Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

μεγάλοι Διδάσκαλοι

Περί της ειμαρμένης[1]

Ποιο από τα δύο συμβαίνει ; Τα μέλλοντα έχουν προορισθή και είναι πεπρωμένα ή μερικά από αυτά δεν έχουν προορισθή αλλά συμβαίνουν αορίστως και ατάκτως, έτσι όπως τύχει ; Είναι φανερό ότι όλα έχουν προορισθή. Γιατί αν οποιοδήποτε από όσα συμβαίνουν δεν έχει προορισθή να γίνη ή θα γίνη χωρίς αίτιο, και θα υπάρχουν γεγονότα που έγιναν χωρίς αιτία, ή αυτό έχει γίνει χωρίς να είναι προωρισμένο και δεν το κάνει κατ’ ανάγκην κάποιο αίτιο. Ασφαλώς τότε θα υπάρχη κάποιο αίτιο το οποίο δεν έκαμε κάτι από αυτά που έγιναν χωρίς αναγκαίο αίτιο και χωρίς να είναι προωρισμένα. Από αυτά τα δύο, κανένα δεν είναι δυνατόν να συμβαίνη. Ακόμη πιο αδύνατο (είναι), αν λέγη κάποιος ότι οι θεοί αλλάζουν γνώμη στις αποφάσεις που πήραν για τα μέλλοντα και για μερικά άλλα για τα οποία φρόντισαν να εκτελέσουν γιατί παρασύρθηκαν από παρακλήσεις ανθρώπων ή από κάποια δώρα είτε και με κάποιον άλλον τρόπο, το έπαθαν αυτό. Γιατί κινδυνεύουν αυτά που αρνούνται την ανάγκη και την ειμαρμένη για τα μέλλοντα ή κινδυνεύουν να απορρίψουν τελείως την πρόνοια των θεών γι’ αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο ή κινδυνεύουν να αποδίδουν σε αυτούς την αιτία για τα χειρότερα, αντί για τα κατά το δυνατόν καλλίτερα. Γιατί είναι αδύνατον (να μη συμβαίνη) πάντοτε το ένα από τα δύο, δηλαδή αυτά τα οποία αποφάσισαν αυτοί (οι θεοί), πρότερα ή ύστερα, να είναι χειρότερα από τα άλλα. Ώστε στο ένα από τα δύο αυτά ασεβήματα περιπίπτουν εξ άπαντος αυτοί που αρνούνται την ειμαρμένη. Αλλά κανένα από αυτά τα δύο δεν είναι δυνατόν (να συμβή), για πολλούς λόγους, (γιατί) και τα μέλλοντα όλα έχουν προορισθή από αιώνες και έχουν τακτοποιηθή όπως είναι δυνατόν να γίνη, τακτοποιούνται δε και ορίζονται (όλα) από τον έναν, τον βασιλέα όλων, τον Δία. Αυτός μόνος από όλα δεν έχει ορισθή από κανέναν, γιατί δεν υπάρχει ακόμη κάτι άλλο που θα μπορούσε να τον ορίση.

[1] Πλήθωνος, Νόμων Συγγραφή, Βιβλίον Γ΄, ΙΑ΄, σ. 33-34, ελεύθερη σκέψις 1997.

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Ελευθερία ή Θάνατος

Αντίσταση μέχρι τέλους[1]

Πολλοί Έλληνες αντιστάθηκαν με πείσμα εξοντώνοντας τους διώκτες τους. Ο Στρέιτ[2] καταγράφει ρία περισταρικά:

Περνώντας ένα πρωί μπροστά από το σπίτι κάποιου πλούσιου Έλληνα ρολογά είδε να ισορμούν είκοσο Τούρκοι. Σ’ αυτό το σπίτι είχαν καταφύγει έξη νεαροί Έλληνες, οπλισμένοι με πιστόλες και σπαθιά, και κρύφτηκαν. Οι Τούρκοι, αφού γκρέμισαν την πόρτα, άρπαξαν το παιδί από την αγκαλιά της γυναίκας του ρολογά και το πέταξαν στο δρόμο.

