράζονται και πάλι σε σάλτσα από κύμινο και λάδι[3].
Ο Απίκιος παραδίδει την εξής συνταγή για το πράσο : Σούπα από πράσο και σέλινο, που βράζεται μέχρι να εξατμισθεί το μισό του νερού, μετά ανακατεύεται με πιπέρι, μέλι και «λικουάμεν» (λατ. liquamen, γάρον)[4]. Μια ανάλογη σύγχρονη συνταγή : Σελινόριζες με πράσα, βρασμένα σε κατσαρόλα. Άλλη συνταγή του Απικίου : Το πράσο βράζεται σε νερό με λάδι και αλάτι, και όταν είναι έτοιμο βγαίνει και σερβίρεται με σάλτσα από λάδι, γάρον και κρασί[5]. Άλλη σύγχρονη δυνατότητα : πρασόρυζο, που εμπεριέχει όχι μόνο κομμένο πράσο αλλά και σέλινο, άνηθο και μαϊντανό.
Συνηθισμένο επίσης ήταν το μαρούλι. Διαθέτουμε και πάλι συνταγές του Απικίου : προτείνει πουρέ από μαρούλι και κρεμμύδι. Το μαρούλι βράζεται σε νερό με λίγο νάτρον και ψιλοκόβεται. Στο γουδί τρίβονται πιπέρι, ρίζα λεβιστικού (Maggi), κόκοι σέλινου, ξηρός δυόσμος, κρεμμύδι, γάρον, λάδι και κρασί. Αυτό το dressing σερβίρεται με το μαρούλι[6]. Μια όμοια σύγχρονη συνταγή είναι μαρούλια φρικασέ : μαρούλι και κρεμμύδι βράζονται με λίγο άνηθο και μαϊντανό και σερβίρονται με σάλτσα από ταχίνι και ζουμί από τα χορταρικά. Άλλη συνταγή του Απικίου : Ομελέτα από μαρούλι. Μαγειρεύεται πουρές από κοτσάνια μαρουλιού, γάρον, πιπέρι και λάδι, και μετά τηγανίζεται με αυγά στο τηγάνι ως ομελέτα[7].
Ιδιάιτερα κατά τον χειμώνα, λέγει ο Απίκιος, τρώγεται πικρίδι αντί μαρούλι και σερβίρεται ή με μέλι και ξύδι ή με γάρον, λίγο λάδι, κρασί και κομμένα κρεμμυδια[8].
Ο Παύλος Αιγινήτης (1.74) συστήνει στην αρχή του φαγητού διάφορα ορεκτικά, όπως την «ευόρεκτον κάππαριν … δι’ οξυμέλιτος ή οξελαίου προ της άλλης τροφής», ένα ορεκτικό από κάππαρη και ένα dressing από ξύδι και μέλι (ή ξύδι και λάδι), το οποίο σερβίρεται μάλλον με ψωμί.
Σε άλλο κεφάλαιο (1.79) ο ίδιος εξαίρει τις θετικές ιδιότητες της «τήλεως» (του μοσχοσίταρου δηλαδή) «προ τροφής λαμβανομένη», αλλά και των φασολιών, που «προαποβραχέντες … προ τροφής μετά γάρου λαμβανόμενοι … γαστρός εισιν υπακτικοί» (καθαρίζουν την κοιλιά).
Το ίδιο ισχύει για το ραπάνι, τη «ραφανίδα» (1.76), για το οποίο λέγει : «εσθίειν δε αυτήν προ τροφής δει μετά όξους ή γάρου υπαγωγής ένεκα γαστρός, μετά τροφήν δε ουδαμώς !».
Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010
Διάλογοι
Ο μύθος, ο άνθρωπος, οι θεοί κι η ποίηση[1]
Διότιμος : Είναι, όμως, οι μύθοι στ’ αλήθεια αιώνιοι ; Γνωρίζεις ότι τους σέβομαι τους μύθους, αλλά δεν ξέρω …, κάτι μου λέει ότι δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς τον άνθρωπο …
Δίων : Και βέβαια δεν υπάρχουν χωρίς τον άνθρωπο. Δεν υπάρχουν ούτε οι θεοί χωρίς τους ανθρώπους …
Διότιμος : Μα είναι, τάχα, οι άνθρωποι αιώνιοι ; Αφού δεν μπορεί να υπάρχουν οι θεοί και οι μύθοι χωρίς τον άνθρωπο, πώς μπορεί νάναι αιώνιοι, αν δεν είναι αιώνιος ο ίδιος ο άνθρωπος ; Ο Ησίοδος λέει ότι οι αθάνατοι έπλασαν τους ανθρώπους· ακόμα και το χρυσό γένος των ανθρώπων, τον καιρό που βασίλευε ο Κρόνος στον ουρανό, πλάστηκε θνητό, ήταν κι αυτό γένος μερόπων ανθρώπων, αδιάφορο αν οι άνθρωποι της χρυσής αυτής εποχής ήταν, όσο ζούσαν, αδιάκοπα νέοι, και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος. Δεν μπορεί, λοιπόν, οι αθάνατοι νάναι εξαρτημένοι από τους θνητούς, ω Δίων.Κάτι όμως μου λέει ότι δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν οι μύθοι χωρίς τον άνθρωπο … Άρα, πρέπει και οι μύθοι νάναι θνητοί, πρέπει και οι θεοί που δεν υπάρχουν χωρίς τον μύθο νάναι κι’ αυτοί θνητοί. Ο μύθος και η ποίηση γεννήθηκαν μαζί. Ποιητής είναι ο άνθρωπος.
[1] Παναγιώτη Κανελλόπουλου, «πέντε αθηναϊκοί διάλογοι», σελ. 9, Εστία
Διότιμος : Είναι, όμως, οι μύθοι στ’ αλήθεια αιώνιοι ; Γνωρίζεις ότι τους σέβομαι τους μύθους, αλλά δεν ξέρω …, κάτι μου λέει ότι δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς τον άνθρωπο …
Δίων : Και βέβαια δεν υπάρχουν χωρίς τον άνθρωπο. Δεν υπάρχουν ούτε οι θεοί χωρίς τους ανθρώπους …
Διότιμος : Μα είναι, τάχα, οι άνθρωποι αιώνιοι ; Αφού δεν μπορεί να υπάρχουν οι θεοί και οι μύθοι χωρίς τον άνθρωπο, πώς μπορεί νάναι αιώνιοι, αν δεν είναι αιώνιος ο ίδιος ο άνθρωπος ; Ο Ησίοδος λέει ότι οι αθάνατοι έπλασαν τους ανθρώπους· ακόμα και το χρυσό γένος των ανθρώπων, τον καιρό που βασίλευε ο Κρόνος στον ουρανό, πλάστηκε θνητό, ήταν κι αυτό γένος μερόπων ανθρώπων, αδιάφορο αν οι άνθρωποι της χρυσής αυτής εποχής ήταν, όσο ζούσαν, αδιάκοπα νέοι, και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος. Δεν μπορεί, λοιπόν, οι αθάνατοι νάναι εξαρτημένοι από τους θνητούς, ω Δίων.Κάτι όμως μου λέει ότι δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν οι μύθοι χωρίς τον άνθρωπο … Άρα, πρέπει και οι μύθοι νάναι θνητοί, πρέπει και οι θεοί που δεν υπάρχουν χωρίς τον μύθο νάναι κι’ αυτοί θνητοί. Ο μύθος και η ποίηση γεννήθηκαν μαζί. Ποιητής είναι ο άνθρωπος.
[1] Παναγιώτη Κανελλόπουλου, «πέντε αθηναϊκοί διάλογοι», σελ. 9, Εστία
Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010
Λαογραφία
ανάθεμα την ώρα … κατάρα τη στιγμή[1]
Οι Βυζαντινοί είχον το ελάττωμα να καταρώνται συχνά· περί τούτου έχομεν ωρισμένας μαρτυρίας. Ούτως ο Χρυσόστομος ωμίλησε «περί του μη αράσθαι και κατεύχεσθαι των εχθρών», εν τω νεκρικώ διαλόγω Τιμαρίωνι πιστοποιείται ότι οι πολιταί ήσαν «προς αράν προχειρότατοι», είπε δε και ο Ιωσήφ Βρυέννιος, κατά τους τελευταίους χρόνους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ότι επήρχοντο τα δεινά «ότι και ημάς αυτούς και ετέρους και αναθεματίζομεν το καθ’ ημέραν και μυρίαις αραίς υποβάλλομεν», κακή συνήθεια, ήτις εξηκολουθησε και κατά τους μετά την άλλωσιν χρόνους, αφ’ ου εν Νομοκάνονι του ΙΖ΄ αιώνος ψέγονται «όσοι βλασφημούσι και παραδίσουσι και αναθεματίζουσι» και ήτις και σήμερον, δυστυχώς, επικρατεί.
