Αφιερωμένο σ’ όσους την σκέφτονται την ξενιτιά, σαν λύση στ’ αδιέξοδα και σ’ εκείνους που δημιούργησαν τα αδιέξοδα αυτά …
Ι.Λ.
Η ζωή στην ξενιτιά
«Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει»
Και όλο κοίταζε τον πατέρα του, δηλαδή τον παππού μου, σαν να μην μπορούσε να χορτάσει. Όταν έφυγα από το χωριό, μας είπε, άλλαζα επάγγελμα κάθε έξι μήνες. Έγινα ναύτης στα καράβια. Ύστερα εργάτης, ύστερα χτίστης. Πέρασα μιζέρια, φτώχεια και κούραση, που δεν θα τις ξεχάσω ποτέ.
Εκείνο που δεν μπορούσα να συνηθίσω στα ξένα δεν ήταν η σκληρή δουλειά. Δεν μπορούσα να χαρώ. Είχα πάντα έναν κόμπο στον λαιμό μου. Έλεγα : «Πού είναι τώρα ο πατέρας να μου δώσει θάρρος, πού είναι η μάνα μου να με παρηγορήσει ;» Μ’ έτρωγε η νοσταλγία και με μαράζωνε η μοναξιά.
από το Αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού του σωτήριου έτους 1978.
Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010
Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010
μαθήματα οικειακής οικονομίας
Συνταγές απ’ το Βυζάντιο … για χαμηλά βαλάντια[1]
Ο Απίκιος λέγει για τα δαυκιά : Δαυκιά ή ψήνονται και σερβίρονται με oenogarum, δηλαδή γάρον ανάμικτο με κρασί[2] ή βράζονται και κόβονται, και μετά βράζονται και πάλι σε σάλτσα από κύμινο και λάδι[3].
Ο Απίκιος παραδίδει την εξής συνταγή για το πράσο : Σούπα από πράσο και σέλινο, που βράζεται μέχρι να εξατμισθεί το μισό του νερού, μετά ανακατεύεται με πιπέρι, μέλι και «λικουάμεν» (λατ. liquamen, γάρον)[4]. Μια ανάλογη σύγχρονη συνταγή : Σελινόριζες με πράσα, βρασμένα σε κατσαρόλα. Άλλη συνταγή του Απικίου : Το πράσο βράζεται σε νερό με λάδι και αλάτι, και όταν είναι έτοιμο βγαίνει και σερβίρεται με σάλτσα από λάδι, γάρον και κρασί[5]. Άλλη σύγχρονη δυνατότητα : πρασόρυζο, που εμπεριέχει όχι μόνο κομμένο πράσο αλλά και σέλινο, άνηθο και μαϊντανό.
Συνηθισμένο επίσης ήταν το μαρούλι. Διαθέτουμε και πάλι συνταγές του Απικίου : προτείνει πουρέ από μαρούλι και κρεμμύδι. Το μαρούλι βράζεται σε νερό με λίγο νάτρον και ψιλοκόβεται. Στο γουδί τρίβονται πιπέρι, ρίζα λεβιστικού (Maggi), κόκοι σέλινου, ξηρός δυόσμος, κρεμμύδι, γάρον, λάδι και κρασί. Αυτό το dressing σερβίρεται με το μαρούλι[6]. Μια όμοια σύγχρονη συνταγή είναι μαρούλια φρικασέ : μαρούλι και κρεμμύδι βράζονται με λίγο άνηθο και μαϊντανό και σερβίρονται με σάλτσα από ταχίνι και ζουμί από τα χορταρικά. Άλλη συνταγή του Απικίου : Ομελέτα από μαρούλι. Μαγειρεύεται πουρές από κοτσάνια μαρουλιού, γάρον, πιπέρι και λάδι, και μετά τηγανίζεται με αυγά στο τηγάνι ως ομελέτα[7].
Ιδιάιτερα κατά τον χειμώνα, λέγει ο Απίκιος, τρώγεται πικρίδι αντί μαρούλι και σερβίρεται ή με μέλι και ξύδι ή με γάρον, λίγο λάδι, κρασί και κομμένα κρεμμυδια[8].
Ο Παύλος Αιγινήτης (1.74) συστήνει στην αρχή του φαγητού διάφορα ορεκτικά, όπως την «ευόρεκτον κάππαριν … δι’ οξυμέλιτος ή οξελαίου προ της άλλης τροφής», ένα ορεκτικό από κάππαρη και ένα dressing από ξύδι και μέλι (ή ξύδι και λάδι), το οποίο σερβίρεται μάλλον με ψωμί.
Σε άλλο κεφάλαιο (1.79) ο ίδιος εξαίρει τις θετικές ιδιότητες της «τήλεως» (του μοσχοσίταρου δηλαδή) «προ τροφής λαμβανομένη», αλλά και των φασολιών, που «προαποβραχέντες … προ τροφής μετά γάρου λαμβανόμενοι … γαστρός εισιν υπακτικοί» (καθαρίζουν την κοιλιά).
Το ίδιο ισχύει για το ραπάνι, τη «ραφανίδα» (1.76), για το οποίο λέγει : «εσθίειν δε αυτήν προ τροφής δει μετά όξους ή γάρου υπαγωγής ένεκα γαστρός, μετά τροφήν δε ουδαμώς !».
Ο Απίκιος λέγει για τα δαυκιά : Δαυκιά ή ψήνονται και σερβίρονται με oenogarum, δηλαδή γάρον ανάμικτο με κρασί[2] ή βράζονται και κόβονται, και μετά βράζονται και πάλι σε σάλτσα από κύμινο και λάδι[3].
Ο Απίκιος παραδίδει την εξής συνταγή για το πράσο : Σούπα από πράσο και σέλινο, που βράζεται μέχρι να εξατμισθεί το μισό του νερού, μετά ανακατεύεται με πιπέρι, μέλι και «λικουάμεν» (λατ. liquamen, γάρον)[4]. Μια ανάλογη σύγχρονη συνταγή : Σελινόριζες με πράσα, βρασμένα σε κατσαρόλα. Άλλη συνταγή του Απικίου : Το πράσο βράζεται σε νερό με λάδι και αλάτι, και όταν είναι έτοιμο βγαίνει και σερβίρεται με σάλτσα από λάδι, γάρον και κρασί[5]. Άλλη σύγχρονη δυνατότητα : πρασόρυζο, που εμπεριέχει όχι μόνο κομμένο πράσο αλλά και σέλινο, άνηθο και μαϊντανό.
Συνηθισμένο επίσης ήταν το μαρούλι. Διαθέτουμε και πάλι συνταγές του Απικίου : προτείνει πουρέ από μαρούλι και κρεμμύδι. Το μαρούλι βράζεται σε νερό με λίγο νάτρον και ψιλοκόβεται. Στο γουδί τρίβονται πιπέρι, ρίζα λεβιστικού (Maggi), κόκοι σέλινου, ξηρός δυόσμος, κρεμμύδι, γάρον, λάδι και κρασί. Αυτό το dressing σερβίρεται με το μαρούλι[6]. Μια όμοια σύγχρονη συνταγή είναι μαρούλια φρικασέ : μαρούλι και κρεμμύδι βράζονται με λίγο άνηθο και μαϊντανό και σερβίρονται με σάλτσα από ταχίνι και ζουμί από τα χορταρικά. Άλλη συνταγή του Απικίου : Ομελέτα από μαρούλι. Μαγειρεύεται πουρές από κοτσάνια μαρουλιού, γάρον, πιπέρι και λάδι, και μετά τηγανίζεται με αυγά στο τηγάνι ως ομελέτα[7].
Ιδιάιτερα κατά τον χειμώνα, λέγει ο Απίκιος, τρώγεται πικρίδι αντί μαρούλι και σερβίρεται ή με μέλι και ξύδι ή με γάρον, λίγο λάδι, κρασί και κομμένα κρεμμυδια[8].
Ο Παύλος Αιγινήτης (1.74) συστήνει στην αρχή του φαγητού διάφορα ορεκτικά, όπως την «ευόρεκτον κάππαριν … δι’ οξυμέλιτος ή οξελαίου προ της άλλης τροφής», ένα ορεκτικό από κάππαρη και ένα dressing από ξύδι και μέλι (ή ξύδι και λάδι), το οποίο σερβίρεται μάλλον με ψωμί.
Σε άλλο κεφάλαιο (1.79) ο ίδιος εξαίρει τις θετικές ιδιότητες της «τήλεως» (του μοσχοσίταρου δηλαδή) «προ τροφής λαμβανομένη», αλλά και των φασολιών, που «προαποβραχέντες … προ τροφής μετά γάρου λαμβανόμενοι … γαστρός εισιν υπακτικοί» (καθαρίζουν την κοιλιά).
Το ίδιο ισχύει για το ραπάνι, τη «ραφανίδα» (1.76), για το οποίο λέγει : «εσθίειν δε αυτήν προ τροφής δει μετά όξους ή γάρου υπαγωγής ένεκα γαστρός, μετά τροφήν δε ουδαμώς !».
Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010
Διάλογοι
Ο μύθος, ο άνθρωπος, οι θεοί κι η ποίηση[1]
Διότιμος : Είναι, όμως, οι μύθοι στ’ αλήθεια αιώνιοι ; Γνωρίζεις ότι τους σέβομαι τους μύθους, αλλά δεν ξέρω …, κάτι μου λέει ότι δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς τον άνθρωπο …
Δίων : Και βέβαια δεν υπάρχουν χωρίς τον άνθρωπο. Δεν υπάρχουν ούτε οι θεοί χωρίς τους ανθρώπους …
Διότιμος : Μα είναι, τάχα, οι άνθρωποι αιώνιοι ; Αφού δεν μπορεί να υπάρχουν οι θεοί και οι μύθοι χωρίς τον άνθρωπο, πώς μπορεί νάναι αιώνιοι, αν δεν είναι αιώνιος ο ίδιος ο άνθρωπος ; Ο Ησίοδος λέει ότι οι αθάνατοι έπλασαν τους ανθρώπους· ακόμα και το χρυσό γένος των ανθρώπων, τον καιρό που βασίλευε ο Κρόνος στον ουρανό, πλάστηκε θνητό, ήταν κι αυτό γένος μερόπων ανθρώπων, αδιάφορο αν οι άνθρωποι της χρυσής αυτής εποχής ήταν, όσο ζούσαν, αδιάκοπα νέοι, και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος. Δεν μπορεί, λοιπόν, οι αθάνατοι νάναι εξαρτημένοι από τους θνητούς, ω Δίων.Κάτι όμως μου λέει ότι δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν οι μύθοι χωρίς τον άνθρωπο … Άρα, πρέπει και οι μύθοι νάναι θνητοί, πρέπει και οι θεοί που δεν υπάρχουν χωρίς τον μύθο νάναι κι’ αυτοί θνητοί. Ο μύθος και η ποίηση γεννήθηκαν μαζί. Ποιητής είναι ο άνθρωπος.
[1] Παναγιώτη Κανελλόπουλου, «πέντε αθηναϊκοί διάλογοι», σελ. 9, Εστία
Διότιμος : Είναι, όμως, οι μύθοι στ’ αλήθεια αιώνιοι ; Γνωρίζεις ότι τους σέβομαι τους μύθους, αλλά δεν ξέρω …, κάτι μου λέει ότι δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς τον άνθρωπο …
Δίων : Και βέβαια δεν υπάρχουν χωρίς τον άνθρωπο. Δεν υπάρχουν ούτε οι θεοί χωρίς τους ανθρώπους …
Διότιμος : Μα είναι, τάχα, οι άνθρωποι αιώνιοι ; Αφού δεν μπορεί να υπάρχουν οι θεοί και οι μύθοι χωρίς τον άνθρωπο, πώς μπορεί νάναι αιώνιοι, αν δεν είναι αιώνιος ο ίδιος ο άνθρωπος ; Ο Ησίοδος λέει ότι οι αθάνατοι έπλασαν τους ανθρώπους· ακόμα και το χρυσό γένος των ανθρώπων, τον καιρό που βασίλευε ο Κρόνος στον ουρανό, πλάστηκε θνητό, ήταν κι αυτό γένος μερόπων ανθρώπων, αδιάφορο αν οι άνθρωποι της χρυσής αυτής εποχής ήταν, όσο ζούσαν, αδιάκοπα νέοι, και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος. Δεν μπορεί, λοιπόν, οι αθάνατοι νάναι εξαρτημένοι από τους θνητούς, ω Δίων.Κάτι όμως μου λέει ότι δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν οι μύθοι χωρίς τον άνθρωπο … Άρα, πρέπει και οι μύθοι νάναι θνητοί, πρέπει και οι θεοί που δεν υπάρχουν χωρίς τον μύθο νάναι κι’ αυτοί θνητοί. Ο μύθος και η ποίηση γεννήθηκαν μαζί. Ποιητής είναι ο άνθρωπος.
[1] Παναγιώτη Κανελλόπουλου, «πέντε αθηναϊκοί διάλογοι», σελ. 9, Εστία
Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010
Λαογραφία
ανάθεμα την ώρα … κατάρα τη στιγμή[1]
Οι Βυζαντινοί είχον το ελάττωμα να καταρώνται συχνά· περί τούτου έχομεν ωρισμένας μαρτυρίας. Ούτως ο Χρυσόστομος ωμίλησε «περί του μη αράσθαι και κατεύχεσθαι των εχθρών», εν τω νεκρικώ διαλόγω Τιμαρίωνι πιστοποιείται ότι οι πολιταί ήσαν «προς αράν προχειρότατοι», είπε δε και ο Ιωσήφ Βρυέννιος, κατά τους τελευταίους χρόνους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ότι επήρχοντο τα δεινά «ότι και ημάς αυτούς και ετέρους και αναθεματίζομεν το καθ’ ημέραν και μυρίαις αραίς υποβάλλομεν», κακή συνήθεια, ήτις εξηκολουθησε και κατά τους μετά την άλλωσιν χρόνους, αφ’ ου εν Νομοκάνονι του ΙΖ΄ αιώνος ψέγονται «όσοι βλασφημούσι και παραδίσουσι και αναθεματίζουσι» και ήτις και σήμερον, δυστυχώς, επικρατεί.
Ποία σχήματα κατά τους Βυζαντινούς χρόνους συνώδευον τας αράς, αίτινες εκαλούντο κατάραι, συνήθους ούσης της αράς· διάβαινε εις την κατάραν του Θεού, δυστυχώς, δεν είμεθα πληροφορημένοι. Τούτο μόνον γνωρίζομεν, ότι επ’ εκκλησίας εξετοξεύετο το ανάθεμα «ανακεκαλυμμένη τη κεφαλή», σχήμα, όπερ και σήμερον και σύνηθες παρά τοις Έλλησιν, οίτινες καταρώμενοι πολλάκις και ξεσκουφιάζονται, αφειρούσι τουτέστι το κάλυμμα της κεφαλής, και ότι, παραπέμποντές τινα εις την θείαν τιμωρίαν, υψούντες τον δάκτυλον, εδείκνυον τον ουρανόν, σχήμα όπερ επί παρομοίας περιστάσεως κάμνουσιν οι νεώτεροι Έλληνες, επιλέγοντες· να ο Θεός κι’ ας σε (τον) κρίνη.
…
Των συνηθεστάτων αρών ήτο τότε το ανάθεμα. Η λέξις, εκ της αρχαίας ανάθημα παραγομένη, εσήμαινε κυρίως την αφιέρωσιν του κακουργήσαντος εις τας τιμωρούς του Άδου θεότητας, παραληφθείσα δ’ υπό της εκκλησίας, εξεσφενδονίζετο κυρίως κατά αιρετικών, επ’ εκκλησίας εις μεταγενεστέρους δ’ αιώνας και κατά των κακουργησάντων.
Ανεθεμάτιζον δε τότε ή τους εαυτούς των· ανάθεμά με – μοι, ή άλλα πρόσωπα …· ανάθεμά σε – σοι· άγωμε ‘ς τανάθεμα· σύρε ‘ς τανάθεμα, ή τα άψυχα, και κυρίως την ημέραν καθ’ ήν εγεννήθησαν ή συνέβη τι· ανάθεμα την ημέραν ή και την ώραν, καθ’ ην συνέβη τι· ανάθεμα την ώραν ή και την μοίραν των ακόμη· ανάθεμα την μοίραν μου· επιτείνοντες δε την αράν, έλεγον συχνά· ανάθεμά με και τρις ανάθεμά με, εκ της εκκλησιαστικής παραλαβόντες χρήσεως, αφ’ ου ο λαός εν τη εκκλησία, ακούων το εκσφενδονιζόμενον ανάθεμα, τρις και αυτός το ανάθεμα ανεφώνει.
[1] Φαίδωνος Κουκουλέ, «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τ. Γ΄, σ. 326-328, εκδόσεις Παπαζήση, 1949.
Οι Βυζαντινοί είχον το ελάττωμα να καταρώνται συχνά· περί τούτου έχομεν ωρισμένας μαρτυρίας. Ούτως ο Χρυσόστομος ωμίλησε «περί του μη αράσθαι και κατεύχεσθαι των εχθρών», εν τω νεκρικώ διαλόγω Τιμαρίωνι πιστοποιείται ότι οι πολιταί ήσαν «προς αράν προχειρότατοι», είπε δε και ο Ιωσήφ Βρυέννιος, κατά τους τελευταίους χρόνους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ότι επήρχοντο τα δεινά «ότι και ημάς αυτούς και ετέρους και αναθεματίζομεν το καθ’ ημέραν και μυρίαις αραίς υποβάλλομεν», κακή συνήθεια, ήτις εξηκολουθησε και κατά τους μετά την άλλωσιν χρόνους, αφ’ ου εν Νομοκάνονι του ΙΖ΄ αιώνος ψέγονται «όσοι βλασφημούσι και παραδίσουσι και αναθεματίζουσι» και ήτις και σήμερον, δυστυχώς, επικρατεί.
Ποία σχήματα κατά τους Βυζαντινούς χρόνους συνώδευον τας αράς, αίτινες εκαλούντο κατάραι, συνήθους ούσης της αράς· διάβαινε εις την κατάραν του Θεού, δυστυχώς, δεν είμεθα πληροφορημένοι. Τούτο μόνον γνωρίζομεν, ότι επ’ εκκλησίας εξετοξεύετο το ανάθεμα «ανακεκαλυμμένη τη κεφαλή», σχήμα, όπερ και σήμερον και σύνηθες παρά τοις Έλλησιν, οίτινες καταρώμενοι πολλάκις και ξεσκουφιάζονται, αφειρούσι τουτέστι το κάλυμμα της κεφαλής, και ότι, παραπέμποντές τινα εις την θείαν τιμωρίαν, υψούντες τον δάκτυλον, εδείκνυον τον ουρανόν, σχήμα όπερ επί παρομοίας περιστάσεως κάμνουσιν οι νεώτεροι Έλληνες, επιλέγοντες· να ο Θεός κι’ ας σε (τον) κρίνη.
…
Των συνηθεστάτων αρών ήτο τότε το ανάθεμα. Η λέξις, εκ της αρχαίας ανάθημα παραγομένη, εσήμαινε κυρίως την αφιέρωσιν του κακουργήσαντος εις τας τιμωρούς του Άδου θεότητας, παραληφθείσα δ’ υπό της εκκλησίας, εξεσφενδονίζετο κυρίως κατά αιρετικών, επ’ εκκλησίας εις μεταγενεστέρους δ’ αιώνας και κατά των κακουργησάντων.
Ανεθεμάτιζον δε τότε ή τους εαυτούς των· ανάθεμά με – μοι, ή άλλα πρόσωπα …· ανάθεμά σε – σοι· άγωμε ‘ς τανάθεμα· σύρε ‘ς τανάθεμα, ή τα άψυχα, και κυρίως την ημέραν καθ’ ήν εγεννήθησαν ή συνέβη τι· ανάθεμα την ημέραν ή και την ώραν, καθ’ ην συνέβη τι· ανάθεμα την ώραν ή και την μοίραν των ακόμη· ανάθεμα την μοίραν μου· επιτείνοντες δε την αράν, έλεγον συχνά· ανάθεμά με και τρις ανάθεμά με, εκ της εκκλησιαστικής παραλαβόντες χρήσεως, αφ’ ου ο λαός εν τη εκκλησία, ακούων το εκσφενδονιζόμενον ανάθεμα, τρις και αυτός το ανάθεμα ανεφώνει.
[1] Φαίδωνος Κουκουλέ, «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», τ. Γ΄, σ. 326-328, εκδόσεις Παπαζήση, 1949.
Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010
εις το όνομα της Μακεδονίας
Η μακεδονική περιπέτεια[i]
Β. το «σχέδιο της Βιέννης»
Υπό την πίεση των διαμαρτυριών της Ελλάδος, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, αλλά και από την έκρυθμη πια κατάσταση στην Μακεδονία, οι Δυνάμεις και ιδιαίτερα η Αγγλία προσανατολιζόταν στην ιδέα να πείσουν τον σουλτάνο για μεταρρυθμίσεις. Ήδη από τον Ιούλιο του 1901, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη είχε ζητήσει να ορισθεί μια επιτροπή που θα εξέταζε τα παράπονα του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας και ο σουλτάνος το είχε δεχθεί καταρχήν, μια και δεν θα παρενέβαιναν έτσι ξένοι στα εσωτερικά του. Αλλά ένα χρόνο μετά, δεν είχε γίνει ακόμα τίποτα. Την πρόταση επανέλαβαν η Αυστρία και η Ρωσία και τελικά ο σουλτάνος ανέλαβε την υποχρέωση να ορίσει επιτροπή για την μελέτη των μεταρρυθμίσεων που έπρεπε να γίνουν, την οργάνωση της χωροφυλακής και την έκδοση νέων οδηγιών στους βαλήδες των τριών βιλαετιών. Τέλος, ύστερα από νέες παραστάσεις, αναγγέλθηκε τον Νοέμβριο του 1902 στην Κωνσταντινούπολη η συγκρότηση της επιτροπής υπό τον Φερίντ πασά και η αποστολή του Χιλμή πασά ως γενικού επιθεωρητή στην Θεσσαλονίκη.
Το σχέδιο μεταρρυθμίσεων, «σχέδιο της Βιέννης» όπως είναι γνωστό, συμφωνήθηκε μεταξύ της Ρωσίας και της Αυστρίας. Προέβλεπε την αποστολή γενικού επιθεωρητή στην Θεσσαλονίκη για τα τρία βιλαέτια της Μακεδονίας, με αυξημένες αρμοδιότητες, που θα μπορούσε να κινεί και στρατιωτικά τμήματα για την τήρηση της τάξεως. Προβλεπόταν ακόμη χρησιμοποίηση ξένων οργανωτών, επάνδρωση της χωροφυλακής και με χριστιανούς ανάλογα με τον πληθυσμό, αγροφυλακή από ντόπιους όπου δεν ήταν Τούρκοι και μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα. Με τη σειρά τους, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία προσυπέγραψαν και το σχέδιο παρουσιάσθηκε στην Πύλη στις 21 Φεβρουαρίου 1903. Ο σουλτάνος, που φοβόταν κάτι χειρότερο, έσπευσε να δεχθεί.
Τον Μάρτιο του 1903 εκδόθηκαν νέες οδηγίες για τα τρία βιλαέτια, αλλά όπως και οι προηγούμενες, έμειναν στο μεγαλύτερο μέρος ανεφάρμοστες. Η άφιξη βέβαια του Χιλμή πασά στην Θεσσαλονίκη έδωσε αφορμή για σχετικές εκκαθαρίσεις στις υπηρεσίες, αλλά η γραφειοκρατία τον απασχόλησε πολύ. Συγκέντρωσε όμως την προσοχή του στην τήρηση της τάξεως.
Οι αλβανικές περιοχές είχαν εξεγερθεί με την εξαγγελία των νέων μέτρων και χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν σημαντικές δυνάμεις για να αποκατασταθεί η τάξη εκεί. Έπρεπε να περιοριστούν οι αυθαιρεσίες σε βάρος του πληθυσμού και ακόμα να μάθουν για πρώτη φορά οι μωαμεθανοί να πληρώνουν φόρους και να δεχθούν μα μην φέρουν όπλα.
Ο Χιλμή ήταν μορφωμένος και μιλούσε γαλλικά, ήταν εργατικός και με καλούς τρόπους. Οι ιδέες του δεν έμοιαζαν με εκείνες του Χαμίτ και προσπάθησε όσο μπόρεσε να ακολουθήσει δική του ανεξάρτητη πολιτική. Οι βαλήδες προσπάθησαν να τον αγνοήσουν και συνέχισαν να αλληλογραφούν απευθείας με την Κωνσταντινούπολη. Αλλά και οι καϊμακάμηδες αγνόησαν τους βαλήδες και αυτό το χρησιμοποίησε ο Χιλμή για την καλύτερη πληροφόρησή του. Σκεπτόταν να καταστείλει τις επαναστατικές οργανώσεις των Σλάβων και να θέσει τέρμα στις αυθαίρετες ενέργειες των Αλβανών. Ύστερα να συγχρονίσει την αυτοκρατορία. Έβλεπε ακόμα πως η διαρκής επέκταση της Εξάρχιας οδηγούσε στην αυτονομία και απώλεια των τριών βιλαετιών και της επαρχίας Αδριανουπόλεως και επιδίωξε γι’ αυτό τη συνεργασία με τους Έλληνες. Τέλος, προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη και να κερδίσει έτσι την υποστήριξη των Δυνάμεων.
Β. το «σχέδιο της Βιέννης»
Υπό την πίεση των διαμαρτυριών της Ελλάδος, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, αλλά και από την έκρυθμη πια κατάσταση στην Μακεδονία, οι Δυνάμεις και ιδιαίτερα η Αγγλία προσανατολιζόταν στην ιδέα να πείσουν τον σουλτάνο για μεταρρυθμίσεις. Ήδη από τον Ιούλιο του 1901, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη είχε ζητήσει να ορισθεί μια επιτροπή που θα εξέταζε τα παράπονα του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας και ο σουλτάνος το είχε δεχθεί καταρχήν, μια και δεν θα παρενέβαιναν έτσι ξένοι στα εσωτερικά του. Αλλά ένα χρόνο μετά, δεν είχε γίνει ακόμα τίποτα. Την πρόταση επανέλαβαν η Αυστρία και η Ρωσία και τελικά ο σουλτάνος ανέλαβε την υποχρέωση να ορίσει επιτροπή για την μελέτη των μεταρρυθμίσεων που έπρεπε να γίνουν, την οργάνωση της χωροφυλακής και την έκδοση νέων οδηγιών στους βαλήδες των τριών βιλαετιών. Τέλος, ύστερα από νέες παραστάσεις, αναγγέλθηκε τον Νοέμβριο του 1902 στην Κωνσταντινούπολη η συγκρότηση της επιτροπής υπό τον Φερίντ πασά και η αποστολή του Χιλμή πασά ως γενικού επιθεωρητή στην Θεσσαλονίκη.