«Έπεσε ακριβώς πλάι μου και κατατσακίστηκε. Οι έξη Έλληνες, ακούγοντας τους θρήνους της μάνας, εμψυχώθηκαν. Βγήκαν από τις κρυψώνες τους και ρίχτηκαν πάνω στους Τούρκους. Σκότωσαν μερικούς και κατόρθωσαν να αφοπλίσουν ολόκληρη τη συμμορία. Ξαφνικά ακούγεται ένας τρομακτικός πάταγος και ένα ολόκληρο παράθυρο γκρεμίστηκε στο δρόμο μαζί με ένα κατακομματιασμένο Τούρκο. Ύστερα ρίχτηκαν κάτω και οι υπόλοιποι. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν από τα κατάγματα. Δύο όμως επέζησαν, σύρθηκαν στην άκρη του δρόμου και κάλεσαν τους περαστικούς να εκδικηθούν. Σε λίγο συγκαντρώθηκ μεγαλύτερη συμμορία και το μακελειό ξανάρχισε. Οι νεαροί Έλληνες ήρωες σκότωσαν άλλους οχτώ Τούρκους πριν θανατωθούν μαζί με το ρολογά και τη γυναίκα του».

Ένας Έλληνας έμπορος, μόλις έγινε εισβολή των Τούρκων στο μαγαζί και το σπίτι του, κατέφυγε με την οικογένειά του στο ανώγειο. Είχε μαζί του δύο βαράλια μπαρούτη. «Κι’ ενώ ανέβαιναν στη σκάλα σαράντα αιμοδιψείς Τούρκοι βάζει φωτιά. Το σπίτι τινάχτηκε στον αέρα».

Ένας φαρμακοποιός θανάτωσε 200 Τούρκους που πολιορκούσαν το σπίτι του. Δηλητηρίασε με αρσενικό όλα τα κρασοβάρελα που είχε στο κελλάρι και ύστερα αυτοκτόνησε κόβοντας το λαιμό του με ένα ξουράφι. «Οι Τούρκοι ήπιαν, φαρμακώθηκαν και πέθαναν κουλουριασμένοι σαν τα σκουλήκια μπροστά στο σπίτι».
...
Κάτι μεθυσμένοι Τούρκοι είδαν τον Στρέιτ και δύο παραγιούς που κυττούαν από το παράθυρο και τους κάλεσαν να πάρουν μέρος στη σφαγή. Τους όπλισαν και τους ανάγκασαν να ενταχθούν στη συμμορία. Μπήκαν στο σπίτι ενός πλούσιου Έλληνα κοσμηματοπώλη – το μαγαζί του, που βρισκόταν στο ισόγειο, ήταν κιόλας κατεστραμμένο. Αφού καταλεηλάτησαν το σπίτι ανακάλυψαν στο ανώγειο την οικογένεια: πατέρα, μητέρα, δύο θυγατέρες και μια υπηρέτρια.

«Η μια κόρη, ένα λεπτό και όμορφο κορίτσι, όταν ένας Τούρκος θέλησε να της επιτεθεί, πήδηξε από το παράθυρο στο κενό. Κατέβασαν την οικογένεια στην πλατεία. Εκεί ξεγύμνωσαν την άλλη κόρη και την υπηρέτρια και έκοψαν πρώτα τους μαστούς και ύστερα τη μύτη τους. Ο γιος, ένας εύρωστος νέος 24 χρονών, χύμηξε πάνω στον Τούρκο, τον γροθοκόπησε στον κρόταφο, άρπαξε το ματωμένο γιαταγάνι από το χέρι του, και με ένα χτύπημα από πάνω προς τα κάτω του έκοψε τη μύτη έτσι που έμεινε κρεμασμένη από τα χείλη του. Μέσα σ’ ένα λεπτό τον είχαν κιόλας κατακομματιάσει εκατό σπαθιά».

[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, «Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ‘21», τ. Α΄, σ. 153 & 155, εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999.
[2] περισσότερα για τον Ιωάννη Βίλχελμ Αύγουστο Στρέιτ στο σχετικό άρθρο της ΝομοΣοφίας.

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Αγγλίας εγκώμιον

Οι Απομυζητές της Ανατολής[1]

Το μόνον Κράτος, όπερ ήθελεν εκλείψει από της Ευρώπης, αν ο Ρήγας επροφθανε να συνεννοηθή μετά του Ναπολέοντος, είναι αναντορρήτως το Τουρκικόν, εν ταις Ευρωπαϊκαίς τουλάχιστον χώραις αυτού. Τούτο θα κάθίστατο έκτοτε χριστιανικόν ευνομούμενον Κράτος και δεν ήθελον λάβει αφορμήν βραδύτερον να περιγράψωσιν οι Άγγλοι πρόξενοι τα αίτια της βαθμηδόν και γιγαντιαίοις βήμασι προαγομένης ερημώσεως των χωρών τούτων της Ανατολής.