Ποία σχήματα κατά τους Βυζαντινούς χρόνους συνώδευον τας αράς, αίτινες εκαλούντο κατάραι, συνήθους ούσης της αράς· διάβαινε εις την κατάραν του Θεού, δυστυχώς, δεν είμεθα πληροφορημένοι. Τούτο μόνον γνωρίζομεν, ότι επ’ εκκλησίας εξετοξεύετο το ανάθεμα «ανακεκαλυμμένη τη κεφαλή», σχήμα, όπερ και σήμερον και σύνηθες παρά τοις Έλλησιν, οίτινες καταρώμενοι πολλάκις και ξεσκουφιάζονται, αφειρούσι τουτέστι το κάλυμμα της κεφαλής, και ότι, παραπέμποντές τινα εις την θείαν τιμωρίαν, υψούντες τον δάκτυλον, εδείκνυον τον ουρανόν, σχήμα όπερ επί παρομοίας περιστάσεως κάμνουσιν οι νεώτεροι Έλληνες, επιλέγοντες· να ο Θεός κι’ ας σε (τον) κρίνη.
…
Των συνηθεστάτων αρών ήτο τότε το ανάθεμα. Η λέξις, εκ της αρχαίας ανάθημα παραγομένη, εσήμαινε κυρίως την αφιέρωσιν του κακουργήσαντος εις τας τιμωρούς του Άδου θεότητας, παραληφθείσα δ’ υπό της εκκλησίας, εξεσφενδονίζετο κυρίως κατά αιρετικών, επ’ εκκλησίας εις μεταγενεστέρους δ’ αιώνας και κατά των κακουργησάντων.
Ανεθεμάτιζον δε τότε ή τους εαυτούς των· ανάθεμά με – μοι, ή άλλα πρόσωπα …· ανάθεμά σε – σοι· άγωμε ‘ς τανάθεμα· σύρε ‘ς τανάθεμα, ή τα άψυχα, και κυρίως την ημέραν καθ’ ήν εγεννήθησαν ή συνέβη τι· ανάθεμα την ημέραν ή και την ώραν, καθ’ ην συνέβη τι· ανάθεμα την ώραν ή και την μοίραν των ακόμη· ανάθεμα την μοίραν μου· επιτείνοντες δε την αράν, έλεγον συχνά· ανάθεμά με και τρις ανάθεμά με, εκ της εκκλησιαστικής παραλαβόντες χρήσεως, αφ’ ου ο λαός εν τη εκκλησία, ακούων το εκσφενδονιζόμενον ανάθεμα, τρις και αυτός το ανάθεμα ανεφώνει.
[1] Φαίδωνος Κουκουλέ, «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τ. Γ΄, σ. 326-328, εκδόσεις Παπαζήση, 1949.
Οι Βυζαντινοί είχον το ελάττωμα να καταρώνται συχνά· περί τούτου έχομεν ωρισμένας μαρτυρίας. Ούτως ο Χρυσόστομος ωμίλησε «περί του μη αράσθαι και κατεύχεσθαι των εχθρών», εν τω νεκρικώ διαλόγω Τιμαρίωνι πιστοποιείται ότι οι πολιταί ήσαν «προς αράν προχειρότατοι», είπε δε και ο Ιωσήφ Βρυέννιος, κατά τους τελευταίους χρόνους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ότι επήρχοντο τα δεινά «ότι και ημάς αυτούς και ετέρους και αναθεματίζομεν το καθ’ ημέραν και μυρίαις αραίς υποβάλλομεν», κακή συνήθεια, ήτις εξηκολουθησε και κατά τους μετά την άλλωσιν χρόνους, αφ’ ου εν Νομοκάνονι του ΙΖ΄ αιώνος ψέγονται «όσοι βλασφημούσι και παραδίσουσι και αναθεματίζουσι» και ήτις και σήμερον, δυστυχώς, επικρατεί.