Το σχέδιο μεταρρυθμίσεων, «σχέδιο της Βιέννης» όπως είναι γνωστό, συμφωνήθηκε μεταξύ της Ρωσίας και της Αυστρίας. Προέβλεπε την αποστολή γενικού επιθεωρητή στην Θεσσαλονίκη για τα τρία βιλαέτια της Μακεδονίας, με αυξημένες αρμοδιότητες, που θα μπορούσε να κινεί και στρατιωτικά τμήματα για την τήρηση της τάξεως. Προβλεπόταν ακόμη χρησιμοποίηση ξένων οργανωτών, επάνδρωση της χωροφυλακής και με χριστιανούς ανάλογα με τον πληθυσμό, αγροφυλακή από ντόπιους όπου δεν ήταν Τούρκοι και μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα. Με τη σειρά τους, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία προσυπέγραψαν και το σχέδιο παρουσιάσθηκε στην Πύλη στις 21 Φεβρουαρίου 1903. Ο σουλτάνος, που φοβόταν κάτι χειρότερο, έσπευσε να δεχθεί.
Τον Μάρτιο του 1903 εκδόθηκαν νέες οδηγίες για τα τρία βιλαέτια, αλλά όπως και οι προηγούμενες, έμειναν στο μεγαλύτερο μέρος ανεφάρμοστες. Η άφιξη βέβαια του Χιλμή πασά στην Θεσσαλονίκη έδωσε αφορμή για σχετικές εκκαθαρίσεις στις υπηρεσίες, αλλά η γραφειοκρατία τον απασχόλησε πολύ. Συγκέντρωσε όμως την προσοχή του στην τήρηση της τάξεως.
Οι αλβανικές περιοχές είχαν εξεγερθεί με την εξαγγελία των νέων μέτρων και χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν σημαντικές δυνάμεις για να αποκατασταθεί η τάξη εκεί. Έπρεπε να περιοριστούν οι αυθαιρεσίες σε βάρος του πληθυσμού και ακόμα να μάθουν για πρώτη φορά οι μωαμεθανοί να πληρώνουν φόρους και να δεχθούν μα μην φέρουν όπλα.
Ο Χιλμή ήταν μορφωμένος και μιλούσε γαλλικά, ήταν εργατικός και με καλούς τρόπους. Οι ιδέες του δεν έμοιαζαν με εκείνες του Χαμίτ και προσπάθησε όσο μπόρεσε να ακολουθήσει δική του ανεξάρτητη πολιτική. Οι βαλήδες προσπάθησαν να τον αγνοήσουν και συνέχισαν να αλληλογραφούν απευθείας με την Κωνσταντινούπολη. Αλλά και οι καϊμακάμηδες αγνόησαν τους βαλήδες και αυτό το χρησιμοποίησε ο Χιλμή για την καλύτερη πληροφόρησή του. Σκεπτόταν να καταστείλει τις επαναστατικές οργανώσεις των Σλάβων και να θέσει τέρμα στις αυθαίρετες ενέργειες των Αλβανών. Ύστερα να συγχρονίσει την αυτοκρατορία. Έβλεπε ακόμα πως η διαρκής επέκταση της Εξάρχιας οδηγούσε στην αυτονομία και απώλεια των τριών βιλαετιών και της επαρχίας Αδριανουπόλεως και επιδίωξε γι’ αυτό τη συνεργασία με τους Έλληνες. Τέλος, προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη και να κερδίσει έτσι την υποστήριξη των Δυνάμεων.
[i] Ι. Κ. Μαζαράκης – Αινιάν, «Ο Μακεδονικός Αγώνας», σ. 31 κ. επ., εκδόσεις Δωδώνη 1992.
η αρχή του κειμένου στην ΝομοΣοφία
Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010
μαθήματα διπλωματίας
τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι[1]
Στην Ινδία, οι Άγγλοι ποτέ δεν προσπάθησαν να φέρουν κάποια αλλαγή στα παραδοσιακά κοστούμια των Ινδών, εκτός από μία. Όλοι επιτρέπεται να ντύνονται όπως τους αρέσει. Σε όλες όμως τις κρατικές υπηρεσίες, που διευθύνονται από Άγγλους, δεν επιτρέπεται η είσοδος στους Ινδούς, ακόμα και στους μαχαραγιάδες, αν δεν φορούν αγγλικά παπούτσια. Ήταν ένας εξυπνότατος ελιγμός από την πλευρά της αγγλικής διπλωματίας. Γιατί, με την εκπληκτική μεγαλοπρέπεια των ρούχων και κοσμημάτων των Ινδών, αυτή η μικρή αλλαγή αρκούσε να κάνει ολόκληρη τη φορεσιά τους να φαίνεται γελοία. Οποιοσδήποτε με την ελάχιστη ευαισθησία, και οι Ινδοί έχουν περισσή, θα προτιμούσε να φορέσει ρούχα αγορασμένα στο Πικαντίλυ, παρά να βλέπει τα δικά του υπέροχα κοστούμια με χοντροκομμένα παπούτσια που κάνουν το περπάτημα αδέξιο. Ξάφνου άνθρωποι με δύναμη και αξιοπρέπεια μετατρέπονται σε άρχοντες κωμικής όπερας, με επιτηδευμένα βήματα και ανόητες χειρονομίες. Δεν στέκουν πια σταθερά στα πόδια τους, συμπεριφορά που αντανακλά και στο πνεύμα τους και στη γενική τους στάση απέναντι στη ζωή. Πράγματι, μια αποτελεσματική μέθοδος να σπάσει κανείς το ηθικό ενός άνδρα ή μιας γυναίκας, που πραγματικά ξέρει να περπατά, είναι να περιορίσει τα πόδια μέσα σε μοντέρνα παπούτσια. Και αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα όταν τα άλλα μέρη της παραδοσιακής φορεσιάς αφεθούν απείραχτα. Δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αλλάξει κανείς χαρακτήρα ντύνοντας το σώμα του με αγγλική περιβολή, γιατί και να το κάνει μπορεί να διατηρήσει αβίαστη την εσωτερική εικόνα τού εαυτού του, και μπορεί, όταν χρειάζεται, να αλλάξει πάλι χωρίς συνέπειες. Όμως, μια τέτοια λεπτή στροφή από τη γνήσια επισημότητα και ομορφιά στην παρωδία, αρκεί να διαστρεβλώσει την εσωτερική εικόνα του ανθρώπου για πάντα.
Στην Ινδία, οι Άγγλοι ποτέ δεν προσπάθησαν να φέρουν κάποια αλλαγή στα παραδοσιακά κοστούμια των Ινδών, εκτός από μία. Όλοι επιτρέπεται να ντύνονται όπως τους αρέσει. Σε όλες όμως τις κρατικές υπηρεσίες, που διευθύνονται από Άγγλους, δεν επιτρέπεται η είσοδος στους Ινδούς, ακόμα και στους μαχαραγιάδες, αν δεν φορούν αγγλικά παπούτσια. Ήταν ένας εξυπνότατος ελιγμός από την πλευρά της αγγλικής διπλωματίας. Γιατί, με την εκπληκτική μεγαλοπρέπεια των ρούχων και κοσμημάτων των Ινδών, αυτή η μικρή αλλαγή αρκούσε να κάνει ολόκληρη τη φορεσιά τους να φαίνεται γελοία. Οποιοσδήποτε με την ελάχιστη ευαισθησία, και οι Ινδοί έχουν περισσή, θα προτιμούσε να φορέσει ρούχα αγορασμένα στο Πικαντίλυ, παρά να βλέπει τα δικά του υπέροχα κοστούμια με χοντροκομμένα παπούτσια που κάνουν το περπάτημα αδέξιο. Ξάφνου άνθρωποι με δύναμη και αξιοπρέπεια μετατρέπονται σε άρχοντες κωμικής όπερας, με επιτηδευμένα βήματα και ανόητες χειρονομίες. Δεν στέκουν πια σταθερά στα πόδια τους, συμπεριφορά που αντανακλά και στο πνεύμα τους και στη γενική τους στάση απέναντι στη ζωή. Πράγματι, μια αποτελεσματική μέθοδος να σπάσει κανείς το ηθικό ενός άνδρα ή μιας γυναίκας, που πραγματικά ξέρει να περπατά, είναι να περιορίσει τα πόδια μέσα σε μοντέρνα παπούτσια. Και αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα όταν τα άλλα μέρη της παραδοσιακής φορεσιάς αφεθούν απείραχτα. Δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αλλάξει κανείς χαρακτήρα ντύνοντας το σώμα του με αγγλική περιβολή, γιατί και να το κάνει μπορεί να διατηρήσει αβίαστη την εσωτερική εικόνα τού εαυτού του, και μπορεί, όταν χρειάζεται, να αλλάξει πάλι χωρίς συνέπειες. Όμως, μια τέτοια λεπτή στροφή από τη γνήσια επισημότητα και ομορφιά στην παρωδία, αρκεί να διαστρεβλώσει την εσωτερική εικόνα του ανθρώπου για πάντα.
Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010
μαθαίνοντας πολιτική
Η κρίσις εις την περιοχήν της πολιτικής ζωής[1]
Εν χαρακτηριστικόν γνώρισμα των καιρών εις τους οποίους ζώμεν, είναι και το γεγονός ότι ο τομεύς της πολιτικής δραστηριότητος απέκτησεν εξ ολοκλήρου αυτοδύναμον αυτοτέλειαν. Κατά τον παρελθόντα αιώνα η φιλελευθέρα ιδεολογία δεν ανεγνώριζεν εις την Πολιτείαν πρωτεύοντα ρόλον. Περιωρίζον οι φιλόσοφοι του φιλελευθερισμού την αποστολήν της ωργανωμένης πολιτείας εις την διατήρησιν της εσωτερικής τάξεως και της ακεραιότητος των εθνοτήτων έναντι πάσης έξωθεν απειλής. Δεν ανεγνώριζον δε εις το Κράτος δικαίωμα παρεμβατισμού εις τα οικονομικά και πολιτιστικά προβλήματα. Η επακολουθήσασα κατά τον 20ον αιώνα εξέλιξις εβάδισε προς την αντίθετον κατεύθυνσιν. Δεν περιορίζεται πλέον το Κράτος εις ένα απλώς δευτερεύοντα ρόλον έναντι των λοιπών πολιτιστικών λειτουργιών. Αναδεικνύεται ως η κατ’ εξοχήν ρυθμιστική της πολιτιστικής ζωής λειτουργία. Η πολιτική αξιολόγησις καθίσταται τόσον ισχυρά ώστε αναστέλλει πάσαν άλλην αξιολόγησιν. Ο αξιολογικός διαφορισμός εις τα πλείστα της πολιτικής ζωής γνωρίζει μόνον δύο βασικάς διακρίσεις. Διαχωρίζει τους ανθρώπους αφ’ ενός μεν εις φίλους και αφ’ ετέρου εις εχθρούς μιας ωρισμένης πολιτικής μερίδος. Πάντες οι άλλοι αξιολογικοί χαρακτηρισμοί παραβλέπονται. Το σύγχρονον κράτος προχωρεί τόσον πολύ εις την επέκτασιν της αξιολογικής του αυτοτέλειας, ώστε θεωρεί ως θεμιτάς και πράξεις αντιστρατευομένας προς την ηθικήν και το δίκαιον, αρκέι μόνον να εξυπηρετούν την πολιτικήν σκοπιμότητα. Επανέρχεται δηλαδή το σύγχρονον Κράτος εις τα αρχάς που είχε διακηρύξει κατά τον 16ον αιώνα ο Ιταλός πολιτειολόγος Μακκιαβέλι. Η υπερέξαρσις αύτη της αυτοδυναμίας του πολιτικού παράγοντος δημιουργεί διαρκώς εις την περιοχήν της πολιτικής ζωής μίαν κρίσιμον κατάστασιν. Είναι δυνατόν όμως να αμφιβάλλωμεν ως προς την αποτελεσματικότητα των μακκιαβελικών μέτρων. Ο Γλάδστων έλεγεν ότι πάσα πράξις του Κράτους, ήτις αντιτίθεται προς το δίκαιον και την ηθικήν, είναι κατά βάσιν αντιπολιτική. Διασαλέυει την τάξιν δικαίου, εφ’ ης στηρίζεται οιαδήποτε μορφή της πολιτειακής ζωής. Τα καταπληκτικά αποτελέσματα εις τα οποία έφθασεν η σύγχρονος κοινωνική ζωή με την συστηματικήν οργάνωσιν της κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητος, ο παιδαγωγός Φρ. Φέρστερ τα παρομοιάζει με το Πύργον της Βαβέλ. Ολόκληρος η νεωτέρα ανθρρωπίνη κοινωνία, λέγει ο Φέρστερ, είναι εν κολοσσιαίον οικοδόμημα οργανώσεως, το οποίον όμως απελείται να διασπασθή εις αναρίθμητα κομμάτια, διότι εκείνοι που κατοικούν εις αυτό έχασαν την γλώσσαν μιας κοινής συνεννοήσεως και αλληλοσυγκρούονται υπό την επήρειαν παθών και αντιθέσεων.
[1] Κωνσταντίνου Δ. Γεωργούλη, «Φιλοσοφία του Πολιτισμού», σ. 87-88, Αθήναι 1979.
Εν χαρακτηριστικόν γνώρισμα των καιρών εις τους οποίους ζώμεν, είναι και το γεγονός ότι ο τομεύς της πολιτικής δραστηριότητος απέκτησεν εξ ολοκλήρου αυτοδύναμον αυτοτέλειαν. Κατά τον παρελθόντα αιώνα η φιλελευθέρα ιδεολογία δεν ανεγνώριζεν εις την Πολιτείαν πρωτεύοντα ρόλον. Περιωρίζον οι φιλόσοφοι του φιλελευθερισμού την αποστολήν της ωργανωμένης πολιτείας εις την διατήρησιν της εσωτερικής τάξεως και της ακεραιότητος των εθνοτήτων έναντι πάσης έξωθεν απειλής. Δεν ανεγνώριζον δε εις το Κράτος δικαίωμα παρεμβατισμού εις τα οικονομικά και πολιτιστικά προβλήματα. Η επακολουθήσασα κατά τον 20ον αιώνα εξέλιξις εβάδισε προς την αντίθετον κατεύθυνσιν. Δεν περιορίζεται πλέον το Κράτος εις ένα απλώς δευτερεύοντα ρόλον έναντι των λοιπών πολιτιστικών λειτουργιών. Αναδεικνύεται ως η κατ’ εξοχήν ρυθμιστική της πολιτιστικής ζωής λειτουργία. Η πολιτική αξιολόγησις καθίσταται τόσον ισχυρά ώστε αναστέλλει πάσαν άλλην αξιολόγησιν. Ο αξιολογικός διαφορισμός εις τα πλείστα της πολιτικής ζωής γνωρίζει μόνον δύο βασικάς διακρίσεις. Διαχωρίζει τους ανθρώπους αφ’ ενός μεν εις φίλους και αφ’ ετέρου εις εχθρούς μιας ωρισμένης πολιτικής μερίδος. Πάντες οι άλλοι αξιολογικοί χαρακτηρισμοί παραβλέπονται. Το σύγχρονον κράτος προχωρεί τόσον πολύ εις την επέκτασιν της αξιολογικής του αυτοτέλειας, ώστε θεωρεί ως θεμιτάς και πράξεις αντιστρατευομένας προς την ηθικήν και το δίκαιον, αρκέι μόνον να εξυπηρετούν την πολιτικήν σκοπιμότητα. Επανέρχεται δηλαδή το σύγχρονον Κράτος εις τα αρχάς που είχε διακηρύξει κατά τον 16ον αιώνα ο Ιταλός πολιτειολόγος Μακκιαβέλι. Η υπερέξαρσις αύτη της αυτοδυναμίας του πολιτικού παράγοντος δημιουργεί διαρκώς εις την περιοχήν της πολιτικής ζωής μίαν κρίσιμον κατάστασιν. Είναι δυνατόν όμως να αμφιβάλλωμεν ως προς την αποτελεσματικότητα των μακκιαβελικών μέτρων. Ο Γλάδστων έλεγεν ότι πάσα πράξις του Κράτους, ήτις αντιτίθεται προς το δίκαιον και την ηθικήν, είναι κατά βάσιν αντιπολιτική. Διασαλέυει την τάξιν δικαίου, εφ’ ης στηρίζεται οιαδήποτε μορφή της πολιτειακής ζωής. Τα καταπληκτικά αποτελέσματα εις τα οποία έφθασεν η σύγχρονος κοινωνική ζωή με την συστηματικήν οργάνωσιν της κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητος, ο παιδαγωγός Φρ. Φέρστερ τα παρομοιάζει με το Πύργον της Βαβέλ. Ολόκληρος η νεωτέρα ανθρρωπίνη κοινωνία, λέγει ο Φέρστερ, είναι εν κολοσσιαίον οικοδόμημα οργανώσεως, το οποίον όμως απελείται να διασπασθή εις αναρίθμητα κομμάτια, διότι εκείνοι που κατοικούν εις αυτό έχασαν την γλώσσαν μιας κοινής συνεννοήσεως και αλληλοσυγκρούονται υπό την επήρειαν παθών και αντιθέσεων.
[1] Κωνσταντίνου Δ. Γεωργούλη, «Φιλοσοφία του Πολιτισμού», σ. 87-88, Αθήναι 1979.
Εικόνες :
Νικολό Μακιαβέλλι_1469 - 1527
Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010
ΟΧΙ ... δεν επρόκειτο για συνωστισμό ...
Λευκός θάνατος … όπως λέμε γενοκτονία[1]
Οι Νεότουρκοι, έγραφε ο Γάλλος Φ. Σαρτιώ, «αποκάλυψαν το μεγαλεπήβολο σχέδιό τους, την εξόντωση δηλαδή των ιθαγενών Χριστιανών της Μ. Ασίας. Ποτέ, σε καμία περίοδο της Ιστορίας, κανένα πιο διαβολικό σχέδιο δεν είχε στοιχειώσει τη φαντασία του ανθρώπου …».
… Εμπνευστές … του φοβερού αυτού εγκλήματος, που είναι σίγουρα μεγάλο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, ήσαν οι «πολιτισμένοι» … Γερμανοί και Αυστριακοί. …
Οι Τούρκοι είναι οι φυσικοί αυτουργοί … αυτού του πραγματικά σατανικού σχεδίου, που απέβλεπε στη γενοκτονία, στην ολοκληρωτική δηλαδή φυσική εξόντωση του Ελληνικού στοιχείου. … Πριν από τη μεγάλη γενοκτονία των Ελλήνων είχε προηγηθεί η άλλη φοβερή γενοκτονία των χριστιανών Αρμενίων, κατά την οποία το 1915 και αργότερα, βρήκαν οικτρό θάνατο 1.500.000 Αρμένιοι. Η γενοκτονία των Αρμενίων είναι το άλλο ασυγχώρητο έγκλημα κατά της ανθρωπότητος που διέπραξε η «βάρβαρη» Τουρκία, … με τη συνεργασία των συμμάχων της και την ανοχή της «πολιτισμένης» και «χριστιανικής» Δυτικής Ευρώπης καθώς και των ΗΠΑ.
Το σατανικό σχέδιο, του οποίου εμπνευστής ήταν ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς (Liman von Sanders), ένας διεστραμμένος εγκέφαλος, … προέβλεπε την άμεση εξόντωση των ανδρών ηλικίας 16 – 30 ετών, γενικό εκτοπισμό των γυναικοπαίδων και ηλικιωμένων από τις παραλιακές περιοχές της Ιωνίας και της Μαύρης Θάλασσας στα ενδότερα της Τουρκίας και στα βάθη της Ανατολής, με το πρόσχημα ότι οι Ρώσοι είχαν εξοπλίσει τους Έλληνες στα παράλια του Πόντου και υπήρχε δήθεν κίνδυνος άμεσης εξέγερσης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μάλιστα, επειδή οι εκτοπίσεις καθυστερούσαν, ο Λίμαν φον Σάντερς αγανακτισμένος έκανε αυστηρές συστάσεις προς τις αρμόδιες τουρκικές αρχές, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο που συνεπάγεται αυτή η καθυστέρηση. Την ενεργό ανάμειξη του φιλότουρκου Γερμανού στρατηγού μαρτυρεί και ο Αμερικανός πρεσβευτής Ερρίκος Μοργκεντάου.
Ιδού τι γράφει στις 16/07/1916 ο Γερμανός Πρόξενος Αμισού Κουκώφ (Kuckoff) στο Βερολίνο : «Από αξιόπιστες πηγές ο Ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Κασταμονής έχει εξορισθεί. Όμως εξορία και εξολόθρευση στα τουρκικά είναι η ίδια έννοια, γιατί όποιος δεν δολοφονήθηκε, πεθαίνει, ως επί το πλείστον, από τις αρρώστιες και την πείνα». …
Το σχέδιο προέβλεπε συγκέντρωση όλων των κατοίκων της περιοχής, που συνήθως ήσαν γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι και την εκτόπισή τους προς τα βάθη της Ανατολής, με πραγματικό σκοπό την αργή φυσική τους εξόντωση, τον «λευκό θάνατό» τους από την κακομεταχείριση, την εξαντλητική πεζοπορία, το κρύο, την πείνα, την δίψα, τις κακουχίες και τις αρρώστιες. Απώτερος στόχος των Νεοτούρκων ήταν ο αφανισμός όλων των χριστιανικών εθνοτήτων και η τουρκοποίηση των μουσουλμανικών.
Μετά την συγκέντρωση των Ελλήνων στην πλατεία του χωριού ή της πόλης, τους διέτασσαν να ετοιμασθούν αμέσως για αναχώρηση προς τα ενδότερα ή τα ανατολικότερα μέρη της Τουρκίας. Έτσι άρχιζε το μαρτύριο, η αργή φυσική εξόντωση, ο «λευκός θάνατος» των δυστυχισμένων αυτών γυναικοπαίδων και ηλικιωμένων, σύμφωνα με το καλά μελετημένο σχέδιο, αλλά, και σε πολλές περιπτώσεις, και ανδρών ηλικίας 16 – 60 ετών που ακολουθούσαν τους δημίους τους ανήμποροι να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση. Το τι οικογενειακά και ανθρώπινα δράματα έλαβαν χώρα κατά τις εξορίες αυτές είναι δύσκολο να τα συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, από δημοσίευμα της εφημερίδας «Πρωτεύουσα» (06/06/1922) που αναφέρεται στις εκτοπίσεις κατοίκων από χωριά κοντά στην Τραπεζούντα και απελάσεις 10χρονων παιδιών ! «Αι σκηναί κατά τον αποχωρισμό από τας αγκάλας των μητέρων των υπερβαίνουσι πάσαν τραγικότητα. Αι γυναίκες έξαλλοι και ολοφυρόμεναι ενηγκαλίζοντο τα τέκνα των μη εννοούσαι να τα αποχωρισθούν. Οι Τούρκοι όμως χωροφύλακες, εις τας καρδίας των οποίων είχε προ πολλού σβεσθεί παν ανθρώπινον αίσθημα, εκτύπων αυτάς διά του υποκοπάνου των όπλων των και μόνον αφού περιήρχοντο αύται εις αναισθησίαν απέσπων τα δυστυχή πλάσματα από την γλυκειάν μητρική αγκάλην …»
Ήταν πλέον ένα καθημερινό σπαρακτικό φαινόμενο οι αργοκίνητες «πορείες θανάτου», όπου έβλεπε κανείς μητέρες με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους να κουβαλάνε τα μωρά παιδιά στην αγκαλιά ή την πλάτη και τα μεγαλύτερα να προχωρούν κλαίγοντας κι αυτά πιασμένα από τα φουστάνια της δύστυχης μάνας ή της άμοιρης γιαγιάς. Πολλοί προχωρούσαν με σχισμένα ρούχα, άλλοι ξυπόλητοι και με πρησμένα πόδια. Όταν εξαντλούντο όλες οι σωματικές και ψυχικές τους δυνάμεις κατέρρεαν και σωριάζονταν στο δρόμο όπου και πέθαιναν μόνοι και αβοήθητοι. Απόλυτα απελπιστική ήταν η κατάσταση των πολύ ηλικιωμένων και των παιδιών που πέθαιναν ομαδικά από την πείνα και τις κακουχίες. Για τους Τούρκους η ζωή των Ελλήνων δεν είχε καμία αξία.
[1] Νίκου Η. Βρυώνη, «ο Πόντος των Ελλήνων», σ. 46 κ. επ., Επιμορφωτικός – Πολιτιστικός Σύλλογος Ηρακλείου Αττικής, Ηράκλειο 2005.
Οι Νεότουρκοι, έγραφε ο Γάλλος Φ. Σαρτιώ, «αποκάλυψαν το μεγαλεπήβολο σχέδιό τους, την εξόντωση δηλαδή των ιθαγενών Χριστιανών της Μ. Ασίας. Ποτέ, σε καμία περίοδο της Ιστορίας, κανένα πιο διαβολικό σχέδιο δεν είχε στοιχειώσει τη φαντασία του ανθρώπου …».
… Εμπνευστές … του φοβερού αυτού εγκλήματος, που είναι σίγουρα μεγάλο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, ήσαν οι «πολιτισμένοι» … Γερμανοί και Αυστριακοί. …
Οι Τούρκοι είναι οι φυσικοί αυτουργοί … αυτού του πραγματικά σατανικού σχεδίου, που απέβλεπε στη γενοκτονία, στην ολοκληρωτική δηλαδή φυσική εξόντωση του Ελληνικού στοιχείου. … Πριν από τη μεγάλη γενοκτονία των Ελλήνων είχε προηγηθεί η άλλη φοβερή γενοκτονία των χριστιανών Αρμενίων, κατά την οποία το 1915 και αργότερα, βρήκαν οικτρό θάνατο 1.500.000 Αρμένιοι. Η γενοκτονία των Αρμενίων είναι το άλλο ασυγχώρητο έγκλημα κατά της ανθρωπότητος που διέπραξε η «βάρβαρη» Τουρκία, … με τη συνεργασία των συμμάχων της και την ανοχή της «πολιτισμένης» και «χριστιανικής» Δυτικής Ευρώπης καθώς και των ΗΠΑ.
Το σατανικό σχέδιο, του οποίου εμπνευστής ήταν ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς (Liman von Sanders), ένας διεστραμμένος εγκέφαλος, … προέβλεπε την άμεση εξόντωση των ανδρών ηλικίας 16 – 30 ετών, γενικό εκτοπισμό των γυναικοπαίδων και ηλικιωμένων από τις παραλιακές περιοχές της Ιωνίας και της Μαύρης Θάλασσας στα ενδότερα της Τουρκίας και στα βάθη της Ανατολής, με το πρόσχημα ότι οι Ρώσοι είχαν εξοπλίσει τους Έλληνες στα παράλια του Πόντου και υπήρχε δήθεν κίνδυνος άμεσης εξέγερσης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μάλιστα, επειδή οι εκτοπίσεις καθυστερούσαν, ο Λίμαν φον Σάντερς αγανακτισμένος έκανε αυστηρές συστάσεις προς τις αρμόδιες τουρκικές αρχές, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο που συνεπάγεται αυτή η καθυστέρηση. Την ενεργό ανάμειξη του φιλότουρκου Γερμανού στρατηγού μαρτυρεί και ο Αμερικανός πρεσβευτής Ερρίκος Μοργκεντάου.