Η μόνη δε Δύναμις, ήτις πιθανόν μεν να διεκινδύνευε κατά τι πλειότερον, βεβαίως δε θα ωφελείτο ολιγώτερον, αν έκτοτε εξελειπεν η Τουρκία και αντ’ αυτής εσχηματίζετο εν τη Ανατολή χριστιανικόν τι Κράτος, είναι η Αγγλία, διότι το νεοσύστατον Ανατολικόν Κράτος, σύμμαχον ον μετά του Ναπολέοντος, θα είχεν ως εν των επικρατεστέρων στοιχείων και το Ελληνικόν. Το στοιχείον δε τούτο έκτοτε διέπρεπεν εν τοις ναυτικοίς, προστιθεμένων δε των δυνάμεων του Κράτους τούτου εις το ναυτικόν της Γαλλίας, αμφίβολον είναι αν θα εδύνατο η Αγγλία τότε να παραλύση τόσον ευκόλως τας ναυτικάς επιχειρήσεις του Ναπολέοντος, και έτι αμφιβολώτερον, αν θα εδύνατο να προλάβη τας αποβάσεις αυτού εις το Κράτος της.

Άλλως δε είναι γνωστόν ότι η Αγγλία έκπαλαι μεταχειρίζεται την Τουρκίαν ως είδος τι αποθήκης, εν η αποταμιεύεται σύμπας ο πλούτος της Ανατολής. Μεταβιβάζεται εντεύθεν εις τα εργοστάσια της Αγγλίας, μεταποιείται εκεί εις τα λεγόμενα προϊόντα της βιομηχανίας της και πέμπεται διά των πλοίων της πανταχού της οικουμένης, ίνα ανταλλαχθή μετά χρυσού, συσσωρευμένου έπειτα εν Αγγλία. Περιττόν να αποδείξωμεν ότι όσω πλειότερος πλούτος συσσωρεύεται ούτως εν αυτή και τη λοιπή Δύσει, τοσούτω πλειότερον απογυμνούται η Ανατολή. Και δεν φθονούμεν μεν την ευημερίαν της Δύσεως, δεν δυνάμεθα όμως να αποκρύψωμεν και ό,τι διαρρήδην και επισήμως ωμολόγησαν και αυτοί οι πρόξενοι της Αγγλίας, ότι δηλαδή διά του τρόπου τούτου απογυμνούνται και οσημέραι ερημούνται πλειότερον αι υπό την Τουρκίαν Ευρωπαϊκαί χώραι.

[1] Γιώργη Έξαρχου, «Ρήγας Βελεστινλής», σ. 305-307, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1998.

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

στην πυρά ...

Επαναστάσεων Ιστορία[1]

Νομίζεις πως η «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» πηγάζει από τους στίχους του Τυρταίου που αρχίζουν έτσι:

Τί τιμή στο παλληκάρι όταν πρώτο στη φωτιά
σκοτωθή για την πατρίδα με τη σπάθα στη δεξιά!