Ποία σχήματα κατά τους Βυζαντινούς χρόνους συνώδευον τας αράς, αίτινες εκαλούντο κατάραι, συνήθους ούσης της αράς· διάβαινε εις την κατάραν του Θεού, δυστυχώς, δεν είμεθα πληροφορημένοι. Τούτο μόνον γνωρίζομεν, ότι επ’ εκκλησίας εξετοξεύετο το ανάθεμα «ανακεκαλυμμένη τη κεφαλή», σχήμα, όπερ και σήμερον και σύνηθες παρά τοις Έλλησιν, οίτινες καταρώμενοι πολλάκις και ξεσκουφιάζονται, αφειρούσι τουτέστι το κάλυμμα της κεφαλής, και ότι, παραπέμποντές τινα εις την θείαν τιμωρίαν, υψούντες τον δάκτυλον, εδείκνυον τον ουρανόν, σχήμα όπερ επί παρομοίας περιστάσεως κάμνουσιν οι νεώτεροι Έλληνες, επιλέγοντες· να ο Θεός κι’ ας σε (τον) κρίνη.
…
Των συνηθεστάτων αρών ήτο τότε το ανάθεμα. Η λέξις, εκ της αρχαίας ανάθημα παραγομένη, εσήμαινε κυρίως την αφιέρωσιν του κακουργήσαντος εις τας τιμωρούς του Άδου θεότητας, παραληφθείσα δ’ υπό της εκκλησίας, εξεσφενδονίζετο κυρίως κατά αιρετικών, επ’ εκκλησίας εις μεταγενεστέρους δ’ αιώνας και κατά των κακουργησάντων.
Ανεθεμάτιζον δε τότε ή τους εαυτούς των· ανάθεμά με – μοι, ή άλλα πρόσωπα …· ανάθεμά σε – σοι· άγωμε ‘ς τανάθεμα· σύρε ‘ς τανάθεμα, ή τα άψυχα, και κυρίως την ημέραν καθ’ ήν εγεννήθησαν ή συνέβη τι· ανάθεμα την ημέραν ή και την ώραν, καθ’ ην συνέβη τι· ανάθεμα την ώραν ή και την μοίραν των ακόμη· ανάθεμα την μοίραν μου· επιτείνοντες δε την αράν, έλεγον συχνά· ανάθεμά με και τρις ανάθεμά με, εκ της εκκλησιαστικής παραλαβόντες χρήσεως, αφ’ ου ο λαός εν τη εκκλησία, ακούων το εκσφενδονιζόμενον ανάθεμα, τρις και αυτός το ανάθεμα ανεφώνει.
[1] Φαίδωνος Κουκουλέ, «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τ. Γ΄, σ. 326-328, εκδόσεις Παπαζήση, 1949.
Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010
εις το όνομα της Μακεδονίας
Η μακεδονική περιπέτεια[i]
Β. το «σχέδιο της Βιέννης»
Υπό την πίεση των διαμαρτυριών της Ελλάδος, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, αλλά και από την έκρυθμη πια κατάσταση στην Μακεδονία, οι Δυνάμεις και ιδιαίτερα η Αγγλία προσανατολιζόταν στην ιδέα να πείσουν τον σουλτάνο για μεταρρυθμίσεις. Ήδη από τον Ιούλιο του 1901, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη είχε ζητήσει να ορισθεί μια επιτροπή που θα εξέταζε τα παράπονα του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας και ο σουλτάνος το είχε δεχθεί καταρχήν, μια και δεν θα παρενέβαιναν έτσι ξένοι στα εσωτερικά του. Αλλά ένα χρόνο μετά, δεν είχε γίνει ακόμα τίποτα. Την πρόταση επανέλαβαν η Αυστρία και η Ρωσία και τελικά ο σουλτάνος ανέλαβε την υποχρέωση να ορίσει επιτροπή για την μελέτη των μεταρρυθμίσεων που έπρεπε να γίνουν, την οργάνωση της χωροφυλακής και την έκδοση νέων οδηγιών στους βαλήδες των τριών βιλαετιών. Τέλος, ύστερα από νέες παραστάσεις, αναγγέλθηκε τον Νοέμβριο του 1902 στην Κωνσταντινούπολη η συγκρότηση της επιτροπής υπό τον Φερίντ πασά και η αποστολή του Χιλμή πασά ως γενικού επιθεωρητή στην Θεσσαλονίκη.