Ιδού τι γράφει στις 16/07/1916 ο Γερμανός Πρόξενος Αμισού Κουκώφ (Kuckoff) στο Βερολίνο : «Από αξιόπιστες πηγές ο Ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Κασταμονής έχει εξορισθεί. Όμως εξορία και εξολόθρευση στα τουρκικά είναι η ίδια έννοια, γιατί όποιος δεν δολοφονήθηκε, πεθαίνει, ως επί το πλείστον, από τις αρρώστιες και την πείνα». …
Το σχέδιο προέβλεπε συγκέντρωση όλων των κατοίκων της περιοχής, που συνήθως ήσαν γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι και την εκτόπισή τους προς τα βάθη της Ανατολής, με πραγματικό σκοπό την αργή φυσική τους εξόντωση, τον «λευκό θάνατό» τους από την κακομεταχείριση, την εξαντλητική πεζοπορία, το κρύο, την πείνα, την δίψα, τις κακουχίες και τις αρρώστιες. Απώτερος στόχος των Νεοτούρκων ήταν ο αφανισμός όλων των χριστιανικών εθνοτήτων και η τουρκοποίηση των μουσουλμανικών.
Μετά την συγκέντρωση των Ελλήνων στην πλατεία του χωριού ή της πόλης, τους διέτασσαν να ετοιμασθούν αμέσως για αναχώρηση προς τα ενδότερα ή τα ανατολικότερα μέρη της Τουρκίας. Έτσι άρχιζε το μαρτύριο, η αργή φυσική εξόντωση, ο «λευκός θάνατος» των δυστυχισμένων αυτών γυναικοπαίδων και ηλικιωμένων, σύμφωνα με το καλά μελετημένο σχέδιο, αλλά, και σε πολλές περιπτώσεις, και ανδρών ηλικίας 16 – 60 ετών που ακολουθούσαν τους δημίους τους ανήμποροι να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση. Το τι οικογενειακά και ανθρώπινα δράματα έλαβαν χώρα κατά τις εξορίες αυτές είναι δύσκολο να τα συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, από δημοσίευμα της εφημερίδας «Πρωτεύουσα» (06/06/1922) που αναφέρεται στις εκτοπίσεις κατοίκων από χωριά κοντά στην Τραπεζούντα και απελάσεις 10χρονων παιδιών ! «Αι σκηναί κατά τον αποχωρισμό από τας αγκάλας των μητέρων των υπερβαίνουσι πάσαν τραγικότητα. Αι γυναίκες έξαλλοι και ολοφυρόμεναι ενηγκαλίζοντο τα τέκνα των μη εννοούσαι να τα αποχωρισθούν. Οι Τούρκοι όμως χωροφύλακες, εις τας καρδίας των οποίων είχε προ πολλού σβεσθεί παν ανθρώπινον αίσθημα, εκτύπων αυτάς διά του υποκοπάνου των όπλων των και μόνον αφού περιήρχοντο αύται εις αναισθησίαν απέσπων τα δυστυχή πλάσματα από την γλυκειάν μητρική αγκάλην …»
Ήταν πλέον ένα καθημερινό σπαρακτικό φαινόμενο οι αργοκίνητες «πορείες θανάτου», όπου έβλεπε κανείς μητέρες με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους να κουβαλάνε τα μωρά παιδιά στην αγκαλιά ή την πλάτη και τα μεγαλύτερα να προχωρούν κλαίγοντας κι αυτά πιασμένα από τα φουστάνια της δύστυχης μάνας ή της άμοιρης γιαγιάς. Πολλοί προχωρούσαν με σχισμένα ρούχα, άλλοι ξυπόλητοι και με πρησμένα πόδια. Όταν εξαντλούντο όλες οι σωματικές και ψυχικές τους δυνάμεις κατέρρεαν και σωριάζονταν στο δρόμο όπου και πέθαιναν μόνοι και αβοήθητοι. Απόλυτα απελπιστική ήταν η κατάσταση των πολύ ηλικιωμένων και των παιδιών που πέθαιναν ομαδικά από την πείνα και τις κακουχίες. Για τους Τούρκους η ζωή των Ελλήνων δεν είχε καμία αξία.
[1] Νίκου Η. Βρυώνη, «ο Πόντος των Ελλήνων», σ. 46 κ. επ., Επιμορφωτικός – Πολιτιστικός Σύλλογος Ηρακλείου Αττικής, Ηράκλειο 2005.
Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010
τρόποι διάσωσης
οι άθλιοι … Έλληνες[1]
Τυφλή και αξιοκατάκριτος είναι πάντοτε η πολιτική οσάκις δεν χειραγωγείται υπό της ηθικής· αλλ’ αποκαθίσταται και βδελυρά οσάκις περιβάλλεται την ιεράν θρησκείαν, ό εστι την ύψιστον ηθικήν, εις καταπίεσιν της πασχούσης ανθρωπότητος.
Συνεδρίαζεν η ιερά Συμμαχία εν Λαϋβάχη έχουσα προσηλωμένην όλην την προσοχήν της εις τα μεγάλα πολιτικά συμβάντα της μεσημβρινής Ευρώπης, ότ’ εξερράγη η Επανάστασις της Ελλάδος.
Χρήσιμοι (εκήρυξεν η Συμμαχία εν Λαϋβάχη την 30 απριλίου του 1821 έτους) ή αναγκαίοι μεταβολαί εν τη νομοθεσία ή εν τη διοικήσει των επικρατειών πρέπον είναι να πηγάζωσι εκ της ελευθέρας θελήσεως και της πλήρους πεποιθήσεως εκείνων εις χείρας των οποίων έθεσεν ο Θεός την εξουσίαν. Παν ό,τι παρεκτρέπεται της γνώμης ταύτης φέρει εξ ανάγκης τους λαούς εις αταξίαν, εις κλονισμούς και εις δεινά βαρύτερα παρ’ όσα προτίθεται να θεραπεύση.
Διά τριών τρόπων εδύνατο οι Έλληνες Χριστιανοί ν’ απαλλαχθώσι της δουλείας των. Ή διά της αυθορμήτου θελήσεως και της πλήρους πεποιθήσεως κατά την φράσιν της ιεράς Συμμαχίας του Σουλτάνου, ή διά των όπλων, ή διά της αρνησιθρησκείας των. Ουδείς βεβαίως, σώας έχων τα φρένας του, ήλπιζέ ποτε την απελευθέρωσιν των Ελλήνων Χριστιανών εκ της αυθορμήτου θελήσεως ενός Σουλτάνου· η χρήσις των όπλων κατεκρίνετο και αύτη και κετετρέχετο υπό της ιεράς Συμμαχίας· δεν έμενεν άρα άλλος τρόπος απελευθερώσεως παρά την αρνησιθρησκείαν. Τοιούτος ήτον ο πολιτικός φανατισμός της Συμμαχίας· ήθελε τους αθλίους Έλληνας ή Μωαμεθανούς συνδεσπόζοντας ή Χριστιανούς δουλεύοντας !
Ο Σουλτάνος εκάθηρε τον μεγάλον του βεζίρην, τον Μπετερλή-Αλή-πασάν, διότι, ως διελάμβανε το έγγραφον της καθαιρέσεώς του, εφείδετο του αίματος των Ελλήνων, και αντικατέστησε τον Σαλήχ-πασάν. Την τρίτην δε του μαΐου, ό εστι, την ημέραν του διορισμού του νέου τούτου βεζίρη, και την δωδεκάτην αφ’ ης εβεβηλώθησαν οι ναοί και εχλευάσθησαν πανδήμως τα ιερά, απεκεφάλισεν η Πύλη τον υπερεκατονταετή επίσκοπον Μυριουπόλεως, και τον εννεακαιδεκαετή υιόν του πρώτου άρχοντος της Ροδοστού. Την δε επαύριον διέταξε να κραμασθώσι και οι λοιποί φυλακισθέντες αρχιερείς, ήγουν, ο Δέρκων, ο Αδριανουπόλεως, ο Τυρνόβου και ο Θεσσαλονίκης. Οι φιλόχριστοι ούτοι αρχιερείς, εν ω μετεκομίζεντο εις τον τόπον της καταδίκης των εντός ενός και του αυτού πλοιαρίου, προητοιμάσθησαν πλήρεις πίστεως και ευλαβείας εις αποβίωσιν, έψαλαν οι ίδιοι την νεκρώσιμον ακολουθίαν των, ικέτευσαν τον Θεόν των πνευμάτων και πάσης σαρκός υπέρ αναπαύσεως των ιδίων αυτών ψυχών, και ευλόγησαν αλλήλους ειπόντες το «Μακαρία η οδός ή πορεύη σήμερον». Αφ’ ου δε προσώρμισε το φέρον αυτούς πλοιάριον εις το Αρναούτ-κιοΐ, ο αγχονιστής συμπλωτήρ και αυτός των αρχιερέων διέταξε τον Τυρνόβου ν’ αποβή και να τον παρακολουθήση. Ο Τυρνόβου κλίνας την κεφαλήν απεχαιρέτησε τους εν τω πλοιαρίω συναδελφούς και συλλειτουργούς του, τους ησπάσθη τον τελευταίον ασπασμόν, τοις είπεν εν συντριβή καρδίας καλή αντάμωσις αδελφοί εις την άλλην ζωήν, και παρακολουθήσας τον αγχονιστήν του εκρεμάσθη από του ανωφλοίου ενός κουρείου. Ο δε μέλας την μορφήν καθώς και την καρδίαν αγχονιστής του, επανελθών εις το πλοιάριον, μετέφερε τα εν αυτώ απολειφθέντα θύματά του εις το Μέγα-ρευμα όπου εκρέμασε τον Θεσσαλονίκης, και εκείθεν εις τα Θεραπεία προς ποινήν του Δέρκων. Ο υπέργηρος ούτος αρχιερεύς, ο υπέρ πάντα άλλον τιμώμενος διά την εμβρίθειάν του, διά την πολλήν ελευθεροστομίαν του και διά την γενναιοκαρδίαν του, αφ’ ου έφθασεν έμπροσθεν της πύλης της αυλής της μητροπόλεώς του όπου έμελλε να κρεμασθή, εζήτησεν άδειαν να προσευχηθή, προσευχήθη, παρεκάλεσε τον αγχονιστή του να μη του δέση τας χείρας, και λαβών την οποίαν εκράτει εκείνος θηλείαν, την ευλόγησε τρις σταυροειδώς εκφωνήσας το «εις το όνομα του Πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος», και στραφείς προς τον αγχονιστήν «εκτέλεσε», είπε με βαρεία τη φωνή, «εκτέλεσε την εντολήν του ασεβούς κυρίου σου». Είπε, και η εντολή του ασεβούς εξετελέσθη.
[1] Σπυρίδωνος Τρικούπη, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Α΄, εκδόσεις Δημιουργία, Αθήνα 1996.
Τυφλή και αξιοκατάκριτος είναι πάντοτε η πολιτική οσάκις δεν χειραγωγείται υπό της ηθικής· αλλ’ αποκαθίσταται και βδελυρά οσάκις περιβάλλεται την ιεράν θρησκείαν, ό εστι την ύψιστον ηθικήν, εις καταπίεσιν της πασχούσης ανθρωπότητος.
Συνεδρίαζεν η ιερά Συμμαχία εν Λαϋβάχη έχουσα προσηλωμένην όλην την προσοχήν της εις τα μεγάλα πολιτικά συμβάντα της μεσημβρινής Ευρώπης, ότ’ εξερράγη η Επανάστασις της Ελλάδος.
Χρήσιμοι (εκήρυξεν η Συμμαχία εν Λαϋβάχη την 30 απριλίου του 1821 έτους) ή αναγκαίοι μεταβολαί εν τη νομοθεσία ή εν τη διοικήσει των επικρατειών πρέπον είναι να πηγάζωσι εκ της ελευθέρας θελήσεως και της πλήρους πεποιθήσεως εκείνων εις χείρας των οποίων έθεσεν ο Θεός την εξουσίαν. Παν ό,τι παρεκτρέπεται της γνώμης ταύτης φέρει εξ ανάγκης τους λαούς εις αταξίαν, εις κλονισμούς και εις δεινά βαρύτερα παρ’ όσα προτίθεται να θεραπεύση.
Διά τριών τρόπων εδύνατο οι Έλληνες Χριστιανοί ν’ απαλλαχθώσι της δουλείας των. Ή διά της αυθορμήτου θελήσεως και της πλήρους πεποιθήσεως κατά την φράσιν της ιεράς Συμμαχίας του Σουλτάνου, ή διά των όπλων, ή διά της αρνησιθρησκείας των. Ουδείς βεβαίως, σώας έχων τα φρένας του, ήλπιζέ ποτε την απελευθέρωσιν των Ελλήνων Χριστιανών εκ της αυθορμήτου θελήσεως ενός Σουλτάνου· η χρήσις των όπλων κατεκρίνετο και αύτη και κετετρέχετο υπό της ιεράς Συμμαχίας· δεν έμενεν άρα άλλος τρόπος απελευθερώσεως παρά την αρνησιθρησκείαν. Τοιούτος ήτον ο πολιτικός φανατισμός της Συμμαχίας· ήθελε τους αθλίους Έλληνας ή Μωαμεθανούς συνδεσπόζοντας ή Χριστιανούς δουλεύοντας !
Ο Σουλτάνος εκάθηρε τον μεγάλον του βεζίρην, τον Μπετερλή-Αλή-πασάν, διότι, ως διελάμβανε το έγγραφον της καθαιρέσεώς του, εφείδετο του αίματος των Ελλήνων, και αντικατέστησε τον Σαλήχ-πασάν. Την τρίτην δε του μαΐου, ό εστι, την ημέραν του διορισμού του νέου τούτου βεζίρη, και την δωδεκάτην αφ’ ης εβεβηλώθησαν οι ναοί και εχλευάσθησαν πανδήμως τα ιερά, απεκεφάλισεν η Πύλη τον υπερεκατονταετή επίσκοπον Μυριουπόλεως, και τον εννεακαιδεκαετή υιόν του πρώτου άρχοντος της Ροδοστού. Την δε επαύριον διέταξε να κραμασθώσι και οι λοιποί φυλακισθέντες αρχιερείς, ήγουν, ο Δέρκων, ο Αδριανουπόλεως, ο Τυρνόβου και ο Θεσσαλονίκης. Οι φιλόχριστοι ούτοι αρχιερείς, εν ω μετεκομίζεντο εις τον τόπον της καταδίκης των εντός ενός και του αυτού πλοιαρίου, προητοιμάσθησαν πλήρεις πίστεως και ευλαβείας εις αποβίωσιν, έψαλαν οι ίδιοι την νεκρώσιμον ακολουθίαν των, ικέτευσαν τον Θεόν των πνευμάτων και πάσης σαρκός υπέρ αναπαύσεως των ιδίων αυτών ψυχών, και ευλόγησαν αλλήλους ειπόντες το «Μακαρία η οδός ή πορεύη σήμερον». Αφ’ ου δε προσώρμισε το φέρον αυτούς πλοιάριον εις το Αρναούτ-κιοΐ, ο αγχονιστής συμπλωτήρ και αυτός των αρχιερέων διέταξε τον Τυρνόβου ν’ αποβή και να τον παρακολουθήση. Ο Τυρνόβου κλίνας την κεφαλήν απεχαιρέτησε τους εν τω πλοιαρίω συναδελφούς και συλλειτουργούς του, τους ησπάσθη τον τελευταίον ασπασμόν, τοις είπεν εν συντριβή καρδίας καλή αντάμωσις αδελφοί εις την άλλην ζωήν, και παρακολουθήσας τον αγχονιστήν του εκρεμάσθη από του ανωφλοίου ενός κουρείου. Ο δε μέλας την μορφήν καθώς και την καρδίαν αγχονιστής του, επανελθών εις το πλοιάριον, μετέφερε τα εν αυτώ απολειφθέντα θύματά του εις το Μέγα-ρευμα όπου εκρέμασε τον Θεσσαλονίκης, και εκείθεν εις τα Θεραπεία προς ποινήν του Δέρκων. Ο υπέργηρος ούτος αρχιερεύς, ο υπέρ πάντα άλλον τιμώμενος διά την εμβρίθειάν του, διά την πολλήν ελευθεροστομίαν του και διά την γενναιοκαρδίαν του, αφ’ ου έφθασεν έμπροσθεν της πύλης της αυλής της μητροπόλεώς του όπου έμελλε να κρεμασθή, εζήτησεν άδειαν να προσευχηθή, προσευχήθη, παρεκάλεσε τον αγχονιστή του να μη του δέση τας χείρας, και λαβών την οποίαν εκράτει εκείνος θηλείαν, την ευλόγησε τρις σταυροειδώς εκφωνήσας το «εις το όνομα του Πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος», και στραφείς προς τον αγχονιστήν «εκτέλεσε», είπε με βαρεία τη φωνή, «εκτέλεσε την εντολήν του ασεβούς κυρίου σου». Είπε, και η εντολή του ασεβούς εξετελέσθη.
[1] Σπυρίδωνος Τρικούπη, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Α΄, εκδόσεις Δημιουργία, Αθήνα 1996.
Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010
η ιστορία διδάσκει
Κατοχικά[1]
Όσο προχωρούσε το 1943 τόσο η τρομοκρατία των Γερμανών και των Ιταλών επλήθαινε. Τα φοβερά μηνύματα φθάναν απ’ όλη την Ελλάδα. Αφανιζόταν η Ελλάδα, τα χωριά της, τα έργα του μόχθου γενεών, τα γεφύρια, οι δρόμοι, οι άνθρωποι.
…
Εξ αφορμής μιας εγκυκλίου του, που ήταν ν’ αναγνωσθή επ’ εκκλησίαις την 25η Μαρίου 1943, (ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός) συγκρούεται με την Κυβέρνηση Λογοθετοπούλου. Ο Γενικός Γραμματεύς του Γραφείου του Πρωθυπουργού έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο ένα ανοίκειο γράμμα (24/03/1943)
Προς τον Μακ. Αρχιεπίσκοπον Αθηνών κ. Δαμασκηνόν.
«Κατόπιν της ληφθείσης υπό της Κυβερνήσεως αποφάσεως, εν συνεννοήσει μετά των Πολιτικών και Στρατιωτικών Αρχών Κατοχής, όπως μη εορτασθή εφέτος, λόγω των εξαιρετικώς ανωμάλων περιστάσεων υφ’ ας διατελεί η Χώρα, η επέτειος της 25ης Μαρτίου ως Εθνικής Εορτής, έχω την τιμήν να διαβιβάσω υμίν εντολήν της Κυβερνήσεως όπως εν συνεχεία προς τα ληφθέντα μέτρα προς προστασίαν της δημοσίας τάξεως απαγορευθή δι’ επειγούσης εγκυκλίου διαταγής υμών οιαδήποτε εκκλησιαστική τελετή ή ανάγνωσις εγκυκλίων προς το πλήρωμα της υμετέρας Αρχιεπισκοπής, επ’ ευκαιρία της εν λόγω επετείου.
Διά την ακριβή εκτέλεσιν της παρούσης, εκτός της υμετέρας προσωπικής ευθύνης έναντι της Κυβερνήσεως θέλουσι καταστή επίσης προσωπικώς υπέυθυνοι και οι εκασταχού Αιδεσιμώτατοι Εφημέριοι της καθ’ υμάς Αρχιεπισκοπής ως και πας λόγω αρμοδιότητος δυνάμενος να καταστή υπεύθυνος.
Επί τη ευκαιρία ταύτη, εντολή της Αυτού Εξοχότητος του Προέδρου της Κυβερνήσεως, παρακαλώ όπως από τούδε οιαδήποτε επ’ εκκλησίαις ανάγνωσις, η οποία δεν ήθελεν έχει περιεχόμενον αυστηρώς και μόνον εκκλησιαστικόν, υποβάλλεται προηγουμένως προς έγκρισιν εις το Γραφείον της Αυτού Εξοχότητος του κ. Πρωθυπουργού, καθιστωμένων εν εναντία περιπτώσει προς τούτο υπευθύνων εκτός της Υμετέρας Μακαριότητος και των Αιδεσιμωτάτων Εφημερίων της καθ’ ημάς Αρχιεπισκοπής. Ο έλεγχος της ακριβούς εκτελέσεως της παρούσης ανατέθη εις την Διεύθυνιν της Αστυνομίας Αθηνών.»
Ο Γενικός Γραμματεύς
Θ. Στελλάκης
Το γράμμα αυτό επιστρέφεται στον αποστολέα του με το εξής σημείωμα :
«Επισημειωματικώς :
Επιστρέφεται, εντολή της Αυτού Μακαριότητός του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, προς τον αυτόν κ. Γεν. Γραμματέα, ως απαράδεκτον, αφ’ ενός μεν διότι ούτος, όλως ατόπως και αναρμοδίως, απευθύνεται προς τον Αρχιεπίσκοπον επί ζητημάτων αναγομένων εις την πνευματικήν δικαιοδοσίαν αυτού, αφ’ ετέρου δε διότι το έγγραφον, διά τε το προπετές ύφος και το ανοίκειον περιεχόμενον αποτελεί προφανή ανευλάβειαν, εις ην προσήκει ο βαρύτερος χαρακτηρισμός.»
26/03/1943
Εκ του Ιδιαιτέρου Γραφείου
της Αυτού Μακαριότητος του Αρχιεπισκόπου
[1] Ηλία Βενέζη, «Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός», σ. 220-221, Εστία, Αθήνα 1981.
Όσο προχωρούσε το 1943 τόσο η τρομοκρατία των Γερμανών και των Ιταλών επλήθαινε. Τα φοβερά μηνύματα φθάναν απ’ όλη την Ελλάδα. Αφανιζόταν η Ελλάδα, τα χωριά της, τα έργα του μόχθου γενεών, τα γεφύρια, οι δρόμοι, οι άνθρωποι.
…
Εξ αφορμής μιας εγκυκλίου του, που ήταν ν’ αναγνωσθή επ’ εκκλησίαις την 25η Μαρίου 1943, (ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός) συγκρούεται με την Κυβέρνηση Λογοθετοπούλου. Ο Γενικός Γραμματεύς του Γραφείου του Πρωθυπουργού έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο ένα ανοίκειο γράμμα (24/03/1943)
Προς τον Μακ. Αρχιεπίσκοπον Αθηνών κ. Δαμασκηνόν.
«Κατόπιν της ληφθείσης υπό της Κυβερνήσεως αποφάσεως, εν συνεννοήσει μετά των Πολιτικών και Στρατιωτικών Αρχών Κατοχής, όπως μη εορτασθή εφέτος, λόγω των εξαιρετικώς ανωμάλων περιστάσεων υφ’ ας διατελεί η Χώρα, η επέτειος της 25ης Μαρτίου ως Εθνικής Εορτής, έχω την τιμήν να διαβιβάσω υμίν εντολήν της Κυβερνήσεως όπως εν συνεχεία προς τα ληφθέντα μέτρα προς προστασίαν της δημοσίας τάξεως απαγορευθή δι’ επειγούσης εγκυκλίου διαταγής υμών οιαδήποτε εκκλησιαστική τελετή ή ανάγνωσις εγκυκλίων προς το πλήρωμα της υμετέρας Αρχιεπισκοπής, επ’ ευκαιρία της εν λόγω επετείου.
Διά την ακριβή εκτέλεσιν της παρούσης, εκτός της υμετέρας προσωπικής ευθύνης έναντι της Κυβερνήσεως θέλουσι καταστή επίσης προσωπικώς υπέυθυνοι και οι εκασταχού Αιδεσιμώτατοι Εφημέριοι της καθ’ υμάς Αρχιεπισκοπής ως και πας λόγω αρμοδιότητος δυνάμενος να καταστή υπεύθυνος.
Επί τη ευκαιρία ταύτη, εντολή της Αυτού Εξοχότητος του Προέδρου της Κυβερνήσεως, παρακαλώ όπως από τούδε οιαδήποτε επ’ εκκλησίαις ανάγνωσις, η οποία δεν ήθελεν έχει περιεχόμενον αυστηρώς και μόνον εκκλησιαστικόν, υποβάλλεται προηγουμένως προς έγκρισιν εις το Γραφείον της Αυτού Εξοχότητος του κ. Πρωθυπουργού, καθιστωμένων εν εναντία περιπτώσει προς τούτο υπευθύνων εκτός της Υμετέρας Μακαριότητος και των Αιδεσιμωτάτων Εφημερίων της καθ’ ημάς Αρχιεπισκοπής. Ο έλεγχος της ακριβούς εκτελέσεως της παρούσης ανατέθη εις την Διεύθυνιν της Αστυνομίας Αθηνών.»
Ο Γενικός Γραμματεύς
Θ. Στελλάκης
Το γράμμα αυτό επιστρέφεται στον αποστολέα του με το εξής σημείωμα :
«Επισημειωματικώς :
Επιστρέφεται, εντολή της Αυτού Μακαριότητός του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, προς τον αυτόν κ. Γεν. Γραμματέα, ως απαράδεκτον, αφ’ ενός μεν διότι ούτος, όλως ατόπως και αναρμοδίως, απευθύνεται προς τον Αρχιεπίσκοπον επί ζητημάτων αναγομένων εις την πνευματικήν δικαιοδοσίαν αυτού, αφ’ ετέρου δε διότι το έγγραφον, διά τε το προπετές ύφος και το ανοίκειον περιεχόμενον αποτελεί προφανή ανευλάβειαν, εις ην προσήκει ο βαρύτερος χαρακτηρισμός.»
26/03/1943
Εκ του Ιδιαιτέρου Γραφείου
της Αυτού Μακαριότητος του Αρχιεπισκόπου
[1] Ηλία Βενέζη, «Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός», σ. 220-221, Εστία, Αθήνα 1981.
Εικόνες :
ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (1891-1949)
Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010
οικονομικά διδάγματα
η οικονομική ήττα των δυτικών δημοκρατιών[1]
Την ήττα τους οι ευρωπαϊκές δυτικές δημοκρατίες την είχαν αναγνωρίσει και εσωτερικά. Ολόκληρη, μάλιστα, η εξωτερική τους πολιτική ήταν συνάρτηση της εσωτερικής αδυναμίας τους. Στα είκοσι χρόνια που χωρίζουν μεταξύ τους τους δυο παγκόσμιους πολέμους, οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας ήταν σε αποσύνθεση. Η δημοκρατία ως κράτος υποχωρούσε αδιάκοπα στη δημοκρατία ως κοινωνία. Η δημοκρατία, όμως, πρέπει νάναι και κράτος, όχι μόνο κοινωνία. Σ’ αυτές τις δύο φράσεις βρίσκεται ολόκληρο το πρόβλημα.