Και πώς θα μπορούσαν κάλλιστα στίχοι του Τυρταίου να χαραχτούνε στα προπύλαια του έργου συμπληρώνοντας το ρητό του Πολύβιου που διαβάζουμε στο εξώφυλλο. Ο ιστορικός τρέφει την πεποίθηση πως συγγράφει αληθινή και αμερόληπτη της ιστορία του έθνους του. Καθώς λέγει, χρέος έχει καθένας ιστορικός καθενός εθνούς σε κάθε καιρό να ειπή την αλήθεια, πολύ δε και ασυγκρίτως περισσότερο, προσθέτει, ο Έλλην εκείνος που συγγράφει στους σημερινούς καιρούς την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» για να δείξη με τα πράγματα τί πρέπει να προκρίνωμε και τί να επαινούμε, και τί να αποφεύγωμε και τί να κατακρίνωμε. Και την κάπως αφελή αυτήν αντίληψη της ιστοριογραφίας, μάλιστα επιχειρημένης από Έλληνα που έζησε μέσα στα πράγματ’ αυτά, που αγωνίζεται να ξεδιαλύνη, να περιγράψη και να χαρακτηρίση, πόσο και στις ημέρες μας και για πολύν καιρό ακόμη δυσκολοξεδιάλυτα και δυσκολοϊστόρητα, την αντίληψή του αυτή τη στερεώνει ένας και από φιλοπατρία μεστός και από ρωμαντικό θάμπωμα στεφανωμένος ενθουσιάσμος προς τα κατορθώματα, που άλλα με τα μάτια του αντίκρυσε και άλλοων τον αντίχτυπο από την ακοή του στα βάθη της καρδιάς του αισθάνθηκε να κατασταλάζη: «Τοιούτοι ήσαν οι άνδρες, ανακράζει τερματίζοντας το κεφάλαιο για τους πολεμιστές και μάρτυρες που στο Μεσολόγγι μέσα φύτρωσαν, ων τους άθλους τους καθ’ όλον τον ελληνικόν αγώνα παντός άθλου λαμπροτέρους, και ουδενός των εν ταις αρχαίαις και μεταγενέστέραις πολιορκίαις φημιζομένων υποδεεστέρους, ετίμησαν επαξίως η ωδή των ποιητών, η ευγλωττία των ρητόρων, και η ευφημία των λαών».

Από τον ωραίον αυτόν πανηγυρικόν επίλογο λείπει ακόμα μία φράση: «Και η ετυμηγορία των ιστορικών».

[1] Κωστή Παλαμά, απόσπασμα από τον πρόλογο στο βιβλίο του Σ. Τρικούπη «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδότης Ι. Ν. Σιδέρης, Αθήναι 1925.

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

αλήθειες και παραμύθια

Στου Διαβόλου την Μάνα[1]

Ο φτωχός είχεν γυναίκαν και πέντε παιδιά και ο πλούσιος ήτον άκληρος και ζαβός, μ’ ένα μάτιν. Ο φτωχοπατέρας επείναν, εδούλευεν αφ’ το τάχυ ως τα σκοτάδια και πάλιν, πώς να θρέψει τόσα στόματα ; Μιαν ημέραν, στην μεγάλην του απορπισιάν, σκύβει και λε του γυιου του τού μεγάλου :

«Άμε γυιε μου, στου θειου σου τού πλούσιου και πε του «Καλέ θείε, δω μας κάνα φλουρίν δανεικόν και α σου το ξεπλερώσω δεκαπλάσιον άμα πια μεγαλώσω»».

Τούδωκεν, με τη γκρίνα. Το τρώνε κι απέ, ξαναπά. Πάλι τα ίδια.

Μα την τρίτην φοράν του λε ο μονόφθαλμος. «Άμα εν ήθελεν ο κύρης σου τις γλύκες και τους μπελάες, ας μην εγαργάλιεν τη μάναν σου οπίσω από τον φούρνον. Τώρα θε φλουριά να σας ταΐσει. Ας πα στου διάολου τη μάναν, και κει θάβρει μπερικέτι». Και τονε διώχνει.

Το λε ο γυιος του κυρού, θυμώνει αυτός και λε :

«Γυναίκα, αφού ο κερατάς ο αδερφός μου, πούχει ψυχήν σαν την πέτραν, λε να πάω στου διαβόλου την μάναν για να σας ταΐσω, θα πάω κι ό,τις έβγει».

[1] Χιώτικα Παραμύθια, συλλογή υλικού Ν. Γιαλούρης, εκδόσεις Πάπυρος 2001.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

η διδαχή του μύθου

Έθνος ανάδελφο[1]

Έπεσε σε βαθιά συλλογή ο γέρος, κι’ ύστερα είπε :