Το σχέδιο μεταρρυθμίσεων, «σχέδιο της Βιέννης» όπως είναι γνωστό, συμφωνήθηκε μεταξύ της Ρωσίας και της Αυστρίας. Προέβλεπε την αποστολή γενικού επιθεωρητή στην Θεσσαλονίκη για τα τρία βιλαέτια της Μακεδονίας, με αυξημένες αρμοδιότητες, που θα μπορούσε να κινεί και στρατιωτικά τμήματα για την τήρηση της τάξεως. Προβλεπόταν ακόμη χρησιμοποίηση ξένων οργανωτών, επάνδρωση της χωροφυλακής και με χριστιανούς ανάλογα με τον πληθυσμό, αγροφυλακή από ντόπιους όπου δεν ήταν Τούρκοι και μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα. Με τη σειρά τους, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία προσυπέγραψαν και το σχέδιο παρουσιάσθηκε στην Πύλη στις 21 Φεβρουαρίου 1903. Ο σουλτάνος, που φοβόταν κάτι χειρότερο, έσπευσε να δεχθεί.
Τον Μάρτιο του 1903 εκδόθηκαν νέες οδηγίες για τα τρία βιλαέτια, αλλά όπως και οι προηγούμενες, έμειναν στο μεγαλύτερο μέρος ανεφάρμοστες. Η άφιξη βέβαια του Χιλμή πασά στην Θεσσαλονίκη έδωσε αφορμή για σχετικές εκκαθαρίσεις στις υπηρεσίες, αλλά η γραφειοκρατία τον απασχόλησε πολύ. Συγκέντρωσε όμως την προσοχή του στην τήρηση της τάξεως.
Οι αλβανικές περιοχές είχαν εξεγερθεί με την εξαγγελία των νέων μέτρων και χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν σημαντικές δυνάμεις για να αποκατασταθεί η τάξη εκεί. Έπρεπε να περιοριστούν οι αυθαιρεσίες σε βάρος του πληθυσμού και ακόμα να μάθουν για πρώτη φορά οι μωαμεθανοί να πληρώνουν φόρους και να δεχθούν μα μην φέρουν όπλα.
Ο Χιλμή ήταν μορφωμένος και μιλούσε γαλλικά, ήταν εργατικός και με καλούς τρόπους. Οι ιδέες του δεν έμοιαζαν με εκείνες του Χαμίτ και προσπάθησε όσο μπόρεσε να ακολουθήσει δική του ανεξάρτητη πολιτική. Οι βαλήδες προσπάθησαν να τον αγνοήσουν και συνέχισαν να αλληλογραφούν απευθείας με την Κωνσταντινούπολη. Αλλά και οι καϊμακάμηδες αγνόησαν τους βαλήδες και αυτό το χρησιμοποίησε ο Χιλμή για την καλύτερη πληροφόρησή του. Σκεπτόταν να καταστείλει τις επαναστατικές οργανώσεις των Σλάβων και να θέσει τέρμα στις αυθαίρετες ενέργειες των Αλβανών. Ύστερα να συγχρονίσει την αυτοκρατορία. Έβλεπε ακόμα πως η διαρκής επέκταση της Εξάρχιας οδηγούσε στην αυτονομία και απώλεια των τριών βιλαετιών και της επαρχίας Αδριανουπόλεως και επιδίωξε γι’ αυτό τη συνεργασία με τους Έλληνες. Τέλος, προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη και να κερδίσει έτσι την υποστήριξη των Δυνάμεων.
Β. το «σχέδιο της Βιέννης»
Υπό την πίεση των διαμαρτυριών της Ελλάδος, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, αλλά και από την έκρυθμη πια κατάσταση στην Μακεδονία, οι Δυνάμεις και ιδιαίτερα η Αγγλία προσανατολιζόταν στην ιδέα να πείσουν τον σουλτάνο για μεταρρυθμίσεις. Ήδη από τον Ιούλιο του 1901, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη είχε ζητήσει να ορισθεί μια επιτροπή που θα εξέταζε τα παράπονα του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας και ο σουλτάνος το είχε δεχθεί καταρχήν, μια και δεν θα παρενέβαιναν έτσι ξένοι στα εσωτερικά του. Αλλά ένα χρόνο μετά, δεν είχε γίνει ακόμα τίποτα. Την πρόταση επανέλαβαν η Αυστρία και η Ρωσία και τελικά ο σουλτάνος ανέλαβε την υποχρέωση να ορίσει επιτροπή για την μελέτη των μεταρρυθμίσεων που έπρεπε να γίνουν, την οργάνωση της χωροφυλακής και την έκδοση νέων οδηγιών στους βαλήδες των τριών βιλαετιών. Τέλος, ύστερα από νέες παραστάσεις, αναγγέλθηκε τον Νοέμβριο του 1902 στην Κωνσταντινούπολη η συγκρότηση της επιτροπής υπό τον Φερίντ πασά και η αποστολή του Χιλμή πασά ως γενικού επιθεωρητή στην Θεσσαλονίκη.