Όταν, στον ΙΘ΄ αιώνα, άρχισαν να εδραιώνονται οι δημοκρατίες, φυσικό ήταν να πέσει το κύριο βάρος στη δημοκρατία ως κοινωνία. Το κράτος έπρεπε ν’ αδυνατίσει. Είχε καταντήσει πολύ ισχυρό, τουλάχιστον στον τύπο και στην νομική μορφή του. Η κοινωνία έπρεπε να χειραφετηθεί όσο μπορούσε περισσότερο από το κράτος. Οι πιο πολλοί θεώρησαν μάλιστα ότι σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η δημοκρατία. Το απαιτούσε άλλωστε κι’ ο οικονομικός φιλελευθερισμός που είχε τότε τον λόγο του. Το κράτος έπρεπε να γίνει όσο μπορούσε λιγότερο «κράτος», έπρεπε να γίνει, στη σχέση του ειδικά προς την εθνική του κοινωνία, παθητικό, ουδέτερο, άψυχο.
…
Στον Κ΄ αιώνα - … προπάντων ύστερ’ από τα 1918 – έπρεπε η δημοκρατία που είχε γίνει κοινωνία να γίνει και κράτος. Το κύριο βάρος έπρεπε να πέσει τώρα στη δημοκρατία ως κράτος. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, που φυσικά ποτέ δεν ήταν απόλυτος, είχε ξεπερασθεί. Είχε αρχίσει μάλιστα να ξεπερνιέται από το 1880, όταν ο καπιταλισμός μπήκε στο στάδιο των οικονομικών μονοπωλίων. Αυτό δεν έγινε, τότε, με καμιά κρατική προστασία. Έγινε αυτόματα, δυναμικά. Κι’ αν ξεπεράστηκε σε πολλές μορφές του ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ξεπεράστηκε κάπως και το αδύνατο άτομο μεσ’ στην κοινωνία. Όταν συνασπίστηκε το κεφάλαιο, συνασπίστηκαν και οι εργάτες.
Η Γαλλική Επανάσταση είχε χαρακτηρίσει ως ασυμβίβαστους με την δημοκρατία τους επαγγελματικούς συνασπισμούς. Η δημοκρατία, στον Κ΄ αιώνα, χωρίς η ίδια να οργανωθεί σε κράτος ισχυρό, άφησε τους οικονομικούς (κεφαλαιοκρατικούς) συνασπισμούς ή τους επαγγελματικούς συνασπισμούς των ασθενέστερων τάξεων να δυναμώσουν τόσο που κι’ αυτή η δημοκρατία ως κοινωνία έγινε ένα παράδοξο κατασκεύασμα.
…
Η δημοκρατία, ύστερ’ από τα 1918, έπρεπε να είχε γίνει προπάντων «κράτος», κράτος που θα χτυπούσε τους εχθρούς του, επαναστατώντας το ίδιο πριν επαναστατήσουν ή το υπονομεύσουν εκείνοι και αντιμετωπίζοντας με επαναστατικό δημοκρατικό πάθος την κοινωνική και οικονομική αναρχία, δηλαδή καταργώντας την οικονομική δύναμη των ισχυρών και περιστέλλοντας ύστερα την κοινωνική δύναμη των συνασπισμένων αδυνάτων.
[1] Νέα Εστία Αφιέρωμα στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο (1902-1986), από το βιβλίο του «Ο εικοστός Αιώνας», σ. 297 κ. επ., Χριστούγεννα 1996
Την ήττα τους οι ευρωπαϊκές δυτικές δημοκρατίες την είχαν αναγνωρίσει και εσωτερικά. Ολόκληρη, μάλιστα, η εξωτερική τους πολιτική ήταν συνάρτηση της εσωτερικής αδυναμίας τους. Στα είκοσι χρόνια που χωρίζουν μεταξύ τους τους δυο παγκόσμιους πολέμους, οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας ήταν σε αποσύνθεση. Η δημοκρατία ως κράτος υποχωρούσε αδιάκοπα στη δημοκρατία ως κοινωνία. Η δημοκρατία, όμως, πρέπει νάναι και κράτος, όχι μόνο κοινωνία. Σ’ αυτές τις δύο φράσεις βρίσκεται ολόκληρο το πρόβλημα.
Όταν, στον ΙΘ΄ αιώνα, άρχισαν να εδραιώνονται οι δημοκρατίες, φυσικό ήταν να πέσει το κύριο βάρος στη δημοκρατία ως κοινωνία. Το κράτος έπρεπε ν’ αδυνατίσει. Είχε καταντήσει πολύ ισχυρό, τουλάχιστον στον τύπο και στην νομική μορφή του. Η κοινωνία έπρεπε να χειραφετηθεί όσο μπορούσε περισσότερο από το κράτος. Οι πιο πολλοί θεώρησαν μάλιστα ότι σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η δημοκρατία. Το απαιτούσε άλλωστε κι’ ο οικονομικός φιλελευθερισμός που είχε τότε τον λόγο του. Το κράτος έπρεπε να γίνει όσο μπορούσε λιγότερο «κράτος», έπρεπε να γίνει, στη σχέση του ειδικά προς την εθνική του κοινωνία, παθητικό, ουδέτερο, άψυχο.
…
Στον Κ΄ αιώνα - … προπάντων ύστερ’ από τα 1918 – έπρεπε η δημοκρατία που είχε γίνει κοινωνία να γίνει και κράτος. Το κύριο βάρος έπρεπε να πέσει τώρα στη δημοκρατία ως κράτος. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, που φυσικά ποτέ δεν ήταν απόλυτος, είχε ξεπερασθεί. Είχε αρχίσει μάλιστα να ξεπερνιέται από το 1880, όταν ο καπιταλισμός μπήκε στο στάδιο των οικονομικών μονοπωλίων. Αυτό δεν έγινε, τότε, με καμιά κρατική προστασία. Έγινε αυτόματα, δυναμικά. Κι’ αν ξεπεράστηκε σε πολλές μορφές του ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ξεπεράστηκε κάπως και το αδύνατο άτομο μεσ’ στην κοινωνία. Όταν συνασπίστηκε το κεφάλαιο, συνασπίστηκαν και οι εργάτες.
Η Γαλλική Επανάσταση είχε χαρακτηρίσει ως ασυμβίβαστους με την δημοκρατία τους επαγγελματικούς συνασπισμούς. Η δημοκρατία, στον Κ΄ αιώνα, χωρίς η ίδια να οργανωθεί σε κράτος ισχυρό, άφησε τους οικονομικούς (κεφαλαιοκρατικούς) συνασπισμούς ή τους επαγγελματικούς συνασπισμούς των ασθενέστερων τάξεων να δυναμώσουν τόσο που κι’ αυτή η δημοκρατία ως κοινωνία έγινε ένα παράδοξο κατασκεύασμα.
…
Η δημοκρατία, ύστερ’ από τα 1918, έπρεπε να είχε γίνει προπάντων «κράτος», κράτος που θα χτυπούσε τους εχθρούς του, επαναστατώντας το ίδιο πριν επαναστατήσουν ή το υπονομεύσουν εκείνοι και αντιμετωπίζοντας με επαναστατικό δημοκρατικό πάθος την κοινωνική και οικονομική αναρχία, δηλαδή καταργώντας την οικονομική δύναμη των ισχυρών και περιστέλλοντας ύστερα την κοινωνική δύναμη των συνασπισμένων αδυνάτων.
[1] Νέα Εστία Αφιέρωμα στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο (1902-1986), από το βιβλίο του «Ο εικοστός Αιώνας», σ. 297 κ. επ., Χριστούγεννα 1996
Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010
πολιτικά διδάγματα
Ταπεινότατοι πινακογλείφτες[1]
Το ξύπνημα για τους Έλληνες ύστερα από το όνειρο ήταν αναπάντεχο. Μετατοπίστηκε λοιπόν το κέντρο της Ρωμιοσύνης που ήταν ίσαμε τότε στη φαντασία των Ρωμιών η Πόλη και τεχνητά πλάστηκε η Αθήνα νέο κέντρο Ρωμιοσύνης, προσωρινό όμως κατά την αντίληψή τους.
Μα εδώ ξεπροβάλλουν αμέσως οι συνέπειες του χωρισμού της Ρωμιοσύνης σε δύο, που το ένα μέρος, το μεγαλύτερο, έμεινε στην τούρκικη πολιτική κυριαρχία αποκάτω, ενώ το άλλο αφέθηκε να αυτοκυβερνηθεί. Αρκετά γρήγορα λησμόνησαν οι περισσότεροι από τους Ελλαδίτες πως η Αθήνα ήταν η προσωρινή πρωτεύουσά τους. Αγάλι, αγάλι εσυνήθισαν τη μικρότητα που, μ’ όλο το μεγαλείο τους, εδημιούργησαν οι αγώνες του έθνους, και καλοκάθισαν στην Αθήνα, έχτισαν πέτρινα σπίτια και τα’ αγάπησαν έπειτα τα σπίτια τους. Φτωχός ο τόπος και οι εργατικοί άνθρωποι πρώτα, πρώτα κύταξαν να κάμουν παράδες, οι άλλοι οι «κλέφτες» και οι «γραμματιζούμενοι» άρπαξαν κυβερνητικές θέσες, μισθούς και αξιώματα. Ο καινούριος ελληνικός πολιτικός πυρήνας, σαν πυρήνας που ήταν, άρχισε να φανερώνει όλη του τη συγκεντρωτική δύναμη. Και οι Έλλαδίτες ολοένα πήγαιναν να λησμονήσουν πως όλοι μαζί οι Έλληνες, και όχι μοναχοί τους αυτοί, είχαν δημιουργήσει τη μικρή Ελλάδα, και θα λησμονούσαν ολότελα τους άλλους Έλληνες, τους συνεργάτες τους, αν δε βρίσκονταν ανάμεσά τους λιγοστοί που θυμούνταν ακόμη με τί λογής σκοπό είχε γίνει το κράτος και αν δεν πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα από την Τουρκία στην Ελλάδα άνθρωποι που δεν είχαν ξεχάσει τίποτε από τα παλιά, γιατί γι’ αυτούς τίποτα δεν είχε αλλάξει και ο βαρύς Τούρκος σα βραχνάς ακόμα τους έπνιγε. Και οι άνθρωποι που από την Ελλάδα πήγαιναν στην Τουρκία, και αυτοί, με το να ζούνε ανάμεσα στους αλύτρωτους αδελφούς, ένοιωθαν καλλίτερα το γενικό ελληνικό ζήτημα και γίνονταν κρίκος των δύο Ελλάδων.
Δυο ρεύματα έτσι από διαφορετικές ιδεολογίες, τη μια ελλαδική και την άλλη ελληνική, τη μια στενά κρατική και την άλλη εθνική και γενική. Οι Έλληνες της Τουρκιάς, με το να βρίσκονται ανάμεσα και σ’ άλλα έθνη και αποκάτω από ξένη πολιτική κυριαρχία τυραννική, θυμούνταν τον εαυτό τους περισσότερο, τον ξεχώριζαν συνειδητά και κατασύνεχα από τους άλλους λαούς και βαστούσαν ξαναμμένο μέσα τους τον πόθο και την ελπίδα του λυτρωμού. Οι άλλοι, σα λυτρωμένοι που ήταν, ξεχάνονταν σαν Έλληνες και καταπιάνονταν άλλες δουλειές, καταγίνονταν στη λεγόμενη εσωτερική πολιτική του αλληλοφαγωμού, της εκμετάλλευσης και της συναλλαγής. Ο καβγάς για το πάπλωμα. Οι ειλικρινότεροι γύρευαν το πολύ να καλοδιοικηθεί η Ελλάδα, τίποτε άλλο. Ως τόσο πότε, πότε οι φωνές των έξω τάραξαν τους μέσα, μα για λίγο καιρό, και πάλι βιαστικά ξανάπιαναν τους καβγάδες τους και τα μικροσυμφέροντα.
Ανάμεσα στα δύο ρεύματα βρέθηκε κάποιος συμβιβασμός. Ο μέσος όρος αυτός φύτρωσε στα μυαλά των πολιτικών του κράτους, που τους έτρωγε αριά και πού, όταν παραφώναζαν οι έξω, η κακή συνείδηση που λησμονούσαν το σκοπό του κράτους. Οι ολιγόπιστοι, αν όχι άπιστοι αυτοί άνθρωποι, ανάξια παιδιά και αγγόνια εκείνων που δε σάστισαν να τα βάλουν με μιαν αυτοκρατορία, κατάντησαν ταπεινότατοι πινακογλείφτες της Τουρκιάς και της Ευρώπης.
Το ξύπνημα για τους Έλληνες ύστερα από το όνειρο ήταν αναπάντεχο. Μετατοπίστηκε λοιπόν το κέντρο της Ρωμιοσύνης που ήταν ίσαμε τότε στη φαντασία των Ρωμιών η Πόλη και τεχνητά πλάστηκε η Αθήνα νέο κέντρο Ρωμιοσύνης, προσωρινό όμως κατά την αντίληψή τους.
Μα εδώ ξεπροβάλλουν αμέσως οι συνέπειες του χωρισμού της Ρωμιοσύνης σε δύο, που το ένα μέρος, το μεγαλύτερο, έμεινε στην τούρκικη πολιτική κυριαρχία αποκάτω, ενώ το άλλο αφέθηκε να αυτοκυβερνηθεί. Αρκετά γρήγορα λησμόνησαν οι περισσότεροι από τους Ελλαδίτες πως η Αθήνα ήταν η προσωρινή πρωτεύουσά τους. Αγάλι, αγάλι εσυνήθισαν τη μικρότητα που, μ’ όλο το μεγαλείο τους, εδημιούργησαν οι αγώνες του έθνους, και καλοκάθισαν στην Αθήνα, έχτισαν πέτρινα σπίτια και τα’ αγάπησαν έπειτα τα σπίτια τους. Φτωχός ο τόπος και οι εργατικοί άνθρωποι πρώτα, πρώτα κύταξαν να κάμουν παράδες, οι άλλοι οι «κλέφτες» και οι «γραμματιζούμενοι» άρπαξαν κυβερνητικές θέσες, μισθούς και αξιώματα. Ο καινούριος ελληνικός πολιτικός πυρήνας, σαν πυρήνας που ήταν, άρχισε να φανερώνει όλη του τη συγκεντρωτική δύναμη. Και οι Έλλαδίτες ολοένα πήγαιναν να λησμονήσουν πως όλοι μαζί οι Έλληνες, και όχι μοναχοί τους αυτοί, είχαν δημιουργήσει τη μικρή Ελλάδα, και θα λησμονούσαν ολότελα τους άλλους Έλληνες, τους συνεργάτες τους, αν δε βρίσκονταν ανάμεσά τους λιγοστοί που θυμούνταν ακόμη με τί λογής σκοπό είχε γίνει το κράτος και αν δεν πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα από την Τουρκία στην Ελλάδα άνθρωποι που δεν είχαν ξεχάσει τίποτε από τα παλιά, γιατί γι’ αυτούς τίποτα δεν είχε αλλάξει και ο βαρύς Τούρκος σα βραχνάς ακόμα τους έπνιγε. Και οι άνθρωποι που από την Ελλάδα πήγαιναν στην Τουρκία, και αυτοί, με το να ζούνε ανάμεσα στους αλύτρωτους αδελφούς, ένοιωθαν καλλίτερα το γενικό ελληνικό ζήτημα και γίνονταν κρίκος των δύο Ελλάδων.
Δυο ρεύματα έτσι από διαφορετικές ιδεολογίες, τη μια ελλαδική και την άλλη ελληνική, τη μια στενά κρατική και την άλλη εθνική και γενική. Οι Έλληνες της Τουρκιάς, με το να βρίσκονται ανάμεσα και σ’ άλλα έθνη και αποκάτω από ξένη πολιτική κυριαρχία τυραννική, θυμούνταν τον εαυτό τους περισσότερο, τον ξεχώριζαν συνειδητά και κατασύνεχα από τους άλλους λαούς και βαστούσαν ξαναμμένο μέσα τους τον πόθο και την ελπίδα του λυτρωμού. Οι άλλοι, σα λυτρωμένοι που ήταν, ξεχάνονταν σαν Έλληνες και καταπιάνονταν άλλες δουλειές, καταγίνονταν στη λεγόμενη εσωτερική πολιτική του αλληλοφαγωμού, της εκμετάλλευσης και της συναλλαγής. Ο καβγάς για το πάπλωμα. Οι ειλικρινότεροι γύρευαν το πολύ να καλοδιοικηθεί η Ελλάδα, τίποτε άλλο. Ως τόσο πότε, πότε οι φωνές των έξω τάραξαν τους μέσα, μα για λίγο καιρό, και πάλι βιαστικά ξανάπιαναν τους καβγάδες τους και τα μικροσυμφέροντα.
Ανάμεσα στα δύο ρεύματα βρέθηκε κάποιος συμβιβασμός. Ο μέσος όρος αυτός φύτρωσε στα μυαλά των πολιτικών του κράτους, που τους έτρωγε αριά και πού, όταν παραφώναζαν οι έξω, η κακή συνείδηση που λησμονούσαν το σκοπό του κράτους. Οι ολιγόπιστοι, αν όχι άπιστοι αυτοί άνθρωποι, ανάξια παιδιά και αγγόνια εκείνων που δε σάστισαν να τα βάλουν με μιαν αυτοκρατορία, κατάντησαν ταπεινότατοι πινακογλείφτες της Τουρκιάς και της Ευρώπης.
Εικόνες :
από την Αθήνα του χθες_η παλιά βουλή
Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010
μαθήματα μαθηματικών (συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι)
Η οσμή των τόκων φοβερή
την πολιτεία πνίγει·
δεν είναι όμως αρκετή,
των εριφίων η σιωπή,
αντίδραση να γίνει·
την πολιτεία πνίγει·
δεν είναι όμως αρκετή,
των εριφίων η σιωπή,
αντίδραση να γίνει·
και το ερίφιο είσαι 'συ.
Τόκοι ανατοκιζόμενοι[1]
- Ο κύριος Καραγάτσης ;
- Ο ίδιος.
- «Μι» Καραγάτσης ;
- «Μι» του Γάμα».
- Ένα ένταλμα για σας.
Επήρα το πράσινο χαρτί από τα χέρια του αστυφύλακα, και προσπάθησα να ξεκαθαρίσω τα ιεροφλυφικά του. Ήταν φανερό πως το Ελληνικόν Δημόσιον με απειλούσε με τρομακτικές ποινές, αν δεν κατέβαλλα «εντός των νομίμων προθεσμιών» και στον τάδε ταμία, το ποσόν των δραχμών 786,65.
Κάθε συζήτηση γι’ αυτά τα πράγματα είναι μάταιη.
- Καλά, φίλε μου, είπα στον αστυφύλακα. Θα φροντίσω.
Ήταν η ώρα της δουλειάς. Μια στοίβα γράμματα περίμεναν ν’ ανοιχτούν, να διαβαστούν, να διεκπεραιωθούν, ενώ το τηλέφωνο βροντούσε κάθε τρία λεπτά. Έχωσα το πράσινο χαρτί στο συρτάρι μου, και δεν το ξανασκέφθηκα ως το μεσημέρι.
Σαν κόπηκε η φασαρία, το έβγαλα από το συρτάρι και το εξέτασα με προσοχή. Η οφειλή του προερχόταν από είδη δημοσίου μη επιστραφέντα μετά την απότισιν της στρατιωτικής μου θητείας. Και συγκεκριμένως:
1) Μία αμφίστομος μάχαιρα χαρακώματος Δρχ. 250
2) Τόκοι ανατοκιζόμενοι επί μίαν εξαετίαν
και διάφορα έξοδα … … … Δρχ. 536, 65
Σύνολον Δρχ. 786,65
- Τι διάβολο !
Τόκοι ανατοκιζόμενοι[1]
- Ο κύριος Καραγάτσης ;
- Ο ίδιος.
- «Μι» Καραγάτσης ;
- «Μι» του Γάμα».
- Ένα ένταλμα για σας.
Επήρα το πράσινο χαρτί από τα χέρια του αστυφύλακα, και προσπάθησα να ξεκαθαρίσω τα ιεροφλυφικά του. Ήταν φανερό πως το Ελληνικόν Δημόσιον με απειλούσε με τρομακτικές ποινές, αν δεν κατέβαλλα «εντός των νομίμων προθεσμιών» και στον τάδε ταμία, το ποσόν των δραχμών 786,65.
Κάθε συζήτηση γι’ αυτά τα πράγματα είναι μάταιη.
- Καλά, φίλε μου, είπα στον αστυφύλακα. Θα φροντίσω.
Ήταν η ώρα της δουλειάς. Μια στοίβα γράμματα περίμεναν ν’ ανοιχτούν, να διαβαστούν, να διεκπεραιωθούν, ενώ το τηλέφωνο βροντούσε κάθε τρία λεπτά. Έχωσα το πράσινο χαρτί στο συρτάρι μου, και δεν το ξανασκέφθηκα ως το μεσημέρι.
Σαν κόπηκε η φασαρία, το έβγαλα από το συρτάρι και το εξέτασα με προσοχή. Η οφειλή του προερχόταν από είδη δημοσίου μη επιστραφέντα μετά την απότισιν της στρατιωτικής μου θητείας. Και συγκεκριμένως:
1) Μία αμφίστομος μάχαιρα χαρακώματος Δρχ. 250
2) Τόκοι ανατοκιζόμενοι επί μίαν εξαετίαν
και διάφορα έξοδα … … … Δρχ. 536, 65
Σύνολον Δρχ. 786,65
- Τι διάβολο !
Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010
μαθήματα ποίησης
Ερωτόκριτος[1]
Του κύκλου τα γυρίσματα, π’ ανεβοκατεβαίνου,
και του τροχού, π’ ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου
με του καιρού τα’ αλλάματα, π’ αναπαημό δεν έχου,
μα ‘ς το καλό κ’ εις το κακό περιπατούν και τρέχου,
και των αρμάτω οι ταραχές, όχθριτες και τα βάρη,
του έρωτα η μπόρεσι, και τσι φιλιάς η χάρι,
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν’ αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα
ς’ μιαν κόρη κ’ έναν άγγουρο, που μπερδευτήκα ομάδι
σε μια φιλιάν αμάλαγη με δίχως ασχημάδι·
κι όποιος του πόθου δούλεψε εισέ καιρόν κιανένα,
ας έρθη να τα’ αφουγκραστή ο τ’ είν’ εδώ γραμμένα,
να πάρη ξόμπλι κι αρμηνειά βαθιά να θεμελιώνη
πάντα σ’ αμάλαγη φιλιά, οπού να μην κομπώνη·
γιατ’ όποιος δίχως πιβουλιά τον πόθον του ξετρέχει,
εις την αρχή α βασανιστή, καλό το τέλος έχει.
Αφουγκραστήτε το λοιπό, κι ας πιάνη οπού ‘χει γνώσι,
για να κατέχη αλλού βουλή κι απόκρισι να δώση.
Τσι περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ωρίζα,
κι οπού δεν είχ’ η πίστι ντως θεμέλιο μηδέ ρίζα,
τότες μια αγάπη μπιστική στον κόσμο φανερώθη,
κ’ εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδέ ποτέ τζι λειώθη·
και με τιμή ήσα δυο κορμιά στου πόθου το καμίνι,
και κάμωμα πολλά ακριβό ‘ς έτοιους καιρούς εγίνη
εις την Αθήνα, που ‘τονε τσι μάθησις η βρώσις
και το θρονί της αρετής κι ο ποταμός τσι γνώσις.
Ρήγας μεγάλος ώριζε την άξα χώρα κείνη
μ’ άλλες πολλές, κ’ εις αντρειγές εξακουστός εγίνη,
Ηράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστό ‘που τα’ άλλους,
ποπανωθιό ‘ς τσι φρόνιμους, πρώτος εις τσι μεγάλους,
ξετελειωμένος βασιλιός πλι’ άξος σε πάσα τρόπο,
που οι εμιλιές του ήσα σκολειό και νόμος των αθρώπω.
Από μικρός παντρεύτηκε και συντροφιάστη ομάδι
με ταίρι, που ποτέ κιανείς δεν του ‘βρισκε ψεγάδι·
Άρτεμη την ελέγασι τη Ρήγισσαν εκείνη,
άλλη κιαμιά στη φρόνεψι, ίσα τζι δεν εγίνη.
Κ’ οι δυο σομπροπατούσανε, στη ζυγαράν εσάζα,
στην όρεξιν ευρίσκουντα, στη ζυγαράν εσάζα,
στην όρεξιν ευρίσκουντα, ‘ς τσι γνώμες εταιριάζα·
αγαπημέν’ αντρόγυνο ήτονε πλια παρ’ άλλο,
και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο,
γιατ’ ήσανε χρόνους μαζί, και τέκνο δεν εκάμα,
‘ς έγνοια μεγάλη και καημό τσι ‘βαν αυτό το πράμα·
κάρβουνο μεσ’ στα σωθικά τσι ‘βραζε νύχτα μέρα,
μην έχοντας κλερονομιά, σιμώνοντας τα γέρα·
τον Ήλιο και τον Ουρανό συχνιά παρακαλούσα,
για να τα’ αξώση και να δουν παιδί, που πεθυμούσα.
Περνούν οι χρόνοι κ’ οι καιροί, κ’ η Ρήγισσα γαστρώθη,
κι ο Ρήγας οχ το λογισμό και βάρος ελυτρώθη.
Αγάλι αγάλια σίμωσε, κ’ ήρθεν εκείν’ η ώρα,
να γεννηθή κλερονομιά, ν’ αναγαλλιάσ’ η χώρα·
μια θυγατέρα κάμασι, κ’ ήφεξε το παλάτι,
κείνη την ώρα, που η μαμμή στα χέρια την εκράτει·
θεράπειο κι αναγάλλασι, χαρά πολλά μεγάλη,
ο Ρήγας με τη Ρήγισσαν επήρασι κι οι άλλοι·
τσι χώρας σπίτια και στενά σου φαίνετο γελούσα,
κ’ οι γειτονιές εχαίρουντα, κι οι τόποι αναγαλλιούσα.