- Δεν πιστεύω νάν’ έτσι, και τρέμω, τέκνο μου. Τρέμω γιατί τούτη τη φορά το έθνος μας είναι σε κίνδυνο μεγάλο. Αν νικήσει ο Γερμανός, κι’ αν ο Βούλγαρος είναι σύμμαχός του, που θάναι, τότε τον τόπο θα τον ορίζει εκείνος που από αιώνες εχθρεύεται τον Έλληνα. Θα τον ρημάξει τον τόπο ο Σλαύος, θα τον ανασκάψει. Και το κακό είναι, γιε μου, πως εμείς είμαστε μόνοι, δεν έχουμε αδέρφια και ξαδέρφια. Όποιο λαό κι’ αν πάρεις, θα δεις πως είτε από τον ένα είτε από τον άλλο δεσμό, έχει οικογένεια. Αγγλοσάξονες, Σλάβοι, Σκανδιναβοί, Μουσουλμάνοι, είναι μεγάλες οικογένειες, άλλοτε πιο αγαπημένες, άλλοτε λιγότερο, κι’ αν γονατίσει ο ένας αδερφός, θα υπάρχουν οι άλλοι. Ο Ελληνισμός δεν έχει οικογένεια. Είναι μόνος, Κι’ ακόμα χειρότερο, τα θεόρατα κλαριά που για αιώνες είχε σ’ όλα τα Βαλκάνια, στη Μικρά Ασία και ως και στη Μαύρη Θάλασσα, για πρώτη φορά ξεράθηκαν και πάνε. Κλαράκια έμειναν μοναχά, που δε σηκώνουν βάρος. Πού είναι το Μοναστήρι, πού η Στενήμαχο κι’ η Φιλιππούπολη, πού η Πόλη και η Σμύρνη !; Αναπάντεχα και ξαφνικά ήταν στις μέρες μας ν’ αλλάξει η μορφή του Έθνους. Τελείωσε το ξάπλωμα, το μεγάλο ξάπλωμα. Συμμαζευτήκαμε για πάντα σε τούτη δω τη ράχη. Κι’ αν για κάμποσα χρόνια διαγουμίζει ο Σλάβος τούτη τη μόνη γη που κατέχουμε, τί θα απομείνει απ’ αυτό το λαμπερό όραμα του Ελληνισμού ; Ποτέ δε φοβήθηκα τόσο γιε μου.

[1] Ευαγγέλου Αβέρωφ – Τοσίτσα, «Η φωνή της Γης», σ. 79-80, εκδόσεις Εστία.

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

από την διδασκαλία του Ιωάννη

Αποκάλυψη[1]

Και ο έκτος (άγγελος) έχυσε το τάσι του στο μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη, και στέγνωσαν τα νερά του για να ετοιμαστεί ο δρόμος στους βασιλίαδες της Ανατολής.

Και τότες είδα από το στόμα του θηρίου κι από το στόμα του ψευτοπροφήτη να βγαίνουν τρία πνεύματα ακάθαρτα σαν τα βατράχια.

Τούτα είναι πνεύματα δαιμονικά, που κάνουν τερατουργίες και πάνε να μαζέψουν τους βασιλιάδες όλης της οικουμένης για τον πόλεμο της μεγάλης μέρας του Θεού του Παντοκράτορα.

Έρχομαι σαν τον κλέφτη. Μακάριος όποιος ξαγρυπνά και κρατάει τα ρούχα του για να μην περπατά γυμνός και φαίνεται η ντροπή του.

Τους μάζεψαν στον τόπο που λέγεται εβραϊκά Αρμαγεδών.

Και ο έβδομος άχυσε το τάσι του στον άερα, και βγήκε μια δυνατή φωνή από το ναό κι από το θρόνο και είπε : «Έγινε !»

Κι έγιναν αστραπές και φωνές και βοντές και σειεμός μεγάλος, τέτοιος που δεν ακούστηκε από τον καιρό που γεννήθηκε ο άνθρωπος επί γης, τόσο μεγάλος σεισμός.

Και κόπηκε η μεγάλη πολιτεία σε τρία κομμάτια, κι οι πολιτείες των εθνών γκρεμίστηκαν. Και η μεγάλη Βαβυλώνα, τότε θυμήθηκε ο Θεός να της δώσει το ποτήρι του θυμωμένου κρασιού της οργής του.

Κι έφυγε το κάθε νησί και χάθηκαν τα βουνά.

Και χαλάζι χοντρό ωσάν το τάλαντο έπεσε από τον ουρανό πάνω στους ανθρώπους. Και βλαστήμησαν οι άνθρωποι το Θεό για την πληγή αυτής της χάλαζας. Ήταν αλήθεια πληγή πολύ μεγάλη.

[1] από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, σε μεταγραφή Γιώργου Σεφέρη, σ. 127-129, εκδόσεις Ίκαρος 1995.