Το σχέδιο μεταρρυθμίσεων, «σχέδιο της Βιέννης» όπως είναι γνωστό, συμφωνήθηκε μεταξύ της Ρωσίας και της Αυστρίας. Προέβλεπε την αποστολή γενικού επιθεωρητή στην Θεσσαλονίκη για τα τρία βιλαέτια της Μακεδονίας, με αυξημένες αρμοδιότητες, που θα μπορούσε να κινεί και στρατιωτικά τμήματα για την τήρηση της τάξεως. Προβλεπόταν ακόμη χρησιμοποίηση ξένων οργανωτών, επάνδρωση της χωροφυλακής και με χριστιανούς ανάλογα με τον πληθυσμό, αγροφυλακή από ντόπιους όπου δεν ήταν Τούρκοι και μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα. Με τη σειρά τους, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία προσυπέγραψαν και το σχέδιο παρουσιάσθηκε στην Πύλη στις 21 Φεβρουαρίου 1903. Ο σουλτάνος, που φοβόταν κάτι χειρότερο, έσπευσε να δεχθεί.
Τον Μάρτιο του 1903 εκδόθηκαν νέες οδηγίες για τα τρία βιλαέτια, αλλά όπως και οι προηγούμενες, έμειναν στο μεγαλύτερο μέρος ανεφάρμοστες. Η άφιξη βέβαια του Χιλμή πασά στην Θεσσαλονίκη έδωσε αφορμή για σχετικές εκκαθαρίσεις στις υπηρεσίες, αλλά η γραφειοκρατία τον απασχόλησε πολύ. Συγκέντρωσε όμως την προσοχή του στην τήρηση της τάξεως.
Οι αλβανικές περιοχές είχαν εξεγερθεί με την εξαγγελία των νέων μέτρων και χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν σημαντικές δυνάμεις για να αποκατασταθεί η τάξη εκεί. Έπρεπε να περιοριστούν οι αυθαιρεσίες σε βάρος του πληθυσμού και ακόμα να μάθουν για πρώτη φορά οι μωαμεθανοί να πληρώνουν φόρους και να δεχθούν μα μην φέρουν όπλα.
Ο Χιλμή ήταν μορφωμένος και μιλούσε γαλλικά, ήταν εργατικός και με καλούς τρόπους. Οι ιδέες του δεν έμοιαζαν με εκείνες του Χαμίτ και προσπάθησε όσο μπόρεσε να ακολουθήσει δική του ανεξάρτητη πολιτική. Οι βαλήδες προσπάθησαν να τον αγνοήσουν και συνέχισαν να αλληλογραφούν απευθείας με την Κωνσταντινούπολη. Αλλά και οι καϊμακάμηδες αγνόησαν τους βαλήδες και αυτό το χρησιμοποίησε ο Χιλμή για την καλύτερη πληροφόρησή του. Σκεπτόταν να καταστείλει τις επαναστατικές οργανώσεις των Σλάβων και να θέσει τέρμα στις αυθαίρετες ενέργειες των Αλβανών. Ύστερα να συγχρονίσει την αυτοκρατορία. Έβλεπε ακόμα πως η διαρκής επέκταση της Εξάρχιας οδηγούσε στην αυτονομία και απώλεια των τριών βιλαετιών και της επαρχίας Αδριανουπόλεως και επιδίωξε γι’ αυτό τη συνεργασία με τους Έλληνες. Τέλος, προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη και να κερδίσει έτσι την υποστήριξη των Δυνάμεων.
[i] Ι. Κ. Μαζαράκης – Αινιάν, «Ο Μακεδονικός Αγώνας», σ. 31 κ. επ., εκδόσεις Δωδώνη 1992.
η αρχή του κειμένου στην ΝομοΣοφία
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)