Ήρχισε κ’ εμεγάλωσε το δροσερό κλωνάρι,
κ’ επλήθενε στην ομορφιά, στη γνώσι κ’ εις τη χάρι·
Του κύκλου τα γυρίσματα, π’ ανεβοκατεβαίνου,
και του τροχού, π’ ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου
με του καιρού τα’ αλλάματα, π’ αναπαημό δεν έχου,
μα ‘ς το καλό κ’ εις το κακό περιπατούν και τρέχου,
και των αρμάτω οι ταραχές, όχθριτες και τα βάρη,
του έρωτα η μπόρεσι, και τσι φιλιάς η χάρι,
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν’ αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα
ς’ μιαν κόρη κ’ έναν άγγουρο, που μπερδευτήκα ομάδι
σε μια φιλιάν αμάλαγη με δίχως ασχημάδι·
κι όποιος του πόθου δούλεψε εισέ καιρόν κιανένα,
ας έρθη να τα’ αφουγκραστή ο τ’ είν’ εδώ γραμμένα,
να πάρη ξόμπλι κι αρμηνειά βαθιά να θεμελιώνη
πάντα σ’ αμάλαγη φιλιά, οπού να μην κομπώνη·
γιατ’ όποιος δίχως πιβουλιά τον πόθον του ξετρέχει,
εις την αρχή α βασανιστή, καλό το τέλος έχει.
Αφουγκραστήτε το λοιπό, κι ας πιάνη οπού ‘χει γνώσι,
για να κατέχη αλλού βουλή κι απόκρισι να δώση.
Τσι περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ωρίζα,
κι οπού δεν είχ’ η πίστι ντως θεμέλιο μηδέ ρίζα,
τότες μια αγάπη μπιστική στον κόσμο φανερώθη,
κ’ εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδέ ποτέ τζι λειώθη·
και με τιμή ήσα δυο κορμιά στου πόθου το καμίνι,
και κάμωμα πολλά ακριβό ‘ς έτοιους καιρούς εγίνη
εις την Αθήνα, που ‘τονε τσι μάθησις η βρώσις
και το θρονί της αρετής κι ο ποταμός τσι γνώσις.
Ρήγας μεγάλος ώριζε την άξα χώρα κείνη
μ’ άλλες πολλές, κ’ εις αντρειγές εξακουστός εγίνη,
Ηράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστό ‘που τα’ άλλους,
ποπανωθιό ‘ς τσι φρόνιμους, πρώτος εις τσι μεγάλους,
ξετελειωμένος βασιλιός πλι’ άξος σε πάσα τρόπο,
που οι εμιλιές του ήσα σκολειό και νόμος των αθρώπω.
Από μικρός παντρεύτηκε και συντροφιάστη ομάδι
με ταίρι, που ποτέ κιανείς δεν του ‘βρισκε ψεγάδι·
Άρτεμη την ελέγασι τη Ρήγισσαν εκείνη,
άλλη κιαμιά στη φρόνεψι, ίσα τζι δεν εγίνη.
Κ’ οι δυο σομπροπατούσανε, στη ζυγαράν εσάζα,
στην όρεξιν ευρίσκουντα, στη ζυγαράν εσάζα,
στην όρεξιν ευρίσκουντα, ‘ς τσι γνώμες εταιριάζα·
αγαπημέν’ αντρόγυνο ήτονε πλια παρ’ άλλο,
και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο,
γιατ’ ήσανε χρόνους μαζί, και τέκνο δεν εκάμα,
‘ς έγνοια μεγάλη και καημό τσι ‘βαν αυτό το πράμα·
κάρβουνο μεσ’ στα σωθικά τσι ‘βραζε νύχτα μέρα,
μην έχοντας κλερονομιά, σιμώνοντας τα γέρα·
τον Ήλιο και τον Ουρανό συχνιά παρακαλούσα,
για να τα’ αξώση και να δουν παιδί, που πεθυμούσα.
Περνούν οι χρόνοι κ’ οι καιροί, κ’ η Ρήγισσα γαστρώθη,
κι ο Ρήγας οχ το λογισμό και βάρος ελυτρώθη.
Αγάλι αγάλια σίμωσε, κ’ ήρθεν εκείν’ η ώρα,
να γεννηθή κλερονομιά, ν’ αναγαλλιάσ’ η χώρα·
μια θυγατέρα κάμασι, κ’ ήφεξε το παλάτι,
κείνη την ώρα, που η μαμμή στα χέρια την εκράτει·
θεράπειο κι αναγάλλασι, χαρά πολλά μεγάλη,
ο Ρήγας με τη Ρήγισσαν επήρασι κι οι άλλοι·
τσι χώρας σπίτια και στενά σου φαίνετο γελούσα,
κ’ οι γειτονιές εχαίρουντα, κι οι τόποι αναγαλλιούσα.
Ήρχισε κ’ εμεγάλωσε το δροσερό κλωνάρι,
κ’ επλήθενε στην ομορφιά, στη γνώσι κ’ εις τη χάρι·
εγίνηκε της ηλικιάς, παντόθες εγρικήθη,
πως, για να το ‘χου θάμασμα, στον κόσμον εγεννήθη·
και τα’ όνομά τζι το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα …
[1] Από τον Ερωτόκριτο του Βιτζεντζου Κορνάρου, Δωρικός, Αθήνα 1991
πως, για να το ‘χου θάμασμα, στον κόσμον εγεννήθη·
και τα’ όνομά τζι το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα …
[1] Από τον Ερωτόκριτο του Βιτζεντζου Κορνάρου, Δωρικός, Αθήνα 1991
Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010
Επιστολές
Παρίσι 6 Δεκεμβρίου 1912[1]
… Ο κ. Σαν Τζουλιάνο απείλησε δύο φορές την Ελλάδα με πόλεμο εάν επέμενε στην διεκδίκηση της ηπειρωτικής παραλίας και η Ελλάδα αναγκάστηκε να υποχωρήσει, πράγμα που σημαίνει ότι οι δυστυχείς κάτοικοι της Νιβίτσας, του Αγίου Βασιλείου, του Πικερνιού, του Λουκόβου και της Χειμάρρας θα ξαναρχίσουν τη ζωή του τρόμου και της φρίκης κάτω από τον αλβανικό ζυγό. Η συνδιάσκεψη των πρεσβευτών στο Λονδίνο, με τη συνεχή πίεση της Ιταλίας, με το μέρος της οποίας συντάχθηκε και η Αυστρία, τον Αύγουστο, αποφάσισε να χωρίσει την Ήπειρο στα δύο με μια διαχωριστική γραμμή. Η γραμμή την οποία χάραξαν οι πρεσβευτές με ανευθυνότητα πάνω στον χάρτη, χωρίς να παρατηρήσουν, κατά πάσα πιθανότητα, ούτε τις ιδιομορφίες του εδάφους, άρχιζε από το ακρωτήρι Στύλος και έφτανε στην Κορυτσά, παραχωρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην Αλβανία τους Αγίους Σαράντα, το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο, το Λεσκοβίκι, την Πρεμετή, την Κολωνία και την Κορυτσά ακόμα, δηλαδή στην πραγματικότητα όλες εκείνες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά που είχα επισκεφθεί και των οποίων ο ελληνικός πατριωτισμός με είχε βαθύτατα συγκινήσει. Το πολύ, πολύ θα άφηναν στην Ελλάδα την Κόνιτσα, αλλά κατά τέτοιο τρόπο απομονωμένη στην κοιλάδα της, χωρίς διέξοδο, ώστε ο οικονομικός μαρασμός της πόλης να είναι αναμφίβολος και η αλβανική απειλή συνεχώς παρούσα. Για να καλύψουν το έγκλημα της απόφασης αυτής έστειλαν για την χάραξη των νέων συνόρων μια επιτροπή. Αλλά σ’ αυτήν συμμετείχε ο Αυστριακός πρόξενος στα Ιωάννινα κ. Μπιλίνσκι, εκείνος που φωτογραφήθηκε με την γυναίκα του και τον υποπρόξενό του μπροστά στην αγχόνη όπου οι Τούρκοι κρέμαγαν τους Έλληνες. Η Ιταλία εκπροσωπήθηκε από τον πρόξενό της στα Ιωάννινα κ. Λαμπία, αποδεδειγμένο ελληνόφοβο, με δεύτερο εκπρόσωπο τον λοχαγό Καστάλντι, του οποίου η μεροληψία δεν ήταν λιγότερο εμφανής. Με τέτοιους συναδέλφους, οι εκπρόσωποι των άλλων Δυνάμεων αντιμετώπισαν πολύ γρήγορα την αδυναμία να ολοκληρώσουν ένα έργο, το οποίο θα είχε έστω και μια επίφαση χρησιμότητας. Χρειάστηκαν είκοσι δύο ημέρες για να επισκεφθούν έξι χωριά, όπου αρκέστηκαν να εξετάσουν το γλωσσικό ιδίωμα των γιαγιάδων των κατοίκων. Πρόκειται για δόλια βάση έρευνας, την οποία η Ιταλία και η Αυστρία πέτυχαν να υιοθετηθεί από την συνδιάσκεψη του Λονδίνου ως η καταλληλότερη να δώσει σοβαρά δείγματα σχετικά με το ελληνικό ή αλβανικό χαρακτήρα των χωριών της επίμαχης ζώνης. Οι δύο ενδιαφερόμενες δυνάμεις πέτυχαν ακόμα να τερματιστούν οι εργασίες της διεθνούς επιτροπής την 30η Νοεμβρίου και την 31η Δεκεμβρίου ο ελληνικός στρατός να εκκενώσει τα εδάφη που παραχωρήθηκαν στην Αλβανία. Δεν μπήκαν στον κόπο … να ενδιαφερθούν για την προστασία – την επαύριο της εκκενώσεως – των πληθυσμών που αυθαίρετα περιελήφθησαν στο αμφίβολο αλβανικό βασίλειο …
Εγκαταλελειμμένοι από την Ελλάδα … οι Ηπειρώτες αποφάσισαν να υπερασπιστούν μόνοι τους την ελευθερία τους. Τριάντα χιλιάδες άνδρες και γυναίκες κατατάχθηκαν σε στρατιωτικούς σχηματισμούς, γνωστούς με το όνομα «Ιεροί Λόχοι». Εδώ και μήνες γυμνάζονται και συμπληρώνουν τις προμήθειες σε τροφές και πολεμοφόδια. Ένας πλούσιος Ηπειρώτης από την Αμερική δώρισε στους συμπατριώτες του μία πυροβολοστοιχία με τέσσερα κανόνια Κρεζώ, τα οποία χειρίζονται επιτήδειοι πυροβολητές Ηπειρώτες που πολέμησαν στους Βαλκανικούς πολέμους στις τάξεις του ελληνικού στρατού. Ηπειρώτες αξιωματικοί του ελληνικού στρατού παραιτήθηκαν και ήρθαν να αναλάβουν την διοίκηση των σωμάτων των εθελοντών. Τα πάντα είναι έτοιμα και όλοι περιμένουν. Ο κ. Σαν Τζουλιάνο και ο κ. Τζιολίττι θα έχουν άραγε το θάρρος να ζητήσουν από τον βασιλιά Βίκτωρα-Εμμανουήλ την αποστολή των bersaglieri[2] και ενός μεγάλου εκστρατευτικού σώματος για να δαμάσουν τους Ηπειρώτες και να παραδώσουν στον πρίγκιπα Βηδ τους ανυπότακτους υπηκόους του ; Τούτο φαίνεται αμφίβολο, δεδομένου ότι ο πόλεμος της Τριπολίτιδας δεν έχει ευνοήσει στην Ιταλία την αποδοχή από τον ιταλικό λαό φονικών αποστολών. Αντίθετα, η υπουργική κατάσταση του κ. Τζιολίττι κάθε άλλο παρά χρειάζεται μία επικίνδυνη περιπέτεια. … Η κατάσταση άρα θα παραμείνει ως έχει, με την βεβαιότητα της επανάληψης αιματηρών συγκρούσεων των αλβανικών συμμορίων από τη μια μεριά – έτοιμων να λεηλατήσουν τις πόλεις της Ηπείρου, τις οποίες θεωρούν πλέον ως λεία που η Ευρώπη τους παραχώρησε – και των ιερών λόχων απ’ την άλλη …
[1] Rene Puaux, δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος, Τροχαλία. Η επιστολή αυτή του Rene Puaux πρωτοδημοσιεύτηκε τον Μάιο του 1913 στην γαλλική εφημερίδα Χρόνος και αποτελεί τμήμα τηλεγραφημάτων και επιστολών, που ο Puaux απέστειλε την εποχή εκείνη προς δημοσιεύση.
… Ο κ. Σαν Τζουλιάνο απείλησε δύο φορές την Ελλάδα με πόλεμο εάν επέμενε στην διεκδίκηση της ηπειρωτικής παραλίας και η Ελλάδα αναγκάστηκε να υποχωρήσει, πράγμα που σημαίνει ότι οι δυστυχείς κάτοικοι της Νιβίτσας, του Αγίου Βασιλείου, του Πικερνιού, του Λουκόβου και της Χειμάρρας θα ξαναρχίσουν τη ζωή του τρόμου και της φρίκης κάτω από τον αλβανικό ζυγό. Η συνδιάσκεψη των πρεσβευτών στο Λονδίνο, με τη συνεχή πίεση της Ιταλίας, με το μέρος της οποίας συντάχθηκε και η Αυστρία, τον Αύγουστο, αποφάσισε να χωρίσει την Ήπειρο στα δύο με μια διαχωριστική γραμμή. Η γραμμή την οποία χάραξαν οι πρεσβευτές με ανευθυνότητα πάνω στον χάρτη, χωρίς να παρατηρήσουν, κατά πάσα πιθανότητα, ούτε τις ιδιομορφίες του εδάφους, άρχιζε από το ακρωτήρι Στύλος και έφτανε στην Κορυτσά, παραχωρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην Αλβανία τους Αγίους Σαράντα, το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο, το Λεσκοβίκι, την Πρεμετή, την Κολωνία και την Κορυτσά ακόμα, δηλαδή στην πραγματικότητα όλες εκείνες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά που είχα επισκεφθεί και των οποίων ο ελληνικός πατριωτισμός με είχε βαθύτατα συγκινήσει. Το πολύ, πολύ θα άφηναν στην Ελλάδα την Κόνιτσα, αλλά κατά τέτοιο τρόπο απομονωμένη στην κοιλάδα της, χωρίς διέξοδο, ώστε ο οικονομικός μαρασμός της πόλης να είναι αναμφίβολος και η αλβανική απειλή συνεχώς παρούσα. Για να καλύψουν το έγκλημα της απόφασης αυτής έστειλαν για την χάραξη των νέων συνόρων μια επιτροπή. Αλλά σ’ αυτήν συμμετείχε ο Αυστριακός πρόξενος στα Ιωάννινα κ. Μπιλίνσκι, εκείνος που φωτογραφήθηκε με την γυναίκα του και τον υποπρόξενό του μπροστά στην αγχόνη όπου οι Τούρκοι κρέμαγαν τους Έλληνες. Η Ιταλία εκπροσωπήθηκε από τον πρόξενό της στα Ιωάννινα κ. Λαμπία, αποδεδειγμένο ελληνόφοβο, με δεύτερο εκπρόσωπο τον λοχαγό Καστάλντι, του οποίου η μεροληψία δεν ήταν λιγότερο εμφανής. Με τέτοιους συναδέλφους, οι εκπρόσωποι των άλλων Δυνάμεων αντιμετώπισαν πολύ γρήγορα την αδυναμία να ολοκληρώσουν ένα έργο, το οποίο θα είχε έστω και μια επίφαση χρησιμότητας. Χρειάστηκαν είκοσι δύο ημέρες για να επισκεφθούν έξι χωριά, όπου αρκέστηκαν να εξετάσουν το γλωσσικό ιδίωμα των γιαγιάδων των κατοίκων. Πρόκειται για δόλια βάση έρευνας, την οποία η Ιταλία και η Αυστρία πέτυχαν να υιοθετηθεί από την συνδιάσκεψη του Λονδίνου ως η καταλληλότερη να δώσει σοβαρά δείγματα σχετικά με το ελληνικό ή αλβανικό χαρακτήρα των χωριών της επίμαχης ζώνης. Οι δύο ενδιαφερόμενες δυνάμεις πέτυχαν ακόμα να τερματιστούν οι εργασίες της διεθνούς επιτροπής την 30η Νοεμβρίου και την 31η Δεκεμβρίου ο ελληνικός στρατός να εκκενώσει τα εδάφη που παραχωρήθηκαν στην Αλβανία. Δεν μπήκαν στον κόπο … να ενδιαφερθούν για την προστασία – την επαύριο της εκκενώσεως – των πληθυσμών που αυθαίρετα περιελήφθησαν στο αμφίβολο αλβανικό βασίλειο …
Εγκαταλελειμμένοι από την Ελλάδα … οι Ηπειρώτες αποφάσισαν να υπερασπιστούν μόνοι τους την ελευθερία τους. Τριάντα χιλιάδες άνδρες και γυναίκες κατατάχθηκαν σε στρατιωτικούς σχηματισμούς, γνωστούς με το όνομα «Ιεροί Λόχοι». Εδώ και μήνες γυμνάζονται και συμπληρώνουν τις προμήθειες σε τροφές και πολεμοφόδια. Ένας πλούσιος Ηπειρώτης από την Αμερική δώρισε στους συμπατριώτες του μία πυροβολοστοιχία με τέσσερα κανόνια Κρεζώ, τα οποία χειρίζονται επιτήδειοι πυροβολητές Ηπειρώτες που πολέμησαν στους Βαλκανικούς πολέμους στις τάξεις του ελληνικού στρατού. Ηπειρώτες αξιωματικοί του ελληνικού στρατού παραιτήθηκαν και ήρθαν να αναλάβουν την διοίκηση των σωμάτων των εθελοντών. Τα πάντα είναι έτοιμα και όλοι περιμένουν. Ο κ. Σαν Τζουλιάνο και ο κ. Τζιολίττι θα έχουν άραγε το θάρρος να ζητήσουν από τον βασιλιά Βίκτωρα-Εμμανουήλ την αποστολή των bersaglieri[2] και ενός μεγάλου εκστρατευτικού σώματος για να δαμάσουν τους Ηπειρώτες και να παραδώσουν στον πρίγκιπα Βηδ τους ανυπότακτους υπηκόους του ; Τούτο φαίνεται αμφίβολο, δεδομένου ότι ο πόλεμος της Τριπολίτιδας δεν έχει ευνοήσει στην Ιταλία την αποδοχή από τον ιταλικό λαό φονικών αποστολών. Αντίθετα, η υπουργική κατάσταση του κ. Τζιολίττι κάθε άλλο παρά χρειάζεται μία επικίνδυνη περιπέτεια. … Η κατάσταση άρα θα παραμείνει ως έχει, με την βεβαιότητα της επανάληψης αιματηρών συγκρούσεων των αλβανικών συμμορίων από τη μια μεριά – έτοιμων να λεηλατήσουν τις πόλεις της Ηπείρου, τις οποίες θεωρούν πλέον ως λεία που η Ευρώπη τους παραχώρησε – και των ιερών λόχων απ’ την άλλη …
[1] Rene Puaux, δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος, Τροχαλία. Η επιστολή αυτή του Rene Puaux πρωτοδημοσιεύτηκε τον Μάιο του 1913 στην γαλλική εφημερίδα Χρόνος και αποτελεί τμήμα τηλεγραφημάτων και επιστολών, που ο Puaux απέστειλε την εποχή εκείνη προς δημοσιεύση.
[2] Βερσαλ(λ)ιέροι (λέξη ιταλική, bersagliere=σκοπευτής) είναι στρατιώτες του ιταλικού στρατού ελαφρά οπλισμένοι. Συγκροτήθηκαν σε σώμα και ονομάστηκαν έτσι το 1836.
Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010
η ελληνική γλώσσα στην Δύση
Μαθήματα ελληνικών
Ο σπόρος του Βαρλαάμ[1]
Ο εκ Καλαβρίας μοναχός Βαρλαάμ (+1348) ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν και ύστερον επέμφθη (τω 1339) υπό του αυτοκράτορος Ανδρονίκου του τρίτου πρεσβευτής παρά τω πάπα εις Αβινιώνα, ένθα εντυχών τω ποιητή Πετράρχη εδίδαξεν αυτόν την ελληνικήν γλώσσαν. Ο μελίρρυτος του έρωτος αοιδός ανέγνω μετά του Βαρλαάμ και υπό την καθοδήγησιν αυτού τον Πλάτωνα, διέδωκε δε διά των ποιημάτων και των πολυαρίθμων αυτού μαθητών και φίλων την αγάπην προς την πλατωνικήν φιλοσοφίαν. Ούτος έσχεν ακροατήν και θαυμαστήν τον Βοκκάκιον, εις ον συνέστησεν ως άριστον διδάσκαλον της ελληνικής τον Καλαβρόν Λεόντιον Πιλάτον. Ο Βοκκάκιος ενεργήσας να ιδρυθή εν Φλωρεντία έδρα της ελληνικής και να διορισθή ο Λεόντιος μετέβη μετ’ αυτού εις την περίφημον πόλιν και διδαχθείς εξέμαθε την ελληνικήν[2]. Ο δε μνημονευθείς Λεόντιος Πιλάτος (+1364), μαθητής του Βαρλαάμ και πρώτος δημόσιος διδάσκαλος της ελληνικής εν Φλωρεντία, συνετέλεσε μεγάλως εις την ανά την Εσπερίαν διάδοσιν της ελληνικής γλώσσης και φιλοσοφίας· εβοήθησε τω Πετράρχη ίνα μεταφράση εις την λατινικήν ομηρικούς τινας στίχους, ηρμήνευσε δε εις τον Βοκκάκιον τα έπη του Ομήρου και μετεγλώττισε χάριν αυτού εξ και δέκα διαλόγους του Πλάτωνος. Τοιούτω τρόπω το πεδίον της επιστήμης και της φιλοσοφίας ήτο υπό των ημιελλήνων προπαρεσκευασμένον, ότε Έλληνες λόγιοι ήλθον εις την Ιταλίαν και προήγαγον το έργον εκείνων.
[1] Κων/νου Ι. Λογοθέτου, «Η φιλοσοφία της αναγεννήσεως & η θεμελίωσις της νεωτέρας φυσικής», σ. 13-14, Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, εν Αθήναις 1955.
[2] Το κυριώτατον του Βοκκακίου έργον «το Δεκαήμερον», σειρά διηγημάτων – εν οις ο συγγραφεύς εκφαυλίζων τας θεωρίας του μέσου αιώνος εμόρφωσε και ενεπλούτισε την ιταλικήν γλώσσαν – ανυμνήθη και υπ’ άλλων και υπό του Ιωάννη Αργυροπούλου.
Ο σπόρος του Βαρλαάμ[1]
Ο εκ Καλαβρίας μοναχός Βαρλαάμ (+1348) ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν και ύστερον επέμφθη (τω 1339) υπό του αυτοκράτορος Ανδρονίκου του τρίτου πρεσβευτής παρά τω πάπα εις Αβινιώνα, ένθα εντυχών τω ποιητή Πετράρχη εδίδαξεν αυτόν την ελληνικήν γλώσσαν. Ο μελίρρυτος του έρωτος αοιδός ανέγνω μετά του Βαρλαάμ και υπό την καθοδήγησιν αυτού τον Πλάτωνα, διέδωκε δε διά των ποιημάτων και των πολυαρίθμων αυτού μαθητών και φίλων την αγάπην προς την πλατωνικήν φιλοσοφίαν. Ούτος έσχεν ακροατήν και θαυμαστήν τον Βοκκάκιον, εις ον συνέστησεν ως άριστον διδάσκαλον της ελληνικής τον Καλαβρόν Λεόντιον Πιλάτον. Ο Βοκκάκιος ενεργήσας να ιδρυθή εν Φλωρεντία έδρα της ελληνικής και να διορισθή ο Λεόντιος μετέβη μετ’ αυτού εις την περίφημον πόλιν και διδαχθείς εξέμαθε την ελληνικήν[2]. Ο δε μνημονευθείς Λεόντιος Πιλάτος (+1364), μαθητής του Βαρλαάμ και πρώτος δημόσιος διδάσκαλος της ελληνικής εν Φλωρεντία, συνετέλεσε μεγάλως εις την ανά την Εσπερίαν διάδοσιν της ελληνικής γλώσσης και φιλοσοφίας· εβοήθησε τω Πετράρχη ίνα μεταφράση εις την λατινικήν ομηρικούς τινας στίχους, ηρμήνευσε δε εις τον Βοκκάκιον τα έπη του Ομήρου και μετεγλώττισε χάριν αυτού εξ και δέκα διαλόγους του Πλάτωνος. Τοιούτω τρόπω το πεδίον της επιστήμης και της φιλοσοφίας ήτο υπό των ημιελλήνων προπαρεσκευασμένον, ότε Έλληνες λόγιοι ήλθον εις την Ιταλίαν και προήγαγον το έργον εκείνων.
[1] Κων/νου Ι. Λογοθέτου, «Η φιλοσοφία της αναγεννήσεως & η θεμελίωσις της νεωτέρας φυσικής», σ. 13-14, Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, εν Αθήναις 1955.
[2] Το κυριώτατον του Βοκκακίου έργον «το Δεκαήμερον», σειρά διηγημάτων – εν οις ο συγγραφεύς εκφαυλίζων τας θεωρίας του μέσου αιώνος εμόρφωσε και ενεπλούτισε την ιταλικήν γλώσσαν – ανυμνήθη και υπ’ άλλων και υπό του Ιωάννη Αργυροπούλου.
Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010
γεωργικά μαθήματα
Αγροτικά[1]
Η Αθήνα είναι ουσιαστικά μια εμπορική δύναμη και αντλεί τους σημαντικότερους πόσους της από την κυριαρχική θέση που κατέχει στο Αιγαίο … Εντούτοις αξίζει να τύχουν της προσοχής μας οι συνθήκες της αγροτικής παραγωγής στην Αττική … Ένα μόνο κείμενο παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον από τεχνικής απόψεως. Είναι ο «Οικονομικός» του Ξενοφώντα. Το καθαρά θεωρητικό μέρος αυτού του βιβλίου περιορίζεται σε τέσσερα από τα εικοσιένα κεφάλαια που απαρτίζουν τον διάλογο. Το έργο χαρακτηρίστηκε σαν μια «γεωργική κατήχηση». Στην πραγματικότητα, ο Ξενοφών, παρασύρεται συχνά από σκέψεις ξένες προς το θέμα, και περιορίζεται σε πολύ γενικές ενδείξεις, που δεν προϋποθέτουν καμία ιδιαίτερη αρμοδιότητα. Το κείμενό του είναι ωστόσο πλούσιο σε πληροφορίες, εφόσον σχεδόν αθέλητα προσφέρει μια μαρτυρία για την καθημερινή πραγματικότητα στην Αθήνα του 4ου πΧ αιώνα και την εξέλιξή της.
Η γεωργική τεχνική φαίνεται ότι παρουσιάζει ελάχιστη εξέλιξη από τους ομηρικούς χρόνους. Τα εργαλεία εξακολουθούν να είναι σχεδόν υποτυπώδη. Οι αγρότες δεν γνωρίζουν παρά το ξύλινο άροτρο χωρίς μεταλλικό υνί, που δεν σκάβει βαθιά το χώμα. Το ζεύγος … δεν περιλαμβάνει ποτέ περισσότερα από δύο ζώα, γενικά ημιόνους. Η εργασία λοιπόν, ως επί το πλείστον είναι χειρωνακτική. Οι μικρές πεδιάδες, τα ασταθή εδάφη, η ξηρασία, που διακόπτεται από ραγδαίες βροχές που με τη σειρά τους απογυμνώνουν τα βράχια, απαιτούν συνεχή υποστήριξη της γης. Η αττική νομολογία αποδεικνύει την σπουδαιότητα αυτών των εργασιών συντηρήσεως, μέσα από μισθωτικά συμβόλαια.
Οι Αθηναίοι έκαναν γενικά διαδοχικές καλλιέργειες. Η πρώτη γινόταν την άνοιξη, η δεύτερη το καλοκαίρι, μια Τρίτη καλλιέργεια μπορούσε να γίνει στις αρχές του φθινοπώρου. Οι επανειλημμένες αυτές καλλιέργειες ήταν ευκολότερες εφόσον εφαρμοζόταν παντού το σύστημα της αγρανάπαυσης[2]. Στον «Οικονομικό» αναφέρονται επίσης τα μέσα με τα οποία μπορούσαν να εμπλουτίσουν το χώμα με φυσικά λιπάσματα ή να μειώσουν την «αρμυρότητά» του με την προσθήκη γλυκών ουσιών.
Η σπορά γινόταν το φθινόπωρο. Τον Μάιο και Ιούνιο, ο θερισμός. Ένας μεγαλοϊδιοκτήτης, όπως ο Ισχόμαχος, χρησιμοποιούσε όλους τους δούλους του και νοίκιαζε ίσως τις υπηρεσίες μερικών μισθωτών. Ο μικροκαλλιεργητής που δεν είχε παρά έναν ή δύο υπηρέτες έπρεπε να καταφεύγει σε γείτονες, με υποχρέωση ανταποδόσεως. Έκοβαν τα σπαρτά στη μέση. Τα άχυρα τα έκαιγαν επί τόπου, άλλοτε τα χρησιμοποιούσαν ως στρώμνες για τα ζώα. Δεμάτιαζαν τα στάχυα και τα έφερναν στο αλώνι κοντά στην κατοικία. Εκεί γινόταν το αλώνισμα και το λίχνισμα.
Πρώτα έβαζαν τα ζώα, όνους ή ημιόνους, να πατήσουν το σιτάρι, ενώ κατά το λίχνισμα έριχναν αντίθετα στον αέρα τους σπόρους και τα άχυρα ανακατεμένα. Οι σπόροι ξανάπεφταν μέσα στο αλώνι ενώ το άχυρο, ελαφρότερο, παρασυρόταν προς τα έξω. Όλες αυτές οι εργασίες ρυθμίζονταν σύμφωνα μ’ ένα αυστηρό ημερολόγιο, καθόσον η καλλιέργεια των δημητριακών, στην Αττική τουλάχιστον, σπάνια απέκλειε άλλες μορφές καλλιέργειας.
Η καλλιέργεια οπωροφόρων δέντρων ή λαχανικών απαιτούσε πράγματι την ίδια φροντίδα. Και εδώ όλες οι εργασίες γίνονταν με τα χέρια, με μιαν αληθινά κηπουρική τεχνική. Η καλλιέργεια των αμπελιών, από τις πιο πολύτιμες, απαιτούσε συνεχείς φροντίδες. Η συντήρηση των καρποφόρων δέντρων απαιτούσε βέβαια λιγότερη απασχόληση, όχι όμως και λιγότερη προσοχή˙ η συκιά και ιδίως η ελιά ήταν ένας πλούτος που δεν έπρεπε να παραμελείται. Το κλάδεμα, το μπόλιασμα γινόταν τακτικά, με σκοπό την αύξηση της παραγωγής, την ποσοτική και ποιοτική βελτίωση των καρπών.
[1] C. Mossè, «Το τέλος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας», σ. 19 κ.επ., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978.
[2] Ξενοφώντος, «Οικονομικός», XVI, 11-12, πρβ Θεόφραστου, «Φυτικών αιτιών» α΄- δ΄ III, 20. Εντούτοις, μερικές πολύ αποσπασματικές ενδείξεις αφήνουν να υποτεθεί ότι στο τέλος της κλασικής περιόδου, πραγματοποιήθηκαν μερικές βελτιώσεις σ’ αυτόν τον τομέα, είτε με την υιοθέτηση μιας διετούς εναλλαγής, είτε ακόμη με την καθιέρωση μιας τριετούς αμειψισποράς με αγρανάπαυση. Αυτή είναι τουλάχιστον η γνώμη του Guiraud και του Glotz οι οποίοι στηρίζονται στην αυθεντία του Θεόφραστου. Η τριετής αμειψισπορά περιελάμβανε 1) μιαν αγρανάπαυση, 2) μια καλλιέργεια λαχανικών, 3) μια καλλιέργεια δημητριακών, άποψη του υιοθέτησε και ενίσχυσε ο F.M. Heichelheim με βάση την επιγραφή I.G., II2, 2493 (“Wirtschaftsgeschichte des Altertums”, I, σελ. 386˙ άρθρο “Sitos”, στην R.E., Παρτάρτ. VI, στήλη 834). Δεν ήταν όμως αρκετά διαδεδομένη. Ο Ισχόμαχος, που διέθετε σημαντικούς πόσους, τόσο σε εργατικά χέρια όσο και σε σπορές, δεν την εφάρμοζε στο αγρόκτημά του. Για ένα παραπάνω λόγο, θα την αγνοούσε ο μικρός χωρικός της Αττικής, που εργαζόταν μόνος ή με την βοήθεια ενός ή δύο δούλων.
Η Αθήνα είναι ουσιαστικά μια εμπορική δύναμη και αντλεί τους σημαντικότερους πόσους της από την κυριαρχική θέση που κατέχει στο Αιγαίο … Εντούτοις αξίζει να τύχουν της προσοχής μας οι συνθήκες της αγροτικής παραγωγής στην Αττική … Ένα μόνο κείμενο παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον από τεχνικής απόψεως. Είναι ο «Οικονομικός» του Ξενοφώντα. Το καθαρά θεωρητικό μέρος αυτού του βιβλίου περιορίζεται σε τέσσερα από τα εικοσιένα κεφάλαια που απαρτίζουν τον διάλογο. Το έργο χαρακτηρίστηκε σαν μια «γεωργική κατήχηση». Στην πραγματικότητα, ο Ξενοφών, παρασύρεται συχνά από σκέψεις ξένες προς το θέμα, και περιορίζεται σε πολύ γενικές ενδείξεις, που δεν προϋποθέτουν καμία ιδιαίτερη αρμοδιότητα. Το κείμενό του είναι ωστόσο πλούσιο σε πληροφορίες, εφόσον σχεδόν αθέλητα προσφέρει μια μαρτυρία για την καθημερινή πραγματικότητα στην Αθήνα του 4ου πΧ αιώνα και την εξέλιξή της.
Η γεωργική τεχνική φαίνεται ότι παρουσιάζει ελάχιστη εξέλιξη από τους ομηρικούς χρόνους. Τα εργαλεία εξακολουθούν να είναι σχεδόν υποτυπώδη. Οι αγρότες δεν γνωρίζουν παρά το ξύλινο άροτρο χωρίς μεταλλικό υνί, που δεν σκάβει βαθιά το χώμα. Το ζεύγος … δεν περιλαμβάνει ποτέ περισσότερα από δύο ζώα, γενικά ημιόνους. Η εργασία λοιπόν, ως επί το πλείστον είναι χειρωνακτική. Οι μικρές πεδιάδες, τα ασταθή εδάφη, η ξηρασία, που διακόπτεται από ραγδαίες βροχές που με τη σειρά τους απογυμνώνουν τα βράχια, απαιτούν συνεχή υποστήριξη της γης. Η αττική νομολογία αποδεικνύει την σπουδαιότητα αυτών των εργασιών συντηρήσεως, μέσα από μισθωτικά συμβόλαια.
Οι Αθηναίοι έκαναν γενικά διαδοχικές καλλιέργειες. Η πρώτη γινόταν την άνοιξη, η δεύτερη το καλοκαίρι, μια Τρίτη καλλιέργεια μπορούσε να γίνει στις αρχές του φθινοπώρου. Οι επανειλημμένες αυτές καλλιέργειες ήταν ευκολότερες εφόσον εφαρμοζόταν παντού το σύστημα της αγρανάπαυσης[2]. Στον «Οικονομικό» αναφέρονται επίσης τα μέσα με τα οποία μπορούσαν να εμπλουτίσουν το χώμα με φυσικά λιπάσματα ή να μειώσουν την «αρμυρότητά» του με την προσθήκη γλυκών ουσιών.
Η σπορά γινόταν το φθινόπωρο. Τον Μάιο και Ιούνιο, ο θερισμός. Ένας μεγαλοϊδιοκτήτης, όπως ο Ισχόμαχος, χρησιμοποιούσε όλους τους δούλους του και νοίκιαζε ίσως τις υπηρεσίες μερικών μισθωτών. Ο μικροκαλλιεργητής που δεν είχε παρά έναν ή δύο υπηρέτες έπρεπε να καταφεύγει σε γείτονες, με υποχρέωση ανταποδόσεως. Έκοβαν τα σπαρτά στη μέση. Τα άχυρα τα έκαιγαν επί τόπου, άλλοτε τα χρησιμοποιούσαν ως στρώμνες για τα ζώα. Δεμάτιαζαν τα στάχυα και τα έφερναν στο αλώνι κοντά στην κατοικία. Εκεί γινόταν το αλώνισμα και το λίχνισμα.
Πρώτα έβαζαν τα ζώα, όνους ή ημιόνους, να πατήσουν το σιτάρι, ενώ κατά το λίχνισμα έριχναν αντίθετα στον αέρα τους σπόρους και τα άχυρα ανακατεμένα. Οι σπόροι ξανάπεφταν μέσα στο αλώνι ενώ το άχυρο, ελαφρότερο, παρασυρόταν προς τα έξω. Όλες αυτές οι εργασίες ρυθμίζονταν σύμφωνα μ’ ένα αυστηρό ημερολόγιο, καθόσον η καλλιέργεια των δημητριακών, στην Αττική τουλάχιστον, σπάνια απέκλειε άλλες μορφές καλλιέργειας.
Η καλλιέργεια οπωροφόρων δέντρων ή λαχανικών απαιτούσε πράγματι την ίδια φροντίδα. Και εδώ όλες οι εργασίες γίνονταν με τα χέρια, με μιαν αληθινά κηπουρική τεχνική. Η καλλιέργεια των αμπελιών, από τις πιο πολύτιμες, απαιτούσε συνεχείς φροντίδες. Η συντήρηση των καρποφόρων δέντρων απαιτούσε βέβαια λιγότερη απασχόληση, όχι όμως και λιγότερη προσοχή˙ η συκιά και ιδίως η ελιά ήταν ένας πλούτος που δεν έπρεπε να παραμελείται. Το κλάδεμα, το μπόλιασμα γινόταν τακτικά, με σκοπό την αύξηση της παραγωγής, την ποσοτική και ποιοτική βελτίωση των καρπών.
[1] C. Mossè, «Το τέλος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας», σ. 19 κ.επ., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978.
[2] Ξενοφώντος, «Οικονομικός», XVI, 11-12, πρβ Θεόφραστου, «Φυτικών αιτιών» α΄- δ΄ III, 20. Εντούτοις, μερικές πολύ αποσπασματικές ενδείξεις αφήνουν να υποτεθεί ότι στο τέλος της κλασικής περιόδου, πραγματοποιήθηκαν μερικές βελτιώσεις σ’ αυτόν τον τομέα, είτε με την υιοθέτηση μιας διετούς εναλλαγής, είτε ακόμη με την καθιέρωση μιας τριετούς αμειψισποράς με αγρανάπαυση. Αυτή είναι τουλάχιστον η γνώμη του Guiraud και του Glotz οι οποίοι στηρίζονται στην αυθεντία του Θεόφραστου. Η τριετής αμειψισπορά περιελάμβανε 1) μιαν αγρανάπαυση, 2) μια καλλιέργεια λαχανικών, 3) μια καλλιέργεια δημητριακών, άποψη του υιοθέτησε και ενίσχυσε ο F.M. Heichelheim με βάση την επιγραφή I.G., II2, 2493 (“Wirtschaftsgeschichte des Altertums”, I, σελ. 386˙ άρθρο “Sitos”, στην R.E., Παρτάρτ. VI, στήλη 834). Δεν ήταν όμως αρκετά διαδεδομένη. Ο Ισχόμαχος, που διέθετε σημαντικούς πόσους, τόσο σε εργατικά χέρια όσο και σε σπορές, δεν την εφάρμοζε στο αγρόκτημά του. Για ένα παραπάνω λόγο, θα την αγνοούσε ο μικρός χωρικός της Αττικής, που εργαζόταν μόνος ή με την βοήθεια ενός ή δύο δούλων.
Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010
μαθήματα οικονομίας
Το συμμετοχικό κράτος[1]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν η συζήτηση για την αναμόρφωση και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης ήταν εξαιρετικά ζωντανή και ακολουθούσε την επικαιρότητα των ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής, διατυπώθηκε, κυρίως στην Γαλλία, η θεωρητική κατασκευή του συμμετοχικού κράτους[2]. Σε μια χώρα που αρχικά διαμόρφωσε το παραδοσιακό συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης και στη συνέχεια ανέπτυξε το αντίβαρό του – μια ισχυρή και εκτεταμένη αποκεντρωτική διοικητική δομή – ήταν φυσικό να παρουσιασθεί η αποκέντρωση ως η απόλυτη λύση για τα μειονεκτήματα και τα αδιέξοδα της γραφειοκρατικής τελμάτωσης του διοικητικού μηχανισμού[3].
Ως αντίδοτο … στα συμπτώματα παρακμής ενός πολύπλοκου και μονολιθικού ιεραρχικού διοικητικού μοντέλου προτάθηκε ένα κράτος που θα διανείμει ακόμη περισσότερο τις κρίσιμες και αποφασιστικές εξουσίες. Την πραγματική εξουσία επί των δημοσίων υποθέσεων θα αναλάμβαναν διοικητικά σχήματα, τα οποία θα βρίσκονταν όσο το δυνατόν πλησιέστερα στα προβλήματα που είχαν ανάγκη αντιμετώπισης. Η αποκέντρωση, πέραν της πολιτικής συμμετοχικής νομιμοποίησης και της τεχνικής θεμελίωσης, που απολάμβανε στην Γαλλία, άρχισε να αποκτά ακόμη πιο σημαντική θεωρητική καταξίωση και αποδοχή[4].
Ωστόσο, με τις συγκεκριμένες θέσεις προτάθηκε μια τέτοια ενδυνάμωση του αποκεντρωτικού μοντέλου, ώστε το κράτος – η κεντρική διοίκηση – να διατηρεί αποκλειστικώς έναν συντονιστικό και καθαρά επιτελικό ρόλο. Το «επιτελικό» αυτό κράτος αποτυπώθηκε στην θεωρία με την χαρακτηριστική ορολογική σύζευξη του συμμετοχικού κράτους.
Η θεωρητική κατασκευή του συμμετοχικού κράτους … είναι σημαντικά επηρεασμένη από έναν άλλο κλάδο του δικαίου. Το κεντρικό κράτος, που διατηρεί μόνον μια γενική κατεύθυνση και εποπτεία των υποθέσεών του, προσομοιάζει σε ένα εταιρικό μόρφωμα, που ανέπτυξε το εμπορικό δίκαιο για να αποδώσει έναν τύπο κεφαλαιουχικής εταιρείας, η οποία είχε ήδη μεγάλη απήχηση και εφαρμογή την ίδια εποχή, λόγω της ανάπτυξης των πολυεθνικών εταιρειών. Ήταν η εταιρεία, η οποία εκ του σκοπού της δεν ασκεί η ίδια αμέσως καμία εμπορική δραστηριότητα, αλλά μοναδική της λειτουργία είναι ο έλεγχος άλλων εταιρειών[5]. Αποκλειστικός σκοπός μιας τέτοιας εταιρείας ήταν η απόκτηση της κυριότητας του συνόλου ή μέρους των μετοχών άλλων εταιρειών και συνήθως η διατήρηση του ελέγχου επί των εταιρειών αυτών. Ο όρος που απέδιδε της ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης εταιρείας ήταν αυτός της συμμετοχικής εταιρείας[6].
Με την εφαρμογή των μετοχοποιήσεων των δημοσίων επιχειρήσεων και των οιονεί αποκρατικοποιήσεων μέσω χρηματιστηρίου, οι οποίες άφησαν στο κράτος εταιρικές συμμετοχές σε πολυάριθμες εταιρείες, καλλιεργήθηκε μια νέα κρατική δραστηριότητα, αυτή της διαχείρισης των εν λόγω συμμετοχών. Το κράτος … διαθέτει την πλειοψηφία των μετοχών και διατηρεί τον έλεγχο σε πλήθος εταιρειών, οι οποίες λειτουργούν σε απόλυτη και ανεξαίρετη συμφωνία με το νομικό καθεστώς των ιδιωτικών εταιρειών. Το έλεγχο αυτό τον ασκεί με μεθόδους του εταιρικού δικαίου, χωρίς να αναμιγνύεται το ίδιο στον τρόπο άσκησης της δραστηριότητας, ακόμη κι αν αυτή εμπίπτει σε τομείς κοινωφελείς ή στρατηγικούς ή ζωτικής σημασίας.
[1] Απόσπασμα από το άρθρο του Αθανασίου Τσιρωνά, υπό τον τίτλο «Θεσμικές αλλοιώσεις της δημόσιας επιχείρησης. Από το κράτος επιχειρηματία στο κράτος επενδυτή», Νομικό Βήμα, τ. 58, τεύχος 4, Μάιος 2010.
[2] M. Massenet, La nouvelle gestion publique pour un Etat sans bureaucratie, 1975, σ. 145 επ.
[3] Π. Παυλόπουλου, Μαθήματα Διοικητικής Επιστήμης, τ. Ι, 1983, σ. 89 επ.
[4] G. Timsit, Τα νέα πρότυπα διοικήσεως (Les nouveaux modeles d’ administration), σε μετάφραση Γ. Μαρκουλάκη, ΔιοικΜετ 1980, 9 επ. και ιδίως 38 επ.
[5] Ε. Περάκη, Το δίκαιο της ανώνυμης εταιρείας, τ. ΙΙ, 1991, σ. 369 επ.
[6] «εταιρεία – holding»
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν η συζήτηση για την αναμόρφωση και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης ήταν εξαιρετικά ζωντανή και ακολουθούσε την επικαιρότητα των ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής, διατυπώθηκε, κυρίως στην Γαλλία, η θεωρητική κατασκευή του συμμετοχικού κράτους[2]. Σε μια χώρα που αρχικά διαμόρφωσε το παραδοσιακό συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης και στη συνέχεια ανέπτυξε το αντίβαρό του – μια ισχυρή και εκτεταμένη αποκεντρωτική διοικητική δομή – ήταν φυσικό να παρουσιασθεί η αποκέντρωση ως η απόλυτη λύση για τα μειονεκτήματα και τα αδιέξοδα της γραφειοκρατικής τελμάτωσης του διοικητικού μηχανισμού[3].
Ως αντίδοτο … στα συμπτώματα παρακμής ενός πολύπλοκου και μονολιθικού ιεραρχικού διοικητικού μοντέλου προτάθηκε ένα κράτος που θα διανείμει ακόμη περισσότερο τις κρίσιμες και αποφασιστικές εξουσίες. Την πραγματική εξουσία επί των δημοσίων υποθέσεων θα αναλάμβαναν διοικητικά σχήματα, τα οποία θα βρίσκονταν όσο το δυνατόν πλησιέστερα στα προβλήματα που είχαν ανάγκη αντιμετώπισης. Η αποκέντρωση, πέραν της πολιτικής συμμετοχικής νομιμοποίησης και της τεχνικής θεμελίωσης, που απολάμβανε στην Γαλλία, άρχισε να αποκτά ακόμη πιο σημαντική θεωρητική καταξίωση και αποδοχή[4].
Ωστόσο, με τις συγκεκριμένες θέσεις προτάθηκε μια τέτοια ενδυνάμωση του αποκεντρωτικού μοντέλου, ώστε το κράτος – η κεντρική διοίκηση – να διατηρεί αποκλειστικώς έναν συντονιστικό και καθαρά επιτελικό ρόλο. Το «επιτελικό» αυτό κράτος αποτυπώθηκε στην θεωρία με την χαρακτηριστική ορολογική σύζευξη του συμμετοχικού κράτους.
Η θεωρητική κατασκευή του συμμετοχικού κράτους … είναι σημαντικά επηρεασμένη από έναν άλλο κλάδο του δικαίου. Το κεντρικό κράτος, που διατηρεί μόνον μια γενική κατεύθυνση και εποπτεία των υποθέσεών του, προσομοιάζει σε ένα εταιρικό μόρφωμα, που ανέπτυξε το εμπορικό δίκαιο για να αποδώσει έναν τύπο κεφαλαιουχικής εταιρείας, η οποία είχε ήδη μεγάλη απήχηση και εφαρμογή την ίδια εποχή, λόγω της ανάπτυξης των πολυεθνικών εταιρειών. Ήταν η εταιρεία, η οποία εκ του σκοπού της δεν ασκεί η ίδια αμέσως καμία εμπορική δραστηριότητα, αλλά μοναδική της λειτουργία είναι ο έλεγχος άλλων εταιρειών[5]. Αποκλειστικός σκοπός μιας τέτοιας εταιρείας ήταν η απόκτηση της κυριότητας του συνόλου ή μέρους των μετοχών άλλων εταιρειών και συνήθως η διατήρηση του ελέγχου επί των εταιρειών αυτών. Ο όρος που απέδιδε της ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης εταιρείας ήταν αυτός της συμμετοχικής εταιρείας[6].
Με την εφαρμογή των μετοχοποιήσεων των δημοσίων επιχειρήσεων και των οιονεί αποκρατικοποιήσεων μέσω χρηματιστηρίου, οι οποίες άφησαν στο κράτος εταιρικές συμμετοχές σε πολυάριθμες εταιρείες, καλλιεργήθηκε μια νέα κρατική δραστηριότητα, αυτή της διαχείρισης των εν λόγω συμμετοχών. Το κράτος … διαθέτει την πλειοψηφία των μετοχών και διατηρεί τον έλεγχο σε πλήθος εταιρειών, οι οποίες λειτουργούν σε απόλυτη και ανεξαίρετη συμφωνία με το νομικό καθεστώς των ιδιωτικών εταιρειών. Το έλεγχο αυτό τον ασκεί με μεθόδους του εταιρικού δικαίου, χωρίς να αναμιγνύεται το ίδιο στον τρόπο άσκησης της δραστηριότητας, ακόμη κι αν αυτή εμπίπτει σε τομείς κοινωφελείς ή στρατηγικούς ή ζωτικής σημασίας.
[1] Απόσπασμα από το άρθρο του Αθανασίου Τσιρωνά, υπό τον τίτλο «Θεσμικές αλλοιώσεις της δημόσιας επιχείρησης. Από το κράτος επιχειρηματία στο κράτος επενδυτή», Νομικό Βήμα, τ. 58, τεύχος 4, Μάιος 2010.
[2] M. Massenet, La nouvelle gestion publique pour un Etat sans bureaucratie, 1975, σ. 145 επ.
[3] Π. Παυλόπουλου, Μαθήματα Διοικητικής Επιστήμης, τ. Ι, 1983, σ. 89 επ.
[4] G. Timsit, Τα νέα πρότυπα διοικήσεως (Les nouveaux modeles d’ administration), σε μετάφραση Γ. Μαρκουλάκη, ΔιοικΜετ 1980, 9 επ. και ιδίως 38 επ.
[5] Ε. Περάκη, Το δίκαιο της ανώνυμης εταιρείας, τ. ΙΙ, 1991, σ. 369 επ.
[6] «εταιρεία – holding»
Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010
Ποντιακά
Μαθήματα από την ελληνοτουρκική συμβίωση[1]
Η άλωσις της Τραπεζούντος και η διάλυσις του Κράτους αυτής εθρηνήθη υπό του Ποντιακού Ελληνισμού, όστις όμως δεν έχασε την ελπίδα του ότι θα έλθη ημέρα δόξης και ελευθερίας:
Αλλοί εμάς και βάϊ εμάς, πάρθεν η Ρωμανία,
μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαιγνε τα μοναστήρια
κι άϊ Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται.
- Μην κλαις, Άι Γιάννη μου, και μη δερνοκοπιέσαι.
Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
…
Ο Πόντος, ευρισκόμενος εγγύτερον προς μεγάλας μάζας Τούρκων και Τουρκομάνων, εμαρτύρησε περισσότερον των άλλων Ελλήνων. Τα καθημερινά βάσανα των Ποντίων ηνάγκασαν πολλούς να εξισλαμισθούν, ίσως τους πλουσιωτέρους, οι οποίοι ήθελαν να διατηρήσουν την περιουσίαν των. Άλλοι ηναγκάσθηκαν να φύγουν, άλλοι δε να προσποιηθούν ότι έγιναν Μουσουλμάνοι, ενώ κρυφά ελάτρευαν την πάτριον θρησκείαν. Η εξισλάμισις δεν έγινεν αμέσως μετά το 1461, αλλά και αργότερα εις δυσκόλους περιστάσεις. Επίσης αργότερα έφυγαν μυριάδες Ποντίων εις τον Καύκασον …
Εκ των εξισλαμισθέντων κατοίκων του Πόντου οι Οφίται, ήτοι οι κάτοικοι της περιφερείας του ποταμού Όφεως, ομιλούν και σήμερον την ελληνικήν ποντιακήν διάλεκτον …
Αφού προέβη τόσον πολύ ο εξισλαμισμός των Ελλήνων του Πόντου, εύκολον είναι να εννοήσωμεν ότι υπέφεραν περισσότερα βάσανα οι Έλληνες εκεί ή αλλαχού. Υπέφεραν δε μέχρι των νεωτέρων χρόνων, ως δεκνύουν τα γραφέντα υπό του ερευνητού της Ποντιακής ιστορίας Π. Τριανταφυλλίδου:
«Ο κατ’ οίκον βίος του Έλληνος Χριστιανού υπήρχεν αληθώς οικτρότατος. Ο Έλλην ενομίζετο και των κυνών ευτελέστερος, διότι εις εκείνους μεν εδείκνυαν συμπάθειαν, σπανιώτατα όμως εδείκνυε Τούρκος οίκτον εις Χριστιανόν υβριζόμενον ή αικιζόμενον· απ’ εναντίας πάσα κατά Χριστιανού προσβολή πολλούς εύρισκε τους υποβοηθούντας και συνέτρεχον αυθόρμητα πλήθη άπειρα και παρείχον την εαυτών συνδρομήν λόγοις και έργοις, στόματι και χερσίν, οσάκις έβλεπον Τούρκον επιτιθέμενον κατά Χριστιανού. Το «τουρκοπαιδεύω» κατήντησεν εις την σημασίαν του απηνέστατα και σκληρότατα τιμωρώ …
Η ενδυμασία του Έλληνος υπήρχε διαγεγραμμένη και ωρισμένη. Εκτός του μαύρου χρώματος πάσα άλλη βαφή ην απ’ αυτού απηγορευμένη· εκτός του χονδρού βαμβακίνου παν άλλο πολυτελέστερον ύφασμα δεν επετρέπετο να ενδυθή·μαύρον έφερε το επί της κεφαλής κάλυμμα, περιτετυλιγμένον διά μαύρου χονδρού υφάσματος, μαύρα τα εν τοις ποσίν αυτού πέδιλα, ων και ο τρόπος της κατασκευής και το χρώμα και η κόψις ήσαν διαγεγραμμένα …
Εις πάσαν καθ’ οδόν συνάντησιν και του ευτελεστέρου Τούρκου ο Έλλην εχρεώστει να αφήση τα παρά τα πλάγια της οδού πεζοδρόμια και να κατέλθη εις το μέσον της οδού, όθεν διέβαινον τα ζώα, και διά μυρίων υποκλίσεων και άλλων εξευτελιστικών κινημάτων ώφειλε να καταδείξη την εαυτού αθλιότητα. Ο οίκος του έπρεπε να οικοδομήται μονώροφος, άνευ επιχρώσεως, η δε εξωτερική αυτού κονίασις ην πολλαχού απηγορευμένη. Ουαί τω παραβαίνοντι την διαταγήν και δεικνύοντι πολυτέλειάν τινα εν τη σκευή και τη ενδυμασία».
[1] Κωνσταντίνου Ι. Αμάντου, Σχέσεις Ελλήνων & Τούρκων, σ. 146 κ.επ., ΟΕΔΒ, Αθήναι 1955.
Η άλωσις της Τραπεζούντος και η διάλυσις του Κράτους αυτής εθρηνήθη υπό του Ποντιακού Ελληνισμού, όστις όμως δεν έχασε την ελπίδα του ότι θα έλθη ημέρα δόξης και ελευθερίας:
Αλλοί εμάς και βάϊ εμάς, πάρθεν η Ρωμανία,
μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαιγνε τα μοναστήρια
κι άϊ Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται.
- Μην κλαις, Άι Γιάννη μου, και μη δερνοκοπιέσαι.
Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
…
Ο Πόντος, ευρισκόμενος εγγύτερον προς μεγάλας μάζας Τούρκων και Τουρκομάνων, εμαρτύρησε περισσότερον των άλλων Ελλήνων. Τα καθημερινά βάσανα των Ποντίων ηνάγκασαν πολλούς να εξισλαμισθούν, ίσως τους πλουσιωτέρους, οι οποίοι ήθελαν να διατηρήσουν την περιουσίαν των. Άλλοι ηναγκάσθηκαν να φύγουν, άλλοι δε να προσποιηθούν ότι έγιναν Μουσουλμάνοι, ενώ κρυφά ελάτρευαν την πάτριον θρησκείαν. Η εξισλάμισις δεν έγινεν αμέσως μετά το 1461, αλλά και αργότερα εις δυσκόλους περιστάσεις. Επίσης αργότερα έφυγαν μυριάδες Ποντίων εις τον Καύκασον …
Εκ των εξισλαμισθέντων κατοίκων του Πόντου οι Οφίται, ήτοι οι κάτοικοι της περιφερείας του ποταμού Όφεως, ομιλούν και σήμερον την ελληνικήν ποντιακήν διάλεκτον …
Αφού προέβη τόσον πολύ ο εξισλαμισμός των Ελλήνων του Πόντου, εύκολον είναι να εννοήσωμεν ότι υπέφεραν περισσότερα βάσανα οι Έλληνες εκεί ή αλλαχού. Υπέφεραν δε μέχρι των νεωτέρων χρόνων, ως δεκνύουν τα γραφέντα υπό του ερευνητού της Ποντιακής ιστορίας Π. Τριανταφυλλίδου:
«Ο κατ’ οίκον βίος του Έλληνος Χριστιανού υπήρχεν αληθώς οικτρότατος. Ο Έλλην ενομίζετο και των κυνών ευτελέστερος, διότι εις εκείνους μεν εδείκνυαν συμπάθειαν, σπανιώτατα όμως εδείκνυε Τούρκος οίκτον εις Χριστιανόν υβριζόμενον ή αικιζόμενον· απ’ εναντίας πάσα κατά Χριστιανού προσβολή πολλούς εύρισκε τους υποβοηθούντας και συνέτρεχον αυθόρμητα πλήθη άπειρα και παρείχον την εαυτών συνδρομήν λόγοις και έργοις, στόματι και χερσίν, οσάκις έβλεπον Τούρκον επιτιθέμενον κατά Χριστιανού. Το «τουρκοπαιδεύω» κατήντησεν εις την σημασίαν του απηνέστατα και σκληρότατα τιμωρώ …
Η ενδυμασία του Έλληνος υπήρχε διαγεγραμμένη και ωρισμένη. Εκτός του μαύρου χρώματος πάσα άλλη βαφή ην απ’ αυτού απηγορευμένη· εκτός του χονδρού βαμβακίνου παν άλλο πολυτελέστερον ύφασμα δεν επετρέπετο να ενδυθή·μαύρον έφερε το επί της κεφαλής κάλυμμα, περιτετυλιγμένον διά μαύρου χονδρού υφάσματος, μαύρα τα εν τοις ποσίν αυτού πέδιλα, ων και ο τρόπος της κατασκευής και το χρώμα και η κόψις ήσαν διαγεγραμμένα …
Εις πάσαν καθ’ οδόν συνάντησιν και του ευτελεστέρου Τούρκου ο Έλλην εχρεώστει να αφήση τα παρά τα πλάγια της οδού πεζοδρόμια και να κατέλθη εις το μέσον της οδού, όθεν διέβαινον τα ζώα, και διά μυρίων υποκλίσεων και άλλων εξευτελιστικών κινημάτων ώφειλε να καταδείξη την εαυτού αθλιότητα. Ο οίκος του έπρεπε να οικοδομήται μονώροφος, άνευ επιχρώσεως, η δε εξωτερική αυτού κονίασις ην πολλαχού απηγορευμένη. Ουαί τω παραβαίνοντι την διαταγήν και δεικνύοντι πολυτέλειάν τινα εν τη σκευή και τη ενδυμασία».
[1] Κωνσταντίνου Ι. Αμάντου, Σχέσεις Ελλήνων & Τούρκων, σ. 146 κ.επ., ΟΕΔΒ, Αθήναι 1955.
Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Επαγγέλματα
Ο Δάσκαλος[1]
Ο αριθμός των δασκάλων, που προέρχονταν κατά κανόνα από αγροτικές οικογένειες και οικογένειες τεχνιτών, δεν ήταν καθόλου αμελητέος στα δυτικά κράτη: Στη Βρετανία το 1851 περί τα 76.000 άτομα, άντρες και γυναίκες, δήλωναν δημοδιδάσκαλοι ή δάσκαλοι εν γένει, χωρίς να υπολογίσουμε τις 20.000 περίπου οικοδιδασκάλισσες – πασίγνωστο τελευταίο καταφύγιο των απόρων μορφωμένων κοριτσιών που δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κερδίσουν τη ζωή τους με λιγότερο αξιοπρεπείς τρόπους. Επιπλέον, το επάγγελμα του δασκάλου δεν ήταν μόνο διαδεδομένο αλλά επεκτεινόταν συνεχώς. Η αμοιβή ήταν χαμηλή, αλλά, εκτός της Βρετανίας και των ΗΠΑ, των πιο αδιάφορων για τα πνευματικά χωρών, ο δημοδιδάσκαλος ήταν δικαίως δημοφιλής. Γιατί, αν κάποιος αντιπροσώπευε το ιδεώδες μιας εποχής, όταν για πρώτη φορά ο απλός λαός αντιλήφθηκε ότι η άγνοια μπορεί να καταπολεμηθεί, αυτός ο κάποιος ήταν ασφαλώς ο άντρας ή η γυναίκα που η ζωή του και η κλίση του είναι να δώσει στα παιδιά τις ευκαιρίες που δεν είχαν ποτέ οι γονείς τους, να τους ανοίξει τον κόσμο, να τους μυήσει στην αλήθεια και την ηθική.
Ο αριθμός των δασκάλων, που προέρχονταν κατά κανόνα από αγροτικές οικογένειες και οικογένειες τεχνιτών, δεν ήταν καθόλου αμελητέος στα δυτικά κράτη: Στη Βρετανία το 1851 περί τα 76.000 άτομα, άντρες και γυναίκες, δήλωναν δημοδιδάσκαλοι ή δάσκαλοι εν γένει, χωρίς να υπολογίσουμε τις 20.000 περίπου οικοδιδασκάλισσες – πασίγνωστο τελευταίο καταφύγιο των απόρων μορφωμένων κοριτσιών που δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κερδίσουν τη ζωή τους με λιγότερο αξιοπρεπείς τρόπους. Επιπλέον, το επάγγελμα του δασκάλου δεν ήταν μόνο διαδεδομένο αλλά επεκτεινόταν συνεχώς. Η αμοιβή ήταν χαμηλή, αλλά, εκτός της Βρετανίας και των ΗΠΑ, των πιο αδιάφορων για τα πνευματικά χωρών, ο δημοδιδάσκαλος ήταν δικαίως δημοφιλής. Γιατί, αν κάποιος αντιπροσώπευε το ιδεώδες μιας εποχής, όταν για πρώτη φορά ο απλός λαός αντιλήφθηκε ότι η άγνοια μπορεί να καταπολεμηθεί, αυτός ο κάποιος ήταν ασφαλώς ο άντρας ή η γυναίκα που η ζωή του και η κλίση του είναι να δώσει στα παιδιά τις ευκαιρίες που δεν είχαν ποτέ οι γονείς τους, να τους ανοίξει τον κόσμο, να τους μυήσει στην αλήθεια και την ηθική.
Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010
μαθήματα πολιτικής ιστορίας
Το άσπρο άλογο[1]
Ποιο είναι το δαιμόνιο που κρατάει πίσω, καθηλωμένον στην καθυστέρηση, τον τόπο μας ;
Είναι το λάθος «κράτος». Δεν το συγκροτήσαμε οι Έλληνες, οι πρόγονοί μας που επαναστάτησαν ενάντια στους Τούρκους. Το έφτιαξαν για λογαριασμό μας οι Βαυαροί. Είναι κράτος τεχνητό, δεν προέκυψε από τις δικές μας ανάγκες και τους δικούς μας ιστορικούς εθισμούς. Μας επέβαλαν θεσμούς, σχήματα και τρόπους συλλογικής συνύπαρξης που είχαν φτιαχτεί για άλλες κοινωνίες, με διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικό ψυχισμό. Και αυτό το ξένο κράτος το καλοδεχτήκαμε ξυπασμένοι, επειδή ήταν «μοδέρνο», ήταν απομίμηση των «λελαμπρυσμένων και πεφωτισμένων της Εσπερίας κρατών». Διακόσια χρόνια λοιπόν ζούμε ως μεταπράτες σε κράτος μεταπρατικό, παραιτημένοι από αυτό που πραγματικά είμαστε, από κάθε συνείδηση ετερότητας. Πιθηκίζουμε ό,τι είναι ξένο. Γι’ αυτό είμαστε και θα είμαστε πάντα καθυστερημένοι, πάντα δεύτεροι και με τη μειονεξία του επαρχιώτη, όπως όλοι όσοι μόνο μιμούνται παθητικά. Εκτός αν κάποτε συμβεί – πολύ απίθανο – να αναπλάσουμε το κράτος μας ριζικά, για να υπηρετεί τις κοινωνικές μας ανάγκες, τη δική μας ιδιαιτερότητα. Να μην είναι εχθρός και αντίπαλος του πολίτη το κράτος, αλλά λειτουργός διακονίας των αναγκών του.
Ποιο είναι το δαιμόνιο που κρατάει πίσω, καθηλωμένον στην καθυστέρηση, τον τόπο μας ;
Είναι το λάθος «κράτος». Δεν το συγκροτήσαμε οι Έλληνες, οι πρόγονοί μας που επαναστάτησαν ενάντια στους Τούρκους. Το έφτιαξαν για λογαριασμό μας οι Βαυαροί. Είναι κράτος τεχνητό, δεν προέκυψε από τις δικές μας ανάγκες και τους δικούς μας ιστορικούς εθισμούς. Μας επέβαλαν θεσμούς, σχήματα και τρόπους συλλογικής συνύπαρξης που είχαν φτιαχτεί για άλλες κοινωνίες, με διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικό ψυχισμό. Και αυτό το ξένο κράτος το καλοδεχτήκαμε ξυπασμένοι, επειδή ήταν «μοδέρνο», ήταν απομίμηση των «λελαμπρυσμένων και πεφωτισμένων της Εσπερίας κρατών». Διακόσια χρόνια λοιπόν ζούμε ως μεταπράτες σε κράτος μεταπρατικό, παραιτημένοι από αυτό που πραγματικά είμαστε, από κάθε συνείδηση ετερότητας. Πιθηκίζουμε ό,τι είναι ξένο. Γι’ αυτό είμαστε και θα είμαστε πάντα καθυστερημένοι, πάντα δεύτεροι και με τη μειονεξία του επαρχιώτη, όπως όλοι όσοι μόνο μιμούνται παθητικά. Εκτός αν κάποτε συμβεί – πολύ απίθανο – να αναπλάσουμε το κράτος μας ριζικά, για να υπηρετεί τις κοινωνικές μας ανάγκες, τη δική μας ιδιαιτερότητα. Να μην είναι εχθρός και αντίπαλος του πολίτη το κράτος, αλλά λειτουργός διακονίας των αναγκών του.
Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010
το μάθημα που διδάχθηκε η Ευρώπη
Οι καταπεπονημένοι Έλληνες, η αντίνομη Ευρώπη και ο ανθρωπισμός[1]
Αν η Ευρώπη στάθηκε και στέκεται ακόμα αντίνομη και ανεξάρτητη από το πνεύμα και το βίωμα της ασιατικής εμπειρίας, αυτό το χρωστά πρωταρχικά από την αρχαιότητα ως το 1453 και μετά, στο καθημερινό ανδραγάθημα της ελληνοποτισμένης ψυχής που σαν ελεύθερος ελληνισμός ακόμα και ελληνισμός πολιορκημένος, δρα και μάχεται μέσα στους αιώνες. Αυτής της ψυχής, που μέσα στις αντιξοότητες ορθώνεται, θυμάται και ζει τα λόγια του αθάνατου ποντιακού τραγουδιού που διαλαλεί η Ρωμανία κι αν πέρασε ανθεί και φέρει κι άλλο. Δηλαδή αθάνατη είναι η ρίζα του ελληνισμού του χθες, του σήμερα και του αύριο.
Ας δούμε όμως πιο είναι αυτό το πανάρχαιο ηθικό και πνευματικό μάθημα που φέρει την σφραγίδα της Ευρώπης, μάθημα που στεριώνει τους Έλληνες ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές της μακραίωνης ιστορίας τους. Είναι το μάθημα που διδάχθηκε και διδάσκει τώρα σύσσωμη η Ευρώπη στον πάντα κόσμο, ακόμα και σ’ αυτούς που πρώτοι το θεμελίωσαν και γι’ αυτό ίσως και πρώτοι το καταπάτησαν, να πω απλά το λησμόνησαν και κάποτε το αποχωρίστηκαν. Εννοώ βέβαια τους καταπεπονημένους Έλληνες. Το μάθημα το είπαν «ανθρωπισμό, σεβασμό των συνανθρώπων». Να τονίσω ότι η λέξη «συνάνθρωπος» είναι μονάχα ελληνική, δεν βρίσκεται σε καμία άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα. Σεβασμό του ανθρώπου από τον άνθρωπο, δηλαδή ανθρωπιά, το ονόμασαν τεχνικά κάπως για την διοίκηση των κοινών «δημοκρατία» και αυτό παρ’ όλες τις παρεκκλίσεις που γνώρισε το είδος αυτό της πολιτείας, τόσο στην αρχαιότητα όσο και αργότερα. Να θυμίσω συμπτωματικά ότι ο όρος «Δημοκρατία» σημαίνει στο Βυζάντιο αναρχία και οχλοκρατία που θάπρεπε να παταχθεί με κάθε τρόπο. Το είπαν τέλος πνευματική ελεύθερη σκέψη και παιδεία. Και αυτό παρά την λογοκριτική πολιτική της αρχαίας πολιτείας που τόσο ανάγλυφα μαρτυρεί η ύπαρξη τυραννίας, ολιγαρχίας αλλά ακόμα και η λογοκριτική πολιτική της ίδιας της δημοκρατίας όπως το δείχνει η καταδίκη του Σωκράτη από την Αθήνα.
[1]Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, «Ελληνισμός και Ευρώπη», σ. 22-23, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1995.
Αν η Ευρώπη στάθηκε και στέκεται ακόμα αντίνομη και ανεξάρτητη από το πνεύμα και το βίωμα της ασιατικής εμπειρίας, αυτό το χρωστά πρωταρχικά από την αρχαιότητα ως το 1453 και μετά, στο καθημερινό ανδραγάθημα της ελληνοποτισμένης ψυχής που σαν ελεύθερος ελληνισμός ακόμα και ελληνισμός πολιορκημένος, δρα και μάχεται μέσα στους αιώνες. Αυτής της ψυχής, που μέσα στις αντιξοότητες ορθώνεται, θυμάται και ζει τα λόγια του αθάνατου ποντιακού τραγουδιού που διαλαλεί η Ρωμανία κι αν πέρασε ανθεί και φέρει κι άλλο. Δηλαδή αθάνατη είναι η ρίζα του ελληνισμού του χθες, του σήμερα και του αύριο.
Ας δούμε όμως πιο είναι αυτό το πανάρχαιο ηθικό και πνευματικό μάθημα που φέρει την σφραγίδα της Ευρώπης, μάθημα που στεριώνει τους Έλληνες ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές της μακραίωνης ιστορίας τους. Είναι το μάθημα που διδάχθηκε και διδάσκει τώρα σύσσωμη η Ευρώπη στον πάντα κόσμο, ακόμα και σ’ αυτούς που πρώτοι το θεμελίωσαν και γι’ αυτό ίσως και πρώτοι το καταπάτησαν, να πω απλά το λησμόνησαν και κάποτε το αποχωρίστηκαν. Εννοώ βέβαια τους καταπεπονημένους Έλληνες. Το μάθημα το είπαν «ανθρωπισμό, σεβασμό των συνανθρώπων». Να τονίσω ότι η λέξη «συνάνθρωπος» είναι μονάχα ελληνική, δεν βρίσκεται σε καμία άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα. Σεβασμό του ανθρώπου από τον άνθρωπο, δηλαδή ανθρωπιά, το ονόμασαν τεχνικά κάπως για την διοίκηση των κοινών «δημοκρατία» και αυτό παρ’ όλες τις παρεκκλίσεις που γνώρισε το είδος αυτό της πολιτείας, τόσο στην αρχαιότητα όσο και αργότερα. Να θυμίσω συμπτωματικά ότι ο όρος «Δημοκρατία» σημαίνει στο Βυζάντιο αναρχία και οχλοκρατία που θάπρεπε να παταχθεί με κάθε τρόπο. Το είπαν τέλος πνευματική ελεύθερη σκέψη και παιδεία. Και αυτό παρά την λογοκριτική πολιτική της αρχαίας πολιτείας που τόσο ανάγλυφα μαρτυρεί η ύπαρξη τυραννίας, ολιγαρχίας αλλά ακόμα και η λογοκριτική πολιτική της ίδιας της δημοκρατίας όπως το δείχνει η καταδίκη του Σωκράτη από την Αθήνα.
[1]Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, «Ελληνισμός και Ευρώπη», σ. 22-23, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1995.
Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010
μαθήματα σοφιστικής
Πλάτων
Σοφιστής [231 d, e - 232 a]*
Ξένος: ... ας ξαναστοχαστούμε πόσο λογιώ μα παρουσιάστηκεν ως τώρα ο σοφιστής. Μου φαίνεται λοιπόν πως την πρώτη φορά βρήκαμε, πως είναι μιστοεισπράχτορας κυνηγός σε νέους και πλούσιους ανθρώπους.
Θεαίτητος: Ναι.
Ξένος: Και τη δεύτερη φορά ένα είδος έμπορας στα μαθήματα της ψυχής.
Θεαίτητος: Πολύ σωστά.
Ξένος: Και την τρίτη φορά δε μας παρουσιάστηκε σαν ένας λιανοπουλητής σ' αυτά τα ίδια τα μαθήματα ;
Θεαίτητος: Ναι ! Και την τέταρτη φορά μας φάνηκεν, αν θυμάμαι καλά, σαν ένας επαγγελματοβιοτέχνης στα μαθήματα.
Ξένος: Σωστά το θυμήθηκες. Και τί μας φάνηκε την πέμπτη φορά εγώ θα προσπαθήσω να το θυμηθώ. Είτανε, μου φαίνεται, αθλητής της λογομαχίας, έχοντας για ειδικότητα τις αντιλογικές συζητήσεις.
Θεαίτητος: Ναι ! Αυτό είτανε.
Ξένος: Και την έχτη πάλι φορά παραδεχτήκαμε με κάποιες αμφιβολίες και με κάποια συγκατάβαση, πως είναι καθαριστής της ψυχής από σφαλερές δοξασίες, που γίνουντ' εμπόδιο στη μάθηση.
Θεαίτητος: Πολύ σωστά.
Ξένος: Μα δε στοχάζεσαι άραγες, πως όταν ένας παρουσιάζεται για επιστήμονας σε πολλά και διάφορα, εμείς όμως τον ονομάζουμε με τ' όνομα μόνο μιανής τέχνης, έχουμε μπροστά μας κάποιο φαινόμενο, που δεν είναι κανονικό ; Δεν είναι φανερό, πως όποιος παθαίνει αυτό το πάθημα σχετικά με κάποια τέχνη, δεν μπορεί να ιδεί καθαρά εκείνο το σημείο όπου όλες αυτές οι γνώσεις αποβλέπουνε και γι' αυτό δίνει, σ' εκείνον που τις κατέχει πολλές ονομασίες αντίς μια ;
Θεαίτητος: Φαίνεται, πως κάτι τέτιο γίνεται πραγματικά.
*σε μετάφραση Δημήτρη Γλυνού, εκδόσεις "Δαίδαλος" Ι. Ζαχαρόπουλος
Σοφιστής [231 d, e - 232 a]*
Ξένος: ... ας ξαναστοχαστούμε πόσο λογιώ μα παρουσιάστηκεν ως τώρα ο σοφιστής. Μου φαίνεται λοιπόν πως την πρώτη φορά βρήκαμε, πως είναι μιστοεισπράχτορας κυνηγός σε νέους και πλούσιους ανθρώπους.
Θεαίτητος: Ναι.
Ξένος: Και τη δεύτερη φορά ένα είδος έμπορας στα μαθήματα της ψυχής.
Θεαίτητος: Πολύ σωστά.
Ξένος: Και την τρίτη φορά δε μας παρουσιάστηκε σαν ένας λιανοπουλητής σ' αυτά τα ίδια τα μαθήματα ;
Θεαίτητος: Ναι ! Και την τέταρτη φορά μας φάνηκεν, αν θυμάμαι καλά, σαν ένας επαγγελματοβιοτέχνης στα μαθήματα.
Ξένος: Σωστά το θυμήθηκες. Και τί μας φάνηκε την πέμπτη φορά εγώ θα προσπαθήσω να το θυμηθώ. Είτανε, μου φαίνεται, αθλητής της λογομαχίας, έχοντας για ειδικότητα τις αντιλογικές συζητήσεις.
Θεαίτητος: Ναι ! Αυτό είτανε.
Ξένος: Και την έχτη πάλι φορά παραδεχτήκαμε με κάποιες αμφιβολίες και με κάποια συγκατάβαση, πως είναι καθαριστής της ψυχής από σφαλερές δοξασίες, που γίνουντ' εμπόδιο στη μάθηση.
Θεαίτητος: Πολύ σωστά.
Ξένος: Μα δε στοχάζεσαι άραγες, πως όταν ένας παρουσιάζεται για επιστήμονας σε πολλά και διάφορα, εμείς όμως τον ονομάζουμε με τ' όνομα μόνο μιανής τέχνης, έχουμε μπροστά μας κάποιο φαινόμενο, που δεν είναι κανονικό ; Δεν είναι φανερό, πως όποιος παθαίνει αυτό το πάθημα σχετικά με κάποια τέχνη, δεν μπορεί να ιδεί καθαρά εκείνο το σημείο όπου όλες αυτές οι γνώσεις αποβλέπουνε και γι' αυτό δίνει, σ' εκείνον που τις κατέχει πολλές ονομασίες αντίς μια ;
Θεαίτητος: Φαίνεται, πως κάτι τέτιο γίνεται πραγματικά.
*σε μετάφραση Δημήτρη Γλυνού, εκδόσεις "Δαίδαλος" Ι. Ζαχαρόπουλος
Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010
Βυζαντινά διδάγματα
περί της οικουμενικότητας[1]
Το Βυζάντιο δεν ήταν πια παράγοντας στη διεθνή πολιτική και ο αυτοκράτοράς του δεν μπορούσε να διατηρήσει τη θέση του ως η κορυφή στην ιεραρχία των χριστιανών ηγεμόνων. Ακόμη και η Μόσχα, που έμενε πιστή στις παραδόσεις, αρνήθηκε τον υποτελή των Τούρκων ως κληρονόμο του Μ. Κωνσταντίνου και πνευματική κεφαλή του ορθόδοξου κόσμου. Ο μέγας δουξ Βασίλειος Α΄, ο γιος του πανίσχυρου νικητή των Τατάρων Δημητρίου Ντονσκόι, απαγόρευσε τη μνεία του βυζαντινού αυτοκράτορα στις ρωσικές Εκκλησίες και καθιέρωσε τη φράση: «Εκκλησία έχομεν ημείς, βασιλέα δε ούτε έχομεν, ούτε λογιζόμεθα». Ο ηγεμόνας της ανερχόμενης ρωσικής αυτοκρατορίας διατήρησε άθικτα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελληνικής Εκκλησίας, ενώ αντίθετα δεν μπορούσε πια να δεχθεί την ιδέα του πρωτείου του ταπεινωμένου βυζαντινού αυτοκράτορα. Ήταν φανερό ακόμη μια φορά, όπως άλλωστε γινόταν συχνά στις τελευταίες δεκαετίες της βυζαντινής ιστορίας, ότι το κύρος της βυζαντινής Εκκλησίας ήταν πιο ισχυρό στις ορθόδοξες χώρες απ’ όσο το κύρος του βυζαντινού κράτους. Η βυζαντινή διαμαρτυρία στη Μόσχα διατυπώθηκε πολύ γρήγορα, δεν έγινε όμως από τον αυτοκράτορα αλλά από τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ενώ άλλοτε η βυζαντινή Εκκλησία στηριζόταν στην αυθεντία του πανίσχυρου κράτους απέναντι στον εξωτερικό κόσμο, αντίθετα τώρα το κύρος του πατριάρχη ήταν που στήριξε τη διεθνή θέση της αυτοκρατορίας. ... Δεν ήταν πια το κράτος που προστάτευε την Εκκλησία, αλλά η Εκκλησία το κράτος. Καθώς έγραψε ο πατριάρχης Αντώνιος προς τον μέγα Δούκα Βασίλειο Δημητρίεβιτς: «Ουδέν ουν ένι καλόν, υιέ μου, ίνα λέγης, ότι εκκλησίαν έχειν και βασιλέα ουκ έχειν, η γαρ βασιλεία και η εκκλησία πολλήν ένωσιν και κοινωνίαν έχει, και ουκ ένι δυνατόν, απ’ αλλήλων διαιρεθήναι ... άκουσον γαρ και του κορυφαίου των αποστόλων, Πέτρου, λέγοντος εν τη πρώτη των καθολικών επιστολών: ‘‘τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε’’, ουκ είπε, τους βασιλείς, ίνα μη τις υπολάβη τους ονομαζομένους βασιλείς σποράδην εις τα έθνη, αλλά τον βασιλέα, δηλών, ότι εις έστιν ο καθολικός βασιλεύς ... ει γαρ και άλλοι τινές των χριστιανών όνομα βασιλέως εαυτοίς επεφήμισαν, αλλά παρά φύσιν εισίν εκείνα πάντα και παράνομα και τυραννίδι και βία μάλλον γινόμενα. Τίνες γαρ πατέρες ή ποίαι σύνοδοι και τίνες κανόνες πεί εκείνων λέγουσιν ; αλλά περί του φυσικού βασιλέως άνω και κάτω βοώσιν, ου και αι νομοθεσίαι και αι διατάξεις και τα προστάγματα στέργονται κατά πάσαν την οικουμένην, ου και μόνον μνημονεύουσιν οι χριστιανοί πανταχού, και ου άλλον τινός».
Ποτέ ως τώρα δεν είχε εκφρασθεί με τόσο μεγάλη έμφαση και τέτοια πύρινη ευγλωττία η αντίληψη για τον ένα οικουμενικό αυτοκράτορα, όπως έγινε στην επιστολή αυτή, την οποία ο πατριάρχης έστειλε στη Μόσχα από την αποκλεισμένη από τους Τούρκους Κωνσταντινούπολη. Ως την τελευταία στιγμή και παρόλες τις δοκιμασίες, οι Βυζαντινοί διατήρησαν με εμμονή το δόγμα, ότι ο ηγεμόνας τους ήταν ο μοναδικός νόμιμος αυτοκράτορας και κατά συνέπεια η φυσική κεφαλή της χριστιανικής οικουμένης.
[1] Γκεόργκ Οστρογκόρσκυ, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. Γ΄, σ. 254-256, ιστορικές εκδόσεις Στ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1993.
Το Βυζάντιο δεν ήταν πια παράγοντας στη διεθνή πολιτική και ο αυτοκράτοράς του δεν μπορούσε να διατηρήσει τη θέση του ως η κορυφή στην ιεραρχία των χριστιανών ηγεμόνων. Ακόμη και η Μόσχα, που έμενε πιστή στις παραδόσεις, αρνήθηκε τον υποτελή των Τούρκων ως κληρονόμο του Μ. Κωνσταντίνου και πνευματική κεφαλή του ορθόδοξου κόσμου. Ο μέγας δουξ Βασίλειος Α΄, ο γιος του πανίσχυρου νικητή των Τατάρων Δημητρίου Ντονσκόι, απαγόρευσε τη μνεία του βυζαντινού αυτοκράτορα στις ρωσικές Εκκλησίες και καθιέρωσε τη φράση: «Εκκλησία έχομεν ημείς, βασιλέα δε ούτε έχομεν, ούτε λογιζόμεθα». Ο ηγεμόνας της ανερχόμενης ρωσικής αυτοκρατορίας διατήρησε άθικτα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελληνικής Εκκλησίας, ενώ αντίθετα δεν μπορούσε πια να δεχθεί την ιδέα του πρωτείου του ταπεινωμένου βυζαντινού αυτοκράτορα. Ήταν φανερό ακόμη μια φορά, όπως άλλωστε γινόταν συχνά στις τελευταίες δεκαετίες της βυζαντινής ιστορίας, ότι το κύρος της βυζαντινής Εκκλησίας ήταν πιο ισχυρό στις ορθόδοξες χώρες απ’ όσο το κύρος του βυζαντινού κράτους. Η βυζαντινή διαμαρτυρία στη Μόσχα διατυπώθηκε πολύ γρήγορα, δεν έγινε όμως από τον αυτοκράτορα αλλά από τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ενώ άλλοτε η βυζαντινή Εκκλησία στηριζόταν στην αυθεντία του πανίσχυρου κράτους απέναντι στον εξωτερικό κόσμο, αντίθετα τώρα το κύρος του πατριάρχη ήταν που στήριξε τη διεθνή θέση της αυτοκρατορίας. ... Δεν ήταν πια το κράτος που προστάτευε την Εκκλησία, αλλά η Εκκλησία το κράτος. Καθώς έγραψε ο πατριάρχης Αντώνιος προς τον μέγα Δούκα Βασίλειο Δημητρίεβιτς: «Ουδέν ουν ένι καλόν, υιέ μου, ίνα λέγης, ότι εκκλησίαν έχειν και βασιλέα ουκ έχειν, η γαρ βασιλεία και η εκκλησία πολλήν ένωσιν και κοινωνίαν έχει, και ουκ ένι δυνατόν, απ’ αλλήλων διαιρεθήναι ... άκουσον γαρ και του κορυφαίου των αποστόλων, Πέτρου, λέγοντος εν τη πρώτη των καθολικών επιστολών: ‘‘τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε’’, ουκ είπε, τους βασιλείς, ίνα μη τις υπολάβη τους ονομαζομένους βασιλείς σποράδην εις τα έθνη, αλλά τον βασιλέα, δηλών, ότι εις έστιν ο καθολικός βασιλεύς ... ει γαρ και άλλοι τινές των χριστιανών όνομα βασιλέως εαυτοίς επεφήμισαν, αλλά παρά φύσιν εισίν εκείνα πάντα και παράνομα και τυραννίδι και βία μάλλον γινόμενα. Τίνες γαρ πατέρες ή ποίαι σύνοδοι και τίνες κανόνες πεί εκείνων λέγουσιν ; αλλά περί του φυσικού βασιλέως άνω και κάτω βοώσιν, ου και αι νομοθεσίαι και αι διατάξεις και τα προστάγματα στέργονται κατά πάσαν την οικουμένην, ου και μόνον μνημονεύουσιν οι χριστιανοί πανταχού, και ου άλλον τινός».
Ποτέ ως τώρα δεν είχε εκφρασθεί με τόσο μεγάλη έμφαση και τέτοια πύρινη ευγλωττία η αντίληψη για τον ένα οικουμενικό αυτοκράτορα, όπως έγινε στην επιστολή αυτή, την οποία ο πατριάρχης έστειλε στη Μόσχα από την αποκλεισμένη από τους Τούρκους Κωνσταντινούπολη. Ως την τελευταία στιγμή και παρόλες τις δοκιμασίες, οι Βυζαντινοί διατήρησαν με εμμονή το δόγμα, ότι ο ηγεμόνας τους ήταν ο μοναδικός νόμιμος αυτοκράτορας και κατά συνέπεια η φυσική κεφαλή της χριστιανικής οικουμένης.
[1] Γκεόργκ Οστρογκόρσκυ, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. Γ΄, σ. 254-256, ιστορικές εκδόσεις Στ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1993.
Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010
ιστορικά μαθήματα
Έτσι άρχισε η Επανάσταση[1]
Στις 13 Απριλίου 1821 ο αναπληρωτής του προξένου Θωμά Παρνέλ, γραμματέας του προξενείου Σολαίρ, σε αναφορά του προς τον πρεσβετή της Ολλανδίας στην Κωνσταντινούπολη Γκασπάρ Τέστα, εκθέτει ημερολογιακά γεγονότα που έζησε στην επαναστατημένη Πάτρα, αρχίζοντας από τις 23 Φεβρουαρίου 1821.
«Στις 23 Φεβρουαρίου, αφού οι Έλληνες ραγιάδες της Πάτρας αρνήθηκαν ανοιχτά να πληρώσουν το χαράτσι και τους άλλους φόρους κατά την παλιά συνήθεια, μια υπόκωφη αναταραχή άρχισε ανάμεσά τους. Από την πλευρά των Τούρκων εκδηλώθηκε ανησυχία. Ο μεγαλύτερος αριθμός των Οθωμανών προεστών συγκεντρώθηκε στην κατοικία του αρχιεπισκόπου. Το βράδυ γύρισαν όλοι ήσυχα στα σπίτια τους. Οι φόροι όμως δεν πληρώθηκαν. Στις 27 ο αρχιεπίσκοπος Γερμανός, ύστερα από πρόσκληση του πασά της Τριπολιτσάς εγκατέλειψε την Πάτρα με την Αυλή του και τον γενίτσαρο φρουρό του.
... Επτανησιακές οικογένειες έφυγαν για τα Ιόνια. Στις 28 μάθαμε ότι ο αρχιεπίσκοπος, ενώ βρισκόταν στη μέση του δρόμου προς την Τριπολιτσά, έστειλε στον πασά τον γενίτσαρο με εντολή να του πει ότι οι Έλληνες ζητούν να αποτινάξουν το ζυγό και τη δουλεία της Υψηλής Πύλης. Ο αρχιεπίσκοπος πήρε τότε το δρόμο των Καλαβρύτων κι’ από κει, μαζί με τον επίσκοπο Χριστιανουπόλεως και τους προεστούς των Καλαβρύτων, της Βοστίτσας και της Πάτρας κλειστηκε στο μοναστήρι Μέγα Σπήλαιο. Ο γενίτσαρος, αφού προχώρησε τέσσερα μίλια, σκοτώθηκε από Έλληνες.
... 1 Μαρτίου. Οι Τούρκοι της Πάτρας άρχισαν να μεταφέρουν τα πολύτιμα πράγματά τους στο φρούριο.
... Στις 2 οι ραγιάδες άρχισαν κι’ αυτοί να εγκαταλείπουν την Πάτρα.
... Στις 3 η οικογένεια του κ. Ανδρέα Κοντογούρη, προξένου της Πρωσίας επιβιβάσθηκε για την Κεφαλονιά, την πατρίδα του. Η αναχώρηση αυτής της οικογένειας με ανησύχησε. Ειδοποίησα τον κ. Παρνέλ για την κρίσιμη κατάσταης των υποθέσεων της Πάτρας.
... Στις 4 η εξέγερση έγινε πιο σοβαρή. Οι Τούρκοι μετέφεραν όλα τα υπάρχοντά τους στο κάστρο και στις 6 τις οικογένειές τους.
... Στις 7 Μαρτίου εμφανίστηκαν στην πόλη Έλληνες ραγιάδες οπλισμένοι με πιστόλες και γιαταγάνια.
... Στις 8 Μαρτίου μεγάλος αριθμός καλά αρματωμένων Επτανησίων ανελαβαν τη φρούρηση των προξενείων της Ρωσίας, της Πρωσίας, της Αυστρίας και της Σουηδίας.
... Στις 11 οι Έλληνες φόρτωσαν τα υπάρχοντά τους και εμπορεύματα για τα Ιόνια, τον κόλπο της Ναυπάκτου και τα χωριά της Πάτρας.
... Στις 12 ο βοεβόδας, μαζί με άλλους Τούρκους προεστούς, πήγε στο προξενείο της Ρωσίας και ρώτησε για τους ένοπλους Έλληνες που φρουρούσαν το κτίριο, καθώς και τα άλλα προξενεία. Ο προξενος της Ρωσίας απάντησε ότι αυτό έγινε για ασφάλεια από τις ταραχές που συχνά συμβαίνουν στην Τουρκία.
... Στις 14 οι Τούρκοι άρχισαν περιπολίες στην πόλη, μέρα και νύχτα.
... Στις 15 πήρα γράμμα του κ. Παρνέλ με εντολή να πουλήσω τα μεγάλα έπιπλα και να μπαρκάρω με τα άλλα για τη Ζάκυνθο. Το πρώτο ήταν αδύνατο εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούσαν, για το δεύτερο δεν υπήρχαν χρήματα να ναυλώσω το καράβι.
... Στις 18 οι γραμματείς και οι άλλοι προξενικοί υπάλληλοι κατέφυγαν στα κτίρια των προξενείων τους.
... Στις 19 Μαρτίου, ύστερα από συμβουλή των προξένων της Γαλλίας και της Αγγλίας Πουκεβίλ και Γκρην, αποσύρθηκα με την οικογένειά μου στο προξενείο της Ολλανδίας.
... Στις 20 οι ραγιάδες έστειλαν τις οικογένειές τους στα προξενεία. Ο πρόξενος της Γαλλίας δέχτηκε πολύ κόσμο. Της Αγγλίας κανέναν. Όλα τα καταστήματα, ακόμα και των τροφίμων, είναι κλειστά.
... Στις 21 ο μπουλούκμπασης, με διαταγή του βοεβόδα, επισκέφθηκε τα προξενεία και πρόσφερε ενίσχυση με γενίτσαρους για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων ταραχών. Όλοι οι πρόξενοι απάντησαν ότι είναι αρκετός ο ένας γενίτσαρος φρουρός που υπηρετούσε κανονικά στα προξενεία. Επειδή οι Τούρκοι ήξεραν πως οι Επτανησιώτες πρόξενοι της Ρωσίας, της Πρωσίας, της Σουηδίας και της Αυστρίας είχαν ανάμιξη στην εξέγερση των ραγιάδων έστειλαν στις 22 το πρωί έναν αγά στο γαλλικό προξενείο και ζήτησαν σύσκεψη όλων των προξένων, με σκοπό να πεισθούν οι Έλληνες πρόξενοι να σταματήσουν τις ταραχές και να καταθέσουν οι ραγιάδες τα όπλα που κρατούσαν αντίθετα με τα καθιερωμένα. Πραγματικά, στις 11 το πρωί συγκεντρώθηκαν κανονικά και ο Γάλλος προξενος έθεσε το ζήτημα. Οι Έλληνες πρόξενοι απάντησαν πως δεν γνωρίζουν τίποτα, πως δεν είχαν καμμιά ανάμιξη και πως δεν ασκούσαν καμμιά εξουσία πάνω στους ραγιάδες. Οι πρόξενοι της Αγγλίας, της Ισπανίας και εγώ δεν είπαμε λέξη. ...
... Τέλος στις 3 και 45 οι Τούρκοι προσπάθησαν να πυρπολήσουν τις κατοικίες του αρχιεπισκόπου και του Παπαδιαμαντόπουλου. Αλλά επειδή αυτά τα σπίτια ήταν κλειστά και καλοφρουρημένα οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στις κατοικίες του Γκρίτσο (;) και του Γ. Καλαμογδάρτη, γαμπρού του αρχιεπισκόπου. Μόλις φάνηκε καπνός οι Τούρκοι του κάστρου έρριξαν μερικές μπάλες κανονιού πάνω στα σπίτια του αρχιεπισκόπου και του Παπαδιαμαντόπουλου. Αμέσως βγήκαν οι Επτανήσιοι από τις κρυψώνες τους. Ακούγοντας τις κανονιές και το τουφεκίδι βγαίνω στο παράθυρο και βλέπω ότι οι πρόξενοι της Γαλλίας και της Ισπανίας είχαν υψώσει σημαίες στα κτίρια. Ύψωσα κι εγώ τη σημαία της ΑΜ του Βασιλιά των Κάτω Χωρών ... Τότε μόνο πρόσεξα ότι το προξενείο της Ρωσίας, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το δικό μας, ήταν γεμάτο από ενόπλους που πυροβολούσαν πολύ πυκνά από τα παράθυρα εναντίον των Τούρκων, καθώς αποσύρονταν προς το κάστρο.
...
Όλες οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε και να ουρλιάζουν φριχτά ενώ βροντούσαν τα κανόνια, τα τουφέκια και οι πιστόλες και η πυρκαγιά όλο και προχωρούσε. Πιστεύω ότι η Δευτέρα Παρουσία θα είναι λιγότερο φριχτή και φοβερή από εκείνη τη νύχτα. Βρισκόμουν σε σύγχυση, σε αδιέξοδο και απελπισία. Ξημερωθήκαμε μέσα σε τρομακτική αγωνία.
... την αυγή της 23 Μαρτίου ο φίλος μου κ. Γκουμπερνάτις από τη Nisse, που βρισκόταν στο ισπανικό προξενείο, με ειδοποίησε ότι όλοι οι πρόξενοι ήταν έτοιμοι να μπαρκάρουν ... Πήρα μόνο τα αρχεία του προξενείου και τα πιο πολύτιμα πράγματά μου. Μπαρκάραμε για το Μεσολόγγι.
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, Α΄τ., σ. 196 κ.επ., εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999.
Στις 13 Απριλίου 1821 ο αναπληρωτής του προξένου Θωμά Παρνέλ, γραμματέας του προξενείου Σολαίρ, σε αναφορά του προς τον πρεσβετή της Ολλανδίας στην Κωνσταντινούπολη Γκασπάρ Τέστα, εκθέτει ημερολογιακά γεγονότα που έζησε στην επαναστατημένη Πάτρα, αρχίζοντας από τις 23 Φεβρουαρίου 1821.
«Στις 23 Φεβρουαρίου, αφού οι Έλληνες ραγιάδες της Πάτρας αρνήθηκαν ανοιχτά να πληρώσουν το χαράτσι και τους άλλους φόρους κατά την παλιά συνήθεια, μια υπόκωφη αναταραχή άρχισε ανάμεσά τους. Από την πλευρά των Τούρκων εκδηλώθηκε ανησυχία. Ο μεγαλύτερος αριθμός των Οθωμανών προεστών συγκεντρώθηκε στην κατοικία του αρχιεπισκόπου. Το βράδυ γύρισαν όλοι ήσυχα στα σπίτια τους. Οι φόροι όμως δεν πληρώθηκαν. Στις 27 ο αρχιεπίσκοπος Γερμανός, ύστερα από πρόσκληση του πασά της Τριπολιτσάς εγκατέλειψε την Πάτρα με την Αυλή του και τον γενίτσαρο φρουρό του.
... Επτανησιακές οικογένειες έφυγαν για τα Ιόνια. Στις 28 μάθαμε ότι ο αρχιεπίσκοπος, ενώ βρισκόταν στη μέση του δρόμου προς την Τριπολιτσά, έστειλε στον πασά τον γενίτσαρο με εντολή να του πει ότι οι Έλληνες ζητούν να αποτινάξουν το ζυγό και τη δουλεία της Υψηλής Πύλης. Ο αρχιεπίσκοπος πήρε τότε το δρόμο των Καλαβρύτων κι’ από κει, μαζί με τον επίσκοπο Χριστιανουπόλεως και τους προεστούς των Καλαβρύτων, της Βοστίτσας και της Πάτρας κλειστηκε στο μοναστήρι Μέγα Σπήλαιο. Ο γενίτσαρος, αφού προχώρησε τέσσερα μίλια, σκοτώθηκε από Έλληνες.
... 1 Μαρτίου. Οι Τούρκοι της Πάτρας άρχισαν να μεταφέρουν τα πολύτιμα πράγματά τους στο φρούριο.
... Στις 2 οι ραγιάδες άρχισαν κι’ αυτοί να εγκαταλείπουν την Πάτρα.
... Στις 3 η οικογένεια του κ. Ανδρέα Κοντογούρη, προξένου της Πρωσίας επιβιβάσθηκε για την Κεφαλονιά, την πατρίδα του. Η αναχώρηση αυτής της οικογένειας με ανησύχησε. Ειδοποίησα τον κ. Παρνέλ για την κρίσιμη κατάσταης των υποθέσεων της Πάτρας.
... Στις 4 η εξέγερση έγινε πιο σοβαρή. Οι Τούρκοι μετέφεραν όλα τα υπάρχοντά τους στο κάστρο και στις 6 τις οικογένειές τους.
... Στις 7 Μαρτίου εμφανίστηκαν στην πόλη Έλληνες ραγιάδες οπλισμένοι με πιστόλες και γιαταγάνια.
... Στις 8 Μαρτίου μεγάλος αριθμός καλά αρματωμένων Επτανησίων ανελαβαν τη φρούρηση των προξενείων της Ρωσίας, της Πρωσίας, της Αυστρίας και της Σουηδίας.
... Στις 11 οι Έλληνες φόρτωσαν τα υπάρχοντά τους και εμπορεύματα για τα Ιόνια, τον κόλπο της Ναυπάκτου και τα χωριά της Πάτρας.
... Στις 12 ο βοεβόδας, μαζί με άλλους Τούρκους προεστούς, πήγε στο προξενείο της Ρωσίας και ρώτησε για τους ένοπλους Έλληνες που φρουρούσαν το κτίριο, καθώς και τα άλλα προξενεία. Ο προξενος της Ρωσίας απάντησε ότι αυτό έγινε για ασφάλεια από τις ταραχές που συχνά συμβαίνουν στην Τουρκία.
... Στις 14 οι Τούρκοι άρχισαν περιπολίες στην πόλη, μέρα και νύχτα.
... Στις 15 πήρα γράμμα του κ. Παρνέλ με εντολή να πουλήσω τα μεγάλα έπιπλα και να μπαρκάρω με τα άλλα για τη Ζάκυνθο. Το πρώτο ήταν αδύνατο εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούσαν, για το δεύτερο δεν υπήρχαν χρήματα να ναυλώσω το καράβι.
... Στις 18 οι γραμματείς και οι άλλοι προξενικοί υπάλληλοι κατέφυγαν στα κτίρια των προξενείων τους.
... Στις 19 Μαρτίου, ύστερα από συμβουλή των προξένων της Γαλλίας και της Αγγλίας Πουκεβίλ και Γκρην, αποσύρθηκα με την οικογένειά μου στο προξενείο της Ολλανδίας.
... Στις 20 οι ραγιάδες έστειλαν τις οικογένειές τους στα προξενεία. Ο πρόξενος της Γαλλίας δέχτηκε πολύ κόσμο. Της Αγγλίας κανέναν. Όλα τα καταστήματα, ακόμα και των τροφίμων, είναι κλειστά.
... Στις 21 ο μπουλούκμπασης, με διαταγή του βοεβόδα, επισκέφθηκε τα προξενεία και πρόσφερε ενίσχυση με γενίτσαρους για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων ταραχών. Όλοι οι πρόξενοι απάντησαν ότι είναι αρκετός ο ένας γενίτσαρος φρουρός που υπηρετούσε κανονικά στα προξενεία. Επειδή οι Τούρκοι ήξεραν πως οι Επτανησιώτες πρόξενοι της Ρωσίας, της Πρωσίας, της Σουηδίας και της Αυστρίας είχαν ανάμιξη στην εξέγερση των ραγιάδων έστειλαν στις 22 το πρωί έναν αγά στο γαλλικό προξενείο και ζήτησαν σύσκεψη όλων των προξένων, με σκοπό να πεισθούν οι Έλληνες πρόξενοι να σταματήσουν τις ταραχές και να καταθέσουν οι ραγιάδες τα όπλα που κρατούσαν αντίθετα με τα καθιερωμένα. Πραγματικά, στις 11 το πρωί συγκεντρώθηκαν κανονικά και ο Γάλλος προξενος έθεσε το ζήτημα. Οι Έλληνες πρόξενοι απάντησαν πως δεν γνωρίζουν τίποτα, πως δεν είχαν καμμιά ανάμιξη και πως δεν ασκούσαν καμμιά εξουσία πάνω στους ραγιάδες. Οι πρόξενοι της Αγγλίας, της Ισπανίας και εγώ δεν είπαμε λέξη. ...
... Τέλος στις 3 και 45 οι Τούρκοι προσπάθησαν να πυρπολήσουν τις κατοικίες του αρχιεπισκόπου και του Παπαδιαμαντόπουλου. Αλλά επειδή αυτά τα σπίτια ήταν κλειστά και καλοφρουρημένα οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στις κατοικίες του Γκρίτσο (;) και του Γ. Καλαμογδάρτη, γαμπρού του αρχιεπισκόπου. Μόλις φάνηκε καπνός οι Τούρκοι του κάστρου έρριξαν μερικές μπάλες κανονιού πάνω στα σπίτια του αρχιεπισκόπου και του Παπαδιαμαντόπουλου. Αμέσως βγήκαν οι Επτανήσιοι από τις κρυψώνες τους. Ακούγοντας τις κανονιές και το τουφεκίδι βγαίνω στο παράθυρο και βλέπω ότι οι πρόξενοι της Γαλλίας και της Ισπανίας είχαν υψώσει σημαίες στα κτίρια. Ύψωσα κι εγώ τη σημαία της ΑΜ του Βασιλιά των Κάτω Χωρών ... Τότε μόνο πρόσεξα ότι το προξενείο της Ρωσίας, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το δικό μας, ήταν γεμάτο από ενόπλους που πυροβολούσαν πολύ πυκνά από τα παράθυρα εναντίον των Τούρκων, καθώς αποσύρονταν προς το κάστρο.
...
Όλες οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε και να ουρλιάζουν φριχτά ενώ βροντούσαν τα κανόνια, τα τουφέκια και οι πιστόλες και η πυρκαγιά όλο και προχωρούσε. Πιστεύω ότι η Δευτέρα Παρουσία θα είναι λιγότερο φριχτή και φοβερή από εκείνη τη νύχτα. Βρισκόμουν σε σύγχυση, σε αδιέξοδο και απελπισία. Ξημερωθήκαμε μέσα σε τρομακτική αγωνία.
... την αυγή της 23 Μαρτίου ο φίλος μου κ. Γκουμπερνάτις από τη Nisse, που βρισκόταν στο ισπανικό προξενείο, με ειδοποίησε ότι όλοι οι πρόξενοι ήταν έτοιμοι να μπαρκάρουν ... Πήρα μόνο τα αρχεία του προξενείου και τα πιο πολύτιμα πράγματά μου. Μπαρκάραμε για το Μεσολόγγι.
[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, Α΄τ., σ. 196 κ.επ., εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)